Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΛΑΘΟΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ..!!!



Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας νέος, που από μικρός είχε πόθο να γίνει ασκητής.
Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.


Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανάπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.

Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με». Ο Γερο-ασκητής ήταν κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε ελέησον με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.

Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντός του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.

Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της ευχής και προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, γι’αυτό και τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα νύχτα προσήχευτο με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.

Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητή που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε έναν σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος να προσεύχεται και να κλαίει. Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησον με».
Ταράχτηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στην ψυχή του και ξέσπασε σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή.
Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» την γλώσσα στο να λέει «Κύριε ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησον με».

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
-Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σ’αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα..! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
-Τι να λέω; Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνηση του απάντησε:
-Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου.
Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα έναν σταυρό!


*Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Κεφ.1 -Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ



Έβαλε κάποτε στο νου της μια γυναίκα της αμαρτίας καί στοιχημάτισε με τους φίλους της, πως θα το πετύχαινε να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη, που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη καί που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της κι’ ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Όταν βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε, ταράχτηκε…
Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποια ήταν καί τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
— Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου κι’ ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από την συμπάθεια καί την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της καί του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τον αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι’ είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι’ έκανε θερμή προσευχή. Απόψε συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού καί αόρατου εχθρού. Ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον έκαιγε. Για μια στιγμή ένοιωσε να λυγίζει η αντίστασή του καί τρόμαξε.
Αυτοί, πού μολύνουν το σώμα με αμαρτωλές πράξεις, πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή, αν θα αντέχεις στη βασανιστική φωτιά. Άναψε το λυχνάρι του κι’ έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα δεν τον άφηνε να νοιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύθηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι να ξημερώσει έκαψε καί τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η αθλία παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού καί, βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε. Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν σε βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
— Μέσα είναι καί κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος. Μπήκαν μέσα καί τη βρήκαν νεκρή.
—Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι. Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του καί τους έδειξε τα
δάχτυλά του.
— Για δέστε δω, τί μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου; Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να κάνω καλό αντί κακού. Στάθηκε καί προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα καί την επανέφερε στη ζωή.

Πηγή: Γεροντικό
Πνευματικά Θησαυρίσματα

ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟ ΛΕΓΟΝΤΑΣ: "ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ;"



Ρώτησαν κάποιοι τον αββά Μακάριο: «Πως πρέπει να προσευχόμαστε;» Καί ο Γέροντας τους είπε: «Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε: «Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με». Καί αν προμηνύεται πόλεμος: «Κύριε, βοήθει με», και γνωρίζει ο ίδιος τι μας συμφέρει και θα μας ελεήσει».

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ!



Γεροντικό: Η προσευχή, πολλές φορές δεν αλλάζει τα πράγματα για σένα, αλλάζει εσένα για τα πράγματα.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΩΡΑΣ!



ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΩΡΑΣ!

Κάποιος κουτοπόνηρος πλησίασε έναν ασκητή και τον ρώτησε:
– Τι είναι Γέροντα, για το Θεό χίλια χρόνια;
– Ένα λεπτό της ώρας, παιδί μου, αποκρίθηκε εκείνος.
– Και τι είναι μια βαλίτσα χρυσάφι;
– Τίποτα! Μία δραχμή.
– Τότε παρακάλεσε Γέροντα το Θεό να μου δώσει μία…δραχμή!
Τον λοξοκοίταξε ο ασκητής, σιώπησε και σε λίγο του απάντησε:
– Το είπα στο Θεό και μου είπε να περιμένεις ένα λεπτό της ώρας!

ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΛΥΝΕΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ Ο ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ!


 
Είπε γέρων: Δεν είναι ο σκεπτόμενος που λύνει τα προβλήματα του κόσμου, αλλά ο προσευχόμενος!

ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΤΟ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΩΣ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ!



Μία είναι η επιστήμη: Το να μάθουμε πώς να αγαπήσουμε τον Θεό!

ΓΕΡΩΝ: ΟΤΑΝ ΑΔΙΚΕΙΤΑΙ, ΚΑΤΑΤΡΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΟΤΕ ΔΕΙΧΝΕΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ!



- ΓΕΡΟΝΤΑ, μάθαμε πὼς εἶστε καλὸς ἄνθρωπος.
– Καὶ οἱ ὀχιὲς καλὲς εἶναι, ἂν δὲν τὴν πατήσεις. Τόλμα ὅμως νὰ τὶς ἐνοχλήσεις… Ὅταν ἀδικεῖται, κατατρέχεται καὶ ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τότε δείχνει ἀκριβῶς κατὰ πόσο ἀληθινὸς χριστιανὸς εἶναι.

ΕΛΕΓΕ ΜΟΝΑΧΟΣ: ΟΛΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗ!Σ ΑΓΑΠΗΣ



ΕΛΕΓΕ μοναχός:
– Ὅλα συγχωροῦνται ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Τὸ «συγχωρῶ» ἐτυμολογικὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ «σὺν» καὶ τὸ «χωρῶ», δηλαδὴ χωράω μαζί, δέχομαι κάποιον στὴν καρδιά μου, πράγμα τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τὴν ἀγάπη. Ὅταν λείπει, λοιπόν, αὐτή, τότε δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ συν-χώρεση.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΑΓΡΙΩΝ ΘΗΡΙΩΝ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΝΤΩΝΙΟ ΝΑ ΧΑΡΙΕΝΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ!



Κάποιος κυνηγός, όταν είδε τον Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς, σκανδαλίστηκε. Θέλοντας εκείνος να τον διδάξει, λέγει: -«Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Εκείνος το έκαμε. Του λέγει: -«Τέντωσέ το πιο πολύ». Το τέντωσε. Και πάλι του λέγει: -«Ακόμη πιο πολύ». Τότε, του απαντά ο κυνηγός: -«Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τον διδάσκει νηφάλια: -«Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν κάποιες φορές να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς!». Ο κυνηγός ωφελήθηκε πολύ. Όμως, για να διαλέγεται κάποιος όπως ο Όσιος Αντώνιος, χρειάζεται σταθερή πίστη, πνευματικό βάθος, διάκριση και θείος φωτισμός.

Από το Γεροντικό

ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΦΥΤΕΨΕ ΜΙΑ ΕΛΙΑ ΚΙ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ!




Ένας μοναχός φύτεψε μια ελιά και άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε, στείλτε μου βροχή.
Και ο Κύριος έστειλε βροχή στη γη.
Το δέντρο ήταν κορεσμένο με υγρασία και ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται: Και τώρα, Κύριε, σας ζητώ να στείλετε πολύ ήλιο – το δέντρο μου χρειάζεται ζεστασιά.
Και ο Κύριος έστειλε τον ήλιο.
Το δέντρο μεγάλωσε.
Ο μοναχός συνέχισε να προσεύχεται γι ‘αυτό: Κύριε, δώσε λίγο παγετό για να ενισχυθούν οι ρίζες και τα κλαδιά. Ο Κύριος έστειλε παγετό και … το δέντρο πέθανε.
Ο μοναχός ήταν πολύ αναστατωμένος.
Πήγε σε άλλον μοναχό για να πει την ιστορία του και να μοιραστεί τη θλίψη του.
Έχω επίσης μια ελιά, κοίτα – απάντησε ένας άλλος μοναχός.
Το δέντρο του έχει μεγαλώσει όμορφα. Αλλά προσευχήθηκα διαφορετικά.
Είπα στον Θεό ότι είναι ο Δημιουργός αυτού του δέντρου και ότι ξέρει καλύτερα τι χρειάζεται γι ‘αυτό.
Απλώς ζήτησα από τον Θεό να τον φροντίσει και το κάνει.
Αυτό ισχύει για εμάς. Συχνά ρωτάμε, κατά τη γνώμη μας, τι χρειαζόμαστε. Αλλά μόνο ο Θεός ξέρει τι χρειαζόμαστε. Τον εμπιστευόμαστε εντελώς!

Ο ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΗΛΟΣ (ΜΙΣΑ)



O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης στα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία.

Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.



Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.

Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.

H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή.

Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκείνον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της, προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας.

Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.

Ο π. Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μία ημέρα, ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:

– Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.

Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.

Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα, τού είπε:

– Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ, σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.

Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.

ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ



Ο μακαρίτης πνευματικός από τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος, μού διηγήθηκε τήν ακόλουθη ιστορία, παρμένη από πατερικά Αγιορείτικα χειρόγραφα.

Ένας πιστός χριστιανός, πήγαινε επί δεκαπέντε χρόνια στόν πνευματικό του καί εξομολογούνταν τίς ανθρώπινες αδυναμίες του. Μιά μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στόν πνευματικό του νά εξομολογηθεί καί ανοίγοντας τήν πόρτα τού σπιτιού του βρήκε τόν πνευματικό νά πορνεύει μέ μία γυναίκα. Αμέσως βγήκε έξω καί φεύγοντας είπε στόν εαυτό του:
«άχ, τί έπαθα αλοίμονο σέ μένα, εγώ έχω τόσα χρόνια πού εξομολογούμαι σ’ αυτόν, καί τώρα τί θά κάνω; Θά κολασθώ; διότι όσα αμαρτήματα καί άν μού συγχώρησε, εφόσον είναι τόσον αμαρτωλός άνθρωπος, είναι, τί είναι; είναι όλα ασυγχώρητα», έλεγε καί χτυπιόταν ο άνθρωπος γιά τό κακό πού τόν βρήκε καί δέν ήξερε τί πρέπει νά κάνει. Στό δρόμο πού έφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καί μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι, στό οποίο έτρεχε γάργαρο καί πεντακάθαρο νερό.
Έσκυψε καί ήπιε. Ήπιε τόσο πού χόρτασε καί δέν τού κανε καρδιά νά φύγει, αλλά ήθελε νά πιεί καί άλλο από κείνο τό νεράκι. Σέ μία στιγμή σκέφτηκε μέ τό λογισμό του καί είπε: «άν εδώ χαμηλά στό ρέμα είναι τόσο καλό, τότε όσο πιό κοντά στήν πηγή του, από κεί πού βγαίνει, τόσο καλύτερο θά είναι» καί μέ τή σκέψη αυτή ξεκίνησε νά βρεί τή πηγή τού νερού. Όταν έφτασε όμως εκεί, τί νά δεί;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τό νερό νά βγαίνει από ένα ψόφιο καί βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από τό στόμα τού σκυλιού νά βγαίνει τό νερό! Τότε βαθιά αναστέναξε καί είπε: «Αλλοίμονο σέ μένα τόν άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος καί ήπια από τό μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται ότι είμαι πολύ αμαρτωλός καί ακάθαρτος γιά νά μού συμβούν αυτά τά πράγματα».
Στήν μεγάλη αυτή στενοχώρια πού βρισκόταν, τού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου καί τού είπε: «Γιατί άνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καί λυπήσαι γιά τά πράγματα πού σού συμβαίνουν; Όταν ήπιες τό νερό από τό ρεματάκι δέν ευχαριστήθηκες πού βρήκες πολύ καθαρό καί δέν τό χόρταινες νά πίνεις καί τώρα, πού είδες τούτο ότι βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκυλιού, λές ότι μολύνθηκες; Άν αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι ψόφιος καί ακάθαρτος, μή λυπήσαι γι’ αυτό εσύ, διότι τό νερό πού ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος πού πίνει, μπορεί νά βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκύλου, αλλά τό νερό πού βγαίνει δέν είναι δικό του, είναι δώρο τού Θεού, είναι τού Θεού τό νερό.
Έτσι καί ο πνευματικός σου πού σέ εξομολογούσε, η συγχώρηση πού σού έδινε δέν ήταν δική του, αλλά η συγχώρηση είναι δωρεά τού Θεού. Εκείνος τήν δίνει, τό Πανάγιο Πνεύμα τήν χορηγεί σ? αυτόν πού καθαρά καί ειλικρινά εξομολογείται τίς αμαρτίες του καί τίς αδυναμίες του. Μέ τή διαφορά ότι, οι δωρεές καί τά χαρίσματα τού Θεού στούς ανθρώπους δίδονται μέσω τής ιεροσύνης από τούς κανονικά χειροτονημένους καί έχοντας τήν άδεια τής εξομολογήσεως καί τής αφέσεως τών αμαρτιών, όπως είπε ο Ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στούς αγίους Αποστόλους καί μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Άν τινων αφίεντε τάς αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς. Άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Έτσι λοιπόν οι Άγιοι Απόστολοι έδωκαν τήν εξουσίαν αυτήν στούς επισκόπους καί διαδόχους αυτών καί εκείνοι στούς κανονικά χειροτονηθέντας ιερείς καί πνευματικούς. Εκ τού λόγου τούτου καί διότι τελούν τά άγια Μυστήρια τού Θεού οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά τό αξίωμα καί από αυτόν τόν βασιλέα καί ανώτατον άρχοντα τού λαού.
Ανώτεροι είναι οι ιερείς από όλους, διότι οτιδήποτε κι άν είναι οι άνθρωποι αυτοί στόν κόσμο, τά κοσμικά αξιώματα, από τόν ιερέα καί τόν πνευματικό θά λάβει τή συγχώρηση τών αμαρτιών του, διότι δέν υπάρχει άλλος δρόμος• αυτή είναι η Ιερά Παράδοσις τής Αγίας Εκκλησίας μας». Καί τώρα, λέγει ο άγγελος: «Πήγαινε νά βάλεις μετάνοια καί νά ζητήσεις συγχώρηση από τόν πνευματικό σου πού τόν είδες νά αμαρτάνει καί παρακάλεσέ τον νά σέ συγχωρήσει γιά τήν κατάκριση πού σέ βάρος του έκαμες. Όσο δέ γιά τήν αμαρτία πού εκείνος έκανε, ο Θεός θά τόν εξετάσει καί αυτός μόνο θά τόν κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν νά κάνει τήν αμαρτία, δέν μπορείς όμως νά γνωρίζεις άν αυτός μετανόησε, ή τόν τρόπο τής μετανοίας του. Έτσι εσύ δέν έχεις, εσύ μέν έχεις τήν αμαρτία τής κατακρίσεως, εκείνος δέ, άν μετανοήσει θά τρυγήσει τούς καρπούς τής μετανοίας καί τής διορθώσεώς του.
Δέν μπορούμε λοιπόν νά κρίνουμε κανέναν άνθρωπο». Όταν ο άγγελος λοιπόν τά είπε αυτά, στόν πιστό εκείνο χριστιανό, έγινε άφαντος. Ο δέ χριστιανός σύμφωνα μέ τήν εντολή τού αγγέλου, γύρισε πίσω• πήγε στόν πνευματικό του, στόν οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε καί άκουσε από τόν άγγελο Κυρίου καί έβαλε μετάνοια καί όταν είπε τά διατρέξαντα στόν πνευματικό, όπως τού είπε ο άγγελος, ο πνευματικός μέ δάκρυα στά ματιά μετανόησε, έκλαψε πικρά καί ζήτησε συγχώρηση από τόν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καί Πανάγαθο Θεό καί διόρθωσε τά κακώς διαπραττόμενα πρός δόξα Θεού καί ψυχής σωτηρία αυτού. Όταν μού διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τόν λόγο του καί μέ αγάπη μου είπε: «γι? αυτό αδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα τό 1934, πού δέν ήμουνα ακόμη μοναχός, καί μ? έλεγε μέ τό κατά κόσμον όνομά μου), δέν έχουμε δικαίωμα εμείς οι άνθρωποι νά εξετάζουμε τή ζωή τών άλλων ανθρώπων. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς εί ο κρίνων, αλλότριον ικέτην;» (πρός Ρωμαίους αναφέρεται αυτό).
Πολύ δέ περισσότερο νά κρίνουμε τούς κληρικούς, τούς ιερωμένους, τούς πνευματικούς, καί γενικά τούς ρασοφόρους, τούς οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός καί μέ μεγάλη πονηρία καί μαεστρία πολεμεί ο διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός, μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε, καί εν ώ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσετε υμίν! Εμείς οφείλομε νά συγχωρούμε τά σφάλματα τών άλλων καί νά μετανοούμε, νά κρίνουμε καί νά τιμωρούμε τόν εαυτό μας καί μόνον. Άν θέλουμε νά σωθούμε νά συγχωρούμε τούς άλλους καί σύμφωνα μέ τήν εντολή τού ιερού Ευαγγελίου, πού λέει: εάν αφήνετε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ο Θεός τά παραπτώματα υμών, κατά τό άφετε καί αφεθήσεται υμίν. Ναί, αδελφοί μου, η κατάκρισις είναι μεγάλη αμαρτία καί δέν πρέπει ποτέ νά ασχολούμεθα μέ τά ελαττώματα καί μέ τίς παραβάσεις τών άλλων ανθρώπων! Δέν έχουμε καμιά δουλειά εμείς. Ο καθένας ό,τι κάνει τό κάνει γιά τόν εαυτό του. Εμείς οφείλομε μόνο ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε νά συγχωρούμε καί νά αγαπούμε καί νά προσπαθούμε νά τούς βοηθούμε όσο είναι δυνατόν, από τή δική μας τήν πλευρά.

Γέρων Πανάρετος Φιλοθεΐτης

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΣΙΣΩΗ!



Ἕνας ἀδελφὸς ἐξομολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη:
- Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Ἕως ὅτου σὲ βρεῖ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μόνο εὐχήσου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια.

ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ!


Κάποιος αδελφός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκανε την αμαρτία καθημερινά, αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριό του με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια, και έκανε την αμαρτία· έπειτα πάλι, μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία, και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα και έλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από επάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, να αντικρίσω και να δω την αγία εικόνα σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου σου, ώστε να γλυκαθεί και να ευφρανθεί η καρδιά μου».

Τέτοια έλεγε, και όταν έβγαινε από την εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην εκκλησία και έλεγε τα παρόμοια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξανακάνω αυτή την αμαρτία· μόνο, αγαθέ, συγχώρησέ μου όσες αμαρτίες σου έκανα από την αρχή μέχρι τώρα». Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Και έβλεπε κανείς τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει την αδιόρθωτη και βαριά παράβαση και την αχαριστία του αδελφού και να θέλει από πολλή ευσπλαχνία τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του. Γιατί αυτό δεν γινόταν για ένα, δύο ή τρία χρόνια, αλλά για δέκα και περισσότερο.

Βλέπετε, αδελφοί, την άμετρη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου; Πώς κάθε φορά δείχνει μακροθυμία και καλοσύνη, υπομένοντας τις βαριές ανομίες και αμαρτίες μας; Γιατί αυτό που συγκλονίζει και προκαλεί θαυμασμό σχετικά με την πλούσια ευσπλαχνία του Θεού είναι ότι ο αδελφός, ενώ υποσχόταν και συμφωνούσε να μην ξανακάνει την αμαρτία, αποδεικνυόταν ψεύτης.

Μια μέρα λοιπόν, καθώς γίνονταν αυτά, ο αδελφός, αφού έκανε την αμαρτία, πήγε τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας και στενάζοντας και κλαίγοντας και βιάζοντας την ευσπλαχνία του αγαθού Θεού να τον λυπηθεί και να τον γλυτώσει από τον βούρκο της ασωτείας. Καθώς λοιπόν ο αδελφός παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο αρχέκακος διάβολος, η καταστροφή των ψυχών μας, είδε ότι τίποτε δεν κάνει, αλλά όσα αυτός έραβε με την αμαρτία, ο αδελφός τα ξήλωνε με τη μετάνοια. Με θράσος λοιπόν του παρουσιάστηκε φανερά και, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τη σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κραύγαζε και έλεγε:

«Τι θα γίνει μ’ εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ; Η άπειρη συμπάθειά σου με νικά και με ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αυτόν τον πόρνο, τον άσωτο, που κάθε μέρα σου λέει ψέματα και δεν λογαριάζει την εξουσία σου. Γιατί λοιπόν δεν τον καις, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Εσύ πρόκειται να δικάσεις τους μοιχούς και τους πόρνους και να εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς. Πράγματι, δεν είσαι δίκαιος κριτής, αλλά όπου νομίσει η εξουσία σου, κρίνεις άδικα και παραβλέπεις. Εμένα, για τη μικρή παράβαση της υπερηφάνειας, με έριξες από τον ουρανό κάτω· και αυτός είναι ψεύτης και πόρνος και άσωτος, και επειδή πέφτει μπροστά σου, του χαρίζεις ατάραχος την ευμένειά σου. Γιατί λοιπόν σε λένε δίκαιο κριτή; Όπως βλέπω, και εσύ χαρίζεσαι σε πρόσωπα από την πολλή σου αγαθότητα και παραβλέπεις το δίκαιο».

Και αυτά ο διάβολος τα έλεγε πνιγμένος από την πολλή πίκρα του και βγάζοντας φλόγες και καπνό από τα ρουθούνια του.
Αφού τα είπε αυτά ο διάβολος, σώπασε· και αμέσως ακούστηκε μία φωνή σαν από το άγιο βήμα να λέει: «Παμπόνηρε και ολέθριε δράκοντα, δεν χόρτασε η κακία σου που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά και αυτόν που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας μου πασχίζεις να τον αρπάξεις και να τον καταπιείς; Έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο αίμα που έχυσα γι’ αυτόν επάνω στον σταυρό; Μάθε ότι η σταύρωση και ο θάνατός μου συγχώρησαν τις αμαρτίες του. Και εσύ βέβαια, όταν αυτός πηγαίνει στην αμαρτία, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον αποστρέφεσαι, ούτε τον εμποδίζεις, γιατί ελπίζεις να τον κερδίσεις.
»Εγώ λοιπόν, που είμαι τέτοιος σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, που έδωσα εντολή στον κορυφαίο μου απόστολο Πέτρο να συγχωρεί ως εβδομήντα φορές το επτά αυτόν που αμαρτάνει καθημερινά, άραγε δεν θα συγχωρήσω και δεν θα τον σπλαχνιστώ; Ναι, σου λέω· και επειδή καταφεύγει σ’ εμένα, δεν θα τον αποστραφώ, ώσπου να τον πάρω δικό μου· γιατί εγώ για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα και γι’ αυτούς άπλωσα τα άχραντα χέρια μου, έτσι ώστε όποιος θέλει να σωθεί, να καταφεύγει σ’ εμένα και να σώζεται. Κανέναν δεν αποστρέφομαι ούτε διώχνω· ακόμη και μύριες φορές τη μέρα να αμαρτήσει κάποιος και μύριες φορές να έρθει σ’ εμένα, δεν θα φύγει λυπημένος. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους ενάρετους αλλά τους αμαρτωλούς».

Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, ο διάβολος έμεινε στη θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να φύγει. Και ακούστηκε πάλι η φωνή: «Άκουσε, απατεώνα, και σχετικά με αυτό που είπες, ότι δηλαδή είμαι άδικος. Γιατί εγώ είμαι δίκαιος σε όλους, και σε όποια κατάσταση βρω κάποιον, σύμφωνα με αυτήν τον κρίνω. Δες, λοιπόν· αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια και επιστροφή, πεσμένο μπροστά στα πόδια μου και νικητή σου. Θα τον πάρω λοιπόν και θα σώσω την ψυχή του, επειδή δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Και εσύ, βλέποντας την τιμή που του κάνω, να σουβλιστείς από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς».

Και όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα και θρηνούσε, παρέδωσε την ψυχή του· και αμέσως ήρθε οργή μεγάλη σαν φωτιά και έπεσε επάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε.
Από αυτό λοιπόν ας μάθουμε, αδελφοί, την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Κύριο έχουμε, και ποτέ να μην απελπιστούμε ή να αμελήσουμε τη σωτηρία μας.

Πηγή: (Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Α’, σελ. 31. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001), Κοινωνία Ορθοδοξίας