Στα μέσα του 20ού αιώνα, στην κόλαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξέσπασε απηνής θρησκευτικός διωγμός, αντίστοιχος με τους διωγμούς των ρωμαϊκών χρόνων, και ανέδειξε μάρτυρες όλων των ειδών (μεγαλομάρτυρες, παιδομάρτυρες, παρθενομάρτυρες, ιερομάρτυρες, άντρες γυναίκες και παιδιά όλων των ηλικιών) στη γειτονική μας Σερβία. Όπως είναι λίγο γνωστό, εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβοι (Ο αριθμός τους είναι σχετικά απροσδιόριστος, κάποιοι τον ανεβάζουν στους 1.500.000) βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με φρικιαστικούς τρόπους από την κροατική ταξιαρχία Ουστάσα, που την αποτελούσαν παράφρονες και φανατικοί Καθολικοί, δυστυχώς, για να απαρνηθούν την ορθόδοξη πίστη τους και να ασπαστούν τον Καθολικισμό[61].
Οι ένδοξοι αυτοί μάρτυρες της Σερβίας των ετών 1941-45 είναι αντίστοιχοι με τους αρχαίους χριστιανούς μάρτυρες και τους νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας, φορούν το ακάνθινο στεφάνι του μαρτυρίου και το λευκό χιτώνα, που λευκάνθηκε στο Αίμα του Χριστού (Αποκάλυψη, ζ΄ 14) και πλουτίζουν το μαρτυρολόγιο της χριστιανοσύνης και το αγιολόγιο του 20ού αιώνα με εκατοντάδες χιλιάδες νέα ονόματα, που, σημειωτέον, δεν είναι Γέροντες ή Γερόντισσες, ιερείς ή μοναχοί, αλλά άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που προτίμησαν την αιώνια αγάπη του Θεού από την επίγεια άρνησή Του. Ήδη αρχίζουν, σταδιακά και κατά τόπους (όπως στο Γιασένοβατς της Κράινα, όπου λειτουργούσε ένα από τα σκληρότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης), να κατατάσσονται μεταξύ των αγίων στα τοπικά μαρτυρολόγια[62].
Εξάλλου, εκτός από το σεβάσμιο πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, που διώχθηκε και φυλακίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς, τιμήθηκε από το λαό ως άγιος αμέσως μετά την κοίμησή του (1925) και αναγνωρίστηκε επίσημα πρόσφατα[63], το 1981 η Ρωσική Εκκλησία του Εξωτερικού κατέταξε μεταξύ των αγίων, ως νεομάρτυρες, τους χιλιάδες Ρώσους που εκτελέστηκαν από το σοβιετικό καθεστώς λόγω των χριστιανικών τους πεποιθήσεωνΧ ανάμεσά τους η δούκισσα Ελισάβετ και η μοναχή Βαρβάρα, που θανατώθηκαν το 1918Χ τουλάχιστον για την αγία Ελισάβετ μαρτυρούνται και σαφή σημεία αγιότητας μετά θάνατον[64].
Μια ξεχωριστή προσωπικότητα της ρωσικής χριστιανοσύνης, ο άγιος Σεραφείμ της Βίριτσα[65] (1866-1949), έβρισκε ο ίδιος τους ανθρώπους που τον είχαν ανάγκη και τους καλούσε κοντά του. Παιδί φτωχής οικογένειας, ορφανός από πατέρα, έγινε αρκετά πλούσιος από το εμπόριο γούνας, παντρεύτηκε το 1890 και απόχτησε δύο παιδιά, το ένα από τα οποία πέθανε ενός έτους. Ήδη ως λαϊκός ασκούσε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, ενώ το 1920 έγινε μοναχός στη Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκυ στην Πετρούπολη και η σύζυγός του Όλγα στην ιερά μονή της Παναγίας των Ιβήρων στην ίδια πόληΧ εκπλήρωσαν έτσι και οι δυο τη συμβουλή που είχαν λάβει (ο άγ. Σεραφείμ από έναν άγνωστο σε μας γέροντα της Λαύρας και η Όλγα από τη μοναχή Πελαγία της μονής), όταν είχαν εκφράσει την επιθυμία να μονάσουν σε εφηβική ηλικία, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και χωρίς να γνωρίζονται ακόμηΧ η συμβουλή ήταν να παντρευτούν, και να γίνουν μοναχοί αφού αναθρέψουν τα παιδιά τους.
Οι χιλιάδες των προσκυνητών και των δυστυχισμένων κάθε είδους που επισκέπτονταν το εξομολογητήριο ή το κελλί του αγίου Σεραφείμ, ακόμη και όταν ήταν κατάκοιτος από διάφορες ασθένειες ή διωκόμενος από το σοβιετικό καθεστώς, τον μετέτρεψαν σε «δεξαμενή όπου συγκεντρώνονταν όλες οι θλίψεις του λαού». Οι πολυήμερες εξομολογήσεις και οι συνεχείς νηστείες και προσευχές (κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσευχήθηκε χίλιες νύχτες γονατιστός πάνω σε μια πέτρα υπέρ του ρωσικού λαούΧ η προσευχή του απευθυνόταν στον προστάτη του άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, ο οποίος είχε κάνει το ίδιο κατά το μοναχικό βίο του) «λεύκαναν την ψυχή του» και τον κατέστησαν όχι μόνο διορατικό, αλλά και ισχυρά προορατικό (με πολλές προφητείες) και θαυματουργό: θεράπευε τους ασθενείς που έρχονταν σʼ αυτόν. Κοιμήθηκε στις 3 Απριλίου 1949 στην πόλη Βίριτσα (εκεί κατέφυγε μετά τη διάλυση του μοναστηριού του από το καθεστώς), η οποία ευωδίαζε ολόκληρη για μία εβδομάδα από το θάνατό του.
Έλεγε: «Ο Κύριος μπορεί να περιμένει και χίλια χρόνια για να σωθεί έστω και ένας αμαρτωλός, για να αναπληρωθεί ο αριθμός των αγγέλων που ξέπεσαν» -; «Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας πρέπει να ανάψουμε κερί γιʼ αυτούς που προσβάλαμε, που απατήσαμε, που τους κλέψαμε κάτι, που χρωστούσαμε και δεν ξεχρεώσαμε» -; «Οπωσδήποτε πρέπει να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μαςΧ αλλιώς, είναι σα να ρίχνουμε πετρέλαιο στη φωτιά και η φλόγα γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Για όλα, ακόμα και για τις θλίψεις, πρέπει να ευχαριστείς τον Κύριο και την Παναγία» -; «Παλιά οι άνθρωποι όλα τα έκαναν με προσευχήΧ προσεύχονταν όταν όργωναν τη γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν όταν θέριζαν τους καρπούς. Εμείς σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιοι παράγουν αυτά που τρώμε και πολλές φορές ούτε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας. Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλαστημούν όταν το μαγειρεύουν [ ...;]. Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή είναι δώρα του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση και ο νοητός κόσμος των αγγέλων διακονούν [=φροντίζουν] τον άνθρωπο. Γιʼ αυτό, κάθε φορά όταν καθόμαστε να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με πολλή επιμέλεια».
Λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του, το 1955, ήρθε στη Βίριτσα η μητέρα Ναταλία[66]. Τον ερχομό της τον είχε προβλέψει ο άγ. Σεραφείμ. Η συμπεριφορά της ήταν αλλοπρόσαλλη, γιʼ αυτό και θεωρείται διά Χριστόν σαλή (αγία, που παρίστανε την τρελή από ταπείνωση, για να αποφύγει την τιμή των ανθρώπων). Η φιλανθρωπία της, αλλά και το προορατικό της χάρισμα ήταν πανίσχυρο, ενώ, κατά τις μαρτυρίες, μπορούσε να περνάει από κλειστές πόρτες και να μεταφέρεται σε άλλο μέρος χωρίς να γίνεται αντιληπτή (αυτό που οι βουδιστές θα ονόμαζαν ταξίδια του αστρικού σώματος, μόνο που οι χριστιανοί άγιοι το θεωρούν χάρισμα, πιστεύουν ότι γίνεται σʼ αυτούς από τη Χάρη του Θεού και όχι ότι το κατορθώνουν μόνοι τους με τη δύναμη του νου τους).
Ενώ αγνοούμε πλήρως τη ζωή της πριν το 1955, από την εμφάνισή της στη Βίριτσα η δράση της ήταν εντυπωσιακή. Τιμήθηκε ως αγία στη συνείδηση χιλιάδων ανθρώπων που τη γνώρισαν και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν ότι τα σκυλιά της (πάντα είχε κατοικίδια ζώα, κότες, πάπιες, γάτες κ.λ.π., και συχνά έφερνε κάποια μαζί της) πήγαιναν μόνα τους στο σιδηροδρομικό σταθμό και οδηγούσαν από τα ρούχα στο σπίτι της τους άγνωστους προσκυνητές που έρχονταν να τη συναντήσουν!
Εξαιρετική περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, είναι η τυφλή εκ γενετής και παράλυτη αγία Ματρόνα της Μόσχας[67] (1882-1952), εντελώς άπορη, περιπλανώμενη χωρίς ταυτότητα στην αχανή Ρωσία και φιλοξενούμενη από ανθρώπους διαφόρων ποιοτήτων, που άλλοι την αγαπούσαν και άλλοι την καταπίεζαν.
Η παράδοση τη θέλει «σκεύος εκλογής», δηλ. εκ γενετής επιλεγμένη (για μυστηριώδεις λόγους) από το Άγιο Πνεύμα: θεωρείται ότι, ως βρέφος, κοιμόταν και δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή (ημέρες νηστείας), πράγμα που αναφέρει η παράδοση και για άλλους αγίους (π.χ. τον άγ. Νικόλαο, τον άγ. Σεραφείμ από το Ζέλι Λοκρίδος, 1527-1602, τον άγ. Ιωακείμ της Ιθάκης, 1786-1868,[68] αλλά και το Ιωακειμάκι του Κουδουμά, θ. 1948, για το οποίο βλ. παρακάτω -;δύσκολο να το πιστέψει κάποιος αυτό, ιδίως αν έχει κολλήσει ορθολογισμό, σαν εμένα, αλλά δε μʼ ενδιαφέρει αν είναι αλήθεια ή αν απλώς δείχνει το σεβασμό που έτρεφε ο λαός για τους σπουδαίους εκείνους ανθρώπους), ενώ από μικρό κορίτσι εμφάνισε εντυπωσιακό προορατικό και ιαματικό χάρισμα, με συνέπεια να συρρέουν προσκυνητές στο χωριό της, το Σέμπινο (περιοχή της Τούλας, κωμόπολη Επιφάν), ζητώντας θεραπεία.
Στη βασανισμένη και περιπετειώδη ζωή της διακρίθηκε για την πανανθρώπινη αγάπη της, την υπομονή, την εμπιστοσύνη στο Θεό (παρά τη διπλή αναπηρία της), καθώς και την ταπείνωση, αφού ποτέ δε θεώρησε ότι η ίδια θεραπεύει τους ασθενείς της, αλλά ο Θεός («Μήπως η Ματρόνουσκα είναι Θεός; Ο Θεός βοηθάει» έλεγε). Πνευματική μητέρα και σύμβουλος πλήθους ανθρώπων, αλλά αθώα σαν παιδί, ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την επιρροή της ούτε έλαβε αμοιβή για την προσφορά της, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι έζησε και πέθανε ως λαϊκή, χωρίς να φορέσει το μοναχικό σχήμα (χωρίς να γίνει μοναχή δηλ.), αποδεικνύοντας ότι η αγιότητα φωλιάζει στην καρδιά του καθενός μας, όπου κι αν βρίσκεται. Ήταν νηφάλια, μεταλάβαινε και συνιστούσε στους ανθρώπους να μεταλαβαίνουν (δυο πολύ σημαντικά στοιχεία, που αποδεικνύουν το γνήσιο χριστιανικό της πνεύμα και τη διαφοροποιούν τόσο από «μάγισσες» όσο και από «θαυματουργούς θεραπευτές», που εξοργίζονται, πέφτουν σε έκσταση και θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από την Εκκλησία, δηλ. από την κοινωνία αγάπης των χριστιανών γύρω από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού). Το σοβιετικό καθεστώς την καταδίωξε, αλλά, ως εκ θαύματος, πάντα έρχονταν να τη συλλάβουν αφού είχε φύγει από κάθε τόπο.
Έλεγε: «Ο Θεός μια φορά μού άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε όλα τα δημιουργήματά ΤουΧ είδα τον ήλιο, τα άστρα στον ουρανό και όλα όσα βρίσκονται στη γη, την ομορφιά την επίγεια, τα βουνά, τους ποταμούς, το πράσινο χορτάρι, τα λουλούδια και τα πουλάκια»[69].
Ο τάφος της βρίσκεται στη Μόσχα, θεωρείται τόπος θαυμάτων και αποτελεί λαϊκό προσκύνημα. Ανακηρύχθηκε αγία από τη Ρωσική Εκκλησία το 1999 και η μνήμη της τιμάται στις 2 Μαΐου, μέρα της κοίμησής της.
