Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας : «Ένας λογισμός μας ανεβάζει στον ουρανό και ένας μας κατεβάζει στην κόλαση»

 


Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας: Με αυτά θα σωθούμε στις μέρες μας
Ορθοδοξία | Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας : «Ένας λογισμός μας ανεβάζει στον ουρανό και ένας μας κατεβάζει στην κόλαση»

Μας λέγουν οι νηπτικοί πατέρες ότι ένας λογισμός μας ανεβάζει εις τον ουρανόν και ένας μας κατεβάζει εις την κόλασιν. «Εν τοις λογισμοίς μας βελτιούμεθα ή αχρειούμεθα».

Δηλαδή ένας λογισμός, ο οποίος απρόσεκτα θα μας προσβάλη, , θα μας δηλητηριάση, θα μας ηδονίση, μπορεί να μας καταστήση αξίους για την κόλασι. Ένας λογισμός θεϊκός, ένας λογισμός αυταπαρνήσεως, ένας λογισμός ανδρείας, ένας λογισμός προσευχής και θεωρίας, μας αξιώνει να πλησιάσουμε τον Θείο Θρόνο και να γευθούμε πράγματα ουράνια. Από τους λογισμούς ή θα γίνουμε ακάθαρτοι ή θα γίνουμε καλύτεροι. Η αρχή των αμαρτημάτων ξεκινά από τους λογισμούς.Οι λογισμοί πηγάζουν από τις πέντε αισθήσεις, τόσον τις πνευματικές όσον και τις σωματικές. Όταν αφήσουμε την αίσθησι των οφθαλμών ανεξέλεγκτη και βλέπη ο,τιδήποτε απρόσεκτα, αυτή η απροσεξία θα γεννήση μια σωρεία από εικόνες βρώμικες και αμαρτωλές. Αυτές οι εικόνες αφού εισαχθούν στο φανταστικό, μετά στάζουν δηλητήριο αμαρτωλής ηδονής μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η ηδονή είναι το δηλητήριο, με το οποίον δηλητηριάζεται η καρδιά και γίνεται τότε ακάθαρτη και ένοχη μπρος στον ακοίμητον οφθαλμόν του Θεού.

Όπως η αίσθησις των οφθαλμών, έτσι είναι και της αφής, έτσι είναι και της γεύσεως, και της ακοής και της οσφρήσεως. Κι έτσι οι πέντε αισθήσεις δημιουργούν ανάλογες αμαρτωλές εικόνες, οι οποίες καθιστούν τον άνθρωπο ακάθαρτο ενώπιον του Θεού. Εδώ έγκειται όλη η φιλοσοφία του πνεύματος.

Όλα τα κηρύγματα είναι ωφέλιμα∙ γιατί όπως ακριβώς, όταν κλαδεύεται ένα δένδρο που είναι αρρωστημένο, καθαρίζεται , έτσι και ο λόγος του Θεού βοηθεί στην μείωσι ενός πάθους. Η διδασκαλία όμως των Πατέρων περί της νήψεως ενεργεί ριζικά την κάθαρσι από το πάθος. Όταν η αξίνα, όταν ο πέλεκυς κτυπήση την ρίζα, όλο το δένδρο πίπτει κάτω, ξηραίνεται και απόλλυται.

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Ο Κανόνας και η προσευχή στη ζωή του ασκητή χριστιανού Γέροντας Αιμιλιανός, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας (+)


Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία». Όταν οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία. Αυτήν σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν. Τότε μπορεί κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη.
Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις ενώπιον του Θεού. Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι.
Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα. Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον πραγματώση.
Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ, άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες, άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του, φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά, να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος Θεός. Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για να ζήσωμε μαζί του.
Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον νοιώθομε, δεν τον ξέρομε. Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό σκοτάδι.
Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και καλούμεθα να τον αποκτήσωμε. Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε από τους εγκληματίες. Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του Θεού.
Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός, αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις, ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας, της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν. Όλα τα βάζομε εκεί, και έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν, τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος. Έτσι, γίνομαι και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον Θεόν.
Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς. Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί. Άλλος εργάζεται, κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του.
Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς συμβαίνει και με την αγρυπνία. Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά, δεν θα γίνουν αμέσως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι εμάς τους ίδιους.
Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες. Άλλοι, οι περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του. Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες.
Το να συνέχισης την ημέρα σου με την αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Είναι πιο σκληρό να σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το μυαλό. Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο. Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας.
Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα. Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός· είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.
Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα. Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί. Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη. Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής.
Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών». Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής μας εν Χριστώ ζωής.
Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος. Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης. Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού. Και ο Θεός έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου. Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν. Ο Θεός τότε παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί τους.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο. Όποιος χρησιμοποιεί το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως νομίζεις εσύ.
Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς, την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου;
Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του. Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή του. Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να παρασταθώ ενώπιον του Θεού.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458)

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΛΑΘΟΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ..!!!



Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας νέος, που από μικρός είχε πόθο να γίνει ασκητής.
Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.


Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανάπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.

Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με». Ο Γερο-ασκητής ήταν κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε ελέησον με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.

Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντός του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.

Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της ευχής και προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, γι’αυτό και τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα νύχτα προσήχευτο με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.

Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητή που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε έναν σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος να προσεύχεται και να κλαίει. Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησον με».
Ταράχτηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στην ψυχή του και ξέσπασε σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή.
Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» την γλώσσα στο να λέει «Κύριε ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησον με».

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
-Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σ’αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα..! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
-Τι να λέω; Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνηση του απάντησε:
-Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου.
Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα έναν σταυρό!


*Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Κεφ.1 -Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ



Έβαλε κάποτε στο νου της μια γυναίκα της αμαρτίας καί στοιχημάτισε με τους φίλους της, πως θα το πετύχαινε να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη, που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη καί που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της κι’ ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Όταν βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε, ταράχτηκε…
Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποια ήταν καί τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
— Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου κι’ ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από την συμπάθεια καί την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της καί του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τον αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι’ είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι’ έκανε θερμή προσευχή. Απόψε συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού καί αόρατου εχθρού. Ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον έκαιγε. Για μια στιγμή ένοιωσε να λυγίζει η αντίστασή του καί τρόμαξε.
Αυτοί, πού μολύνουν το σώμα με αμαρτωλές πράξεις, πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή, αν θα αντέχεις στη βασανιστική φωτιά. Άναψε το λυχνάρι του κι’ έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα δεν τον άφηνε να νοιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύθηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι να ξημερώσει έκαψε καί τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η αθλία παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού καί, βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε. Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν σε βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
— Μέσα είναι καί κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος. Μπήκαν μέσα καί τη βρήκαν νεκρή.
—Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι. Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του καί τους έδειξε τα
δάχτυλά του.
— Για δέστε δω, τί μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου; Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να κάνω καλό αντί κακού. Στάθηκε καί προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα καί την επανέφερε στη ζωή.

Πηγή: Γεροντικό
Πνευματικά Θησαυρίσματα

ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟ ΛΕΓΟΝΤΑΣ: "ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ;"



Ρώτησαν κάποιοι τον αββά Μακάριο: «Πως πρέπει να προσευχόμαστε;» Καί ο Γέροντας τους είπε: «Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε: «Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με». Καί αν προμηνύεται πόλεμος: «Κύριε, βοήθει με», και γνωρίζει ο ίδιος τι μας συμφέρει και θα μας ελεήσει».

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ!



Γεροντικό: Η προσευχή, πολλές φορές δεν αλλάζει τα πράγματα για σένα, αλλάζει εσένα για τα πράγματα.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΩΡΑΣ!



ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΩΡΑΣ!

Κάποιος κουτοπόνηρος πλησίασε έναν ασκητή και τον ρώτησε:
– Τι είναι Γέροντα, για το Θεό χίλια χρόνια;
– Ένα λεπτό της ώρας, παιδί μου, αποκρίθηκε εκείνος.
– Και τι είναι μια βαλίτσα χρυσάφι;
– Τίποτα! Μία δραχμή.
– Τότε παρακάλεσε Γέροντα το Θεό να μου δώσει μία…δραχμή!
Τον λοξοκοίταξε ο ασκητής, σιώπησε και σε λίγο του απάντησε:
– Το είπα στο Θεό και μου είπε να περιμένεις ένα λεπτό της ώρας!

ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΛΥΝΕΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ Ο ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ!


 
Είπε γέρων: Δεν είναι ο σκεπτόμενος που λύνει τα προβλήματα του κόσμου, αλλά ο προσευχόμενος!

ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΤΟ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΩΣ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ!



Μία είναι η επιστήμη: Το να μάθουμε πώς να αγαπήσουμε τον Θεό!

ΓΕΡΩΝ: ΟΤΑΝ ΑΔΙΚΕΙΤΑΙ, ΚΑΤΑΤΡΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΟΤΕ ΔΕΙΧΝΕΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ!



- ΓΕΡΟΝΤΑ, μάθαμε πὼς εἶστε καλὸς ἄνθρωπος.
– Καὶ οἱ ὀχιὲς καλὲς εἶναι, ἂν δὲν τὴν πατήσεις. Τόλμα ὅμως νὰ τὶς ἐνοχλήσεις… Ὅταν ἀδικεῖται, κατατρέχεται καὶ ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τότε δείχνει ἀκριβῶς κατὰ πόσο ἀληθινὸς χριστιανὸς εἶναι.

ΕΛΕΓΕ ΜΟΝΑΧΟΣ: ΟΛΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗ!Σ ΑΓΑΠΗΣ



ΕΛΕΓΕ μοναχός:
– Ὅλα συγχωροῦνται ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Τὸ «συγχωρῶ» ἐτυμολογικὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ «σὺν» καὶ τὸ «χωρῶ», δηλαδὴ χωράω μαζί, δέχομαι κάποιον στὴν καρδιά μου, πράγμα τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τὴν ἀγάπη. Ὅταν λείπει, λοιπόν, αὐτή, τότε δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ συν-χώρεση.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΑΓΡΙΩΝ ΘΗΡΙΩΝ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΝΤΩΝΙΟ ΝΑ ΧΑΡΙΕΝΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ!



Κάποιος κυνηγός, όταν είδε τον Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς, σκανδαλίστηκε. Θέλοντας εκείνος να τον διδάξει, λέγει: -«Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Εκείνος το έκαμε. Του λέγει: -«Τέντωσέ το πιο πολύ». Το τέντωσε. Και πάλι του λέγει: -«Ακόμη πιο πολύ». Τότε, του απαντά ο κυνηγός: -«Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τον διδάσκει νηφάλια: -«Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν κάποιες φορές να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς!». Ο κυνηγός ωφελήθηκε πολύ. Όμως, για να διαλέγεται κάποιος όπως ο Όσιος Αντώνιος, χρειάζεται σταθερή πίστη, πνευματικό βάθος, διάκριση και θείος φωτισμός.

Από το Γεροντικό

ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΦΥΤΕΨΕ ΜΙΑ ΕΛΙΑ ΚΙ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ!




Ένας μοναχός φύτεψε μια ελιά και άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε, στείλτε μου βροχή.
Και ο Κύριος έστειλε βροχή στη γη.
Το δέντρο ήταν κορεσμένο με υγρασία και ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται: Και τώρα, Κύριε, σας ζητώ να στείλετε πολύ ήλιο – το δέντρο μου χρειάζεται ζεστασιά.
Και ο Κύριος έστειλε τον ήλιο.
Το δέντρο μεγάλωσε.
Ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται γι ‘αυτό: Κύριε, δώσε λίγο παγετό για να ενισχυθούν οι ρίζες και τα κλαδιά. Ο Κύριος έστειλε παγετό και … το δέντρο πέθανε.
Ο μοναχός ήταν πολύ αναστατωμένος.
Πήγε σε άλλον μοναχό για να πει την ιστορία του και να μοιραστεί τη θλίψη του.
Έχω επίσης μια ελιά, κοίτα – απάντησε ένας άλλος μοναχός.
Το δέντρο του έχει μεγαλώσει όμορφα. Αλλά προσευχήθηκα διαφορετικά.
Είπα στον Θεό ότι είναι ο Δημιουργός αυτού του δέντρου και ότι ξέρει καλύτερα τι χρειάζεται γι ‘αυτό.
Απλώς ζήτησα από τον Θεό να τον φροντίσει και το κάνει.
Αυτό ισχύει για εμάς. Συχνά ρωτάμε, κατά τη γνώμη μας, τι χρειαζόμαστε. Αλλά μόνο ο Θεός ξέρει τι χρειαζόμαστε. Τον εμπιστευόμαστε εντελώς!

Ο ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΗΛΟΣ (ΜΙΣΑ)



O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης στα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία.

Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.



Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.

Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.

H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή.

Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκείνον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της, προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας.

Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.

Ο π. Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μία ημέρα, ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:

– Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.

Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.

Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα, τού είπε:

– Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ, σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.

Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.

ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ



Ο μακαρίτης πνευματικός από τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος, μού διηγήθηκε τήν ακόλουθη ιστορία, παρμένη από πατερικά Αγιορείτικα χειρόγραφα.

Ένας πιστός χριστιανός, πήγαινε επί δεκαπέντε χρόνια στόν πνευματικό του καί εξομολογούνταν τίς ανθρώπινες αδυναμίες του. Μιά μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στόν πνευματικό του νά εξομολογηθεί καί ανοίγοντας τήν πόρτα τού σπιτιού του βρήκε τόν πνευματικό νά πορνεύει μέ μία γυναίκα. Αμέσως βγήκε έξω καί φεύγοντας είπε στόν εαυτό του:
«άχ, τί έπαθα αλοίμονο σέ μένα, εγώ έχω τόσα χρόνια πού εξομολογούμαι σ’ αυτόν, καί τώρα τί θά κάνω; Θά κολασθώ; διότι όσα αμαρτήματα καί άν μού συγχώρησε, εφόσον είναι τόσον αμαρτωλός άνθρωπος, είναι, τί είναι; είναι όλα ασυγχώρητα», έλεγε καί χτυπιόταν ο άνθρωπος γιά τό κακό πού τόν βρήκε καί δέν ήξερε τί πρέπει νά κάνει. Στό δρόμο πού έφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καί μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι, στό οποίο έτρεχε γάργαρο καί πεντακάθαρο νερό.
Έσκυψε καί ήπιε. Ήπιε τόσο πού χόρτασε καί δέν τού κανε καρδιά νά φύγει, αλλά ήθελε νά πιεί καί άλλο από κείνο τό νεράκι. Σέ μία στιγμή σκέφτηκε μέ τό λογισμό του καί είπε: «άν εδώ χαμηλά στό ρέμα είναι τόσο καλό, τότε όσο πιό κοντά στήν πηγή του, από κεί πού βγαίνει, τόσο καλύτερο θά είναι» καί μέ τή σκέψη αυτή ξεκίνησε νά βρεί τή πηγή τού νερού. Όταν έφτασε όμως εκεί, τί νά δεί;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τό νερό νά βγαίνει από ένα ψόφιο καί βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από τό στόμα τού σκυλιού νά βγαίνει τό νερό! Τότε βαθιά αναστέναξε καί είπε: «Αλλοίμονο σέ μένα τόν άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος καί ήπια από τό μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται ότι είμαι πολύ αμαρτωλός καί ακάθαρτος γιά νά μού συμβούν αυτά τά πράγματα».
Στήν μεγάλη αυτή στενοχώρια πού βρισκόταν, τού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου καί τού είπε: «Γιατί άνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καί λυπήσαι γιά τά πράγματα πού σού συμβαίνουν; Όταν ήπιες τό νερό από τό ρεματάκι δέν ευχαριστήθηκες πού βρήκες πολύ καθαρό καί δέν τό χόρταινες νά πίνεις καί τώρα, πού είδες τούτο ότι βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκυλιού, λές ότι μολύνθηκες; Άν αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι ψόφιος καί ακάθαρτος, μή λυπήσαι γι’ αυτό εσύ, διότι τό νερό πού ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος πού πίνει, μπορεί νά βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκύλου, αλλά τό νερό πού βγαίνει δέν είναι δικό του, είναι δώρο τού Θεού, είναι τού Θεού τό νερό.
Έτσι καί ο πνευματικός σου πού σέ εξομολογούσε, η συγχώρηση πού σού έδινε δέν ήταν δική του, αλλά η συγχώρηση είναι δωρεά τού Θεού. Εκείνος τήν δίνει, τό Πανάγιο Πνεύμα τήν χορηγεί σ? αυτόν πού καθαρά καί ειλικρινά εξομολογείται τίς αμαρτίες του καί τίς αδυναμίες του. Μέ τή διαφορά ότι, οι δωρεές καί τά χαρίσματα τού Θεού στούς ανθρώπους δίδονται μέσω τής ιεροσύνης από τούς κανονικά χειροτονημένους καί έχοντας τήν άδεια τής εξομολογήσεως καί τής αφέσεως τών αμαρτιών, όπως είπε ο Ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στούς αγίους Αποστόλους καί μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Άν τινων αφίεντε τάς αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς. Άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Έτσι λοιπόν οι Άγιοι Απόστολοι έδωκαν τήν εξουσίαν αυτήν στούς επισκόπους καί διαδόχους αυτών καί εκείνοι στούς κανονικά χειροτονηθέντας ιερείς καί πνευματικούς. Εκ τού λόγου τούτου καί διότι τελούν τά άγια Μυστήρια τού Θεού οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά τό αξίωμα καί από αυτόν τόν βασιλέα καί ανώτατον άρχοντα τού λαού.
Ανώτεροι είναι οι ιερείς από όλους, διότι οτιδήποτε κι άν είναι οι άνθρωποι αυτοί στόν κόσμο, τά κοσμικά αξιώματα, από τόν ιερέα καί τόν πνευματικό θά λάβει τή συγχώρηση τών αμαρτιών του, διότι δέν υπάρχει άλλος δρόμος• αυτή είναι η Ιερά Παράδοσις τής Αγίας Εκκλησίας μας». Καί τώρα, λέγει ο άγγελος: «Πήγαινε νά βάλεις μετάνοια καί νά ζητήσεις συγχώρηση από τόν πνευματικό σου πού τόν είδες νά αμαρτάνει καί παρακάλεσέ τον νά σέ συγχωρήσει γιά τήν κατάκριση πού σέ βάρος του έκαμες. Όσο δέ γιά τήν αμαρτία πού εκείνος έκανε, ο Θεός θά τόν εξετάσει καί αυτός μόνο θά τόν κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν νά κάνει τήν αμαρτία, δέν μπορείς όμως νά γνωρίζεις άν αυτός μετανόησε, ή τόν τρόπο τής μετανοίας του. Έτσι εσύ δέν έχεις, εσύ μέν έχεις τήν αμαρτία τής κατακρίσεως, εκείνος δέ, άν μετανοήσει θά τρυγήσει τούς καρπούς τής μετανοίας καί τής διορθώσεώς του.
Δέν μπορούμε λοιπόν νά κρίνουμε κανέναν άνθρωπο». Όταν ο άγγελος λοιπόν τά είπε αυτά, στόν πιστό εκείνο χριστιανό, έγινε άφαντος. Ο δέ χριστιανός σύμφωνα μέ τήν εντολή τού αγγέλου, γύρισε πίσω• πήγε στόν πνευματικό του, στόν οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε καί άκουσε από τόν άγγελο Κυρίου καί έβαλε μετάνοια καί όταν είπε τά διατρέξαντα στόν πνευματικό, όπως τού είπε ο άγγελος, ο πνευματικός μέ δάκρυα στά ματιά μετανόησε, έκλαψε πικρά καί ζήτησε συγχώρηση από τόν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καί Πανάγαθο Θεό καί διόρθωσε τά κακώς διαπραττόμενα πρός δόξα Θεού καί ψυχής σωτηρία αυτού. Όταν μού διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τόν λόγο του καί μέ αγάπη μου είπε: «γι? αυτό αδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα τό 1934, πού δέν ήμουνα ακόμη μοναχός, καί μ? έλεγε μέ τό κατά κόσμον όνομά μου), δέν έχουμε δικαίωμα εμείς οι άνθρωποι νά εξετάζουμε τή ζωή τών άλλων ανθρώπων. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς εί ο κρίνων, αλλότριον ικέτην;» (πρός Ρωμαίους αναφέρεται αυτό).
Πολύ δέ περισσότερο νά κρίνουμε τούς κληρικούς, τούς ιερωμένους, τούς πνευματικούς, καί γενικά τούς ρασοφόρους, τούς οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός καί μέ μεγάλη πονηρία καί μαεστρία πολεμεί ο διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός, μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε, καί εν ώ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσετε υμίν! Εμείς οφείλομε νά συγχωρούμε τά σφάλματα τών άλλων καί νά μετανοούμε, νά κρίνουμε καί νά τιμωρούμε τόν εαυτό μας καί μόνον. Άν θέλουμε νά σωθούμε νά συγχωρούμε τούς άλλους καί σύμφωνα μέ τήν εντολή τού ιερού Ευαγγελίου, πού λέει: εάν αφήνετε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ο Θεός τά παραπτώματα υμών, κατά τό άφετε καί αφεθήσεται υμίν. Ναί, αδελφοί μου, η κατάκρισις είναι μεγάλη αμαρτία καί δέν πρέπει ποτέ νά ασχολούμεθα μέ τά ελαττώματα καί μέ τίς παραβάσεις τών άλλων ανθρώπων! Δέν έχουμε καμιά δουλειά εμείς. Ο καθένας ό,τι κάνει τό κάνει γιά τόν εαυτό του. Εμείς οφείλομε μόνο ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε νά συγχωρούμε καί νά αγαπούμε καί νά προσπαθούμε νά τούς βοηθούμε όσο είναι δυνατόν, από τή δική μας τήν πλευρά.

Γέρων Πανάρετος Φιλοθεΐτης