«Μια μέρα, ένα πρωινό επροχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι, ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται× μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω, πω! Να’ χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει! Μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γέρο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που τα δοκίμαζα».[1]
          Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί καταγεγραμμένη αφήγηση του Γέροντος Πορφυρίου. Τα σχόλια που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια τέτοια αφήγηση πολλά. Εν πρώτοις, συγκίνηση για την άκρα ευαισθησία, την αγία ευαισθησία του Γέροντος, που θυμίζει παρόμοιες στάσεις, φανερώσεις τρόπου υπάρξεως, ασκητών της αρχαίας Εκκλησίας, και οι οποίες τον φανερώνουν γνήσιο διάδοχο και ακόλουθο μιας τέτοιας παράδοσης. Στη συνέχεια, και εκ διαμέτρου αντίθετα, προβληματισμός για τη γνησιότητα τέτοιων μαρτυριών και συνεπώς αναζήτηση των  ορίων μεταξύ εμπειρίας και ψυχολογισμού, παθολογικής ασθένειας, φαντασίας.
Ίσως κάποιοι στην ανάγνωση  αυτής της δεύτερης άποψης να έχουν τις ενστάσεις τους, και όχι αδίκως. Εντούτοις, για να λυθεί αμέσως η «παρεξήγηση», οφείλω να σημειώσω ότι αυτοί οι προβληματισμοί υφίστανται γύρω μας, υπάρχουν και εκφράζονται από ανθρώπους «επίσημους», τώρα· έχουν εκφρασθεί και στο παρελθόν, με αφορμή παρόμοιες περιπτώσεις αγίων, αλλά και σπουδαίων ανθρώπων του πνεύματος, της Ορθοδοξίας. Για του λόγου το αληθές αρκεί κανείς να θυμηθεί θέσεις σαν τις παρακάτω. Γράφει, λοιπόν, ακαδημαϊκός δάσκαλος στα μέσα του αιώνα που πέρασε: «Ο Συμεών επεζήτει, να εξεύρη βαθυτέραν συμβολικήν σημασίαν εις τα κατά τας ιεροτελεστίας τελούμενα. Τοιουτοτρόπως δε, προικισμένος με ισχυράν δόσιν φαντασίας, εγένετο με τον νοσηρόν μυστικισμόν του, όστις άλλως ήτο του συρμού κατά τους χρόνους εκείνους, πρόδρομος των Ησυχαστών του δεκάτου τετάρτου αιώνος».[2] Ιδού, ενώπιον μας η αλήθεια γυμνή. Εάν, λοιπόν, ο άγιος Συμεών υπήρξε φαντασιόπληκτος και εκφραστής νοσηρού μυστικισμού, τον οποίο μάλιστα κληροδότησε και στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί να εξαιρεθεί από παρόμοια κριτική ένας Γέρων Πορφύριος, ένας Γέρων Παίσιος και άλλοι πνευματέμφοροι της σύγχρονης Εκκλησίας του Χριστού;  Ας θυμηθούμε ακόμη, ενδεικτικά, την περίπτωση του  Παπαδιαμάντη, του δικού μας κυρ Αλέξανδρου. Ουκ ολίγες φορές ο σκιαθίτης διηγηματογράφος πολεμήθηκε με πάθος από συγχρόνους του και μη, περιφρονήθηκε, αδικήθηκε, χτυπήθηκε αλύπητα ως φυσιολάτρης, ρομαντικός, που «λατρεύει την κτίσιν παρά τον κτίσαντα».[3] Αυτός που, κατά Μιλτιάδη Μαλακάση, «ο κάθε στοχασμός» του υπήρξε «ασμάτων άσμα», αυτός που «στον κόσμο το δικό» του γένηκε «κόσμος το κάθε πλάσμα», αυτός που δεν δείλιαζε να βροντοφωνάζει ότι «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».[4]
Έχει κάποιος την αίσθηση ότι η αδυναμία όρασης των μεγαλείων του Θεού από ανθρώπους με αγύμναστα αισθητήρια φυλακίζει την ύπαρξη τους μέσα στις γραμμές που οι ίδιοι τράβηξαν× γραμμές που στοχεύουν τον αποκλεισμό του τρόπου του άλλου και έτσι, μετατρέπουν την αβεβαιότητα τους σε βεβαιότητα× πρόκειται σαφώς για ψευδαίσθηση βεβαιότητας, διότι φυλακισμένη βεβαιότητα δεν νοείται. Έτσι, αντί να σκύψει κανείς και με τη  μετάνοια να ζητήσει το άνοιγμα των οφθαλμών του, πράγμα που αποτελεί καθημερινή προσευχή των Υιών Θεού,  προτιμά την παραμονή στο σκοτάδι και προσπαθεί την  τύφλωση του κόσμου ολάκερου.[5]
Βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί μια τόσο εκτενής εισαγωγή στο θέμα του γνήσιου και του κίβδηλου; Η απάντηση οφείλει να είναι ξεκάθαρη. Υπάρχουν περιπτώσεις θεολόγων και όχι μόνον, στα όρια της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, που αρνήθηκαν τη λειτουργία της «συγκίνησης», της «αγίας ευαισθησίας», του «συναισθήματος» στα πλαίσια του εκκλησιαστικού τρόπου υπάρξεως.[6] Έτσι, δημιούργησαν ή προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ανθρωπολογικό πρότυπο, τον άνθρωπο της Ορθόδοξης Ανατολής, από τον οποίο απέκοψαν όλα τα παραπάνω «φυσικά» χαρακτηριστικά και τα χάρισαν με μιας, χωρίς καμία υποψία της εκπτώσεως, στον άνθρωπο της Δύσης, ο οποίος επειδή έχει όλα αυτά εξάπαντος δεν μπορεί να έχει εμπειρία. Το παράδειγμα του Γέροντος Πορφυρίου, όπως κυρίως αποκαλύπτεται από αυτό το τελευταίο βιβλίο του, έρχεται να δώσει ηχηρή απάντηση σε τέτοιες αβασάνιστες προβληματικές που στέρησαν από την Εκκλησία την ολότητά της, την καθολικότητά της, σε ανθρωπολογικό και συνεπώς εκκλησιολογικό και σωτηριολογικό επίπεδο. Ο άνθρωπος ο εκκλησιαστικός, ο Υιός Θεού, είναι πλήρης άνθρωπος,  άνθρωπος των γεγυμνασμένων, οπωσδήποτε όχι κολοβωμένων αισθητηρίων,  άνθρωπος των μεταμορφωμένων αισθήσεων,  άνθρωπος της ενότητας συγκίνησης και εμπειρίας, διότι αληθινή εμπειρία δεν υφίσταται χωρίς συγκίνηση, δεν υφίσταται χωρίς συναίσθημα, δεν υφίσταται χωρίς ευαισθησία.
Το πιο πρόχειρο συμπέρασμα, μετά από την ανάγνωση του αποσπάσματος του Γέροντος Πορφυρίου, θα μπορούσε να τον ταυτίσει με οποιονδήποτε «αισθητικό» άνθρωπο της Ευρώπης, ο οποίος δεν θα μπορούσε παρά να συγκινείται από το τραγούδι των πουλιών. Μια τέτοια εικόνα, άλλωστε, μας δίνει και ο Theodor Adorno, κορυφαίος εκπρόσωπος της αισθητικής θεωρίας του εικοστού αιώνα και σύγχρονος του γέροντος Πορφυρίου, όταν σημειώνει τα εξής:  «Ωραίο θεωρούν όλoι το τραγούδι των πουλιών× δεν υπάρχει κανένας αισθανόμενος, με υπολείμματα ευρωπαϊκής παράδοσης, που δεν θα τον συγκινούσε ο ήχος ενός κοτσυφιού μετά τη βροχή».[7] Και εδώ ξεκινούν τα δύσκολα. Ταυτίζεται όντως η ευαισθησία του γέροντος με οποιεσδήποτε αισθητικές και ρομαντικές θέσεις που έχουν αναπτυχθεί σε  Δύση, αλλά και σε Ανατολή; Και εάν αυτό συμβαίνει σηματοδοτεί μια πορεία εκπτώσεως από την αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού σώματος, μια εκτροπή; Δηλαδή, ο άνθρωπος της Ορθοδοξίας οφείλει μετά μανίας να απουσιάζει από τη ζωή, να αρνείται  τη συνάντηση με τον συνάνθρωπο και την κτίση;
Θα έλεγα ότι τις απαντήσεις, άκρως αποκαλυπτικές και εξόχως δυναμικές, δίνει ο ίδιος ο γέροντας με τρόπο εξομολογητικό τόσο στην αυτοβιογραφία του όσο και στους Λόγους του. Και ενώ σε πολλές περιπτώσεις υπογραμμίζει τη δυσκολία του για τις αποκαλύψεις του, από την άλλη αδυνατεί να κρύψει την εμπειρία του, εξάπαντος ανέκφραστη και ανεξήγητη σε όλο το μέγεθος και την ποιότητά της, αισθανόμενος το χρέος απέναντι στην κοινότητα, η οποία αναμένει την  προσφορά, την κοινωνία του χαρίσματος των αξίων, αυτών που έπαθαν και έμαθαν τα μεγαλεία του Θεού.[8]
Δεν θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, να πούμε ότι στην καρδιά μιας τέτοιας εμπειρίας για τον Καυσοκαλυβίτη βρίσκεται η ιστορία με το αηδονάκι. Η ίδια ιστορία που βρίσκεται, όπως ήδη σημειώθηκε, και στην καρδιά οποιουδήποτε συνεπούς μέλους της ευρωπαϊκής παράδοσης. Το θέμα είναι πώς κάποιος βιώνει μια τέτοια εμπειρία, πώς την αξιολογεί και συνεπώς πώς την αξιοποιεί. Μένει κανείς στο φαινόμενο, την εξωτερική αισθητική εμπειρία ή την ξεπερνά; Και εάν υποθέσουμε ότι την ξεπερνά και εισέρχεται στο άλλο μέρος της, το πνευματικό,  δηλαδή  νιώθει μέσα  του μια άλλη φωνή πιο ισχυρή, το ζητούμενο στην πορεία είναι το τί λαλεί αυτή η φωνή, τί φανερώνει;
Το μικρό πουλάκι υπήρξε για τον Γέροντα  οδηγός του στην ανακάλυψη του Θεού, στη βρώση και την πόση της χάριτος, που δωρίζει τα δάκρυα. Το δημιούργημα φανέρωσε τον Δημιουργό. Και ο κτιστός δημιουργός, ο κατ’εικόνα Θεού δημιουργός, σε αντιχάρισμά του αναζητά το δώρο, τόσο απλό και τόσο ευαίσθητο, το νερό που ζεδιψά και επιτρέπει τη συνέχεια της δοξολογίας του πλάστη.[9]  Εδώ θα λέγαμε ότι απέναντι στη συστηματική προσέγγιση του αισθητικού φαινομένου από το φιλόσοφο, η προσπάθεια του ασκητή μοιάζει απλοϊκή. Και η γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους δύο «διαλεγόμενους» εκ διαμέτρου αντίθετη. Εντούτοις, εάν κανείς περάσει πίσω από αυτές τις, θεμιτές εξάλλου, διαφορές, μπορεί να ανακαλύψει τη ρίζα ενός κοινού προβληματισμού× αρκεί να αποδεχτούμε στο χώρο της Ορθοδοξίας ότι η αναζήτηση του επέκεινα, για τους αγίους της Εκκλησίας η αναζήτηση του προσώπου του Χριστού, δεν αποτελεί προνόμιο των Ορθοδόξων, ούτε βέβαια μόνον των ανθρώπων, που δηλώνουν την ενασχόληση τους με τη σφαίρα του ιερού. Αναζήτηση υπήρξε παντού και πάντα, ο Θεός υπήρξε η αγωνία ακόμη και ανθρώπων, που μετά μανίας τον αρνήθηκαν, ανθρώπων που δεν θέλησαν να δουν πίσω από το αποκαλυπτόμενο τον αποκαλύπτοντα.
Βεβαίως, για να οδηγηθεί κανείς στη μεταποίηση και τον αγιασμό, με άλλα λόγια στην επέκταση, σε μια μορφή οντολογικής ευρυχωρίας, όπου είναι δυνατή η συνάντηση με τον Θεό, τους ανθρώπους και τα πράγματα, την κτίση ολάκερη, είναι κατά, Γέροντα Πορφύριο, αναγκαία η παρουσία του Πνεύματος του Θεού. Αυτού του Πνεύματος που ποιεί τους μετόχους του πνευματέμφορους. Ο πνευματέμφορος, δηλαδή αυτός «που έχει πνεύμα Θεού, προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τ’ ακούει× βλέπει τα πουλιά, την πέτρα, την πεταλούδα…Περνάει από κάπου, αισθάνεται το καθετί, ένα άρωμα, για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα× στις πεταλούδες, στις μέλισσες κ.λπ. Η χάρις τον κάνει να είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα».[10]
Οφείλω εξαρχής εδώ να τονίσω ότι με τέτοιες παρατηρήσεις σαν την παραπάνω του Γέροντος Πορφυρίου αισθάνεται κανείς ότι έχει να κάνει με έναν ποιητή, με ένα ταπεινό λειτουργό, δηλαδή, της αγίας ευαισθησίας. Όπου άλλωστε υπάρχει η ευαισθησία αρχίζουν και εμφανίζονται τα σημάδια της αγιότητας, ή για να το πούμε αλλιώς, η αγία ευαισθησία αποτελεί προϋπόθεση για την αγιότητα. Ταυτόχρονα, λοιπόν, προϋπόθεση και φανέρωση-αποτέλεσμα της αγιότητας η ευαισθησία είναι αυτή που κάνει τον Καυσοκαλυβίτη να σημειώσει με περισσό θάρρος ότι: «Για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής».[11] Και τούτο διότι «‘χοντρές’ ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει».[12]
Δυναμικά προκλητική η πρόταση του Γέροντος έρχεται οπωσδήποτε να αναστατώσει τη βεβαιότητα μιας ύπαρξης πεζής, κλεισμένης στην εξωτερική παρατήρηση και τον ανέξοδο σχολιασμό. Αντίθετα, η προοπτική που ανοίγει η όραση του απόλυτου εκφραστή μιας φιλόκαλης αισθητικής της ορθοδοξίας δείχνει το δρόμο τον άλλο, εξάπαντος όχι τον εύκολο, που ανοίγεται μέσα από τη σύνδεση ευαισθησίας, αποκάλυψης και πόνου. Η αγία ευαισθησία σχετίζεται άμεσα και λειτουργικά με τον πόνο και κατά συνέπεια με την αποκάλυψη, διότι μόνον όποιος πονά, βλέπει. Σε μια τέτοια πορεία, η αγάπη τίθεται στην κορυφή και φυλάσσεται μεριζόμενη ως κόρη οφθαλμού. «Η ψυχή του Χριστιανού» σημειώνει ο Γέρων «πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή» και ξανά «όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις».[13]
Εδώ βεβαίως έχω τον πειρασμό να κάνω μια παρένθεση, νομίζω αναγκαία για να καταδείξω τη συνάντηση του γέροντα με τη λαϊκή μας παράδοση, τον λαϊκό μας πολιτισμό και την ανθρωπινότητα που αυτός ως κορυφαία έκφραση δημιουργίας κουβαλά. Σε ένα πολύ ωραίο βιβλίο του με τίτλο Όλα είναι ένα ψέμα, αφιερωμένο στην «γριά» του ελληνικού τραγουδιού, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζαν, τη μεγάλη λαϊκή μας στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο πολύς Λευτέρης Παπαδόπουλος, γράφει τα εξής και δίνει το στίγμα: «…Δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα, υπερηφανεύεται (και εννοεί την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου). Ονειροπολεί, απογοητεύεται, χαίρεται με την καλλιτεχνική ποιότητα της λαϊκής Μούσας. Κι ο λόγος της γίνεται αλήθεια, βρίσκει το στόχο του στην καρδιά του απλού ανθρώπου, αφού αντιπροσωπεύει τη γνήσια λαλιά του.
Να’ταν ο πόνος άνθρωπος,
να’ρχόμασταν στα χέρια.
Μα τώρα βρήκε μια καρδιά,
που τη χτυπά με μπαμπεσιά
και δίκοπα μαχαίρια…
Αν δεν πονέσεις, δεν γράφεις, με διαβεβαιώνει. Είναι ο πόνος και η ευαισθησία, που δημιουργούν τον ποιητή. Όχι πως είμαι ποιήτρια…Τραγούδια γράφω!»[14].
Και επανέρχομαι στην τάξη αφού πρώτα τονίσω ότι η αναφορά μου στην Παπαγιαννοπούλου, όπως και η αναφορά μου προηγουμένως στον Adorno δεν θέλει σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε απροϋπόθετες ταυτίσεις. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Το μόνο που θέλω να δείξω είναι ότι οι καημοί των ανθρώπων είναι κοινοί, το ίδιο και η μοίρα τους. Έτσι η οικουμενική ευαισθησία και ο πόνος, όπως άλλωστε και η αγάπη αναδεικνύονται σε δυνάμεις που μπορούν να νικήσουν τη φθορά και το θάνατο. Θα έλεγα, λοιπόν, πως η ποίηση, η οποιαδήποτε μορφή δημιουργίας που στηρίζεται στην λειτουργία της ευαισθησίας, παρότι δεν  μπάζει τον άνθρωπο στον παράδεισο μεμιάς, επιτρέπει την επίψαυση της αιωνιότητας, όπως έλεγε ο πατήρ Σωφρόνιος αναφερόμενος στη ζωγραφική του[15]. Ή άλλως όπως τραγουδά με τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη ο μυστικός Τάσος Λειβαδίτης, ο ευαίσθητος άνθρωπος, ο ποιητής, ο όντως ποιητής,
Την πόρτα ανοίγει το βράδυ
τη λάμπα κρατά ψηλά
να δούνε της γης οι θλιμμένοι
να’ρθούνε να βρουν συντροφιά…
 
σε μια τέτοια περίπτωση ελπίζει ο ποιητής πως
θά’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός[16]

Και τούτο ίσως είναι το κλειδί για μια αληθινή κατανόηση της αγάπης που κατά γέροντα Πορφύριο συντροφεύει τον πόνο και την ποίηση. Πρόκειται για  μια αγάπη που δεν σχετίζεται με κανέναν ηθικισμό, με κανένα νομικισμό. Αγάπη για τον Γέροντα δεν είναι η απόκτηση των αρετών, αλλά εξάπαντος η φανέρωση μιας καρδιάς αγαπώσας, μιας ποιητικής καρδιάς,[17] τουτέστιν μιας καρδιάς, που αγαπά με μανία ερωτική Χριστό, ανθρώπους και κτίση.[18] «Ο χριστιανός» σημειώνει «έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση».[19] Η έκφραση αγάπης από τη μεριά του δημιουργήματος φανερώνει στ’ αλήθεια την ανταπόκριση του στην αποκαλυπτόμενη αγάπη, στον ίδιο τον Χριστό. Η αγάπη για τον περιβάλλοντα κόσμο οδηγεί στη χαρά για την ύπαρξη αυτού του κόσμου. Πρόκειται για κόσμο, ο οποίος, αν διαβαστεί σωστά, διδάσκει για τον Θεό και οδηγεί στον Θεό[20]. «Όλα γύρω μας» παρατηρεί ο Γέρων «είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι οι μικρές αγάπες, μέσα απ’ τις οποίες φθάνομε στη μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό. Τα λουλούδια, για παράδειγμα, έχουν τη χάρη τους, μας διδάσκουν με το άρωμά τους, με το μεγαλείο τους. Μας μιλούν για την αγάπη του Θεού. Σκορπούν το άρωμά τους, την ομορφιά τους σε αμαρτωλούς και δικαίους».[21]
Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, εάν μπορούμε να δώσουμε  στην αισθητική επίθετα όπως φιλόκαλη, προφητική, εσχατολογική, τούτη η αισθητική του Γέροντος Πορφυρίου, μπορεί να προσθέσει σε όλα αυτά και κάτι ακόμη, την οικουμενικότητα. Πρόκειται κατά βάση για οικουμενική αισθητική, καθώς αποκαλύπτεται ως αποτέλεσμα της οικουμενικής ενέργειας του Θεού, που χωρά τα πάντα. Όπως ο Θεός δεν φανερώνεται μόνο για τους δικαίους, και ας θυμηθούμε εδώ την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, έτσι και η κτίση, ως δημιούργημα του Θεού σκορπά την ομορφιά της στον κόσμο όλο. Η οικουμενικότητα του Θεού, μέσα από την οικουμενικότητα της κτίσης και την οικουμενικότητα του ανθρώπου. Θεός οικουμενικός, άνθρωπος οικουμενικός, κτίση οικουμενική, αποκαλύπτουν την οικουμενική Εκκλησία του Χριστού. Εντός μιας τέτοιας οικουμενικότητας  ο άνθρωπος, ο οικουμενικός άνθρωπος της ορθοδοξίας, ζει τις ωραίες στιγμές με πάθος, καταφάσκει στη «σκοπιμότητα» της δημιουργίας, που δείχνει την πρόνοια και το μεγαλείο του Θεού. Αισθάνεται την ενότητα του με τον Θεό και την κτίση και βιώνει την αδυναμία του να ζήσει πέρα και έξω από μια τέτοια ενότητα.  Ζει μαζί με όλα, ζει μέσα σε όλα. Η φύση αποτελεί το «μυστικό ευαγγέλιό» του.[22] Τον οδηγεί στην αίσθηση του Θεού, τη Θεοαίσθηση και μαζί του, αποκαλύπτοντας, «αισθάνεται» και αυτή και γιατί όχι «προσεύχεται» στο πρόσωπο της αποκάλυψης, στον Χριστό.[23]
Παρατηρώντας κανείς τη ζωή του Γέροντος, έτσι όπως προκύπτει από τα κείμενά του, αναγνωρίζει έναν άνθρωπο, που λαχταρά για ζωή. Και μοιάζει αυτό εν πρώτοις να ξενίζει, διότι η εικόνα που πολλές φορές δημιουργείται και γιατί όχι κυριαρχεί είναι η εικόνα μιας συνεχώς αυξανόμενης μιζέριας, και ταυτόχρονα μιας προσπάθειας απουσίας από τη ζωή που στηρίζεται σε ιδεαλιστικές δοξασίες για την άλλη ζωή. Ο Καυσοκαλυβίτης έρχεται με τον τρόπο του να τσαλακώσει τέτοιες στάσεις και αναζητά κανείς πίσω από όλα αυτά τις αφετηρίες του. Ο ίδιος πολλές φορές παραπέμπει σε αυτές, κυρίως σ’ αυτήν την αγιορείτικη αφετηρία του, που αποτέλεσε και την κατάληξή του. Διαβάζοντας πρόσφατα ένα κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, με τίτλο Προσεγγίσεις στο Άγιον Όρος,[24] που μιλά για τις ομορφιές της Μοναστικής Πολιτείας και την προσπάθεια του ανθρώπου να ομορφύνει τη ζωή του,[25] θυμήθηκα τον Γέροντα. Κατάλαβα έτσι λιγάκι, πόσο σημαντική υπήρξε η παιδική προσπάθεια του Γέροντος Πορφυρίου για την εξημέρωση του παπαγάλου και του αετού, που με πολύ όμορφο τρόπο περιγράφεται στο Βίος και Λόγοι, η προσπάθεια του να «γνωρισθεί» στ’ αλήθεια με το άγνωστο. Δεν του έφτανε η παρατήρηση, ήθελε τη γνωριμία την αληθινή, την συμπάσχουσα, αυτή που επιτρέπει την κατάργηση της άνοιας, της πλήξης, του κορεσμού. Αυτή που στηρίζει την ύπαρξη με την έκπληξη και το θαύμα. Έτσι μπορεί να κατανοήσει κανείς το ερώτημα του: «Γιατί να βαρεθούμε τη ζωή»; Τη ζωή βαριέται όποιος δεν τη ζει στ’ αλήθεια, όποιος δεν ζει την αρμονία των πάντων που χαρίζει το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της αληθείας. [26] Η άρνηση της ζωής δεν πρέπει στους Χριστιανούς. Αυτό το ήξερε καλά ο Γέρων Πορφύριος και το φώναζε δυνατά, με κάθε ευκαιρία.[27]
Νομίζω πως ήδη έχει φανεί, από όσα έχω σημειώσει, ότι η ευαισθησία του γέροντος που του επιτρέπει την άλλη ψηλάφηση, την άλλη συνάντηση με τα πράγματα, είναι μια άκρως υπαρξιακή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μετατρέπει την εσωστρέφεια και την κλειστότητα μιας ζωής πεζής, σε   ποιητική, άκρως καλλιτεχνική αναφορά, όπου η συνάντηση δεν πραγματοποιείται με ψυχολογικές αλήθειες και βεβαιότητες αλλά με ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, το πρόσωπο του σταυρωμένου έρωτα, του Χριστού. Άλλως εάν η ευαισθησία «ως δώρο Θεού» δεν «μετασχηματισθεί», δεν «μεταποιηθεί», δεν «μετατραπεί», δεν «μεταμορφωθεί», δεν «μεταστοιχειωθεί», σε αγάπη, χαρά, θεία λατρεία, δηλαδή εάν μείνει «αδιόρθωτη», μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε λύπη και απελπισία[28]. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των ευαίσθητων αλλά χωρίς αναφορά ανθρώπων που οδηγήθηκαν στην αυτοκαταστροφή και τον μηδενισμό. Τουναντίον η μεταμορφωμένη ευαισθησία, η αγία Ευαισθησία, ως αγία των αγίων, δηλαδή των φίλων Θεού –και δανείζομαι εδώ το εκκλησιαστικό σχήμα, όπου ο άγιος Χριστοφόρος είναι ο άγιος των οδηγών, ο άγιος Στυλιανός ο άγιος των μικρών παιδιών- δεν είναι απλά και μόνο το μέσον για να φτάσει κανείς στον Χριστό, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να φέρει μπρος  στα μάτια του πριν από τον Χριστό, ως καλλίστη έκφραση της αγίας ευαισθησίας την Θεοτόκο, τη μητέρα του σαρκωμένου Λόγου. Άλλωστε όπως λέγει ο γέροντας η ευαισθησία συναντάτε συχνότερα στις γυναίκες. Εντούτοις, πρέπει με έμφαση να τονιστεί ότι η ευαισθησία της Θεοτόκου και οποιουδήποτε ανθρώπου δεν θα είχε κανένα νόημα πέρα και έξω από τον εκκλησιασμό της στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτού του ίδιου Χριστού που είναι αγάπη και φως και ζωή και χαρά. Τούτο το Συναξάρι, λοιπόν, γράφει με την πένα της ζωής του ο γέροντας Πορφύριος, το Συναξάρι του Χριστού που ζει μέσα του, καθώς ως άλλος Παύλος με πάθος αναφωνεί «Ζω δε ουκέτι εγώ· ζη δε εν εμοί Χριστός»[29]. Άλλωστε, όπως με περισσή ταπείνωση λέγει, «Όλο το μυστικό είναι η αγάπη, ο έρωτας στον Χριστό»[30].