Το 1959 «κοιμάται εν Κυρίω» στη Δράμα, στο μοναστήρι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (=αρχαγγέλων), ο Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης[70] (1901-1959), πρόσφυγας από την τότε Ε.Σ.Σ.Δ., ποντιακής καταγωγής. Ήταν άνθρωπος με βαθιά ανησυχία για την ψυχή των συνανθρώπων του, ευγενής, αφανάτιστος, με υψηλό ήθος, δάσκαλος αγάπης, αυστηρός με την αμετανόητη κακία και την υποκρισία που συχνά αντιμετώπιζε, αλλά χωρίς σκληρότητα προς τους αμαρτωλούς ή προς εκείνους που εμείς, οι «ακριβοδίκαιοι», θα χαρακτηρίζαμε κακούς ανθρώπους. Ωστόσο, όπως όλοι οι άγιοι όλων των εποχών, ήταν απαιτητικός σε θέματα ήθους και πίστευε ότι πρέπει να είμαστε αυστηροί με τη συνείδησή μας. Είναι χαρακτηριστικός ο κανόνας ταπείνωσης που ζητούσε, με πίκρα κι όχι με μίσος, από τις μητέρες που είχαν κάνει έκτρωση ή μαίες που είχαν συνεργήσει σε έκτρωσηΧ να ζητιανέψουν για εφτά μέρες σε εφτά χωριά (μία μέρα σε κάθε χωριό) και, ό,τι συγκεντρώσουν από τις ελεημοσύνες, να το δώσουν στους φτωχούς.
Διέθετε έντονη διορατικότητα και προορατικότητα (διέβλεπε την ταυτότητα, το παρελθόν και τις ανάγκες των προσκυνητών του μοναστηριού του, αντιλαμβανόταν γεγονότα από χιλιόμετρα μακριά κ.λ.π.) και μαρτυρούνται συγκλονιστικές οπτασίες και επαφές του με ιερά πρόσωπα, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος. Με τη ζωή και το θάνατό του συνδέονται πολλά θαυμαστά γεγονότα («θαύματα»), που καταγράφονται λεπτομερώς στο βίο του, με τα πλήρη στοιχεία των αυτόπτων μαρτύρων του καθενός. Στη συνείδηση των ανθρώπων που τον γνώρισαν τιμάται ως αναμφισβήτητος άγιος.
Εξαιρετική είναι και η περίπτωση του σύγχρονου οσίου Ιωάννη του Χοζεβά[71] (1913-1960), ο οποίος ασκήτεψε στη χαράδρα του χειμάρρου του Χοζεβά, στην έρημο της Ιουδαίας, σε μιαν απομακρυσμένη σκήτη του μοναστηριού των αγίων Ιωάννη και Γεωργίου των Χοζεβιτών. Ήταν Ρουμάνος στην καταγωγή, από την επαρχία Δόραγα, παιδί φτωχής οικογένειας, ορφάνεψε μικρός και, όταν τελείωσε το σχολείο, παρά την κλίση του στη λογοτεχνία, έγινε μοναχός, αρχικά στη Ρουμανία (στη Μονή Νιάμετς) και στη συνέχεια στους Αγίους Τόπους, όπου χειροτονήθηκε ιερέας. Μετά από περιπλάνηση και διακονία σε διάφορα πόστα, κατέληξε σε μιαν «επιβλητική αετοφωλιά μεταξύ των βράχων». Αυστηρός ασκητής (παρά την ασθένεια των νεφρών που τον βασάνιζε από νέο), αλλά ταπεινός, με χαρακτηριστικό του την παιδική ειλικρίνεια, έγραψε άρθρα και ποιήματα στη ρουμανική γλώσσα, και δέχτηκε πλήθος προσκυνητών, ακόμη και αρχιερείς, που έρχονταν σʼ αυτόν για εξομολόγηση. Κοιμήθηκε το 1960, πιθανώς από την ασθένεια των νεφρών του, και ενταφιάστηκε σε μια κρύπτη. Το 1978 όμως, μετά τη συχνή εμφάνισή του στα όνειρα του φίλου του Ιωαννίκιου, ο ηγούμενος της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως της Βοστώνης Παντελεήμων (που συνέβη να βρίσκεται στους Αγ. Τόπους) επέμενε να ανοίξουν την κρύπτη. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί το σώμα του π. Ιωάννη άφθαρτο. Σήμερα φυλάσσεται σε γυάλινη λάρνακα στο μοναστήρι των αγίων Ιωάννη και Γεωργίου των Χοζεβιτών.
Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός[72], αρχιεπίσκοπος Κριμαίας (1877 -; 11.6.1961), κατά κόσμον Βαλεντίν Βοινο-Γιασενέτσι, είναι επίσης μια ξεχωριστή περίπτωση, καθώς πρόκειται για ένα σύγχρονο άγιο Ανάργυρο [οι άγιοι Ανάργυροι, τουλάχιστον 14 τον αριθμό, ήταν γιατροί που θεράπευαν χωρίς αργύρια (=χρήματα)[73]]. Παρά την κλίση του στις θεωρητικές επιστήμες, σπούδασε Ιατρική με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσει τους εξαθλιωμένους χωρικούς στην αχανή ρωσική ύπαιθρο. Κορυφαίος χειρουργός, πρωτοπόρος στη Ρωσία σε τομείς όπως η μεταμόσχευση νεφρού, η τοπική αναισθησία και η μετάγγιση αίματος, συγγραφέας πλήθους επιστημονικών μελετών που βραβεύτηκαν με το Βραβείο Στάλιν και διαπρεπής καθηγητής, από το 1920, στην Ιατρική Σχολή της Τασκένδης, παρʼ όλα αυτά διώχθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για πολλά χρόνια από το σοβιετικό καθεστώς εξαιτίας της ιερατικής του ιδιότητας και της διαρκούς ομολογίας της πίστης του στο Θεό (ας μου επιτραπεί να επαναλάβω εδώ ότι η Εκκλησία είναι πάντοτε Εκκλησία μαρτύρων και τότε μόνον είναι γνήσια, όταν η κακία του κόσμου την καταδιώκειΧ πρβ. Α΄ Κορινθ. δ΄ 9-13).
Έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών, μετά το θάνατο της γυναίκας του από φυματίωση (πράγμα που του στοίχισε απίστευτη ψυχική φθορά), χειροτονήθηκε επίσκοπος και πήρε το όνομα Λουκάς, επειδή και ο ευαγγελιστής Λουκάς ήταν γιατρός. Ανάμεσα σε αλλεπάλληλες φυλακίσεις και εκτοπίσεις, έγινε ο προστάτης των φτωχών και κατατρεγμένων, άσκησε την ιατρική κάτω από άθλιες συνθήκες σε πολλά μέρη της Ρωσίας (συνήθως εξόριστος) και το σπίτι του ήταν διαρκώς γεμάτο από πάμπτωχους ασθενείς, που όχι μόνο τους περιέθαλπε δωρεάν, αλλά και, όταν μπορούσε, τους τάιζε (ως αρχιεπίσκοπος Κριμαίας έστελνε ανθρώπους να ψάξουν να βρουν φτωχούς ασθενείς, για να τους περιθάλψει). Σώζεται επιστολή προς το γιο του, στην οποία γράφει: «Αγάπησα το μαρτύριο, που τόσο παράξενα καθαρίζει την ψυχή»[74]. Στα κηρύγματά του, αφενός, και στην επιστημονική διδασκαλία του, αφετέρου, τόνιζε μεταξύ άλλων δυο πράγματα: «Προστατεύστε τον εαυτό σας από το αμάρτημα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίαςΧ μην ταπεινώνετε ποτέ κανένανΧ στο πρόσωπο του πιστού ορθόδοξου χριστιανού κάθε αλλόθρησκος και αλλοεθνής πρέπει να βρίσκει φιλοξενία και βοήθεια» -; «Ο γιατρός πρέπει να βλέπει τον ασθενή του όχι ως μια απρόσωπη ";περίπτωση";, αλλά ως έναν άνθρωπο-εικόνα του Θεού, που η καρδιά του σπαρταράει από φόβο!».
«Κοιμήθηκε» τυφλός στη Συμφερούπολη της Κριμαίας στις 11 Ιουνίου 1961, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του. Ο λαός τον τίμησε αμέσως ως άγιο και θεωρείται θαυματουργός -;είναι «ένα αφτί που ακούει τις προσευχές των ασθενών». Το Νοέμβριο του 1995 αναγνωρίστηκε ως άγιος με απόφαση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Την ίδια τύχη γνώρισε και ο άγιος Νέστωρ της Μαντζουρίας[75] (π. Νέστωρ Ανίσιμωφ, 1885-1962), που, αφού προσπάθησε να περισώσει τις ειδωλολατρικές μογγολικές φυλές του Γκιζίγκ της Καμτσάκα (μιας απομονωμένης περιοχής στο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας) από τις συνέπειες της καταστροφική πλημμύρας του 1907, οργανώνοντας δίκτυο ανθρωπιστικής βοήθειας ως μοναδικός ιερέας της περιοχής, βρήκε εμπόδια στη συνέχιση του φιλανθρωπικού του έργου από τον τσαρικό επίτροπο της συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας. Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν και ιδρύθηκε η Καμτσακική Φιλανθρωπική Αδελφότητα, που σύστησε δεκάδες σχολεία, ιατρεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και μια βιοτεχνία κατασκευής λυόμενων κτηρίων που δημιούργησε πολύτιμες θέσεις εργασίας στην εγκαταλελειμμένη επαρχία.
Το 1914 ο π. Νέστωρ κατατάχθηκε στην πρώτη γραμμή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οργανώνοντας νοσοκομειακές μονάδες -;αλλά το 1917, με την επικράτηση της επανάστασης, εμποδίστηκε να επιστρέψει στην Καμτσάκα. Έτσι κατέφυγε στην Κίνα, όπου η ιεραποστολή είχε ανασυνταχθεί μετά το διωγμό του 1900. Εγκαταστάθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, όπου συνέχισε το ιεραποστολικό έργο του, και το 1946 η ιερά σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον διόρισε μητροπολίτη Χαρμπίν και Μαντζουρίας και έξαρχο Ανατολικής Ασίας. Δυο χρόνια μετά όμως συνελήφθη από το μαοϊκό καθεστώς και καταδικάστηκε σε θάνατο ως αντικαθεστωτικός (για «αντιλαϊκή δραστηριότητα»). Με τη μεσολάβηση Ρώσων επισήμων, η ποινή του μετατράπηκε σε καταναγκαστικά έργα και οδηγήθηκε σε ορυχείο, απʼ όπου απελευθερώθηκε το 1955 και στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Με την υγεία ανεπανόρθωτα κλονισμένη κατέφυγε στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου στο Ζαγκόρσκ, και παρέδωσε το πνεύμα στις 4 Νοεμβρίου 1962 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας.
Έγραψε: «Βλέποντας σε κάθε βήμα μου το καθημερινό δράμα και τη μαύρη ζωή αυτών των παραπεταμένων από τη Ρωσία παιδιών της, κατάπινα άφωνος την πικρία μου, έπνιγα τον πόνο μου και συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις στην ποιμαντική και ιεραποστολική μου δραστηριότητα. Έψαχνα για δρόμους που θα με οδηγούσαν στις καρδιές των ειδωλολατρών, προσπαθώντας να τους ανακουφίσω από τα βάσανά τους, όχι τόσο με τα πενιχρά μέσα που διέθετα, όσο με το ζωοποιό λόγο του Θεού και την παρηγορητική σπορά της ελπίδας στην αγάπη Του και της εμπιστοσύνης στην πρόνοιά Του».
Σύνθετη είναι και η προσφορά μιας άλλης σπουδαίας προσωπικότητας της Ορθοδοξίας, του αγίου Ιωάννη της Σαγκάης (Ιωάννη Μαξίμοβιτς, 1896-1966)[76], ρωσικής καταγωγής, που περιέθαλψε όσους μπόρεσε από τους αμέτρητους εξαθλιωμένους ανθρώπους της περιοχής του και από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Κίνα για να διαφύγουν το σοβιετικό καθεστώς, οργανώνοντας φιλόπτωχα σωματεία και ένα ορφανοτροφείο με 3.500 τρόφιμους, που το έκλεισε η επανάσταση του Μάο.
Άνθρωπος παροιμιώδους ήθους και ακραία ασκητικός (δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένος μετά τη μοναχική κουρά του, αλλά πάντοτε καθιστός ή σε στάση προσευχής), δαπάνησε τον εαυτό του για τους άλλους, τόσο στο σερβικό σεμινάριο του Μπιτόλ, όπου αρχικά δίδαξε, όσο και στη Σαγκάη, όπου υπηρέτησε ως επίσκοπος, παίρνοντας το αξίωμα παρά τη θέλησή του. Όπως ο άγ. Ιωάννης της Κρονστάνδης λίγο νωρίτερα, λειτουργούσε συχνά ξυπόλυτος, γιατί είχε δώσει τα παπούτσια του σε κάποιο φτωχό. Παίρνοντας υπό την προστασία του φυλακισμένους και ψυχικά πάσχοντες, σύντομα απόχτησε πρόβλημα υγείας στα πόδια από την πολύωρη ορθοστασία και τις αδιάκοπες πορείες για ποιμαντικούς και φιλανθρωπικούς λόγους. Τον καιρό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που η Σαγκάη βρισκόταν σε ιαπωνική κατοχή, κυκλοφορούσε στις πιο επικίνδυνες συνοικίες ακόμη και τη νύχτα για να προλάβει τις ανάγκες των χριστιανών και κάθε ανθρώπου που τον χρειαζόταν.
Το 1949 εκτοπίστηκε από το μαοϊκό καθεστώς στις Φιλιππίνες μαζί με 5.000 Ρώσους πρόσφυγες, που με ενέργειές του έλαβαν άδεια να μετακινηθούν στις Η.Π.Α.Χ τότε η Ρωσική Εκκλησία τού ανέθεσε τη διαποίμανση της Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης, με έδρα αρχικά το Παρίσι και στη συνέχεια τις Βρυξέλλες. Εκεί ο άγιος Ιωάννης συνέχισε το έργο που ήξερε πολύ καλά: να διαθέτει τα πάντα. «Να λοιπόν που σήμερα στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί ένας ξυπόλυτος άγιος» είπε γιʼ αυτόν στο κήρυγμά του ρωμαιοκαθολικός ιεροκήρυκας. Ασχολήθηκε όμως και με την ανάδειξη των αγίων των λαών της δυτικής Ευρώπης, που αγίασαν πριν το σχίσμα των Εκκλησιών, τους οποίους αποκατέστησε στο ορθόδοξο αγιολόγιο και τίμησε με εκκλησιαστικές ακολουθίες και παρουσιάσεις[77]. Κοιμήθηκε στις 19 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1966 στο Σηατλ των Η.Π.Α., όπου είχε πάει να συμφιλιώσει αντιμαχόμενες μερίδες της ρωσικής Εκκλησίας, και κηδεύτηκε στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό του Σαν Φρανσίσκο. Το σώμα του έμεινε για προσκύνημα έξη μέρες χωρίς ταρίχευση και χωρίς να παρουσιάσει αλλοίωση. Αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Υπερόρια Ρωσική Εκκλησία το 1994 και τιμάται στις 2 Ιουλίου.
Το 1966 κοιμήθηκε και ο Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας[78] (Γκέβλερι Καππαδοκίας 1883 -; 16 Οκτωβρίου 1966), ο Ερωδιός, όπως τον χαρακτήρισε κάποιος ποιητής μετά το θάνατό του. Διορατικός και θεόπτης ( = με θεοπτικές εμπειρίες), γνώριζε τις ανάγκες των επισκεπτών του πριν του τις πουν. Φύλακας άγγελος των φτωχών και των αδυνάτων, έδινε τόση σημασία στην ευθύνη των κληρικών, ώστε έλεγε: «Αν δε βλέπεις τον άγγελό σου δίπλα στο άγιο Θυσιαστήριο ( = την αγ. τράπεζα), μη λειτουργείς!». Ο ίδιος κάποια στιγμή σταμάτησε να λειτουργεί, λόγω συγκλονιστικής οπτασίας, την οποία δεν αποκάλυψε σε κανέναν, εκτός από το μητροπολίτη που τον χειροτόνησε. «Δε μπορούσα πια με τα θνητά και αμαρτωλά μου χέρια να ψηλαφώ τον Κύριο της δόξας» έλεγε[79].
Με μεγάλο ενδιαφέρον θα σημειώσω την περίπτωση ενός άγνωστου και άσημου για τον κόσμο ανθρώπου, του Μισαήλ, πρώτου πνευματικού πατέρα του γ. Ιερώνυμου, που ήταν λαϊκός, όχι κληρικός, κι όμως ήταν πνευματικός καθοδηγητής στο Γκέλβερι (με 4.000 κατοίκους) και την ευρύτερη περιοχή (όπως ο Παναής κι ο Βασίλης από την Κύπρο, που αναφέρω στην αρχή της ενότητας). Ήταν άνθρωπος που «σήκωνε το πρωί τα χέρια του για προσευχή κι όταν τα κατέβαζε, με τη δύση του ήλιου, η φανέλα του έβγαζε μια οκά νερό». Όταν ο Ιερώνυμος, νεαρός ακόμη, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από κει έγραψε απελπισμένος στο Μισαήλ ότι δε βρήκε κανένα πνευματικό με τη δική του αξία, εκείνος τον μάλωσε αυστηρά: «Αν μου ξαναγράψεις ότι δε βρήκες άνθρωπο σαν εμένα, ούτε θα σου ξαναμιλήσω ούτε θα ξανακάνω προσευχή για σένα». Αυτή η ταπείνωση ήταν εκείνη που επηρέασε περισσότερο απʼ όλα το Γέροντα και αποτέλεσε υπόδειγμά του για όλη του τη ζωή.
Επί του πιεστηρίου θα παρεμβάλλω λίγες κουβέντες για τον όσιο Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή[80] (1888-1970), που γεννήθηκε στην Πάτμο, μαθήτευσε στον άγιο Νεκτάριο, στον όσιο ερημίτη Θεοδόσιο, που ζούσε με τις οχιές, και τον όσιο ασκητή Μακάριο, αγίασε ο ίδιος στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Πάτμου, εμφάνισε έντονο προορατικό χάρισμα και έγινε δάσκαλος ήθους και θεολογίας, αλλά και πνευματικός πατέρας, πολλών ανθρώπων -;μεταξύ αυτών και του σπουδαίου ορθόδοξου θεολόγου και φημισμένου στην Ευρώπη επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware.
Συνδεόμενος στενά με τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς, για τον οποίο βλ. παρακάτω, έγινε η αφορμή να δώσει το όνομα Αμφιλόχιος στο πνευματικό του παιδί Αμφιλόχιο Ράντοβιτς, σημερινό μητροπολίτη Μαυροβουνίου και επίσης Γέροντα με μεγάλη πνευματικότητα. Πνευματικός αδελφός επίσης του οσίου Γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου, λέγεται ότι, όταν συναντιούνταν, αντάλλασσαν τα πετραχείλια τους και εξομολογούνταν με ταπείνωση ο ένας στον άλλον.
Μέσα από πολλές περιπέτειες και ταλαιπωρίες από το ιταλικό καθεστώς (τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 194, ο π. Αμφιλόχιος ανέπτυξε ποικίλο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο και «εκοιμήθη εν ειρήνη» το 1970, τιμώμενος ως άγιος στη συνείδηση των ανθρώπων που τον γνώρισαν. Χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος πνευματικός πατέρας της Ελλάδας του 20ού αιώνα.
[Πριν από λίγο έβλεπα μια αμερικάνικη ταινία, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν τουλάχιστον πενήντα άνθρωποι. Τώρα γράφω για έναν άγιο. Τί αντίφαση! Η ζωή μας είναι ένα συνονθύλευμα πληροφοριών. Νομίζω ότι πρέπει νʼ αρχίσουμε να νηστεύουμε μερικές συνήθειες...]
Έλεγε: «Ο άνθρωπος που αγαπά πνευματικά, όταν προσεύχεται αισθάνεται ότι βρίσκεται εντός του Θεού και του αδελφού του. Λυπάται όταν δεν πορεύεται καλώς ο αδελφός του και προσεύχεται για την πρόοδό του. Ποτέ δεν αλλάζει εκείνος που έχει τη χριστιανική αγάπη» -; «Πολλές φορές έρχεται ο Χριστός, σού χτυπά, Τον βάζεις να καθίσει στο σαλόνι της ψυχής σου και συ, απορροφημένος με τις ασχολίες σου, ξεχνάς το μεγάλο επισκέπτη. Εκείνος περιμένει να εμφανιστείς, περιμένει, και, όταν πλέον αργήσεις πολύ, σηκώνεται και φεύγει. Άλλη φορά πάλι είσαι τόσο απασχολημένος που Του απαντάς από το παράθυρο. Δεν έχεις καιρό ούτε να Τʼ ανοίξεις» -; «Όταν ο άνθρωπος απλοποιείται, θεοποιείται. Γίνεται άκακος, ταπεινός, πράος, ελεύθερος, γίνεται ...; γίνεται ...;».
Το 1883 γεννιέται σε χωριό της Τραπεζούντας του Πόντου η Σοφία Χορτοκορίδου, η «ασκήτισσα της Παναγιάς»[81]. Παντρεμένη στον Πόντο με ένα σύζυγο που εξαφανίστηκε (μάλλον όχι με δική του ευθύνη) μετά από επτά χρόνια γάμου και μητέρα ενός παιδιού που, νεογέννητο, φαγώθηκε από χοίρους, ήρθε στην Ελλάδα παρασυρμένη από τη λαίλαπα του πολέμου και ολοκλήρωσε τη ζωή της το Μάιο του 1974 στο μοναστήρι του Γενέθλιου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα Καστοριάς. Η ψυχή της ανέπνεε το Χριστό και την Παναγία με την απλοϊκή αγάπη των ταπεινών, που αισθάνονται τα ιερά πρόσωπα της πίστης ως φίλους και συγγενείς τους, εμβαθύνοντας στο μυστήριο της πανανθρώπινης αγάπης απλά και συγκλονιστικά, με την τρομακτική ευθύτητα και την ειλικρίνεια ενός παιδιού, που προκαλεί το σεβασμό, αλλά και τρομάζει γιατί αφαιρεί τις μάσκες της ατσαλάκωτης και καθώς πρέπει «εντιμότητάς μας» και της καλής μας υπόληψης, που νομίζει ότι ζει ενάρετα χωρίς να ρίχνεται στο ηφαίστειο της αγάπης. Είναι οι περίφημοι πτωχοί τω πνεύματι του Ευαγγελίου, που ζουν τα διδάγματα του χριστιανισμού χωρίς να διυλίζουν τον κώνωπα με τη βοήθεια της ακαδημαϊκής θεολογίας.
«Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία» έλεγε (εννοούσε το Χριστό και την Παναγία), «όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί». Δασκάλα πολλών απλών ανθρώπων, κυρίως γυναικών, μετέδιδε την ταπείνωση και την αγάπη με κάθε λόγο και κάθε κίνησή τηςΧ ήταν μια θαυμαστή προσωπικότητα χωρίς μελανά σημεία, ένα χόρτο της γης, παρόμοιο σε πολλά με τους διά Χριστόν σαλούς, αθέατο από τους υπερήφανους και μορφωμένους, αλλά εκτιμημένο από τους ταπεινούς, τους ομοίους της. Αγάπησε το Θεό και τους ανθρώπους με θαυμαστή δύναμη και η ζωή της πλουτίστηκε από εντυπωσιακές εμπειρίες επαφής με τη Θεοτόκο και διαφόρους αγίους (το 1967 χειρουργήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, στον καταυλισμό προσκόπων του Αμύνταιου, όπου την είχαν περιθάλψει σε κακά χάλιαΧ δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος -;τί χαρά για το ρεαλισμό μας!-; αλλά πλήθος ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και γιατροί, την είδαν το βράδυ μισοπεθαμένη από μια βρομερή πληγή που διαρκούσε μέρες και την επομένη τη βρήκαν με μια καλοραμμένη χειρουργική μαχαιριά που είχε γίνει μέσα στον καταυλισμό, γιατί δε βγήκε). Όπως και πολλοί άγιοι, είχε επικοινωνία με τα άγρια ζώα, και ιδιαίτερα με μια αρκούδα του δάσους, αλλά και με φίδια και πουλιά[82]. Από τότε που άλλαξαν τα ημερολόγια, νήστευε και με το παλαιό και με το νέο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν. Ποτέ δε δέχτηκε τιμές, αν και όσοι τη γνώρισαν φύλαξαν τα λόγια της ως θησαυρούς της συνείδησης. Είναι μια «Γερόντισσα», μια Μητέρα της Εκκλησίας και πνευματική μητέρα πολλών ανθρώπων. Ήδη έχουν γραφτεί προς τιμήν της τροπάρια, από ανώνυμο πνευματικό της παιδί, στη νεοελληνική γλώσσα.
Έλεγε: «Ο φόβος του Θεού κάνει σοφό τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι το Θεό, αλλά να φοβάσαι να μη στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τί να κάνεις» -; «Να ψάχνετε να βρίσκετε τους φτωχούς και να μαζεύετε να πάτε να τους βοηθάτε. Αυτά θέλει ο Θεός, όχι να πηγαίνετε τάχα να προσεύχεστε στην εκκλησία» -; «Η ελεημοσύνη κρυφή να είναι, μόνον ο Θεός να ξέρει» -; «Αχ, να ξέρατε τί έπαθε ο Κύριος την Τετάρτη και την Παρασκευή, τίποτα δε θα βάζατε στο στόμα σας. Ούτε ψωμί, όχι λάδι. Μη μαντζιρίζετε (=τρώτε αρτύσιμα) Τετάρτη και Παρασκευή» -; «Οι άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους αγγέλους, να δουν αν ο κόσμος μετανοεί» -; «Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο» -; «Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο».
Στις 16/29 Νοεμβρίου 1979 (ημέρα της ονομαστικής του εορτής -;του αρχαίου αγίου μάρτυρα Φιλούμενου, 270 μ.Χ.) ο ηγούμενος του Μοναστηριού του Φρέατος του Ιακώβ, στους Αγίους Τόπους, π. Φιλούμενος Ορουντιώτης δολοφονήθηκε με χτυπήματα τσεκουριού από φανατικό Ιουδαίο, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας με την οποία το κράτος του Ισραήλ (ή κάποιος κύκλος φανατικών) φέρεται να επιδιώκει τον εκτοπισμό του ορθόδοξου προσκυνήματος από εκείνο τον ιερό για χριστιανούς και ιουδαίους τόπο.
Ως μάρτυρας της πίστης ο π. Φιλούμενος δικαιούται απευθείας κατάταξη στο αγιολόγιο, όμως, πολύ περισσότερο, και εξαιτίας της αθώας ζωής του και των θαυμαστών σημείων που συνόδευσαν την εκταφή του (το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο, είχε φθαρεί μόνο στα πόδια, λόγω υπόγειας πηγής νερού στο σημείο του τάφου του -;ενώ μαρτυρούνται και μετά θάνατον εμφανίσεις του), τιμάται ως άγιος όχι μόνο στη συνείδηση των σπουδαστών της Πατριαρχικής Σχολής της Αγίας Σιών (Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), όπου βρίσκεται ο τάφος του, αλλά και πλήθους προσκυνητών και των συμπατριωτών του από την περιοχή της Μόρφου Κύπρου, όπου μάλιστα τελείται και λειτουργία με αρτοκλασία στη μνήμη του. Πρόσφατα, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Μόρφου, συντάχθηκε ασματική ακολουθία, παρακλητικός κανόνας και χαιρετισμοί προς τιμήν του, και η απόδοση επίσημης τιμής ιερομάρτυρα στο πρόσωπό του με απόφαση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είναι, καθώς φαίνεται, ζήτημα χρόνου[83].
Το 1979 κοιμάται ο Γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979)[84], Σέρβος μεγάλος θεολόγος και συγγραφέας, προικισμένος με το χάρισμα των δακρύων. Οξυδερκής κριτικός και ψυχοανατόμος του σύγχρονου ανθρώπου, κοινωνιολόγος, ιστορικός και φιλόσοφος, αντιπροτείνει στον εγωισμό και τον υλισμό (που θεωρεί ότι κυριαρχούν στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού, που επιβάλλεται παγκόσμια) τον άνθρωπο ως συνειδητή εικόνα του Θεού, ως έμπρακτη σχέση με το Θεό, που συνεπάγεται αγαπητική αρμονία με τα βάθη του εαυτού μας και με όλη την κτίση. Είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και πνευματικός πατέρας του σερβικού λαού, έργα του οποίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, όπως το Άνθρωπος και Θεάνθρωπος κ.ά.
Δεν παραθέτω αποσπάσματα από τα έργα του, για να μην τα αδικήσω. Προτρέπω στην ολοκληρωμένη ανάγνωσή τους από τον ενδιαφερόμενο.
Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος[85] (1884-1980), κορυφαίο πνευματικό ανάστημα της Ορθοδοξίας, πνευματικό τέκνο του αγίου Νεκταρίου, άνθρωπος κυριολεκτικά μεθυσμένος από θεϊκό έρωτα, που έζησε πολυτάραχη ζωή, αναγνωρίζεται ως άγιος, ήδη πριν την κοίμησή του και κατεξοχήν μετά απʼ αυτήν, από εκατοντάδες ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον συμβουλεύτηκαν, τον αγάπησαν και ωφελήθηκαν απʼ αυτόν. Τιμάται πλέον από το λαό με ναό προς τιμήν του στον τόπο όπου έζησε και «ετρύγησε το μέλι της ιεράς ησυχίας εν πλήρη νηστεία και προσευχή», στην Πάρο, ενώ το 1993 ο υμνογράφος μοναχός Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης (δηλ. από τη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγ. Όρους) συνέταξε παρακλητικό κανόνα του[86].
Η αυταπάρνησή του ήταν τόση, ώστε το 1944 ζήτησε από το Γερμανό διοικητή της Πάρου να τον συμπεριλάβει στους 125 θανατοποινίτες, για αντίποινα, αφού είδε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη ματαίωση της εκτέλεσής τουςΧ η πράξη του όμως αυτή προκάλεσε τη ματαίωση της εκτέλεσης.
Με τη ζωή του συνδέεται πλήθος μαρτυριών για θαύματα και θεοπτικές εμπειρίες, ενώ καταγράφονται αρκετές εμφανίσεις του μετά το θάνατό του, κάποιες από τις οποίες μάλιστα συγκλονιστικές, όπως οι δύο εμφανίσεις του στη Μονή Σίμωνος Πέτρας, όπου θεάθηκε αιωρούμενος, με λευκή φορεσιά, «χρυσίω βαρυτίμω περικεκοσμημένος, γέλωτα ψυχής ενδεδυμένος», και έδωσε την αυτομαρτυρία του: «Με εδέχθη ο Κύριος πλησίον Του. Ας το μάθουν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί και ας χαρούν σφόδραΧ να χαρούν όλοι οι ορθό-δοξοι μοναχοίΧ ας το μάθουν όλα τα ορθόδοξα έθνη, Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι, πάντα τα έθνη. Τώρα είμαι πλησίον εις τον Κύριον, Όστις με εδόξασεν» [87].
Ο εκδοτικός οίκος «Ορθόδοξος Κυψέλη», στη Θεσσαλονίκη, εκδίδει τετραμηνιαίο θεολογικό περιοδικό με το όνομά του (Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου), όπου αποθησαυρίζει πολύτιμα γραπτά του, καθώς και θεολογικά κείμενα άλλων συγγραφέων.
Στους κορυφαίους πνευματικούς πατέρες της σύγχρονης Ρουμανίας συγκαταλέγεται ο π. Αρσένιος Μπόκας (1910 -; 28.11.1989), «ο άγιος», όπως τον αποκαλούσαν οι συμμαθητές του στο σχολείο για την ευσέβειά του και την ηθική του ακεραιότητα. Φτωχό παιδί από τη Χουνεντοάρα της Ρουμανίας, που έφαγε πολύ ξύλο από τον τσαγκάρη πατέρα του με το λουρί που ακόνιζε τις φαλτσέτες του μαγαζιού του, για την αδεξιότητά του να καρφώνει τις μπρόκες στο ξύλο! Άριστος μαθητής, σπούδασε μεγαλώνοντας στη Θεολογική Ακαδημία του Σιμπίου (όπου δάσκαλός του ήταν ο επίσης μεγάλος πνευματικός πατέρας της Ρουμανίας π. Δημήτριος Στανιλοάε), σε ηλικία 29 ετών έγινε μοναχός, και η δράση του, η πίστη και η αρετή του τον ανέδειξαν σε πρόσωπο με ισχυρό διορατικό και προορατικό χάρισμα, πνευματικό πατέρα πλήθους ανθρώπων και πρωταγωνιστή μιας ζωής γεμάτης ξεχωριστά γεγονότα, που τον κατατάσσουν ανεπιφύλακτα στο χώρο εκείνων που πλησίασαν το Θεό με τη φλόγα της ψυχής τους. Θαυματουργός ήδη όσο ζούσε, ταπεινός, γενναίος όσες φορές συνελήφθη από το ρουμανικό καθεστώς για τη θρησκευτική του πίστη, τιμάται με ιδιαίτερη θέρμη από τους ανθρώπους που τον γνώρισαν, ενώ ο τάφος του, στο Μοναστήρι των Καλογραίων του Πρισλόπ (το οποίο ο ίδιος ίδρυσε), όπου τα λουλούδια για άγνωστο λόγο δεν μαραίνονται όλο το χρόνο ανεξάρτητα από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, αποτελεί μεγάλο λαϊκό προσκύνημα της Ρουμανίας. Πρόσφατα μέρος της διδασκαλίας του (που έχει τη συγκλονιστική απλότητα της αγάπης των αγίων μαζί με το βάθος του φιλοσοφημένου νου) εκδόθηκε στα ελληνικά[88].
Έγραφε: «Οι παλαιότεροι προσεύχονταν γιʼ αυτούς που τους βασάνιζαν και τους κρατούσαν δεμένους στα πόδια και ευλογούσαν αυτούς που πήγαιναν για το θάνατο. [ ...;] Είναι αλήθεια ότι δεν είναι κατά φύσιν νʼ αγαπάς με όλη σου την καρδιά αυτόν που σε σκοτώνει με διάφορους τρόπους, αλλά είναι πάνω από τη φύση σου. Αυτή είναι η έννοια της αληθινής μετάνοιας: επανάκτηση της άνευ όρων αγάπης, επιστροφή απʼ όλες τις αμαρτίες προς τον ένα Θεό και όλους τους ανθρώπους. Όσες φορές γίνεται το θαύμα αυτού του μυστηρίου, τότε λέμε ότι η θεία χάρη εργάζεται την επιστροφή των ανθρώπων στην αθωότητα των νηπίων» -; «Όποιος θέλει να νικήσει τον κόσμο, ας προσεύχεται στον Πατέρα ή μυστικά ή με το νου του για όποιον ζει στο σκοτάδι της άγνοιας και της αμαρτίας. Η υπομονή στην πίεση του κακού, η συγχώρηση των αδελφών μας και η μυστική προσευχή γιʼ αυτούς ενώπιον του Θεού είναι οι πνευματικές δυνάμεις, με τις οποίες μεταστρέφουμε προς το καλύτερο τον κόσμο με τις κακίες του. Επιμένοντας σʼ αυτό το έργο μπορείς να γίνεις αιτία σωτηρίας και των εκ του κόσμου αδελφών σου» -; «Αν εξετάσεις με ειλικρίνεια τον εαυτό σου, μπορεί να διαπιστώσεις ότι δεν ήσουν ελεήμων με τους πτωχούς, τους μικρότερους αδελφούς του Θεού, διότι δεν τους έδωσες να φάνε, δεν τους έντυσες, δεν τους υποδέχτηκες όταν ήλθαν κοντά σου σαν ξένοι, δεν τους επισκέφθηκες όταν ήσαν στη φυλακή, ενώ μόνο γιʼ αυτό το έργο ήλθες σʼ αυτή την ολιγόχρονη ζωή» -; «Το Αίμα του Αμνού της Θείας Μεταλήψεως[89] συντηρεί την ψυχή βαθύτατα και στηρίζει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του. [ ...;] Ιδού γιατί όλος ο κόσμος θα έπρεπε να είναι στη Θεία Λειτουργία, διότι η παράταση της ζωής του είναι δώρο της Θείας Λειτουργίας. [ ...;] Συνεπώς όσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ζητούν τη μετάνοια και τη Θεία Κοινωνία, ο σατανάς δεν θα έχει δύναμη. Τον εμποδίζει η δύναμη του Θεού. Αλλά, αφʼ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία, λόγω της απιστίας τους, τις ημέρες εκείνες θα καταπαύσει να τελείται η θυσία αυτή και θʼ αρχίσει το ";βδέλυγμα της ερημώσεως";».
Στις 28.2.1992, υπέργηρη, κοιμάται η Γερόντισσα Γαβριηλία (γεν. Κων/πολη 1897), σπουδαία προσωπικότητα στη γενικότερη ιστορία του ανθρωπισμού, άνθρωπος εξαιρετικής παιδείας, η οποία, από το 1938, εργάστηκε ανθρωπιστικά στην Αθήνα, τη Λέρο, την Ινδία, την Ουγκάντα, την Τανζανία, το Σινά, τις Η.Π.Α. κ.α. Βοηθούσε αδιακρίτως ανθρώπους πολλών φυλών και θρησκειών, πράγμα που συχνά την ανέδειξε σε πρέσβειρα του πνεύματος της Ορθοδοξίας, αν και δεν είχε πρόθεση να λειτουργήσει ως ιεραπόστολος. Η δράση της περιγράφεται στο βιβλίο της μαθήτριάς της, επίσης μοναχής Γαβριηλίας, Η ασκητική της Αγάπης[90], ενώ συνοπτικά αναφέρεται στο Γεροντικό του 20ού αιώνος του Κλ. Ιωαννίδη. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το έζησε ως λαϊκή και σε προχωρημένη ηλικία έλαβε το μοναχικό σχήμα. Μαρτυρείται γιʼ αυτήν προορατικό και ιαματικό χάρισμα, που το απέκρυπτε επιμελώς λόγω της ταπεινοφροσύνης της και έδινε ενδείξεις μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Μετά το θάνατό της ακούστηκε η φωνή της από παρέα γυναικών φίλων της. Ομαδική παραίσθηση ή σημείο επιβεβαίωσης για κάτι παραπάνω; Ο καιρός θα δείξει.
Με μεγάλη συγκίνηση, αν μου επιτρέπετε, θα αναφερθώ σύντομα σε έναν αγαπημένο μου Γέροντα (αγαπημένο μέσα απʼ τα βιβλία βέβαια, δεν τον γνώρισα προσωπικά, όπως τίποτα δεν έχω φροντίσει να γνωρίσω), τον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, το «Σωφρόνιο του Essex», βιογράφο του αγ. Σιλουανού του Αθωνίτη, σπουδαίο ζωγράφο με σταδιοδρομία στο Παρίσι, στη συνέχεια μοναχό και ασκητή του Αγίου Όρους (όπου αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής μας) και τέλος ιδρυτή της ιεράς μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Essex της Αγγλίας, όπου και κοιμήθηκε το 1993.
Μια καιόμενη λογική λαμπάδα, ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας, κολοσσός ήθους και θεϊκής Χάρης, από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνα, που τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 16 γλώσσες, μεταξύ των οποίων τα ιαπωνικά και τα κορεατικά. Κατά μαρτυρίες, βρισκόταν σε «τηλεπαθητική επαφή» (μέσω της προσευχής τους) με τον π. Πορφύριο, για τον οποίο βλ. αμέσως παρακάτω. Από τα έργα του γνωρίζω ότι έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά ο βίος του αγ. Σιλουανού, το Περί προσευχής, το Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί ( = θα δούμε το Θεό όπως είναι), το Η ζωή Του ζωή μου (His life is mine) και πιθανόν και άλλα.
Προσευχόταν για «τον Αδάμ παγγενή» ( = όλη την ανθρωπότητα), συχνά κλαίγοντας, αλλά όχι μπροστά σε άλλους, παρά μόνο στα γεράματά του, που ήταν καταβεβλημένος. Έδινε μεγάλη σημασία στο ανθρώπινο πρόσωπο, στη μετάνοια, στη δίψα για το Θεό, στο άκτιστο Φως (μιλήσαμε γιʼ αυτό παραπάνω), και θεωρούσε την προσευχή ποίηση. Μετάνοια θεωρούσε «το να γνωρίζει ο άνθρωπος την προαιώνια ιδέα που είχε ο Θεός γιʼ αυτόν. Δηλαδή, πώς ο Θεός συνέλαβε τον άνθρωπο προ καταβολής κόσμου και ποια είναι η εκπλήρωσή του, ποιος ο σκοπός του. Όταν καταλάβει ο άνθρωπος το προαιώνιο σχέδιο του Θεού γιʼ αυτόν, θα κάνει το παν για να το εκπληρώσει και να συμμορφωθεί προς αυτό»[91].
Θα αναφέρω ονομαστικά τους Γέροντες Ιάκωβο Τσαλίκη (1920 -; 21.11.1991)[92], Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη[93] (θ. 19 Νοεμβρίου 1991) και Παΐσιο Αγιορείτη[94] (Φάρασα Καππαδοκίας 1924 -; 12 Ιουλίου 1994). Οι δύο τελευταίοι είναι πασίγνωστοι σε όλη την Ελλάδα (είναι μάλλον οι πιο γνωστοί σύγχρονοι όσιοι, με δεκάδες πνευματικά παιδιά και χιλιάδες προσκυνητές που μαρτυρούν τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους), και θα αρκεστώ να παραπέμψω στην πλούσια βιβλιογραφία για το βίο και τη διδασκαλία τους. Ήδη τιμώνται ως άγιοι στη συνείδηση των πιστών (ο Θεός, μέσω του χρόνου, θα αποφανθεί για τη μνήμη τους) και εικόνες τους, χωρίς φωτοστέφανο, υπάρχουν σε ορισμένα μέρη, όπως η ιερά μονή Χρυσοπηγής στα Χανιά (Πορφύριος) και ο νέος ιερός ναός του αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα (Παΐσιος. Για τον π. Πορφύριο μάλιστα έχει συνταχθεί και ανεπίσημη ασματική ακολουθία[95], ενώ καταγράφεται και ανεπίσημο απολυτίκιο προς τιμήν του, που εμπνεύστηκε σε όνειρο άνθρωπος του οικογενειακού του περιβάλλοντος: Ως ουν επί της γης προσηύχεσο διά την ίασιν των ασθενών και την συγχώρησιν των παραπτωμάτων ημών, ούτω και εν ουρανοίς, πάτερ Πορφύριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών[96].
Λόγια του Γέροντα Παΐσιου προς τον π. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς, μετέπειτα μητροπολίτη Μαυροβουνίου, όταν είδε τα όσα γράφονταν γιʼ αυτόν: «Βλέπεις, πάτερ, τί γράφουν για μένα; Εγώ να είμαι ο χειρότερος των ανθρώπων κι αυτοί να με παρουσιάζουν σα να είμαι άγιος. Εγώ, που ζω εδώ στο Άγιον Όρος, ξέρω ποιοι άνθρωποι είναι όντως του Θεού. Ο Θεός όμως τους ελέησε αυτούς και κατόρθωσαν να κρυφτούν από τα μάτια των ανθρώπων, κι έμεινα εγώ να με παρουσιάζουν ως δήθεν άγιο. Και μη νομίσεις ότι αυτά τα λέω από ταπείνωση. Είμαι όντως το σκύβαλο της γης»[97].
Εδώ είναι ο κατάλληλος χώρος για να προσθέσω ότι στο Άγιο Όρος, όπου τα τελευταία χίλια χρόνια έχουν συρρεύσει αμέτρητοι άνθρωποι κάθε ηθικής στάθμης, η αγιότητα φωλιάζει στις αθέατες γωνιές των μοναστηριών και των ερημητηρίων, εκεί όπου κρύβονται οι απλοί και ταπεινοί μοναχοί με την ανυπόκριτη πίστη και την απεριόριστη αγάπη.
Οι όσιοι του Αγίου Όρους, που οι εμπειρίες τους ξεφεύγουν κατά πολύ από τις δικές μας και που έχουν εντελώς διαφορετική από την περιορισμένη (επιτρέψτε μου) δική μας αντίληψη για τον κόσμο, το Θεό και τον άνθρωπο, είναι αμέτρητοι και φυσικά άγνωστοι. Μορφωμένοι και αγράμματοι, άσημοι και ανώνυμοι για τους ανθρώπους, αλλά φωτεινά άστρα και δάσκαλοι για πολλούς άλλους άσημους και ανώνυμους μοναχούς, καταγράφονται άνθρωποι με εξαιρετικά χαρίσματα, που τα ονόματά τους γράφονται στο συμβολικό βιβλίο του ουρανού και που οι ίδιοι όχι μόνο ποτέ δεν θεώρησαν ότι είναι άγιοι, αλλά αντίθετα βιώνουν ως κάτι απόλυτα φυσικό τις εμπειρίες τους και θα τρόμαζαν μέχρι πανικού αν κάποιος τολμούσε να τους πει ότι τους θεωρεί αγίους.
Σε ερευνητικά έργα όπως η Πείρα Πατέρων του Μανώλη Μελινού, το Γεροντικό του Αγίου Όρους του μοναχού Ανδρέου Θεοφιλοπούλου κ.λ.π. ανασύρονται από την αφάνεια πολλές τέτοιες περιπτώσεις, και αντιπαραβάλλονται με άλλες, ανθρώπων που πλανήθηκαν και θεώρησαν ότι είναι άγιοι πέφτοντας θύματα του εγωισμού ή της φαντασίας τους. Αναφέρω ονομαστικά, από το Γεροντικό του Αγίου Όρους, τους άσημους αλλά σπουδαίους και γεμάτους από τη δύναμη του Θεού οσίους Γέροντες Δαμασκηνό των Δανιηλαίων (μάγειρα στη σκήτη της Μικρής Αγίας Άννας), Αγλάιο από τη μονή Κωνσταμονίτου, Χερουβείμ και Ναθαναήλ από «την έρημο του Αγιοβασίλη» (δηλ. τα ησυχαστήρια της σκήτης του Αγίου Βασιλείου), τον τυφλό γέροντα Ιγνάτιο από την Κοίμηση της Θεοτόκου στα Πάνω Κατουνάκια, τον π. Παΐσιο, μάγειρα στο ίδιο μέρος (άλλο από το γνωστό π. Παΐσιο που αναφέραμε παραπάνω), το μοναχό Νικήτα, που ασκήτεψε στην παλιά σκήτη του Αγιοβασίλη ώς το 1941 (όπου και πέθανε από την πείνα της Κατοχής)Χ ο τελευταίος ήταν ληστής και δολοφόνος, που μετανόησε επηρεασμένος από την αγιότητα του παπά Χαρίτωνα, ενός προγενέστερου οσίου ασκητή από την έρημο του ΑγιοβασίληΧ η συντριβή του για τα εγκλήματά του ήταν παροιμιώδης και τον συνόδευσε ώς το τέλος της επίγειας ζωής του. Να αναφέρω επίσης το μοναχό Χαρίτωνα (είχε το όνομα του παπά Χαρίτωνα που αναφέρουμε πιο πάνω), ο οποίος κοιμήθηκε μέσα σε μια σπουδαία αγγελική οπτασία το 1926, τους Γέροντες Ιγνάτιο και Λάζαρο από τη μονή του Αγίου Διονυσίου, Στέφανο από τη Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου, Σεραπίωνα το Ρώσο από τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα, Ερμόλαο από τη Μεγίστη Λαύρα, Άνθιμο, Συμεών και Αβράμιο από τη μονή του Αγίου Παύλου και υπολείπονται πλήθος άλλοι. Τα σημεία της αγιότητάς τους θα χρειάζονταν τόμους για να αναφερθούν και να αναλυθούν θεολογικά, ώστε να μη μπερδεύονται με περιπτώσεις ψεύτικων σημείων, που επίσης καταγράφονται και σχολιάζονται πολλές. Να αναφέρουμε, τέλος, αν και θα μας κοροϊδεύετε, σοφοί μας φίλοι, ότι στα δάση του Αγίου Όρους μαρτυρείται η παρουσία αόρατων, άγνωστων και κατʼ ουσίαν ανώνυμων ασκητών, που περιφέρονται μακριά από τα μοναστήρια και θεωρούνται εξαιρετικά προχωρημένοι στην αγιότητα. Ανάλογη παράδοση εμφανίσεων αόρατων ασκητών υπάρχει και για το Αγιοφάραγγο της Κρήτης, στα νότια του νομού Ηρακλείου[98].
Στις 2 Δεκεμβρίου 1998 ολοκληρώνει την επίγεια ζωή του ο πνευματικός πατέρας της σύγχρονης Ρουμανίας γέροντας Κλεόπας Ελίε (1912-199[99], παιδί φτωχής οικογένειας με δέκα παιδιά, τα πέντε από τα οποία ακολούθησαν το μοναχικό βίο. Ο ίδιος μόνασε με κέντρο τη μονή της Παναγίας της Συχαστρίας, όπου κατέληξε ηγούμενος (ο προκάτοχός του τον όρισε διάδοχο και αρχικά αντιμετώπισε αντιδράσεις, γιατί ήταν απλός βοσκός της μονής), ενώ πολλές φορές αναγκάστηκε να καταφύγει στην «έρημο των δασών» διωκόμενος από το ρουμανικό καθεστώς, από το οποίο επίσης συνελήφθη και φυλακίστηκε θεωρούμενος άδικα ως αντικαθεστωτικός. Απειλούμενος από τους ληστές των δασών, τους οποίους αντιμετώπιζε με συνεχή προσευχή (πράγμα που έχει μείνει ως τάξη στη μονή Συχαστρίας μέχρι και σήμερα), βρέθηκε σε στενή σχέση με τα ζώα και τα πουλιά του δάσους, όπως και η Γερόντισσα Σοφία αλλά και οι παλαιότεροι ασκητές, και καταγράφεται ότι πολλές φορές γνώρισε εμπειρίες που ξεπερνούν τη δική μας καθημερινότητα.
Στο βίο του συνδέθηκε με άλλες σύγχρονες οσιακές μορφές της Ρουμανίας, όπως ο όσιος Ιωάννης του Χοτζεβά (για τον οποίο βλ. παραπάνω), ο «μακάριος επίσκοπος» άγιος Ιωάννης, ο βοσκός πατήρ Γαλακτίων, ο φτωχότερος μοναχός της μονής («όταν αρρωστήσει ή χτυπήσει ένα πρόβατο, εκείνη την ημέρα δε μπορώ ούτε να φάω» έλεγε -;κοιμήθηκε το φθινόπωρο του 1946), ο στάρετς Ιωαννίκιος Μορόι, ο μεγάλος πνευματικός πατέρας της Μολδαβίας π. Παΐσιος Ολάρου (θ. 18.10.1990), οι αδελφοί του π. Κλεόπα μοναχοί Βασίλειος και Γεράσιμος, ο ιεροδιάκονος Χριστόφορος ο Ησυχαστής (που ζούσε σε μια κρυφή σπηλιά στα δάση της Σύχλας και είχε πάντα μαζί του το κρανίο του οσίου Παύλου, πνευματικού της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος του είχε αποκαλύψει σε όραμα τη θέση των λειψάνων του) κ.ά., οι περιπτώσεις των οποίων αναφέρονται στο βίο τουΧ καταγράφεται επίσης η επικοινωνία του με έναν άγνωστο ασκητή από τα Καρπάθια, πρώην επίσκοπο (που «δραπέτευσε» από το επισκοπικό αξίωμα γιατί τον τραβούσε η άσκηση των βουνών), που τον επισκεπτόταν συνοδευόμενος από ζώα του δάσους και έδινε σημεία ζωής μέχρι το 1955 περίπουΧ από τότε χάθηκαν τα ίχνη του (προφανώς «εκοιμήθη») και το όνομά του έμεινε άγνωστο σε όλους, εκτός ίσως από τον ίδιο τον π. Κλεόπα[100]. Ο τάφος του π. Κλεόπα βρίσκεται στη Συχαστρία και αποτελεί λαϊκό προσκύνημα της Ρουμανίας.
Έλεγε: «Να είστε προς το Θεό με την καρδιά του υιού, προς τον εαυτό σας με το νου του δικαστή και προς τον πλησίον σας με την καρδιά της μητέρας». -; «Το σώμα αυτό μας τραβά στο χώμα, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός [ποιητής, μεταξύ άλλων, της νεκρώσιμης ακολουθίας]";το χώμα στο χώμα τραβά";! αλλά εμείς δεν πρέπει να το αφήνουμε, δεν πρέπει να το αφήνουμε σʼ αυτή την πλάνη». -; «Όταν βλέπεις την εικόνα της Θεοτόκου με το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της, ξέρεις τί βλέπεις εκεί; Είναι ο ουρανός και η γη! Ο Χριστός είναι ο ουρανός, και πολύ ανώτερος από τον ουρανό ...; Ενώ η Θεοτόκος αντιπροσωπεύει όλους τους λαούς που κατοικούν επάνω στη γη, γιατί προέρχεται από το δικό μας γένος». -; «Οι έγγαμοι να κάνουν το σπίτι τους μια αληθινή εκκλησία. Δηλαδή να έχουν ειρήνη μεταξύ τους, να γεννούν και να ανατρέφουν τα παιδιά τους με φόβο Θεού, να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς και αναξιοπαθούντες, να προσεύχονται πολύ, να φροντίζουν τους γονείς τους και να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων κατά τις συμβουλές των πνευματικών τους ...;».
Θα προχωρήσω προσεχτικά, όπως βαδίζουμε σε αμπέλι, με τη μητέρα Ταρσώ. Είναι μια ξεχωριστή και σπουδαία περίπτωση, που μεταφέρει στην εποχή μας ένα αρχαίο Φως, το Φως της παράδοσης των διά Χριστόν σαλών (πρβ. την αναφορά μας στη μητέρα Ναταλία της Βίριτσα και στη Γερόντισσα Σοφία)! Οι σαλοί (=τρελοί) είναι άγιοι που παριστάνουν τους τρελούς από ακραία ταπεινοφροσύνη, για να αποφύγουν την τιμή των ανθρώπων. Συνήθως ο Θεός καθοδηγεί κάποιον να ανακαλύψει «τυχαία» ότι ο τάδε, που όλη η πόλη τον περιφρονεί και τον κοροϊδεύει, που ζει από ελεημοσύνες, κοιμάται στη μέση του δρόμου, ανεβαίνει στον άμβωνα της εκκλησίας και πετάει σπασμένα καρύδια στους πιστούς ή τρώει κρέας δημόσια τη σαρακοστή, είναι στην πραγματικότητα ένας θαυματουργός άγιος πολύ κοντά στους αγγέλους του Θεού! Έτσι, η ιστορία κάθε σαλού είναι και η ιστορία του βιογράφου του.
Σε όλη την ιστορία του χριστιανισμού καταγράφονται ελάχιστοι σαλοί άγιοιΧ η Εκκλησία της Ελλάδας τιμά επτάΧ τον άγ. Ανδρέα, Σκύθη στην καταγωγή (την αλήθεια για τον οποίο γνώριζε μόνο ο ιερέας Νικηφόρος της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, ο πνευματικός του πατέρας[101]), τον άγ. Συμεών Εμέσης, τον άγ. Θεόδωρο, τον άγ. Παύλο, τον άγ. Σάββα το Βατοπεδινό, τον άγ. Θεόδουλο τον Κύπριο και την αγ. Ισιδώρα (έζησε περιφρονημένη από εμπαθείς μοναχές στη γυναικεία μονή της Ταβέννης, στην Άνω ΑίγυπτοΧ εκεί την ανακάλυψε, κατόπιν οράματος, ο μεγάλος άγιος ασκητής ΠιτηρούμΧ όταν όμως έγινε γνωστή η αγιότητά της χάθηκε και κανείς δεν έμαθε τίποτʼ άλλο γιʼ αυτήν[102]). Η Ρωσική Εκκλησία τιμά περισσότερους, άντρες και γυναίκες, όπως την οσία Ξένη (θ. 1806) κ.ά. που έχουμε αναφέρει εδώ[103]. Γενικά η σαλότητα θεωρείται χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, οι σαλοί κατέθεταν ότι είχαν λάβει ρητή κλήση από το Χριστό και η υποβολή κάποιου σʼ αυτού του είδους τη δοκιμασία δεν συνιστάται αν δεν έχει αυτή την κλήση, γιατί κινδυνεύει να τρελαθεί στʼ αλήθεια. Να όμως, που ανέτειλε στο τέλος του 20ού αιώνα της τεχνολογίας μία γυναίκα φορέας της τρομερής αυτής παράδοσης, και μάλιστα στην Αθήνα!
Η Ταρσώ Ζαγοραίου[104] (υποκοριστικό του Ταρασία, 1910 -; 7.10.1989), πανέμορφη και μορφωμένη κοπέλα από το Ρογό της Άνδρου, εκδήλωσε φανερά σε ηλικία περίπου 20 ετών την επιλογή της προσποιητής φρενοβλάβειας, αλλά η ίδια θεωρούσε ότι έλαβε κλήση γιʼ αυτό 14 ετών από «αξιωματικό», όπως αποκαλούσε τους αγγέλους. Υπέστη ψυχιατρικές εξετάσεις και χειρουργική επέμβαση στους κροτάφους. Στη συνέχεια, θεωρούμενη ως τρελή, έζησε στο μοναστήρι της Παναγίας της Πευκοβουνογιάτρισσας στην Κερατέα Αττικής, στο περιθώριο της μοναστικής κοινωνίας (αδιευκρίνιστο αν είχε γίνει τυπικά μοναχή), σε μια πλιθοπαράγκα έξω από το μοναστήρι. Ο ασκητισμός της ήταν σκληρός, αλλά ποτέ δεν ήταν αυστηρή με τους άλλουςΧ κοιμόταν καθιστή χάμω, έτρωγε ελάχιστα και φαΐ χειρίστης ποιότητας, εξέθετε το σώμα της στη βροχή και το κρύο κ.τ.λ.Χ προσευχόταν συνεχώς και σύντομα έγινε αντιληπτό σε κάποιες μοναχές και πολλούς από τους προσκυνητές του μοναστηριού ότι πίσω από τα κουρέλια της τρελής κρύβεται μια αγία. Έτσι, δεχόταν πολλούς επισκέπτες, τους οποίους συμβούλευε αλληγορικά, με λόγια φαινομενικά παράλογα, στην πραγματικότητα όμως σημαντικά για τον εκάστοτε συνομιλητή της.
Κατά τις πολυάριθμες μαρτυρίες, διέθετε προορατικό και διορατικό χάρισμα (το οποίο απέκρυπτε κάτω από ασυναρτησίες και ενίοτε προσποιητή αγένεια, με την οποία απέκρουε μετά μανίας όσους προσπαθούσαν να την επαινέσουν ή να την τιμήσουν), είχε στενή επαφή με τον κόσμο των αγγέλων και των αγίων (υπάρχουν ενδείξεις ότι την κοινωνούσε άγγελος, αν και ο άνθρωπος του καιρού μας θα γελάσει ακούγοντας ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο), και τα λείψανά της ευωδιάζουν. Η καταγραφή των διδαχών της (πάντοτε αινιγματικών, αλλά όχι ακατανόητων) και των επεισοδίων της επαφής της με το πλήθος των επισκεπτών της είναι ακόμη αντικείμενο έρευνας.
Στις 4 Ιουνίου 1995 κοιμήθηκε η γερόντισσα Μακρίνα, ηγουμένη του μοναστηριού της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά του Βόλου. Δασκάλα της ταπείνωσης, της πίστης και της αγάπης, με έργα και λόγια, η απλή και οσία αυτή μοναχή αξιώθηκε να αγαπήσει τόσο το Θεό, ώστε να ξεπεράσει εμφανώς τα ανθρώπινα μέτρα. Τα σημεία της αγιότητάς της είναι πολλά, με πιο χαρακτηριστικό την πρόγνωση του θανάτου της, την οποία συνόδευσε με μια «αποχαιρετιστήρια» φωτογραφία. Ζητώ συγγνώμη, για να σκανδαλίσω άλλη μια φορά τον ορθολογισμό σας με ένα επεισόδιο από τη ζωή της, που έχει, κατά τη γνώμη μου, πολλαπλή σπουδαιότητα:
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, η γερόντισσα χειρουργήθηκε στο έντερο σε κάποιο νοσοκομείο του Λονδίνου. Το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση, ενώ, κατά τον κανονισμό του νοσοκομείου, έμεινε μόνη στο θάλαμο και υπέφερε πολύ, ήρθαν δύο ευγενέστατοι μαύροι γιατροί και φρόντισαν το πρόβλημά της με επιδέσμους κ.λ.π. Το πρωί έφυγαν. Οι επίδεσμοι παρέμειναν σε μια γωνιά του θαλάμου, ως απόδειξη του γεγονότος. Όμως, όπως είπαν οι αρμόδιοι του νοσοκομείου, όταν τους ρώτησαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, μαύροι γιατροί δεν περιλαμβάνονταν στο δυναμικό του. Η γερόντισσα προσευχήθηκε για τη λύση της απορίας τους και «έλαβε την απάντηση» ότι οι δύο μαύροι γιατροί ήταν ένα ζεύγος αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία[105].
Θα κλείσω το κεφάλαιο με το Γέροντα Εφραίμ το Φιλοθεΐτη[106], πρώην ηγούμενο της Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους, που σήμερα (Δεκέμβριος 2004) ζει στο μοναστήρι του αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα των Η.Π.Α. Πόλος έλξης ευλαβών προσκυνητών, δάσκαλος ταπεινών και όχι μόνο, τιμάται στη συνείδηση των πιστών ως άγιος επί της γης, χωρίς ο ίδιος να εκμεταλλεύεται στο ελάχιστο την αγάπη τους. Για τη ζωή του παραδίδονται υπερφυσικά σημεία, που όμως δεν είναι αυτά που τον τοποθετούν στο επίπεδο των αγίων, αλλά η ίδια η ζωή του και η έμπρακτη εφαρμογή της διδασκαλίας του για την καθαρότητα της καρδιάς και τη θεμελίωση της αγαθής συνείδησης στην ταπεινοφροσύνη.
***
Ας έρθουμε στην Κρήτη. Η ιερά μονή Κουδουμά, στο νομό Ηρακλείου, είναι τόπος με ισχυρή παράδοση οσίων ασκητών, όπως οι άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος Χαριτάκης[107] (αδέλφια, κοιμήθηκαν το 1905 και το 1920 αντίστοιχα), ξακουστοί για τη διορατικότητα και την πνευματική τους δράση από το 1878. Ωστόσο, το 1948 κοιμάται εν Κυρίω στο μοναστήρι του Κουδουμά το ΙωακειμάκιΧ ο μοναχός Ιωακείμ Αντωνάκης[108] από τις Ρούπες Μυλοποτάμου του ν. Ρεθύμνης, άνθρωπος με τόσο μικρό ανάστημα, ώστε χωρίς δυσκολία κυκλοφορούσε όρθιος κάτω απʼ το τραπέζι!
Κατά την παράδοση, ως βρέφος δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή (πρβ. την αγία Ματρόνα της Μόσχας, παραπάνω), ενώ, στα δεκαπέντε του χρόνια, η ίδια η Παναγία (με την οποία επικοινωνούσε και στο μέλλον) καθοδήγησε τα βήματά του στο μοναστήρι. Διορατικός και θαυματουργός, με έμφαση στη διδασκαλία της συγγνώμης. Μαρτυρούνται επίσης εμφανίσεις του μετά θάνατον, από το 1954 ώς το 1970. Στου Κουδουμά σώζεται ένα σκαμνάκι με την επιγραφή «Μνήσθητι, Κύριε, του αναξίου δούλου σου Ιωακείμ του Βηματάρη» (= βοηθού στο Άγιο Βήμα, δηλ. στο Ιερό).
Λεπρός άφησε την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Αγίας Βαρβάρας, στο Αιγάλεω, στις 4 Ιανουαρίου 1964 ο άσημος και άγνωστος μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης[109], ο όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός, αφού σήκωσε για δεκαετίες το σταυρό της υπομονής και της αγάπης δίνοντας στοργή και προστασία στους άλλους ασθενείς, που τον αντιμετώπιζαν σαν πνευματικό τους πατέρα.
Σε ηλικία δεκαέξη ετών, ήδη άρρωστος, κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια για να αποφύγει τον εγκλεισμό στο χωριό των λεπρών της Σπιναλόγγας, και από κει, το 1914, όταν η αρρώστια του είχε προχωρήσει, με την καθοδήγηση ενός επισκόπου της Αφρικής που καταγόταν από τη Χίο, ήρθε στο Λεπροκομείο της Χίου κάτω από την προστασία του αγίου Άνθιμου Βαγιάνη[110], αναμορφωτή και πνευματικού πατέρα του Ιδρύματος με σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Εκεί έγινε μοναχός και έζησε με παροιμιώδη υπομονή και αγάπη ώς το 1957, που έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου και οι ασθενείς που είχαν απομείνει μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών. Στην Αθήνα εντυπωσίασε όχι μόνο τον εφημέριο του νοσοκομείου π. Ευμένιο Σαριδάκη, ο οποίος, από πνευματικός του πατέρας έγινε κατʼ ουσίαν μαθητής του, αλλά και τους ασθενείς και τους επισκέπτες του νοσοκομείου, που έβρισκαν στο παραμορφωμένο από την ασθένεια πρόσωπό του ένα φωτεινό παρηγορητή και ένα διορατικό καθοδηγητή.
Το 1964 το σώμα του ενταφιάστηκε στο μικρό νεκροταφείο των ασθενών και τα λείψανά του, κατά την εκταφή, μέθυσαν τους παρευρισκόμενους από την ευωδία τους, την οποία διατηρούν εσαεί. Καταγράφονται εμφανίσεις και θαύματά του μετά το θάνατό του, ενώ τιμάται ήδη με αρκετές εικόνες φιλοτεχνημένες στο Άγιο Όρος και αλλού, και τροπάρια γραμμένα από ανώνυμους «ερασιτέχνες» υμνογράφους.
Θα τρέξω λίγο το χρόνο μεταφερόμενος στο 1980, γύρω στο οποίο «κοιμήθηκε» στην ιερά μονή Παναγίας Καλυβιανής, στη Μεσσαρά, άσημη και άγνωστη, η Γερόντισσα Παρθενία. Το κελλί της ήταν έξω από τα τείχη του μοναστηριού, επειδή εκείνη αποδεχόταν το παλαιό εορτολόγιοΧ δε γνωρίζω αν η ίδια το επιθυμούσε αυτό, αλλά το θεωρώ ως το πιθανότερο.
Διευκρινίζω εδώ ότι παρόλο που οι περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες της γης (π.χ. Ρωσία, Άγιο Όρος κ.λ.π.) ακολουθούν το παλαιό εορτολόγιο, δηλαδή γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και όλες τις σταθερές γιορτές 14 μέρες μετά από μας, έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με την ελληνική Εκκλησία, δηλαδή κοινωνούν (μεταλαβαίνουν) από τους ιερείς μας κι εμείς κοινωνούμε από τους δικούς τους ιερείςΧ είμαστε λοιπόν ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού (=η Εκκλησία). Αντίθετα οι παλαιοημερολογίτες της Ελλάδας, αν και δεν έχουν δογματικές διαφορές με μας (δεν αποτελούν, δηλαδή, αίρεση, είναι ορθόδοξοι κατά την πίστη), όμως αρνούνται να κοινωνήσουν σε δικούς μας ναούς και δε μας κοινωνούν στους ναούς τουςΧ έχουν δηλαδή διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με την παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία και τη διατηρούν μόνο με την ιερά μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και τη Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς, που εδρεύει στην Αμερική. Έτσι, διαχωρίζοντας τη θέση τους, έχουν πέσει σε σχίσμα. Αιτία είναι ότι θεωρούν την αλλαγή των ημερολογίων τέχνασμα της Παπικής Εκκλησίας για να καταπιεί την Ορθοδοξία και την αποδοχή του νέου ημερολογίου από πλευράς μας ως προδοσία της πατροπαράδοτης πίστης μας. Όμως, η παρουσία τόσων αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την αλλαγή των ημερολογίων αποδεικνύει ότι η γνησιότητα της Ορθοδοξίας διαφυλάσσεται και από μας.
Σημειωτέον, ότι οι ίδιοι οι παλαιοημερολογίτες της Ελλάδας είναι διασπασμένοι σε πολλές μερίδες, που η κάθε μία δεν έχει εκκλησιαστική κοινωνία με την άλλη.
Παρόλα αυτά, στην Κρήτη αναδείχτηκαν μαρτυρημένοι άγιοι που αποδέχονταν με ευλάβεια και αγάπη το παλαιό εορτολόγιο. Οι λαμπροί αυτοί άνθρωποι αγίασαν από την ολοκληρωτική αγάπη τους στο Θεό και τους συνανθρώπους τους, την ορθή χριστιανική τους πίστη και την απόλυτη αυτοπροσφορά τους σε Θεό και ανθρώπους. Ποτέ δε φανατίστηκαν ούτε περιχαρακώθηκαν στη διαφορά των ημερολογίων, πολλοί δε από τους φίλους και τους μαθητές τους (οι οποίοι τους σέβονται και τους τιμούν ως αγίους) ανήκουν στην Εκκλησία του νέου ημερολογίου. Παρακαλώ λοιπόν να μη σκανδαλιστείτε που αναφέρομαι σʼ αυτούςΧ καμία ημερολογιακή διαφορά ούτε σκοπιμότητα παντός είδους δε θα επέτρεπε στη συνείδησή μου να παρασιωπήσω την παρουσία τους στο Ένα και Άγιο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, στην οποία έλαμψαν σαν τον ήλιο.
Και συνεχίζω για τη γερόντισσα Παρθενία. Επειδή το χωριό της μητέρας μου (Αποδούλου Αμαρίου) γειτονεύει με τη Μεσσαρά, η οικογένειά μου είχε την τιμή να γνωρίσει τη γερόντισσα, η οποία φιλοξενήθηκε αρκετές φορές από τη χωριανή μας κα Αρετή Βολανάκη (καταγωγή από τους Βόρρους Ηρακλείου), επισκεπτόταν το σπίτι της γιαγιάς μου και φιλοξενήθηκε στο Ρέθυμνο από την αδελφή της μητέρας μου κα Στέλλα Ψαρουδάκη. Προσωπικά δεν τη θυμάμαι, γιατί την είδα ελάχιστες φορές (ίσως μία) και ήμουν περίπου 10 ετών όταν πέθανε. Η ανάμνησή της μου είναι έντονη μόνο από τις διηγήσεις των οικείων μου.
Ήταν μια μικρόσωμη συμπαθητική γριούλα, που έκρυβε στην ψυχή της ένα συγκινητικό θησαυρό αγιότητας. Τον φανέρωνε με αθωότητα, διακριτικά και μόνο σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, γιʼ αυτό και νιώθω πολύ αμήχανα μιλώντας δημόσια για κείνηΧ την παρακαλώ να με συχωρέσει και να με βοηθήσει να σβήσω από μέσα μου τον εγωισμό, που αποτελεί το βαθύτερο και ανομολόγητο κίνητρό μου. Εκμυστηρευόταν ότι έβλεπε σκοτεινά (και φωτεινά πνεύματα που ακολουθούσαν τα περαστικά αυτοκίνητα στη Μεσσαρά, καθώς και ένα λευκό σταυρό στο μέτωπο του οσιότατου πατρός Κυρίλλου, στο Ρέθυμνο, για τον οποίο θα μιλήσω αμέσως μετά. Έβλεπε επίσης τα ελαττώματα των ανθρώπων ως μαύρο σταυρό στο μέτωπό τους, ενώ ένας μικρός λευκός σταυρός είχε φανεί στη ράχη της παλάμης της κάποτε που ξεκίνησε να γράψει σε κάποιο φιλικό της πρόσωπο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η μαρτυρία της ότι, καθώς προσήλθε να κοινωνήσει στο παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι του αγ. Νικολάου στο χωριό Ζαρός Ηρακλείου, ο ιερέας είδε στο άγιο Ποτήριο, και εκείνη ένιωσε στο στόμα της, σάρκα και αίμα αντί για ψωμί και κρασί. Η ίδια δεν μίλησε, αλλά ο ιερέας με δέος τη ρώτησε: «Τί κάνεις, Γερόντισσα, κι έγινε αυτό;». «Δεν κάνω τίποτα, γέροντα, παρά μόνο την προσευχή μου» απάντησε ταπεινά εκείνη.
Παραισθήσεις; Θρησκευτικές εμμονές; ";Ίσως";, θα πει η επιστήμη. Ο Θεός γνωρίζει τους κληρονόμους της βασιλείας Του, θα τολμήσω να πω εγώ (παραφράζοντας τους Μακαρισμούς), που πολλές φορές φαίνονται πτωχοί τω πνεύματι και ασθενείς τω σώματι, ως λυπούμενοι, αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες (Β΄ Κορινθ. στ΄ 10), αφού η δύναμη του Θεού τελειοποιείται μέσα στην ασθένεια, κατά τα λόγια του Χριστού προς τον απόστολο Παύλο («η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 9).
Η Ι.Μ. Καλυβιανής συνιστά έργο ζωής του σημερινού αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, που ήταν επίσκοπος Γορτύνης και Αρκαδίας, στη Μεσσαρά, και πνευματικός πατέρας της μονής. Την παρέλαβε ένα ταπεινό μοναστήρι με λίγα φτωχικά κελλιά (αλλά σημαντικό προσκύνημα, όπου, αρχές του 20ού αι., υπήρχε και ο Παππούς, ένας Γέροντας εξαιρετικά μικρόσωμος, άλλος από τον Ιωακείμ του Κουδουμά -;το όνομά του ήταν παππούς Τίτος, σύμφωνα με πληροφορίες μας) και την ανέδειξε (ακολουθώντας το υπόδειγμα του Μ. Βασιλείου) σε παράδεισο φιλανθρωπίας, που περιλαμβάνει γηροκομείο, ορφανοτροφείο, οικοτροφείο, σχολείο, εργαστήρια και αληθινή μέριμνα για τα παιδιά που φιλοξενεί. Ο ταπεινός αυτός άνθρωπος (εργάτης με τους εργάτες, κηπουρός με τους κηπουρούς, και πάντα ιερέας του Θεού της αγάπης και τελεσιουργός των «Αχράντων Μυστηρίων» του χριστιανισμού, δηλ. της Θ. Μεταλήψεως), άνθρωπος που ξέρει καλά από προσωπικές τραγωδίες, πληροφορήθηκε σε όνειρο το σημείο ταφής του παλαιού ιδρυτή της μονής αγίου Χαραλάμπους, τον οποίο και ανακάλυψε -;αλλά, εκτός αυτού, παραδίδονται μαρτυρίες για ιδιαίτερη επαφή του με τον «ουράνιο» κόσμο, όπως ότι έχει θεαθεί να αιωρείται κατά την ώρα της λειτουργίας στην Καλυβιανή, με κυριότερη ωστόσο τη μαρτυρία διακόνου της ακολουθίας του ότι μια νύχτα, κρυφά από άλλα μάτια (εκτός από την περιέργεια του ίδιου του διάκου, καλή για μας), ένας άγγελος τον κοινώνησε μέσα στο «καθολικό», δηλ. στον κεντρικό ναό του μοναστηριού.
Η λαϊκή ευσέβεια εδώ μπορεί να αναμειγνύει το μύθο με την αλήθεια σε βαθμό δύσκολο ή αδύνατο να διαχωριστούνΧ ο Θεός γνωρίζει την αλήθεια, και όποιος Τον εμπιστεύεται δεν είναι ούτε εύπιστος ούτε κακόπιστοςΧ είναι καλόπιστος, με καλοπιστία που ενίοτε φαίνεται αφελής, αλλά δεν είναι -;και, όταν είναι, μερικές φορές οικοδομεί την αγάπη, που υπερβαίνει σε αξία, κατά το χριστιανισμό, την καχύποπτη οξύνοια, πράγμα σκανδαλιστικό για εκείνους που δεν έχουν κατανοήσει ότι όλα παίρνουν αξία και απαξία από το κίνητρο της καρδιάς.
Επιτρέψτε μου λίγα λόγια ακόμη, αν και ήδη έχω μακρηγορήσει ανεπίτρεπτα. Ο ιερομόναχος π. Κύριλλος Παναγιωτάκης από τα Ακούμια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του ν. Ρεθύμνης (ο οποίος έζησε σε ένα μικροσκοπικό κελλί δίπλα στο λιλιπούτειο παλαιοημερολογίτικο γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, κλειστό σήμερα, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, στο κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου) κοιμήθηκε το 1986 και ο τάφος του βρίσκεται στη Βαρυμπόμπη. Πνευματικός πατέρας των παλαιοημερολογιτών του Ρεθύμνου, με ανυπόκριτη αγάπη και χωρίς ίχνος φανατισμού, εξαίρετος εξομολόγος, διορατικός και θαυματουργός. Με την αγιότητά του αντιμετώπισε επιτυχημένα πλήθος περιπτώσεων που ο λαός θεωρεί δαιμονισμούς και η επιστήμη ψυχοπάθειες (αν και, κατά τη γνώμη μου, δεν τις έχει μελετήσει επαρκώς), και υπήρξε ένα λιμάνι για πολλούς Ρεθεμνιώτες. Η ζωή του μια αλυσίδα θαυμάτων και οραμάτων, ο ίδιος όμως ήταν αθόρυβος και, για τούτο, άγνωστος στο ευρύ κοινό και σχεδόν αόρατος από την κοινωνία. Είναι ένας άγιος της διπλανής πόρτας. Το τέλος του, σε νοσοκομείο της Αθήνας, ήταν, όπως θα έλεγαν οι θεολόγοι, «οσιακό»Χ από την επιθανάτιο κλίνη τέλεσε προφορικά ολόκληρη τη θεία λειτουργία, και τελικά είπε: «ΕλειτούργησαΧ να μπορούσα να κοινωνήσω κιόλας ...;»Χ τότε μπήκαν δύο επίσκοποι του παλαιού ημερολογίου φέρνοντας μαζί τους θεία Μετάληψη, τον κοινώνησαν και αργότερα πέθανε.
Ομοίως, ο βίος του οσίου μοναχού Γεννάδιου[111] (1887 -; 16 Μαρτίου 1983) από τα Αχτούντα Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, που αποδεχόταν επίσης το παλαιό εορτολόγιο αλλά διατηρούσε πνευματική επαφή με την Ι.Μ. Καλυβιανής, ήταν ένα συνεχές θαύμα που έζησαν από κοντά όσοι είχαν την ευτυχία να τον γνωρίσουν. Ήδη έχει καταγραφεί η ογκώδης προφορική παράδοση των προφητειών, των διδασκαλιών, των εμφανίσεων (σε τόπους όπου δεν είχε πάει ποτέ παρά μόνο με την ψυχή του -;πρβ. και τη μητέρα Ναταλία της Βίριτσα), της ευωδίας, των οπτασιών και γενικά της συγκλονιστικής ζωής του, που είναι ακόμη νωπή στη μνήμη πλήθους Ρεθεμνιωτών, και όχι μόνο, οι οποίοι τον τιμούν ως αναμφισβήτητο άγιο στη συνείδησή τους. Ασκήτεψε κοντά σʼ ένα ξωκλήσι της Αγίας Άννας στην Ακουμιανή Γιαλιά, δηλαδή στην παράλια περιοχή των χωριών Ακούμια και Βρύσες Αγ. Βασιλείου (η επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης δίκαια μπορεί να καυχάται για την προσφορά της τόσο στη μουσική παράδοση της Κρήτης όσο και στην κατάθεση αγαθών ψυχών στην αγία Τράπεζα της Ορθοδοξίας -;μεταξύ άλλων, στην Ακουμιανή Γιαλιά υπάρχει και ξωκλήσι του τοπικού οσίου Γερασίμου, που μόνασε εκεί το 19ο αιώνα και ονομάζεται από τους ντόπιους «άγιος Γέροντας»[112]).
Καταγράφεται πρόχειρο απολυτίκιό του, έργο ανώνυμου λαϊκού ποιητή, με τα λόγια: Της Ρεθύμνης γέγονας ασκητής και την Κρήτην εστήριξας ευχαίς σου, πάτερ Γεννάδιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Στην Ακουμιανή Γιαλιά ασκήτεψε και ο μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, ο βίος του οποίου επίσης έχει καταγραφεί[113] με σπουδαία στοιχεία και σημεία (χαρακτηριστικό του η μυστηριώδης ευωδία, τόσο γνώριμη πλέον στις περιπτώσεις των αγίων), ενώ στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στα Ρούστικα Ρεθύμνης εξακολουθεί να μονάζει, υπερήλικας πλέον, ο διορατικός και πνευματικός πατέρας πλήθους πιστών ηγούμενος π. Ευμένιος Λαμπάκης, για την αγιότητα του οποίου ο ίδιος σιωπά αλλά οι πέτρες φωνάζουν! (σ.σ. Ο εξαιρετικά διορατικός αυτός γέροντας εκοιμήθη εν Κυρίω αρχές του 2006. Η αγιότητά του έγινε αντιληπτή τόσο από την ανεξήγητη ευφορία που διακατείχε πολλούς από το πλήθος που παρευρέθηκε στην κηδεία του, όσο και από την ελαστικότητα του σώματός του μία μέρα μετά την οσιακή κοίμησή του). Ας έχει υπόψιν βέβαια, το τονίζω ξανά, οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, ότι οι άγιοι δεν επιδεικνύουν ούτε εκμεταλλεύονται τα χαρίσματά τουςΧ επομένως, όποιοι πάνε σε κάποιον που έχει φήμη αγίου με την προσδοκία «να δούνε θαύματα» δεν έχουν καταλάβει το νόημα της θέωσης αυτών των ανθρώπων.
Θα κλείσω την ενότητα με τη μοναχή Ξένη Παττακού από το Χρωμοναστήρι Ρεθύμνης, που ίσως πρώτη φορά το, κατʼ εμέ, τίμιο όνομά της αναφέρεται δημόσια. Γεννήθηκε το 1878 και κοιμήθηκε, τυφλή και πλήρης ημερών, στην ιερά μονή Σαββατιανών, στο Ηράκλειο, στις 7.8.1995. Με το πρόσωπό της συνδέονται αρκετές παραδόσεις περί υπερφυσικών σημείων και εμφανίσεων, όπως ότι, όταν ήταν νέα και ασκήτευε σε ερημικό μέρος, ένας ντόπιος ξεκίνησε από το χωριό του να τη βιάσει (ήταν πανέμορφη)Χ επέστρεψε όμως άπρακτος και έντρομος, γιατί είδε δύο ένοπλους άντρες (αγγέλους) να φρουρούν την είσοδο του κελλιού της. Όπως και οι παλαιοί ασκητές (αλλά και πολλοί από εκείνους που αναφέρονται σʼ αυτή την εργασία), η γ. Ξένη πολλές φορές αντιμετώπισε το διάβολο καταπρόσωπο με διάφορες μορφές και σώθηκε χάρη στην άμεση επέμβαση, σε όραμα, της Παναγίας.
";Παραισθήσεις από την απομόνωση, τη νηστεία και τις εμμονές";, θα πουν κάποιοιΧ δεν μπορώ να βεβαιώσω κανέναν για το αντίθετο -;απλώς καταγράφω τις μαρτυρίες, που δεν έχω λόγο να τις αμφισβητήσω, αν και δεν είμαι άγιος για να τις ερμηνεύσω με βεβαιότητα. Η διάκριση των πνευμάτων (να ξέρεις, δηλαδή, από πού προέρχονται τα οράματά σου, να διακρίνεις τα αληθινά από τα ψεύτικα) είναι η «βασίλισσα των αρετών» για τους ορθόδοξους ασκητές, που συχνά αντιμετώπισαν το πρόβλημα της τρέλας ή των διαβολικών δοκιμασιών. Κατά τον άγ. Ιωάννη της Κλίμακος, μόνον οι τέλειοι είναι σε θέση να γνωρίζουν από τις σκέψεις της ψυχής τους «ποία μεν του συνειδότος, ποία δε Θεού, ποία δε δαιμόνων έννοια»Χ όμως «εν δυσίν όμμασιν αισθητοίς φωτίζεται το σώμα, και εν ορατή και νοητή διακρίσει οι οφθαλμοί της καρδίας λαμπρύνονται» (Κλίμαξ, ΚΣΤ΄, Β΄, ο΄).
***
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η σχέση τους με το Θεό έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: σε όνειρα ή οράματα φαίνεται ότι ο ουρανός τούς εμπιστεύεται ιερούς θησαυρούς, με την αποστολή να τους διαφυλάξουν αλλά και να τους αναδείξουν. Η αγιότητά τους είναι ιδιότυπη και οι άνθρωποι τους αγαπούν και τους σέβονται, επειδή έχουν καθαρή και φωτεινή καρδιά, γεμάτη αγάπη -;και γιʼ αυτό γίνονται «σκεύη εκλογής» και παίρνουν στα χέρια τους τα ιερά κειμήλια. Επιτρέψτε μου να αναφέρω δυο τρεις περιπτώσεις από το Ρέθυμνο της Κρήτης.
Το 1935 ο μοναχός Νέστωρ Βασσάλος[114] (1872-1957), που μόναζε σʼ ένα Κάθισμα-Κελλί της ι. μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος, έλαβε εντολή σε όραμα να κατεβεί στο Ρέθυμνο και να ανοικοδομήσει την ερειπωμένη μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στη θέση Κουμπές. Κατά τη μαρτυρία του ίδιου, δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στην εντολή, πράγμα συνετό, όπως έχουμε πει, γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος από την αρχή για κάτι που νομίζεις ως θεϊκό όραμα (και η αγία Πελαγία της Τήνου, που βρήκε την εικόνα της Παναγίας, το ίδιο εφάρμοσε), μέχρι που ο Χριστός τον διέταξε επανειλημμένα με αυστηρότητα. Το μοναστήρι του Κουμπέ επανιδρύθηκε και σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι με σημαντικό εργαστήρι αγιογραφίας, σύμφωνα με τις πρώτες διδαχές του ίδιου του π. Νέστορα, που ήταν εξαίρετος αγιογράφος. Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο του μοναστηριού. Ο Θεός θʼ αποφανθεί για τη μνήμη του.
Κοντά στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στα Ρούστικα Ρεθύμνης, δίπλα στο ναΐσκο της αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, είναι θαμμένη από το 1975 η μακαριστή μοναχή Φιλοθέη[115], κατά κόσμον Στυλιανή Τζαγκαράκη, γνωστή ως Χατζίνα, κάτοχος ιστορικού και θαυματουργού σταυρού ευλογίας (μητέρα τεσσάρων παιδιών, μεταξύ αυτών και του π. Σταύρου Τζαγκαράκη, εφημερίου της ενορίας Αγίων Αναργύρων στο προάστιο Περιβόλια του Ρεθύμνου, ο οποίος φυλάσσει τώρα το κειμήλιο αυτό), η ζωή της οποίας σφραγίστηκε από πλήθος θαυμαστών σημείων συνδεδεμένων με τον τίμιο σταυρό που είχε στη φύλαξή της κληροδοτημένο από μια θεία της. Το πρώτο και ίσως σπουδαιότερο απʼ αυτά ήταν η ανάσταση του μικρού Σταύρου, όταν, σε ηλικία λίγων μηνών, σκοτώθηκε πέφτοντας απʼ την ταράτσα. Ο θάνατός του πιστοποιήθηκε από γιατρό και ορίστηκε η κηδεία του. Το όνομα Σταύρος το φέρει λόγω του θαύματος που τον επανέφερε στη ζωή. Η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή, με αμέτρητους προσκυνητές που ζήτησαν την ευλογία του θαυματουργού κειμηλίου. Η Χατζίνα, λαϊκή τότε και σύζυγος του Νίκου Τζαγκαράκη, αρχικά αντιμετώπισε την αντίδραση του τότε επισκόπου Ρεθύμνης, που άλλαξε όμως στάση κατά την πορεία. Μετά το θάνατο του συζύγου της και σε προχωρημένη ηλικία η ίδια έλαβε το μοναχικό σχήμα. Εξυπακούεται ότι δεν εκμεταλλεύτηκε οικονομικά τα θαύματα του σταυρού (θεραπείες κ.λ.π.), δε δημιούργησε οπαδούς, δε διαφήμισε τον εαυτό της, δεν έγινε διάσημη παρά μόνο από στόμα σε στόμα, δεν απέκτησε χρήματα ούτε πέρασε τον εαυτό της για αγία.
Το ίδιο συνέβη και με την Αικατερίνα Βασιλάκη, γνωστή ως Στεφάναινα, η οποία κατείχε έναν άλλο ιστορικό και θαυματουργό σταυρό, που φυλάσσεται σήμερα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού, στον ομώνυμο λόφο που δεσπόζει της πόλης του Ρεθύμνου. Ο σταυρός αυτός εκτινάχθηκε, κατά την παράδοση, από το Αρκάδι με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης στις 9 Νοεμβρίου 1866Χ κατά καιρούς τον χρησιμοποίησε σε ανατριχιαστικούς εξορκισμούς (η μαζική περίπτωση των Κεραμιανών είναι η χαρακτηριστικότερη) και κάποια στιγμή τον εμπιστεύτηκε στην Εκκλησία του Ρεθύμνου, οικοδομώντας το 1935 τον ομώνυμο ναΐσκο, όπου και σήμερα φυλάσσεται. Για την ανέγερση του ναού αυτού, η μεν Στεφάναινα ονειρεύτηκε δύο καβαλάρηδες που την καθοδήγησαν (και, όταν τους ρώτησε ποιοι είναι, απάντησαν ";Στο σπίτι σας θα γεννηθούνε δυο παιδιά που θά ʼχουνε τα ονόματά μας"; -;Γιώργης και Δημήτρης), ο δε ιδιοκτήτης του οικοπέδου έλαβε, επίσης σε όνειρο, εντολή να παραχωρήσει το χώρο παρά τις αντιρρήσεις τουΧ αυτά τα διασώζει η προφορική παράδοση της πόλης του Ρεθύμνου, και, σημειωτέον, είναι πράξεις από τις οποίες κανείς δεν ωφελήθηκε οικονομικά. Η Στεφάναινα βρήκε το σχέδιο του ναού μυστηριωδώς χαραγμένο στη θέση όπου βρίσκεται, σαν απάντηση στην ανησυχία της για το πόσο μεγάλο έπρεπε να τον κάνει. Η ίδια πέθανε το 1956, ενώ η κόρη της Γαλάτεια υπηρετεί ακόμη και σήμερα, υπερήλικας, το προσκύνημα του Τ. Σταυρού. [116]
Ας είναι αιώνια φωτεινή η ψυχή των ανθρώπων που μνημονεύονται εδώ, έστω κι αν δεν είναι αιώνια η μνήμη τους μεταξύ των ανθρώπων. Σας ευχαριστώ.OSIAKES MORFES
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου