Ἐν Πειραιεῖ 18-19-20-21/11/2013
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά τελευταία ἑκατόν πενήντα (150) χρόνια ἔγιναν πολλές προσπάθειες, ἐκδηλώσεις καί οἰκουμενικοί διάλογοι τόσο πολιτικοί ὅσο καί θρησκευτικοί-θεολογικοί, γιά νά μπορέσουν οἱ θρησκεῖες καί οἱ χριστιανικές αἱρέσεις νά ἑνωθοῦν σέ μία ποίμνη, σύμφωνα μέ τό εὐαγγελικό «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» καί «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν»[1].
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ αἱρέσεις καί θρησκεῖες.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, εἶναι ἡ μοναδική, ἀνεπανάληπτη καί ἱστορική Ἐκκλησία, εἶναι καθαρή, ἁγνή και ἄμωμος, πού προσεύχεται γιά τήν ἑνότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου, θέλοντας νά καταλήξει ἡ σύμπασα κτίση καί δημιουργία μέσα στήν Ἁγία Τριάδα.
Βέβαια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι κατά κύριο λόγο θρησκεία, ἀλλά ἀποκάλυψη. Οὔτε εἶναι χριστιανική αἵρεση. Θρησκεία εἶναι μία ἀνθρωποκεντρική προσπάθεια ἐξευμενίσεως τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ὁποιωνδήποτε θεῶν, γιά νά νοιώθει ὁ ἑκάστοτε ἄνθρωπος ἀσφάλεια καί ψυχολογική εἰρήνη καί γιά νά νικήσει τελικά τόν θάνατο. Θρησκεία, ἐπίσης, εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης τοῦ προσβληθέντος ἐγωισμοῦ τοῦ δίκαιου Θεοῦ ἀπό τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας καί ἐν συνέχεια ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους. Θρησκεία εἶναι τό φαινόμενο τῆς κινήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τόν Θεό. «Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν προτάσσει τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἀλλά τήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν οἰκοδομεῖται μέ τή θρησκευτική ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἀνάλογη τοποθέτηση ἀπέναντί του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη καί ὄχι θρησκεία. Ἀλλά, ἤδη, μέ τήν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται καί τό φαινόμενο τῆς θρησκείας. Τό χαρακτηριστικό, ὅμως, στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ θρησκεία προβάλλει ὡς δευτερογενές φαινόμενο. Δέν εἶναι, πλέον, ἡ κίνηση γιά τήν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια γιά τήν βίωση τῆς ἀποκαλύψεώς του»[2]. Ἄρα, ἡ Ὀρθοδοξία κατά πρῶτο λόγο, κατ’ ἀκρίβειαν εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός μέσω τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι θρησκεία. Κατά δεύτερο λόγο, κατ’ οἰκονομίαν εἶναι θρησκεία. Ξεκαθαρίζοντας περεταίρω ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν ἔννοια τοῦ ὄρου «θρησκεία» σημειώνει ὅτι τό ὄνομα τῆς θρησκείας ἔλαβε τήν ἀρχή του ἀπό τούς Θράκες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή εἶχαν βαθύτερο σέβας καί περισσότερη δεισιδαιμονία στούς δαίμονες καί τά εἴδωλά τους, ἔδωσαν ἀφορμή καί στούς ἄλλους Ἕλληνες νά ὀνομάζουν θρησκεία τό σέβας πρός τά εἴδωλα, καθώς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν λόγο του στά Φῶτα, λέγοντας˙ «οὐ Θρακῶν ὄργια ταῦτα, παρ’ὧν καί τό θρησκεύειν ὡς λόγος». Στούς παχυμερεῖς ὅρους τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τήν θρησκεία ὡς ἑξῆς˙ «θρησκείαν οἶδα καί τό δαιμόνων σέβας, ἡ δ’εὐσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Ἔτσι ὁρίζει τήν θρησκεία καί τήν εὐσέβεια καί ὁ Βαρίνος, δανειζόμενος ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο θεολόγο. Ἀπό αὐτά τά λόγια, συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ὅτι δέν κυριολεκτοῦν μερικοί διδάσκαλοι, ποῦ μεταχειρίζονται τό ὄνομα τῆς θρησκείας γιά τήν ἁγιώτατη εὐσέβεια καί πίστη μας, ἐπειδή αὐτό δόθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στούς μιαρούς δαίμονες καί δέν πρέπει νά εἰσάγεται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Συνιστᾶ, τέλος, ὁ Ὅσιος ἀντί τοῦ ὀνόματος τῆς θρησκείας, νά εἶναι σέ χρήση τό ὄνομα τῆς πίστεως ἤ τῆς εὐσεβείας ἤ τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ τῆς θεοσεβείας[3].
Χριστιανική αἵρεση εἶναι ἡ μερική ἤ καί ἡ ὁλοσχερής ἀναίρεση καί καθαίρεση τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀγάπης τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ὀργάνωση οὔτε σωματεῖο οὔτε πολιτικό κόμμα οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, θεανθρώπινος ὀργανισμός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ λυτρωτής Χριστός, ἡ Μητέρα τοῦ λυτρωτοῦ Χριστοῦ καί οἱ φίλοι του λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ θρησκεῖες καί αἱρέσεις. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὀργανισμός θεανθρώπινος, Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, Παράδεισος ἐπίγειος καί ἐπουράνιος[4]. Σέ τελική ἀνάλυση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Βασιλεία, γεγονός τό ὁποῖο ὁμολογοῦμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τήν ἐναρκτήρια φράση τῆς Θείας Λειτουργίας, δηλ. μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[5].
Ἡ οὐνιτικοῦ τύπου ψευδοένωση ὡς μέσον ἐπιβολῆς τῆς ἀντιχρίστου πανθρησκείας.
Δυστυχῶς, οἱ οἰκουμενικοί διάλογοι, πού ἔγιναν κυρίως στό δεύτερο μισό του 19ου αἰῶ., 1860 καί μετά, μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, βασίστηκαν σέ λανθασμένες θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Γι’αὐτό καί μᾶς ἀπογοήτευσαν καί δημιούργησαν σχίσματα, αἱρέσεις, πνευματική ἀνασφάλεια καί σύγχυση. Τώρα τελευταία προσπαθοῦν οἱ διάφορες αἱρέσεις νά μᾶς πείσουν ὅτι πρέπει νά κάνουμε μία παγκόσμια θρησκεία, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια κυβέρνηση, μία παγκόσμια ἀστυνομία καί στρατό, γιά νά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη, ἡ συναδέλφωση τῶν λαῶν, ἡ συγχώνευση τῶν πολιτισμῶν, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἰσότητα, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη. Πῶς θέλουν νά γίνει αὐτό πρακτικά καί ἀποτελεσματικά;
α) Πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν παπική αἵρεση κάτω ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ πάπα Ρώμης. Ἡ ἕνωση αὐτή θά εἶναι οὐνιτικοῦ τύπου, δηλ. ὁποιαδήποτε χριστιανική αἵρεση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά κρατήσουμε τήν διοίκηση, τήν θεία λατρεία καί τά δόγματά μας, ὅπως ἐπιθυμοῦμε καί θέλουμε. Δέν χρειάζεται πλέον νά συμφωνήσουμε στά δόγματα, στή διοίκηση καί στή λατρεία. Ἀρκεῖ νά ἑνωθοῦμε μέ τόν παπισμό καί νά ἀναγνωρίσουμε τό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα.
β) Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς Χριστιανικῆς πλέον Ἐκκλησίας μέ τίς λεγόμενες δῆθεν μονοθεϊστικές θρησκεῖες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Μωαμεθανισμοῦ κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πάπα. Πῶς θά γίνει αὐτό; Ὅπως θά γίνει ἡ ἕνωση τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου του πάπα Ρώμης, διατηρώντας οἱ λεγόμενες δῆθεν μονοθεϊστικές θρησκεῖες τά δόγματα, τήν διοίκηση καί τήν λατρεία τους.
γ) Κατά τό τρίτο στάδιο πρέπει νά ἑνωθοῦν ὅλες οἱ θρησκεῖες, πού ὑπάρχουν στόν πλανήτη τῆς γῆς, μέ τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα Ρώμης, σύμφωνα πάλι μέ τήν ἕνωση οὐνιτικοῦ τύπου.
Ὅλ’ αὐτά πού γράψαμε ὡς τώρα, ὅσα δηλ. σχεδιάζουν οἱ παγκοσμιοποιητές καί οἱ οἰκουμενιστές ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅλων τῶν αἱρέσεων καί, δυστυχῶς, ἀκόμη καί βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, εἶναι δαιμόνων παίγνια καί παγίδες καί ἐντάσσονται στά σχέδια τῆς «Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου», δηλ. τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Ὁ ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Καππαδόκης καί Ἁγιορείτης
Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Καππαδόκης καί Ἁγιορείτης εἶπε κάποτε : «Ὁ διάβολος ἅπλωσε τρία πλοκάμια νά πιάσει ὅλο τόν κόσμο. Τούς πλουσίους νά τούς πιάσει μέ τή Μασονία, τούς πτωχούς μέ τόν κομμουνισμό καί τους θρησκευόμενους μέ τόν οἰκουμενισμό». Ὁ ἴδιος ἄλλοτε σέ συνάξεις μοναζουσῶν ἐπεσήμανε : «Οἰκουμενισμός καί Κοινή Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στά μέτρα τους. Αὐτά εἶναι σχέδια διαβόλων»[6].
Ὑπῆρξαν πράγματι καί παραδοσιακοί ἱεράρχες, ἱερεῖς, ἱεροδιάκονοι, μοναχοί καί λαϊκοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού ἀντιστάθηκαν καί ἀντιστέκονται σθεναρῶς, νηφαλίως, ἐπιστημονικῶς καί θεολογικῶς στά σχέδια τῶν παγκοσμιοποιητῶν καί τῶν οἰκουμενιστῶν τά τελευταία χρόνια. Ἔτσι, ἐμπόδισαν νά ἐφαρμοσθοῦν ἡ παγκοσμιοποίηση καί ὁ οἰκουμενισμός μέχρι σήμερα παγκοσμίως, πανελληνίως καί ἐνδοορθοδόξως.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους,
πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης
Ἕνας ἀπό τούς καλυτέρους παραδοσιακούς ἀντιοικουμενιστές καί ἀντιπαγκοσμιοποιητές θεολόγους τοῦ εἰκοστοῦ (20οῦ) καί εἰκοστοῦ πρώτου (21ου) αἰῶ. εἶναι ὁ ἅγιος Γέρων πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους.
Εἶναι γνωστός ὁ Γέρων Γεώργιος γιά τούς θεολογικούς, ἁγιορειτικούς καί ἐθνικούς ἀγῶνες του. Δέν θέλουμε νά προσκρούσουμε στήν ἐγνωσμένη του ταπείνωση καί θεῖο ἔρωτα, πού ἔχει πρός τόν Τριαδικό Θεό, τόν Χριστό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν Τίμιο Πρόδρομο καί σέ ὅλους τους ἁγίους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδίως στούς ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ὁ Γέρων Γεώργιος εἶναι συνεχιστής, πρακτικός καί θεωρητικός, τῆς θεολογίας τοῦ μεγίστου πατρός τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσ/κης, τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ Γέρων Γεώργιος, μελετώντας τόν οἰκουμενισμό καί τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶδε ὅτι αὐτά εἶναι ἀντίθετα καί συγκρούονται. Μάλιστα εἶδε ὅτι οἱ περισσότεροι θεολόγοι, πού ἀσχολοῦνται μέ τόν οἰκουμενισμό, δέν τονίζουν στά συγγράμματα καί τίς ὁμιλίες τούς τήν ἀσκητική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν σχέσει μέ τούς οἰκουμενικούς διαλόγους.
Γι’αὐτό κι ἐμεῖς στό θεολογικό αὐτό δοκίμιο θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἀσκητική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν σχέσει μέ τούς οἰκουμενικούς διαλόγους. Θά παρουσιάσουμε ἐν συντομία, ὅσο μποροῦμε βέβαια, τήν θεολογική εἰσήγηση τοῦ ἁγίου Γέροντος Γεωργίου Καψάνη μέ θέμα : «Ἡ ἄσκησις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν»[7].
Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία
Λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ὁ Κύριος στόν Παράδεισο τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί παρήγγειλε στόν ἄνθρωπο νά μή γευθεῖ τόν καρπό του. Θά μποροῦσε ἔτσι ὑπακούοντας στό θεῖο θέλημα καί ἀσκούμενος νά κερδίζει ἐν τῆ ἐλευθερία του τήν ὁδό τῆς θεώσεως. Ἡ συνέργεια ἦταν ἀπαραίτητη ἀκόμη καί στά σκηνώματα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἄσκηση τοῦ Ἀδάμ στήν ὑπακοή καί στήν πιστή ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ὁδός καί τό μέσον της πλήρους καί τελείας ἐναρμονίσεως τῆς θελήσεώς του πρός τήν θέληση τοῦ Πατρός του, ὥστε ὁ Ἀδάμ νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στήν θεία ἀγάπη.
Γνωρίζουμε ὅλοι ποῦ ὁ Ἀδάμ θά κατέληγε, ἐάν τηροῦσε τόν κανόνα τῆς ὑπακοῆς διά τῆς ἀσκήσεως.
Μεταμορφούμενος ἀπό ὡραιότητα σέ ὡραιότητα, ἀπό δύναμη σέ δύναμη, ἀπό δόξα σέ δόξα, θά κατέληγε στήν θέωση μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀναμαρτησία καί τήν ἀθανασία…».
Ὅμως, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα παρήκουσαν καί ἐξορίσθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο καί κληρονόμησαν στό ἀνθρώπινο γένος τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τήν φθορά καί τόν θάνατο, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
«… Ὁ οὐράνιος Πατήρ ὡς καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα (ὑποσχέσεις, ἀπειλές, νόμο, προφῆτες) γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ λαοῦ του καί δι’ αὐτοῦ ὁλοκλήρου του κόσμου…».
Παρ’ὅλ’αὐτά, λόγω τῆς ἀσθενείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τοῦ πολέμου τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, «…ἡ ἄσκηση εἶναι τώρα ἰδιαιτέρως ἀναγκαία γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀδυναμιῶν, τήν κάθαρση ἀπό τά σκοτεινά πάθη, τήν ἐνίσχυση τῆς βουλήσεως στό ἀγαθό, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Πρίν ἀπό τήν πτώση ἡ ἄσκηση ἐμοίαζε μέ προσπάθεια καλλιέργειας ἑνός εὔφορου ἀγροῦ. Τώρα ἡ ἄσκηση μοιάζει μέ προσπάθεια καλλιέργειας γῆς ἐρήμου καί ἀβάτου καί ἀνύδρου, γεμάτης ἀπό ζιζάνια καί ἀγκάθια. Ἀλλ' ὅσο δυσκολότερη καί ἐπιπονότερη ἡ ἄσκηση, τόσο καί ἀναγκαιότερη…».
«…Ὅταν οἱ νηστεῖες καταντήσουν μία ἐξωτερική ἐκπλήρωση τύπου χωρίς ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί μετάνοια, θά ἀκουστεῖ ὁ αὐστηρός ἔλεγχος τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι θά στηλιτεύσουν ὄχι τίς νηστεῖες, ἀλλά τήν ἀσπλαχνία, τήν ἀδικία καί τήν ὑποκρισία τῶν νηστευόντων. «Οὐχί τοιαύτην νηστείαν ἐγώ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλά λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας…».
«…Ὁ συνδετικός κρίκος τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀσκητής. Ὁμοίως καί ἡ προφήτις Ἄννα «οὐκ ἀφίστατο ἀπό τοῦ ἱεροῦ, νηστείαις καί δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καί ἡμέραν»[8]. Ἀμφότεροι ἀξιώθηκαν νά λάβουν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά ἀναγνωρίσουν τόν Μεσσία…».
Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ἡμέρες καί «θά μιλήσει γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, γιά τήν ἀληθῆ νηστεία, γιά τήν ἀνάγκη νά βιάσει ὁ πιστός τόν ἑαυτό του χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί γιά τήν ἀνάγκη ἐντατικοῦ ἀγῶνος. Ὅλ’ αὐτά συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ἀσκήσεως, χωρίς τήν ὁποία ἡ ἀντιδραστική φύση μας δέν εἶναι δυνατόν νά μεταμορφωθεῖ ἀπό τήν Χάριν.
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος μέ ὅλη τήν πολιτεία Του (τελεία ἀγάπη, ἀκτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, ὑπακοή) προδιέγραψε τόν τύπο τοῦ καινοῦ-νέου ἀνθρώπου ὡς ἀσκητικοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἀσκητικό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί μάλιστα ὁ κατ' ἐξοχήν ἀσκητής Ἀπόστολος Παῦλος[9]…».
Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι σκοπός, ἀλλά μέσον.
«Σκοπός τῆς ἀσκήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἕνωση τοῦ ἀσκουμένου πιστοῦ μέ τήν Ἁγία Τριάδα ἐν Χριστῷ καί μάλιστα ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τήν ὁδό πρός τήν θεανθρώπινη ἕνωση. Εἶναι εὔκολο ὁ ἀσκούμενος νά λησμονήσει τό γιατί ἀσκεῖται καί νά ἐκλάβει τό μέσον ὡς σκοπό (αὐτοδικαίωση, ἠθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…».
Λέει ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅτι σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀκτίστου, μεθεκτῆς, προσιτῆς καί κοινωνητής θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καί ἡ ἄσκηση πρέπει νά μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκτήσουμε τήν θεία Χάριν. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποταγεῖ στόν Θεό καί ὑποτάξει τά πάθη του στόν λόγο, τότε μπορεῖ νά ὑποτάξει καί τήν ἄλογη φύση ὡς βασιλιάς της…».
«Ὁ κατά Χριστόν ἀσκητής μέ τήν θέλησή του θέλει τόν Χριστό, μέ τόν νοῦ του σκέπτεται τόν Χριστό καί μέ τήν καρδιά του ἀγαπᾶ τόν Χριστό. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται καί γίνεται ἁρμονικός ἄνθρωπος καί καινός-νέος ἄνθρωπος. Ἡ ἐσωτερική του δέ ἁρμονία ἐπεκτείνεται, ὅπως εἴδαμε, καί στήν ἄλογη φύση…».
Ἡ ἄσκηση δραστηριοποιεῖ τήν συνέργεια.
«Ἡ συνέργεια, δηλ. ἡ θεανθρώπινη συνεργασία γιά τήν σωτηρία μας, δέν νοεῖται ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἄσκηση. Ὁ Θεός σώζει αὐτούς, πού θέλουν νά σωθοῦν. Θέλω δέ νά σωθῶ σημαίνει ἀγωνίζομαι νά σωθῶ…».
Ἡ ἄσκηση εἶναι ἔργο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπί παραδείγματι, δέν θεωροῦσε τήν μοναστική ζωή ὡς μία ἀνώτερη κατεύθυνση γιά τούς ἐκλεκτούς, ἀλλά μᾶλλον ὡς γενικό εὐαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι' ὅλους τους Χριστιανούς. Στό σημεῖο αὐτό συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν κύρια παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπό τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου μέχρι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στούς μετέπειτα χρόνους[10]…».
Ὁ μοναχισμός δέν εἶναι κάτι ξένο πρός τήν Ἐκκλησία. «Δέν εἶναι ὀρθό νά ἑρμηνεύσουμε τόν μοναχισμό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεως ἄλλων θρησκειῶν ἤ ὡς διαμαρτυρία μόνο κατά τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχισμός ἀποτελεῖ τόν καρπό τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἰδεῶδες αὐτό ἀτονεῖ, διέρχεται κρίση καί ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ ἴσως πρέπει νά ἀναζητήσουμε τά αἴτια τῆς κρίσεως τοῦ μοναχισμοῦ σήμερα. Ὁ μοναχισμός εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι φυσικό καί νά ἐπιδρᾶ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά ἀντανακλᾶ σ’αὐτόν ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας…».
Ἀγάπη καί ἄσκηση συνυφαίνονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
«Τήν ἀγάπη μποροῦν νά ἀποκτήσουν οἱ Χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση. «Ὅσοι ἀγαποῦν αὐτόν τόν κόσμο, δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος[11]. Κάθε ἄσκηση κατά βάθος εἶναι προετοιμασία ἀγάπης. Πῶς θά μοιρασθεῖ κανείς τό φαγητό του μέ αὐτόν πού πεινάει, ἐάν δέν νικήσει τήν λαιμαργία μέ τήν νηστεία;… Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι κίνητρο καί ἀποτέλεσμα τῆς ἀληθινῆς ἀσκήσεως, ὅπως βλέπουμε στούς θαυμαστούς βίους τῶν Ἁγίων.
Αὐτή τήν τελεία ἀγάπη ἐκφράζουν καί οἱ κατωτέρω λόγοι τοῦ προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης της κτίσεως, ἤγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος»[12].
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐκκλησιαστικό καί ὄχι ἀτομικιστικό χαρακτήρα.
«Ὁ Χριστιανός ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται στήν ταπείνωση καί ἐνεργεῖ ὡς καθολικός (πανανθρώπινος, ὁλόκληρος) ἄνθρωπος, δηλ. ὡς ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἀτομική συνείδηση ἔχει ἐξαγιασθεῖ καί ἐναρμονισθεῖ μέσα στήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ Χριστιανός ἐνεργεῖ ἐκκλησιαστικῶς, συνοδικῶς, καθολικῶς, μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, μέ τούς ὁποίους ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα. Ἡ τήρηση μάλιστα τῶν κοινῶν νηστειῶν, προσευχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων συντελεῖ στήν στενότερη σύσφιγξη τοῦ ἀσκουμένου μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, πού ἐκτείνεται σέ πλάτος καί μῆκος χρόνου…».
Ἡ ἄσκηση δέν περιφρονεῖ τό σῶμα.
«Ἡ ἀληθινή ἄσκηση καμμία σχέση δέν ἔχει πρός τήν πλατωνική ἤ μανιχαϊκή περιφρόνηση τῆς ὕλης ἤ τοῦ σώματος. Οἱ Χριστιανοί ἀσκητές ἀσκοῦνται, ὄχι διότι περιφρονοῦν τό σῶμα, ἀλλά διότι θέλουν νά τό καταστήσουν πειθήνιο ὄργανο τῆς ψυχῆς. Κατά τόν μζ' (47ο) Ἱερό Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ βδελυσσόμενοι (ὅσοι περιφρονοῦν μέ μίσος) τόν γάμο, ἀποστρεφόμενοι τόν οἶνο καί τήν κτίση τοῦ Θεοῦ, μεμιασμένη (μολυσμένη) εἶναι λέγοντες, δέν μπορούν νά γίνουν ἀποδεκτοί στήν Ἐκκλησία χωρίς νά βαπτισθοῦν. Ἄς μήν ἰσχυρίζονται δέ ὅτι ἔχουν βαπτισθεῖ στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ' ὅσον θεωροῦν τόν Θεό ποιητή τοῦ κακοῦ καί καθίστανται ἐφάμιλλοι πρός τόν Μαρκίωνα καί τούς λοιπούς αἱρετικούς[13]…».
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐσχατολογικό χαρακτήρα.
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρισθεῖ ἐκτός τῶν ἄλλων καί ὡς Ἐκκλησία ἀσκήσεως. Αὐτό μαρτυροῦν οἱ πολλές καί μακρές περίοδοι νηστείας, οἱ μακρές ἀκολουθίες καί ἡ κατ’ αὐτές ὀρθοστασία (τά παλαιά στασίδια δέν ἔδιναν, ὡς γνωστόν, τήν δυνατότητα ἀναπαυτικοῦ καθίσματος), τά αὐστηρά ἐπιτίμια πρός τούς ἁμαρτάνοντας, ὁ σεβασμός τῶν κοσμικῶν πρός τούς αὐστηρούς μοναχούς καί ἀσκητές, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ μέ ταλαιπωρία ὁδοιπορίες καί ταξίδια πρός ἱερούς τόπους (προσκυνήματα) κ.τ.ὅ.
Εἶναι ἀδιανόητο γιά ἕνα δυτικό Χριστιανό νά νηστεύσει ἤ νά μείνει στήν Ἐκκλησία τρεῖς ἤ πέντε ὧρες, ὅπως μένουμε οἱ Ὀρθόδοξοι κατά τίς μακρές ἀκολουθίες καί ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ἀντιθέτως σύνηθες στούς αἱρετικούς Διαμαρτυρομένους (προτεστάντες) νά κοινωνοῦν, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχουν φάει τό πλούσιο πρωϊνό τους. Οἱ αἱρετικοί παπικοί κατήργησαν τελευταίως στήν Ἀμερική καί αὐτή τήν σκιώδη νηστεία τῆς Παρασκευῆς.
Τό θαυμαστό σ’αὐτά εἶναι ὅτι τό ἀσκητικό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μας συνδυάζεται μέ τό ἐσχατολογικό πνεῦμα τῆς προγεύσεως τῆς χαρᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀγάπης. Ἡ ἄσκηση τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι χαροποιός ἄσκηση, ὅπως καί τό πένθος μᾶς εἶναι χαροποιό πένθος[14]…».
Εἶναι δυνατός ὁ συγχρονισμός τῆς ἀσκήσεως;
«Πράγματι ὁ ἀσκητισμός εἶναι κάτι τό ἀκατανόητο γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ συνείδηση ἔχει ἐκκοσμικευθεῖ ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς ἀθέου κουλτούρας, μέσα στήν ὁποία ζεῖ. Τά ἰδεώδη της κουλτούρας αὐτῆς εἶναι ἡ ἐπιτυχία, ἡ εὐημερία, ἡ ἀπόλαυση, τό σέξ, ἡ αὐτάρκεια. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας ἔχει ἐπίσης σχεδόν χαθεῖ. Ἁμαρτία δέν εἶναι πλέον ἡ παράβαση τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ἀλλά ἡ μή παράβασή του, ὅταν ἐμποδίζεται ἀπ’ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος νά ἱκανοποιήσει τίς μή ἰκανοποιηθεῖσες ἀπωθημένες ὀρέξεις του. Αὐτό διδάσκει ὁ Φρόϋντ καί ἐπί τῆς ἀρχῆς αὐτῆς θεμελιώνεται ἡ φροϋδικῆ ψυχανάλυση καί τό στύλ τῆς ζωῆς, πού διαμορφώνεται ἀπό αὐτήν…
Μέσα σ’ ἕνα στό σύνολό του παράλογο καί μηδενιστικό κόσμο τί νόημα μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἄσκηση; Πολλοί θεολόγοι στό ἐξωτερικό ἀπάντησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά κενωθεῖ, νά χάσει τόν ἑαυτό της, γιά νά κερδίσει τόν κόσμο. Ἔτσι, κήρυξαν ὅτι ὁ Θεός πέθανε («θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ»), ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἱστορικό γεγονός καί ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἔχει σταθερές ἠθικές ἀπαιτήσεις (περιπτωσιακή ἠθική). Ἀλλά, αὐτό δέν εἶναι κένωση, εἶναι πτώση καί μεταβολή τῆς Ἐκκλησίας σέ κόσμο. Εἶναι συσχηματισμός μέ τόν κόσμο. Ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔπαυε νά εἶναι ἀσκητική, θά πρόδιδε τόν Κύριό της, ὁ Ὁποῖος ἔτσι τήν θέλησε, θά πρόδιδε ἐπίσης τόν ἄνθρωπο, διότι χωρίς τήν ἄσκηση εἶναι ἀδύνατη ἡ θέωσή του...». Ἑπομένως, δέν πρέπει νά παρουσιάζουμε ἕνα εὔκολο χριστιανισμό, ἀποστερημένο τοῦ ἀσκητικοῦ χαρακτήρα, γιά νά κερδίσουμε τούς συγχρόνους ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς νέους.
«Ἀλλά, ὑπάρχει, καί τό δεύτερο ἐρώτημα :
Εἶναι ἐπιτρεπτός ὁ συγχρονισμός καί ἡ προσαρμογή τῆς ἀσκήσεως στίς ἀνάγκες καί τήν ψυχοσωματική κατάσταση καί ἀντοχή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου;
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀνθεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου στόν πόνο, τίς στερήσεις, τίς σκληραγωγίες ἔχει σήμερα αἰσθητῶς μειωθεῖ παρά ἤ ἴσως καί λόγω τῆς ὑπό τῆς ἰατρικῆς παρατάσεως τῆς ζωῆς. Οἱ συνθῆκες διαβιώσεως (ὁ θόρυβος τῶν μεγαλουπόλεων, οἱ ταχύτητες τῶν συγκοινωνιακῶν μέσων, ὁ ταχύς ρυθμός τῆς ζωῆς, ἡ ἀνασφάλεια καί ὁ φόβος) κάνουν τόν ἄνθρωπο ὑπερευαίσθητο, νευρικό, ἑτοιμόρροπο. Λόγοι ποιμαντικῆς διακρίσεως καί φιλανθρωπίας ἐπιτρέπουν καί ἴσως ἐπιβάλλουν κάποια προσαρμογή τῆς ἀσκήσεως, ὑπό τόν ὄρο ὅτι ἡ ἄσκηση δέν θά καταντήσει ἕνα εἶδος καταπραϋντικοῦ, ἀλλά θά διατηρήσει τόν χαρακτήρα τῆς στερήσεως, τοῦ ἀγῶνος, τῆς ἀποταγῆς τοῦ ἰδίου θελήματος καί τῆς θυσίας…».
Ἡ ἀγωγή τῆς ἀσκήσεως
«Ὑπάρχει τέλος τό ἐρώτημα τῆς ἀγωγῆς τῆς ἀσκήσεως. Πῶς δηλ. ὁ πιστός θά μάθει νά ἀσκεῖται.
Ἡ καλύτερη ἀγωγή ἀσκήσεως εἶναι ἡ ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στήν ζωή καί τήν λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία παιδαγωγεῖ τά τέκνα της μέ σοφία καί στοργή στήν ἄσκηση. Οἱ ἐντός τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους σοφῶς κατανεμημένες νηστεῖες, οἱ κατανυκτικές ἀκολουθίες, ὅπως τά Μεγάλα Ἀπόδειπνα, οἱ Χαιρετισμοί, οἱ ἐνδιαμέσως τῶν νηστειῶν πανευφρόσυνες ἑορτές (τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ.λπ.), ἐμπνέουν, διευκολύνουν καί στηρίζουν τόν ἀσκούμενο Χριστιανό.
Τό πρόβλημα εἶναι πῶς ὅλα αὐτά θά διοχετευθοῦν ποιμαντικῶς στόν λαό. Παλαιότερα, σχολεῖο τῆς ἀσκήσεως ἦταν ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική οἰκογένεια. Ἐκεῖ μάθαινε τό παιδί τήν νηστεία, τήν ἐγκράτεια, τίς καλές καί ἅγιες παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας καί γι' αὐτό μποροῦσε, ὅταν ἔφθανε ἡ ἡλικία τῆς ἐξάψεως τῶν παθῶν, νά συγκροτεῖται καί νά ἐγκρατεύεται.
Σήμερα πού ἡ οἰκογένεια ἐν πολλοῖς δέν εἶναι χριστιανική, πρέπει νά διδάσκουμε συστηματικῶς τίς ἅγιες αὐτές παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας στά Κατηχητικά Σχολεῖα, στά κηρύγματα καί σέ κάθε ποιμαντική εὐκαιρία.
Στήν ἐποχή αὐτή τῆς ἀποστασίας, τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς συγχύσεως, ἐμεῖς ἄς κηρύξουμε μέ ταπεινοφροσύνη καί πίστη τό κήρυγμα τῆς ἐν μετάνοια, ἐγκρατεία καί ἀσκήσει ἐπιστροφῆς στόν Πατέρα καί Πλάστη μας.
Ἡ ἀναβίωση στήν Ἐκκλησία τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους θά ἀποτελέσει τό σπουδαιότερο μέσο, ἀλλά καί καρπό τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀνακαινίσεώς της. Θά δώσει, ἐπίσης, νέα ὤθηση καί δραστηριοποίηση στό ποιμαντικό καί Ἱεραποστολικό της ἔργο, τό ὁποῖο μποροῦν νά ἀναλάβουν μόνο ἄνθρωποι αὐταπαρνήσεως καί θυσίας.
Εἶναι χαρακτηριστικό τό κατανυκτικό στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ της Κυριακῆς της Τυρινῆς, τό ὁποῖο συνοψίζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς ἀσκήσεως : «Τόν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἀγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν˙ νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν ταῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετᾶς τρυφῶντες τοῦ πνεύματος· ἐν αἶς διατελοῦντες πόθω, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι». Δηλ. ἄς ἀρχίσουμε μέ εὐχαρίστηση καί πνευματική χαρά τόν καιρό τῆς νηστείας τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἀφοῦ ὑποβάλλουμε τούς ἑαυτούς μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Ἄς ἀγνίσουμε ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας τήν ψυχή μας ὁ καθένας καί ἄς καθαρίσουμε, ἐπίσης, καί τό σῶμα μας. Ἄς νηστεύσουμε ἀπό κάθε πάθος, ὅπως νηστεύουμε ἀπό τά ὑλικά φαγητά καί ποτά, ἀφοῦ εὐχαρίστως μετέχουμε καθαρτικά στίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέσα σ’ αὐτές τίς ἀρετές, ἀφοῦ διατελέσουμε καί ἐντρυφήσουμε μέ θεῖο πόθο καί ἔρωτα θεϊκό, μακάρι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι νά δοῦμε, νά φθάσουμε, νά μετάσχουμε στό πάνσεπτο Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί στό Ἅγιο Πάσχα, ἔχοντας χαρά καί ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη πνευματικῶς».
Σκοπός συγγραφῆς
Ζητοῦμε συγγνώμη, διότι δέν πρωτοτυποῦμε στό θεολογικό αὐτό δοκίμιο, δέν γράφουμε κάτι τό ἐντυπωσιακό, φαινομενικό, γιά νά κολακεύσουμε ἐγωιστικά τούς ἀναγνῶστες μας. Σκοπός μας εἶναι, πρῶτον, νά ξυπνήσουμε πνευματικῶς πρῶτα ἐμεῖς, πού γράφουμε ὄλ’αὐτά, καί νά ἀκολουθοῦμε ταπεινῶς, υἱϊκῶς καί εὐσεβάστως τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τούς ἁγίους Προφῆτες, Ἀποστόλους, Μάρτυρες, Δικαίους, Μοναχούς, Ὁμολογητές, ὅλους δηλ. τούς ἁγίους Πατέρες καί τίς Τοπικές καί τίς ἐννέα Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Δεύτερον, γράφουμε ὄλ’αὐτά, γιά νά εὐαγγελισθοῦμε τήν εἰρήνη, τήν ἀλήθεια, τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ σέ ὅσους καλοπροαιρέτως ποθοῦν καί ἀναζητοῦν τήν πραγματική ἀλήθεια καί ἑνότητα ἐν Χριστῷ καί ἐν τή Ἐκκλησία.
Τρίτον, θέλουμε νά βοηθήσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως καί προαιρέσεως νά καταλάβουν ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά ἐπιτύχουν κατά Θεόν οἱ οἰκουμενικοί διάλογοι,
πού διεξήχθησαν καί διεξάγονται τά τελευταία ἑκατόν πενήντα (150) χρόνια παγκοσμίως, εἶναι οἱ συμμετέχοντες σ’αὐτούς νά ἔχουν τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση, τήν προσωπική καί συλλογική μετάνοια, ἀγρυπνία καί προσευχή, δηλ. τά οὐράνια θεϊκά χαρίσματα. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά θεολογήσουμε θεοπρεπῶς, ἁγιοπνευματικῶς, πατερικῶς, ἀποστολικῶς καί προφητικῶς.
Ἡ παπική, βατικάνεια, νεοβαρλααμική λειτουργική ἀνανέωση καί ἀναγέννηση
Δυστυχῶς, οἱ σημερινοί οἰκουμενιστές θέλουν νά ἐλαττώσουν τήν διάρκεια τῶν ἡμερῶν τῶν νηστειῶν ἤ καί νά καταργήσουν παντελῶς τή νηστεία, πού ἐπικρατεῖ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά μειώσουν τίς ὧρες τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν μυστηρίων, νά κάνουν κάθαρση τῶν λειτουργικών μας κειμένων, ἀφαιρώντας κάθε προσβλητική ἀναφορά στούς αἱρετικούς καί τούς ἑτεροθρήσκους, ἐφαρμόζοντας τήν παπικοῦ τύπου, βατικάνεια, νεοβαρλααμικῆ «λειτουργική ἀνανέωση καί ἀναγέννηση», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πραγματική τορπίλη στά θεμέλια της ἀσκητικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Εἰρήσθω ἐν παρόδω ὅτι ἀνανέωση, ἀναγέννηση καί κάθαρση δέν χρειάζονται ἐπ’ οὐδενί λόγω οἱ ἱερές ἀκολουθίες καί τά ἱερά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἀνανέωση, ἀναγέννηση καί κάθαρση χρειαζόμαστε πρώτ’ἄπ’ὅλα ἐμεῖς, οἱ κληρικοί καί οἱ λαικοί, ἐφαρμόζοντας πρατικῶς στούς ἑαυτούς μας τήν ἁγιοπατερική μέθοδο τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς κατά χάριν θεώσεώς μας, μέ τήν ὁποία ἔπειτα θά καταστοῦμε ἱκανοί νά κατανοήσουμε καί νά βιώσουμε τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά λειτουργικά μας κείμενα[15].
Ἔλλειψη ἀσκητικότητας στούς διαλόγους
Οἱ συμμετέχοντες ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς κληρικοί καί λαϊκοί στούς οἰκουμενικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς παπικούς, προτεστάντες καί μονοφυσίτες καί μέ τούς ἀλλοθρήσκους μουσουλμάνους καί ἑβραίους δυστυχῶς δέν τηροῦν τήν βασική προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς ἀσκήσεως, ἐφ’ὅσον, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ διάλογος δέν γίνεται γιά τήν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά γιά τήν καλοπέραση μέ τά συχνά ταξίδια, τή διαμονή σέ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα, τή μετακίνηση μέ πολυτελῆ αὐτοκίνητα, τήν κατάργηση τῆς νηστείας καί τήν ἀντικατάστασή της μέ τήν πολυφαγία καί τήν καλοφαγία καί τήν διοργάνωση τῶν συνεδρίων σέ ἐξωτικά τουριστικά θέρετρα ἀνά τόν κόσμο.
Τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.)
Τό ἴδιο σκηνικό εἴχαμε καί στήν πρόσφατη 10η Γενική Συνέλευση στό Μπουσᾶν τῆς Κορέας (30 Ὀκτωβρίου – 8 Νοεμβρίου 2013) τοῦ προωθημένου ὀργάνου τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τοῦ παμπροτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), τό ὁποῖο στήν οὐσία εἶναι Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων καί τοῦ ΠΣΕύδους, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι κατεπάτησαν γιά μία ἀκόμη φορᾶ τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδοξου Ἐκκλησίας, συμπροσευχόμενοι ἀντικανονικῶς μέ τήν πανσερπία τῶν αἱρέσεων[16], καί καταπροδίδοντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἀπαγγέλλοντας καί ἀποδεχόμενοι ὄχι τό καθιερωμένο ὑπό τίς Α΄ καί Β΄ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά τό νεόφερτο οἰκουμενιστικό κατασκεύασμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν»[17].
Ἡ Ὀρθόδοξη πρακτική
Ὅλα τά παραπάνω ἔρχονται σέ σφοδρή σύγκρουση μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Τό δοξαστικό τῶν αἴνων τοῦ ὄρθρου τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν λέει : «Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί ἄσκησις σύν ἁγιασμῶ». Ὁ Ἄπ. Παῦλος νουθετεῖ τόν Ἄπ. Τιμόθεο : «Σύ οὖν κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ»[18]. Δέν τοῦ λέει «καλοπέρασον» μέ γλέντια καί διασκεδάσεις, ἀλλά «κακοπάθησον». Τέλος, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ἐνθυμούμαστε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, ἀρχιεπίσκοπο Θεσ/κης, τόν κήρυκα τῆς Χάριτος καί θεατοῦ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁ ὁποῖος διαλέχθηκε μέ τούς Μουσουλμάνους Τούρκους, ὄχι καθήμενος σέ γραφεῖα, στρογγυλές τράπεζες καί πολυθρόνες, ἀλλά εὐρισκόμενος ἐν αἰχμαλωσία, πράγμα τό ὁποῖο δέν τόν ἐμπόδισε νά ὁμολογήσει τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέ θάρρος καί παρρησία[19].
Τό ἀποτέλεσμα τῆς περιθωριοποιήσεως τῆς ἀσκητικότητας τῆς Ἐκκλησίας
Τό ἀποτέλεσμα τῆς περιθωριοποιήσεως τῆς ἀσκητικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἐπί ἑκατό καί πλέον χρόνια διεξάγονται διάλογοι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ἑτεροδόξους, ἐν τούτοις οἱ οἰκουμενιστές δέν ἔχουν καταφέρει νά μεταστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία οὔτε ἕνα αἱρετικό ἤ ἀλλόθρησκο, ἐφόσον αὐτοί (οἱ αἱρετικοί καί ἑτερόδοξοι) δέν παραδειγματίζονται ἀπό τήν βιωματική ἐμπειρία, τήν ἄσκηση καί τόν ἁγιασμό τῶν Ὀρθοδόξων.
π. Δημήτριος Στανιλοάε : «Γιά ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό»
Ὅσοι, λοιπόν, ποθοῦν ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, δηλ. τήν ἁγία οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἑδράζεται στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀς μελετήσουν μέ προσευχή, χωρίς μισαλλοδοξία, φονταμενταλισμό καί μικροπρέπεια, τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ ὀρθοδόξου ρουμάνου θεολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε «Γιά ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό»[20], ὅπου περίπου λέει καί τά ἀκόλουθα :
Ἄν πράγματι οἱ Χριστιανοί ὅλων τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, οἱ οἰκουμενιστές ὅλων τῶν θρησκειῶν ὅλου τοῦ πλανήτη γῆ, καί οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἰκουμενιστές καί ἀντιοικουμενστές, παγκοσμιοποιητές καί ἀντιπαγκοσμιοποιητές, θέλουν νά ἑνωθοῦν σέ μία ἐν Χριστῷ ποίμνη, πρέπει νά συμφωνήσουν στά ἑξῆς :
Οἱ τρεῖς προϋποθέσεις γιά Ὀρθόδοξη ἕνωση
Πρῶτον : Νά ἔχουν ἑνότητα καί συμφωνία στά ἅγια δόγματα καί τούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διανοητικῶς, ἀλλά καί βιωματικῶς, ἐμπειρικῶς καί ἁγιοκαθολικῶς.
Δεύτερον : Νά ἔχουν ἑνότητα καί συμφωνία στά θέματα τῆς Θείας Λατρείας καί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καί τρίτον : Νά ἔχουν ἑνότητα καί συμφωνία στό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀπορρίψουν πρωτεῖα ἐξουσίας, ἀλάθητα, ἱστορικά ψεύδη, αἱρέσεις προσωπικές καί συλλογικές.
Νομίζω, συνεχίζει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὅτι πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ἰδίως οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά μιλήσουμε καί νά ὁμολογήσουμε τήν ἀλήθεια, «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη καί ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία»[21], καί, ἀν χρειαστεῖ, νά μαρτυρήσουμε γι’αὐτήν, ἀν ὁ Χριστός μᾶς καλέσει καί ἀν εἴμαστε ἄξιοι νά λάβουμε μαρτυρική θεϊκή Χάρι ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ
Πιστεύω καί συμφωνῶ, ἐπισημαίνει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, μέ τόν σύγχρονό μας Ὀρθόδοξο θεολόγο τοῦ 20ου αἰῶ., τόν Ρῶσο τῆς Διασπορᾶς, π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, κορυφαῖο ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος λέει :
«Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά’μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», τήν Ὀρθοδοξία[22].
Ὁ καθένας μας, λοιπόν, ἀναγινώσκοντας τό θεολογικό αὐτό δοκίμιο, ἀς κάνει τήν ἐπιλογή του. Δέν κάνουμε προπαγάνδα, οὔτε πλύση ἐγκεφάλου, οὔτε εἴμαστε γραφικοί, οὔτε μισαλλόδοξοι, οὔτε φονταμενταλιστές, οὔτε οἰκουμενιστές, οὔτε ζηλωτές παλαιοημερολογίτες. Ὁμολογοῦμε ἁπλῶς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη καί ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία»[23].
Υποσημειώσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου