ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά εὐχηθῆτε, νά φωτίση ὁ Θεός τό σκοπό μου, γιά νά μπορέσω νά σᾶς μιλήσω δυό πράγματα τοῦ Θεοῦ, γιατί χωρίς Θεία φώτισι κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμιλῆ σωστά. Σπουδάζουν οἱ ἄνθρωποι καί γνωρίζουν νά μιλοῦν ρητορικά καί συστηματικά. Ἐμεῖς οἱ ταπεινοί μοναχοί δέν ξέρουμε αὐτήν τήν γλῶσσα. Ἐπικαλούμεθα τήν Θεία φώτισι, κατ᾿ εὐθεῖαν νά ἔλθη ἀπό πάνω γιά νά μιλήσουμε καί γιά νά μπῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού θά τόν ἀκούσουν.
Θά μιλήσουμε γιά τήν ὕψιστη ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης· γιατί ὁ Θεός εἶναι ἐλεήμων, οἰκτίρμων, μακρόθυμος καί μετανοῶν «ἐπί κακίαις ἀνθρώπων». Ἡ ἐλεημοσύνη Του δέν ἔχει ὅρια, ὅπως καί ἡ φύσις Του. Ἀκατάληπτος ὁ Θεός, ἀκατάληπτη κι ἀσύλληπτη καί ἡ ἐλεημοσύνη Του. Αὐτό ἀποδεικνύεται, ἄλλωστε, ἀπό τό ὅτι ἀκόμη μέχρι σήμερα στεκόμεθα καί δέν ἔχουμε τιμωρηθῆ πέρα γιά πέρα γιά τίς πολλές ἁμαρτίες μας. Μᾶς κάνει ὁ Θεός ἀκόμη ἔλεος.
Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀσκούμεθα στήν ἐλεημοσύνη πρός τούς ἀδελφούς μας. Βλέπουμε στήν ἁγία Γραφή· «ὅλην τήν ἡμέραν ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος καί τό σπέρμα αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν ἔσται»1. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πού ἐλεεῖ καί δανείζει συνεχῶς, θά ἔχη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἴδιος καί οἱ ἀπόγονοί του. Διότι ὅταν ἐλεῆ, δανείζει στόν Θεό καί ὁ Θεός πού δανείζεται, θά τοῦ ἀποδώση αὐτό τό δάνειο, πού ἐγγυήθηκε, καί σ᾿ αὐτήν τήν ζωή ἑκατονταπλάσιον, δηλαδή ἑκατό φορές περισσότερα, καί στήν ἄλλη ζωή θά τόν ἀξιώση τῆς Βασιλείας Του. Ἔδωσε ὑλικά πράγματα. Ὁ Θεός ὅμως θά τοῦ ἀποδώση πνευματικά.
Βλέπουμε στό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Χριστός ἐκάθισε στήν ἐκκλησία καί παρατηροῦσε τούς ἀνθρώπους πού ἔμπαιναν μέσα καί ἔρριχναν στό ταμεῖο τῆς ἐκκλησία ὅ,τι ἤθελε ὁ καθένας. Οἱ πλούσιοι ἔρριχναν πολλά. Μά μία πτωχή χήρα ἔρριξε μόνον ἕνα δίλεπτο· δέν εἶχε τίποτε ἄλλο. Ὁ Χριστός τό εἶδε καί εἶπε ὅτι αὐτή ἔδωσε τά πιό πολλά ἀπό ὅλους, γιατί οἱ ἄλλοι ἔβαλαν ἀπό τό περίσσευμά τους, ἐνῷ αὐτή ἔβαλε ὅλο τό «βίο» της, ὅ,τι εἶχε. Καί μέ αὐτήν τήν ἁπλῆ πρᾶξι, πῆρε τόση δόξα καί γράφτηκε στό Ἱερόν Εὐαγγέλιον. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ὅ,τι κι ἄν προσφέρουμε στόν συνάνθρωπό μας, θά τό πάρουμε πολλαπλάσιο καί σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί στόν ἄλλον.
Θά ἀναφέρω σ᾿ ἕναν ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἄγιο Ἰωάννη, τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, τόν ἐπικληθέντα «Ἐλεήμονα».
Αὐτός ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦταν λαϊκός, νέος ἄνθρωπος τότε, κάποια νύχτα εἶδε στόν ὕπνο του τό ἑξῆς: Μία κόρη πάρα πολύ ὄμορφη, βασιλικά ντυμένη, πού ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τόν ἤλιο, μέ στέφανο ἀπό κλάδο ἐληᾶς στό κεφάλι στάθηκε μπροστά στήν κλίνη του καί τόν ξύπνησε. Αὐτός ἀπόρησε, πῶς αὐτή τόλμησε νά πάη στό σπίτι του καί νά τόν ξυπνήση, διότι ἦταν ἅγιο παιδί κι ἐσκόπευε νά γίνη μοναχός. Τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε:
Ἐγώ εἶμαι ἡ κόρη τοῦ Μεγάλου Βασιλέως. Ἐάν φιλιωθῆς μέ ἐμένα καί μέ κάνης σύντροφό σου, θά σέ ὁδηγήσω ἔμπροσθεν τοῦ Βασιλέως καί θά σέ ἀγαπήση πολύ καί θά γίνης μεγάλος ἄνθρωπος· διότι κανένας ἄλλος δέν ἔχει τόση παρρησία νά κατεβῆ ἀπό τούς οὐρανούς στή γῆ γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο.
Τῆς λέγει ὁ ἅγιος:
Καί πῶς σέ λένε ἐσένα;
Ἐγώ λέγομαι ἐλεημοσύνη, τοῦ ἀπαντᾶ καί χάθηκε ἀπό μπροστά του.
Πέρασαν χρόνια ἀπό τότε. Ἡ ἁγιότητά του διαδόθηκε σ᾿ ὅλον τόν κόσμο καί ἡ Σύνοδος τόν ἀνεβίβασε στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ἐν συνεχείᾳ τόν ἀνέδειξε Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας.
Πάντοτε τό χέρι του ἔδινε καί ἐλεοῦσε τούς πτωχούς μέ τήν χάρι πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἡ κόρη αὐτή πού εἴπαμε παρά πάνω, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ὑψίστη αὐτή ἀρετή τοῦ Θεοῦ, τόν ἀκολουθοῦσε σάν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ δόθηκε σάν χάρισμα. Ἔτσι καί σάν Πατριάρχης ἔφτιαξε νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, ἱδρύματα γιά ἀναπήρους· καί ὁ κόσμος βλέποντας τήν ἁγία του προαίρεσι, τοῦ ἔδινε συνέχεια. Κι αὐτός τά μοίραζε συνεχῶς φροντίζοντας τούς φτωχούς κι ὁ Θεός τοῦ ἔστελνε. Ἄνθρωποι μέ πολλά πλούτη τοῦ ἔστελναν χρήματα μέσα σέ δοχεῖα χρυσᾶ, κι αὐτός διέθετε τά πάντα κατά Θεόν.
Κάποτε ζήτησε κάποιος ἐλεημοσύνη. Λέει στόν διάκο:
Κοίταξε, δῶσε πενῆντα χιλιάδες.
Σάν πολλά εἶναι νά τοῦ δώσω πενῆντα· θά τοῦ δώσω τριάντα καί δέν θά τό πῶ στόν Πατριάρχη.
Ὁ Πατριάρχης ἐνόμιζε ὅτι τοῦ εἶχε δώσει πενῆντα. Μετά ἀπ᾿ αὐτό δέχεται μία ἐπιταγή ὁ Πατριάρχης, μέ ἑκατό φορές περισσότερα, δηλαδή οἱ τριάντα χιλιάδες ἦλθαν ὡς τρία ἑκατομμύρια. Τότε φωτίσθηκε ὁ Πατριάρχης καί σκέφθηκε ὅτι ἀνάλογα μέ ὅσα ἔδωσε, τό ἑκατονταπλάσιον ἔπρεπε νά εἶναι πέντε ἑκατομμύρια καί ὄχι τρία. Φωνάζει τόν διάκο καί τό ἐρωτᾶ:
Πόσα ἔδωσες, διάκονε, στόν φτωχό;
Συγγνώμη, Γέροντα, τοῦ ἔδωσα τριάντα χιλιάδες ἀντί γιά πενῆντα πού εἴπατε.
Ξέρεις πόσο ἐζημίωσες τούς φτωχούς; Δές τήν ἐπιταγή. Καί ἄν θέλης νά δῆς τήν ἀλήθεια τοῦ πράγματος, θά καλέσουμε τήν κυρία πού ἔδωσε τήν ἐπιταγή.
Πράγματι κάλεσε τήν κυρία, ἡ ὁποία ἦταν πολύ πλούσια καί τήν ἐρωτᾶ:
Θά ἤθελα νά μοῦ πῆτε, κυρία μου, πόσα χρήματα θέλατε νά στείλετε γιά τούς φτωχούς πού ἔχουμε;
Πέντε Ἑκατομμύρια.
Καί γιατί στείλατε τρία;
Διότι τήν ὥρα πού τά ἔγραφα, δέν ἔγραψα πέντε, ἀλλά τρία. Δέν τήν διόρθωσα ὅμως, γιατί σκέφθηκα ὅτι ἔτσι θά ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά δώσω τόσα.
Τό βλέπεις, διάκονε, γι᾿ αὐτό, ὅ,τι διατάσσεσαι, αὐτό θά κάνης ἀπό δῶ καί πέρα.
Κι ἄλλο ἕνα περιστατικό θά σᾶς πῶ, ἀπό τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου.
Ἦταν κάποιος ἐφοπλιστής, ὁ ὁποῖος εἶχε πολλά καράβια πού πήγαιναν σέ ἄλλες χῶρες, φόρτωναν σιτάρια καί τά ἔφερναν γεμᾶτα στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἔκανε ἐμπόριο κι ἐπλούτιζε.
Κάποια μέρα πού ἔστειλε τά καράβια του γιά φόρτωμα, πῆγε στόν Ἅγιο, τοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ποσόν χρημάτων καί τοῦ εἶπε:
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πάρε αὐτά τά χρήματα καί κάνε μου μιά Λειτουργία καί προσευχή, νά πᾶνε τά καράβια μου καλά, νά φορτωθοῦν ἐμπόρευμα καί νά βγάλω κέρδος.
Νά ᾿ναι εὐλογημένο!
Πῆρε τά χρήματα ὁ Ἅγιος καί τά ἔβαλε στό ταμεῖο τῶν πτωχῶν. Πράγματι ἔκανε προσευχή καί τήν Λειτουργία, ἀλλά τά καράβια γυρίζοντας φορτωμένα, βούλιαξαν ὅλα, μόλις ἔμπαιναν στό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Μόνο τά πληρώματα διεσώθησαν. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος κόντεψε νά χάση τό μυαλό του. Κατ᾿ εὐθεῖαν πῆγε στόν Ἅγιο.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, τί ἔγινε; Δέν κάνατε προσευχή; Μά, ἔδωσα τόσα χρήματα γιά τούς φτωχούς, ἔκανα λειτουργία καί μοῦ βούλιαξαν τά καράβια μπροστά στό λιμάνι φορτωμένα!
Ἔκανα, παιδί μου. Παράξενο φαίνεται. Θά κάνω πάλι προσευχή, νά δῶ, γιατί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός.
Ἔκανε λοιπόν, ὁ Ἅγιος προσευχή καί τοῦ ἀποκαλύπτεται ὅτι ἦταν ἀποφασισμένο ἀπό τόν Θεό, νά πάρη καί τά πληρώματα τῶν πλοίων. Γιά τίς προσευχές ὅμως τοῦ Ἁγίου, τοῦ χάρισε τούς ἀνθρώπους, δηλαδή τά πληρώματα, καί δέν πνίγηκαν· δηλαδή ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε:
Γιά τούς λόγους πού γνωρίζω, αὐτή ἦταν ἡ ἀπόφασίς μου. Καί οἱ ἄνθρωποι θά ἐπνίγοντο. Ἀλλά γιά τίς προσευχές σου καί τήν ἐλεημοσύνη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ χάρισα τά πληρώματα.
Ἔτσι μέ τήν ἀπάντησι αὐτή ἀναπαύθηκε ὁ ἄνθρωπος.
Θά σᾶς ἀναφέρω καί γιά ἕναν ἄλλο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο. Ὁ Ὅσιος αὐτός ἀξιώθηκε νά γίνη μοναχός καί κατόπιν λόγῳ τῆς ἀρετῆς καί τῆς μορφώσεώς του ψηφίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς του. Κι αὐτός ἀσκοῦσε πολύ τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Κάποτε ὁ Θεός θέλησε νά τόν δοκιμάση.
Κάποια μέρα τοῦ στέλνει ἕναν ἄγγελό Του σέ σχῆμα ναυαγοῦ. Πῆγε στό μοναστήρι καί τοῦ εἶπε:
Γέροντα, ξέρεις ναυάγησα, τά ἔχασα ὅλα μαζί μέ τό καράβι καί τώρα εἶμαι σέ κακά χάλια. Ζητῶ τήν ἐλεημοσύνη σου.
Νά σοῦ δώδω, παιδί μου.
Φώναξε τόν διάκονό του καί τοῦ λέει:
Δῶσε του ἕνα χρυσό νόμισμα.
Πράγματι τοῦ ἔδωσε. Τήν ἄλλη ἡμέρα ξαναγύρισε καί τοῦ εἶπε:
Γέροντα, δέν μοῦ ἔφτασε αὐτό πού μοῦ ἔδωσες· θέλω κι ἄλλο.
Δώσε του κι ἄλλο, διάκονε.
Τοῦ ἔδωσε ἔτσι ἄλλο ἕνα χρυσό νόμισμα. Μετά ἀπό μέρες ξαναγύρισε·
Γέροντα, πολλά ἔχασα κι ἐσύ λίγα μοῦ ἔδωσες! (Λές καί τοῦ τά χρωστοῦσε!) Φώναξε τόν διάκονο καί τοῦ εἶπε:
Δῶσε του κι ἄλλο!
Συγγνώμη, Γέροντα δέν ἔχω ἄλλο χρυσό στό ταμεῖο. Μόνον ἔμεινε τό ἀγρυρό πινάκιο (τό ἀργυροῦν τριβλίον), πού ἐχάρισε στήν Μονή ἡ μητέρα σας, ἡ μεγάλη κυρία.
Δώσε του κι αὐτό.
Τό ἔδωσε κι αὐτό καί ἔφυγε ὁ ναυαγός.
Μετά ἀπό χρόνια ὁ ἅγιος ἔγινε Ἀρχιερεύς καί Πάπας Ρώμης. Καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς πάντοτε ἐφρόντιζε νά ἀσκῆ τήν ἐλεημοσύνη πρός τούς πτωχούς. Θέλησε κάποτε νά ἑορτάση τήν ἀνάμνησι τῆς ἡμέρας τῆς χειροτονίας του στό ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχου καί θά ἔκανε τραπέζι. Λέει στόν διάκονό του:
Κοίταξε, παιδί μου, βρές δώδεκα πεινασμένους ἀνθρώπους καί φέρε τους ἐδῶ νά τούς κάνουμε τραπέζι καί νά γιορτάσουμε τήν ἡμέρα τῆς Πατριαρχείας μου.
Ἐκάλεσε ὁ διάκονος δώδεκα ἀνθρώπους καί ἑτοίμασε τό τραπέζι. Ὁ τελευταῖος ἀπό τούς φτωχούς ἄλλαζε φυσιογνωμία, πρόσωπο, χρῶμα, χαρακτηρηριστικά. Ὅταν τελείωσε τό γεῦμα, χαιρέτισαν, κι ἔπαιρναν τήν εὐχή τοῦ Πατριάρχου, γιά νά φύγουν. Ὁ Πατριάρχης τόν δωδέκατο, τόν κράτησε καί τοῦ εἶπε:
Ἐσύ, κάθισε ἐδῶ. Θάλω νά μοῦ πῆς, ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, τί εἶσαι;
Ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος. Εἶμαι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Εἶμαι ὁ ναυαγός, πού ἦρθα καί σοῦ ζήτησα ἐλεημοσύνη καί σοῦ πῆρα ὅλα, ὅσα εἶχε τό ταμεῖο. Σέ δοκίμασα, νά δῶ πόσο θά εἶσαι ἐλεήμων καί χωρίς ὀργή. Γι᾿ αὐτό καί σέ προκάλεσα. Κι ἐσύ μέ ὅλη τήν πραότητα μοῦ τά ἔδωσες ὅλα. Κοίταξε, ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά σοῦ εἶμαι ἀφανής· ἀλλά θά ἀναφέρης ὅ,τι ὑπόθεσι ἔχεις σ᾿ ἐμένα κι ἐγώ θά τήν πηγαίνω στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἐλεημοσύνη σου αὐτή σέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γίνης Πατριάρχης.
Ὅσο μισθό θά ἔχουν οἱ ἐλεοῦντες, τόσο σκληρή καί ἀνελεήμων θά εἶναι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ γιά τούς «μή ποιήσαντας ἔλεος», δηλαδή γιά ἐκείνους πού μποροῦσαν νά κάνουν ἐλεημοσύνη καί δέν τήν ἔκαναν.
Ἔλεος κάνεις, ἔλεος θά βρῆς.
Ὁ Θεός θέλει νά ἐλεῆς μέ ὅ,τι ἔχεις, δέν θέλει περισσότερα ἀπό ὅσα ἔχεις. Ἕνα χέρι ἔχεις; Μέ ἕνα νά ἐλεῆς. Δύο χέρια ἔχεις; Καί μέ τά δύο. Δυό πόδια ἔχεις; Νά ἐξυπηρετήσης τόν ἄρρωστο, τόν ἀνήμπορο, τόν δυστυχή μέ τά δυό σου πόδια, μέ ὅση δύναμι ἔχεις. Ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μέ πολλούς τρόπους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἔπαιρναν τήν ἐλεημοσύνη τῶν χριστιανῶν ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν πήγαιναν στίς χῆρες καί τά ὀρφανά τῆς Ἱερουσαλήμ. Δηλαδή μπορεῖ νά διαβιβάζεται καί δι᾿ ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅπως ἐμεῖς σάν μοναχοί δέν ἔχουμε τίποτα δικό μας, γιά νά βοηθήσουμε. Ἐσεῖς ἐλεεῖτε· μᾶς τά δίνετε κι ἐμεῖς τά διαβιβάζουμε. Εἶναι δική σας ἡ ἐλεημοσύνη κι ἐσεῖς θά ἔχετε τόν μισθό. Καί νά ξέρετε ὅτι ἔτσι καί ἡ ἐλάχιστη δραχμή πηγαίνει σέ φτωχούς, σέ χῆρες, σέ ἀνθρώπους πού εἶναι χρεωμένοι, σέ ὀρφανά καί πολυτέκνους. Καί ὅλοι αὐτοί σᾶς συγχωροῦν ἀπό τήν καρδιά τους γιά τήν βοήθεια πού παίρνουν.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πολύ ἐλεήμων, πού εἶχε καί παιδιά. Τά νουθετοῦσε πάντα νά εἶναι εὐσεβῆ, νά πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, νά ἐλεοῦν κ.λ.π. Κι αὐτός ἔδινε ἐντολή στήν γυναῖκα του, ὅταν ἔρχωνται φτωχοί στό σπίτι νά τούς ἐλεῆ καί ὅταν πηγαίνη στήν ἀγορά καί βρίσκη φτωχούς, νά τούς φέρνη στό σπίτι καί νά τούς φιλοξενῆ. Μία μέρα, ἐκεῖ πού κοιμόταν, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού τοῦ εἶπε:
Ἀκολούθησέ με.
Πράγματι τόν ἀκολούθησε. Ἐκεῖ πού πήγαιναν ὅμως στόν δρόμο, χάθηκε ὁ συνοδοιπόρος, ὁ ὁδηγός του, βρέθηκε μόνος καί γυρίζει καί βλέπει πίσω του νά τόν κυνηγοῦν δαιμόνια. Τρέχει, τρέχει καί μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Ἐνῷ τά δαιμόνια προσπαθοῦσαν νά σπάσουν τίς πόρτες, νά μποῦν νά τόν ἁρπάξουν, βλέπει τρεῖς ἀνθρώπους νά παρουσιάζωνται καί νά τοῦ λένε:
Μή φοβᾶσαι! Δέν θά πάθης τίποτε, ἐμεῖς σέ προστατεύουμε.
Βλέποντας αὐτούς τά δαιμόνια ἐξαφανίσθηκαν. Τότε ἐκεῖνος τούς ρώτησε:
Ποιοί Ἅγιοι εἶσθε σεῖς, πού ἤρθατε καί μέ βοηθήσατε, γιά νά σᾶς εὐγνωμονῶ καί νά σᾶς ἀνάβω κερί;
Αὐτοί τοῦ ἀπαντοῦν:
Εἴμαστε αὐτοί πού μᾶς πῆρες ἀπό τήν πλατεῖα καί μᾶς φιλοξένησες στό σπίτι σου, ὅταν δέν εἴχαμε ποῦ νά μείνουμε. Γιά τό καλό πού μᾶς ἔκανες καί μᾶς ἐλέησες, ἤρθαμε κι ἐμεῖς νά σέ βοηθήσουμε στήν δική σου ἀνάγκη, γιατί ἐμεῖς εἴμαστε τώρα σωσμένοι.
Λέγει ἕνας ἅγιος· «Ἐνθυμοῦ τόν Θεόν ἐν ἡμέραις εἰρήνης, ἵνα σέ ἐνθυμηθῆ ὁ Θεός ἐν ἡμέραις θλίψεως». Πρέπει νά ἐνθυμούμεθα τόν Θεό πάντοτε καί ὅταν ζοῦμε ἡμέρες εὐτυχισμένες, μέ εἰρήνη, μέ ὑγεία καί εὐφορία· καί ὄχι μόνον, ὅταν ἔχουμε θλῖψι, ἀνάγκη καί κίνδυνο, διότι ἔτσι θά μᾶς ἐνθυμηθῆ κι ὁ Θεός στήν δυσκολία μας. Νά ἔχουμε πάντα πρό ὀφθαλμῶν μας τήν ἐλεημοσύνη, τήν ποικίλη, καί τήν ὑλική καί τήν πνευματική καί νά λέμε: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν». Δέν εἶναι τίποτε δικό μας. Τά πάντα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Εὐλόγησε ὁ Θεός; Ἔχω.
Δέν εὐλόγησε ὁ Θεός; Δέν ἔχω.
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος, πού ἦταν ἀπό τήν Ἄμνεια τῆς Παφλαγονίας, ἦταν πλούσιος πολύ· εἶχε οἰκογένεια, παιδιά καί μεγάλο σπίτι. Αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε νά εἶναι ἐλεήμων, νά γίνη ὁ εὐλογημένος Ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Ἐλεοῦσε συνεχῶς ὁ Ἅγιος· τά ἔδωσε ὅλα ὅσα εἶχε, παρ᾿ ὅλο πού ἡ γυναίκα του τόν στρίμωχνε. Εἶχε καί δύο ζῶα στό τέλος κι ὄργωνε τό χωράφι του. Πῆγε κάποιος καί τοῦ λέει:
Ξέρεις ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, μοῦ ψόφησε τό ζῶο μου καί τώρα δέν ἔχω νά κάνω τό χωράφι μου.
Ἔ, πάρε ἕνα, εὐλογημένε, νά ὀργώσης τό χωράφι σου.
Θά σοῦ τό φέρω πίσω μετά.
Κράτησέ το, εὐλογημένε, νά κάνης τή δουλειά σου. Γιατί νά τό φέρης πίσω, ἔχω ἐγώ τό ἄλλο.
Τό πῆρε ὁ φτωχός τό ζῶο κι ὁ ἅγιος ὄργωνε μέ τό ἕνα. Τοῦ λέει ἡ γυναίκα του:
Ποῦ εἶναι τό ἄλλο ζῶο;
Τό ἔδωσα.
Δέν δίνεις κι αὐτό νά τελειώνης;
Ἄ, ἔτσι; Νά τό δώσω.
Πράγματι ἔδωσε καί τό ἄλλο ζῶο. Στό τέλος δέν τοῦ ἔμενε τίποτε, ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε. Τοῦ ἔλεγε ἡ γυναίκα του:
Θά πεθάνουμε· εἴμασταν οἱ πιό πλούσιοι τοῦ χωριοῦ καί τώρα εἴμαστε οἱ πιό δυστυχισμένοι.
Ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος:
Ἔχω ἐγώ ἕνα θησαυρό, κι ὅταν τόν βγάλω, θά δῆτε πόσο πλούσιοι θά γίνετε.
Τούς ἔδινε τήν ὑπόσχεσι, γιατί εἶχε ἐμπιστοσύνη στό Θεό.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας θέλησε νά παντρευτῆ, ἐξαπέλυσε αὐλικούς ἀνθρώπους, νά γυρίσουν νά βροῦν, κοπέλλες μέ ὡρισμένα προσόντα πού ἤθελε νά ἔχουν, γιά νά διαλέξη ποιά θά γίνη αὐτοκράτειρα. Ὅταν ἔφθασαν καί στό χωριό του οἱ βασιλικοί ἄνθρωποι, εἶδαν τό ἀρχοντικό σπίτι καί ρώτησαν ποιός μένει ἐκεῖ. Τούς ἀπάντησαν ὅτι μένει ἕνας παπποῦς μέ τήν οἰκογένειά του, πού κάποτε ἦταν πλούσιος καί τώρα φτωχός. Τότε προτίμησαν νά πᾶνε σ᾿ αὐτό τό σπίτι τοῦ Φιλαρέτου. Ὁ ἅγιος μόλις τούς εἶδε, εἶπε στή γυναῖκα του νά τούς περιποιηθῆ καί νά σφάξη τό τελευταῖο πτηνό πού τούς εἶχε μείνει. Ὅταν ἦρθαν οἱ ἐγγονές του, πού ἦταν πανέμορφες καί τίς εἶδαν οἱ βασιλικοί, εἶπαν:
Αὐτές νά τίς βάλουμε μέσα στόν κατάλογο. Εἶναι ἐξαίρετα κορίτσια.
Τίς πῆραν, τίς πῆγαν μαζί μέ ἄλλες στόν βασιλιᾶ. Τελικά ὁ βασιλιᾶς διάλεξε μία ἐγγονή τοῦ Φιλάρετου καί ὁ Φιλάρετος πῆρε μεγάλη θέσι στά βασίλεια καί ἐκλήθη πατέρας τοῦ βασιλέως. Καί ἀπό τήν θέσι αὐτή ἔδινε στούς φτωχούς, μοίραζε ἐλεημοσύνη. Ἔλεγε στή γυναῖκα του καί στά παιδιά του:
Βλέπετε τόν θησαυρό; Βλέπετε ἐκεῖνα πού ἔδινα, πού ἦταν τοῦ Θεοῦ, πόσα γέννησαν; Ἐγώ καλοῦμαι πατέρας τοῦ βασιλέως κι εἶναι μεγάλη μου τιμή καί μοῦ φτάνει αὐτό. Ἡ ἐγγονή μου αὐτοκράτειρα, ἐσύ στρατηγός, ἐσύ τάδε κ.λ.π.
Τότε εἶπαν:
Ὄντως, ἅγιε γέροντα, θεοφώτιστα ἐργάσθηκες καί θεοφώτιστα κατέληξαν ὅλα.
Καί ἔγινε μεγάλος ἅγιος καί ἑορτάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ξεκινώντας ἀπό τήν ἁπλῆ ἐλεημοσύνη. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη μέσα του. Δέν ἔκανε τήν ἐλεημοσύνη, γιατί βαριόταν τόν φτωχό καί τοῦ πετοῦσε κάτι. Βλέπουμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη του δέν ἦταν πρᾶξι ὑλική, ἦταν ἡ ἔκφρασι τῆς καρδιᾶς του, ξεκινοῦσε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του.
Μιά ἄλλη μορφή τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι αὐτή πού δέν περιορίζεται στά ὑλικά πράγματα. Εἶναι αὐτή, πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν πραγματικά τόν συνάνθρωπό τους. Θά τόν ἐπισκεφθοῦν στό νοσοκομεῖο, θά τοῦ ποῦν δυό λόγια, θά τοῦ πᾶνε ἕνα βιβλιαράκι, θά τόν παρηγορήσουν καί θά τόν βοηθήσουν στήν ἀπελπισία του. Θά δοῦν ἕναν ἄλλο πού βλασφημεῖ, θά τοῦ μιλήσουν μέ ἀγάπη, θά τόν βοηθήσουν νά ἀφήση τήν βλασφημμία. Γι᾿ αὐτό λέγει:
«ὁ ἐξάγων ἄξιον ἐξ ἀναξίου ὡς τό στόμα μου ἔσται».
Δηλαδή ἐκεῖνος, πού ἕναν ἀνάξιο ἄνθρωπο τόν κάνει ἄξιο μέ τόν λόγο του, μέ μία καλή πρᾶξι, μέ τό παράδειγμά του, λέγει ὁ Χριστός, εἶναι σάν τό στόμα μου. Ὅπως ἐγώ, ὁ Χριστός, μέ τόν λόγογ μου νουθετῶ καί ἐπιστρέφω τούς ἀνθρώπους, αὐτό κάνει καί ἡ ἀγάπη γιά τόν πλησίον. Πολλές φορές μπορεῖ νά σώσουν ἀπό βέβαιο θάνατο σωματικό ἤ ψυχικό αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού χειρίζονται τόν λόγο τῆς ἀγάπης, ἀπό τήν ὁποία ἐμφορεῖται ἡ καρδιά τους. Ἕνας λόγος παρήγορος, ἕνα νεῦμα, μία ἁπλῆ συμπαράστασι μπορεῖ νά ξεκουράση τόν ἄλλον ψυχικά. Κι αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀνεκτίμητη.
Καμμιά ὅμως ἐλεημοσύνη δέν εἶναι δυνατότερη ἀπό τήν θυσία ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὀρθοδοξία μας ἔχει τήν Θεία Λειτουργία, πού προσφέρει ὠφέλεια καί ἀνακούφισι σέ χιλιάδες ψυχές. Σέ μία Θεία Λειτουργία πού μπορεῖ νά γίνη, μνημονεύονται ἑκατοντάδες χιλιάδες ὀνόματα. Σέ ὅλα αὐτά πηγαίνει ἡ βοήθεια, καθώς καί στίς ψυχές πού βρίσκονται στόν ἄλλο κόσμο, ὅταν ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς λέμε γι᾿ αὐτούς πού ἔφεραν τά δῶρα· «Μνήσθητι Κύριε…». Καί αὐτός πού πρόσφερε τήν Θεία Λειτουργία ὠφελεῖται, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, γιά τούς ὁποίους προσφέρει, καί τούς μνημονεύουν οἱ ἱερεῖς.
Κανείς δέν μπορεῖ νά βοηθήση ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται πέραν τοῦ τάφου, γιατί, κατά τό ἁγιογραφικό· «μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια»· δέν ὑπάρχει σωτηρία, διότι τελείωσε ἡ πανήγυρις γι᾿ αὐτές τίς ψυχές, ἔκλεισε ἡ αὐλαία. Πῶς θά ἐλεηθοῦν τώρα οἱ ψυχοῦλες αὐτές πού ἐνδεχομένως βρίσκονται σέ καταδίκη, βρίσκονται στόν προθάλαμο τῆς κολάσεως, στό κρατητήριο καί βασανίζονται; Ποιός θά τούς βοηθήση; Θά τούς βοηθήσουμε ἐμεῖς οἱ ζῶντες.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τόσο ὄμορφα ἔχει τακτοποιήσει τά πάντα, γιά νά βοηθήση τίς ψυχές πού ἔχουν φύγει. Ἡ Λειτουργία, τά μνημόσυνα, τά τρισάγια, οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ καλές πράξεις, τό κομποσχοίνι, οἱ προσευχές, οἱ μετάνοιες, τό «Θεός συγχωρέσοι», ὅλα αὐτά πηγαίνουν ἐπάνω καί βρίσκουν τίς ψυχές καί τίς ὠφελοῦν. Λοιπόν αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη ἐλεημοσύνη πού δέν τήν ξέρει κανείς. Κάνεις μία Θεία Λειτουργία καί μέ τά ἔξοδα καί τόν κόπο τοῦ ἱερέως –πού δέν εἶναι τίποτε– θά ἐλεήσης ἑκατοντάδες ψυχές πού θά ἀνακουφιστοῦν καί θά ξεκουραστοῦν ἐκεῖ στόν ἄλλο κόσμο. Βέβαια μέ τά ἔξοδα αὐτά, θά μποροῦσες νά δώσης μία βοήθεια σ᾿ ἕνα ἤ δύο φτωχούς νά φορέσουν κάτι ἤ νά φᾶνε, πού πεινοῦν ἤ νά τακτοποιηθοῦν. Καί αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι καλή. Τήν Θεία Λειτουργία ὅμως, πόσο τήν ζητοῦν οἱ ψυχές πού βρίσκονται στήν ἄλλη ζωή καί δυσκολεύονται, διότι δέν εἶχαν τακτοποιηθῆ μέ τόν Θεό ἐδῶ καί βρίσκονται στό κρατητήριο καί παρακαλοῦν νά γίνη ἀπό τό γένος τους κάποιος ἱερέας, γιά νά τούς ἐνθυμηθῆ ἐκεῖ κάτω! Πόσα καί πόσα δέν μᾶς ἔχει διδάξει ἡ ἀσκητική παράδοσις γύρω ἀπό τήν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας!
Νά ἐπιμεληθοῦμε, λοιπόν, αὐτήν τήν ἀρετή, πού εἶναι τόσο πολύ σπουδαία καί νά ἐλεοῦμε μέ ἱλαρό πρόσωπο, μέ χαρά, μέ εὐχαρίστησι. Ὅπως θά ἐλεήσουμε, θά ἐλεήση κι ἐμεῖς ὁ Θεός. Πρέπει νά κοιτάζουμε τό ψυχικό κέρδος πού θά βγάλουμε. Τήν χήρα μέ ἕνα δίλεπτο, τήν ἀξίωσε τῆς Βασιλείας Του καί τοῦ ἐπαίνου τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Γίνεται ἕνα χρυσό παράδειγμα σέ ὅλες τίς γενεές καί ἡ ὠφέλεια τῆς ἐλεημοσύνης της συνεχῶς πολλαπλασιάζεται καί πηγαίνει στόν οὐρανό καί τήν βρίσκει. Διότι τόσοι ὠφελοῦνται ἀπό τό δικό της παράδειγμα καί ἡ ὠφέλεια αὐτή φθάνει μέχρι τήν ψυχή της!
Ἄς εὐχηθοῦμε, νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά ἔχουμε μέσα καί ἔξω ἐλεημοσύνη, γιά νά ἐλπίζουμε κι ἐμεῖς κατά τήν μεγάλη Κρίσι τοῦ Θεοῦ, ἔλεος καί συγγνώμη. Ἀμήν.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱεράς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου