κείμενο Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη
Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, ὅταν
τὸν γνώρισε τριαντατετράχρονο, ἐξεπλάγη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν Χρύσανθο νὰ τὸν τοποθετήσῃ -αὐτὸν ποὺ εἶχε πάει μόνο στὴν πρώτη
Δημοτικοῦ- ἐφημέριο στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, στὴν Ὁμόνοια. Ἐκεῖ μένει 33
χρόνια (1940-1973). Γίνεται γνωστὸς ὡς μία αὔρα τοῦ Πνεύματος καὶ ἕνα
θεῖο χαμόγελο γιὰ ὅλο τὸν κουρασμένο κόσμο τῆς περιοχῆς. Ἀγαπᾷ καὶ
φωτίζει ὅλους, ὅπως ὁ Θεὸς ἀνατέλλει τὸν ἥλιο «ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς»
(Ματθ. 5,45). Δὲν ἀποπαίρνει κανένα.
Παρηγορεῖ καὶ ἁγιάζει τοὺς πάντες.
Φτάνει μέχρι καὶ τὸν «οἶκο ἀνοχῆς» -ὅταν ἁγίαζε κατὰ τὰ Φῶτα. Δὲν
παραξενεύεται. Χαίρεται. Ψάλλει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιὰ τὸ «Ἓν Ἰορδάνῃ
βαπτιζομένου σου, Κύριε…». Καλεῖ καὶ αὐτὰ τὰ πονεμένα πλάσματα νὰ
φιλήσουν τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ παρηγορηθῇ «ἡ ψυχούλα τους ἡ ταλαιπωρημένη».
Γίνεται γνωστὸς ὡς μία εὐλογία γιὰ ὅλους. Ἕνα ἀγγελικὸ πρόσωπο. Ἕνα θεῖο
παιδὶ ποὺ παίζει. Μιὰ εὐωδία ποὺ ἁπλώνεται καὶ βρίσκει κάθε ψυχή. Εἶναι
ἀγράμματος καὶ πάνσοφος. Εἶναι ποιητὴς θεόπνευστος, λογοπλάστης καὶ
ἀνθρωποπλάστης. Λέει: Πρέπει νὰ εἶσαι ποιητής, γιὰ νὰ γίνῃς χριστιανός. Ὁ
Χριστὸς χοντροκομμένες ψυχὲς δὲν τὶς δέχεται. Λέει: Ὅλα τα ἔβλεπα, τὰ
γνώριζα, ἀλλὰ δὲν μιλοῦσα.
Μιλοῦσε διακριτικά, ὅταν καὶ ὅσο
χρειαζόταν, γιὰ νὰ δώσῃ κουράγιο στὸν ἄλλο, τὸν πονεμένο καὶ ἄρρωστο. Νὰ
τοῦ πῇ πόσο ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Μιλοῦσε ἐλεύθερα. Καὶ σοῦ μετέδιδε τὴν
παιδικότητα τοῦ Παραδείσου ποὺ εἶχε μέσα του. Ἔλεγε ὅ,τι σκεφτόταν καὶ
ὅ,τι εἶχε κάνει: ἤθελε νὰ μάθῃ ἁρμόνιο· εἶχε φτιάξει ἕνα πρωτόγονο
ραδιόφωνο ποὺ δούλευε ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο. Καὶ σὲ βοηθοῦσε νὰ πῇς καὶ
σὺ ὅ,τι σκεφτόσουν. Ἡ ἐξομολόγησι σ᾿ αὐτὸν γινόταν σὰν μία φιλικὴ
συζήτησι. Ἦταν ἕνα παιδὶ τοῦ Θεοῦ μέχρι τέλους. Σοῦ παρουσιαζόταν ὅπως
ἦταν. Δὲν σοῦ παρίστανε φτιαχτὰ τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἄψογο. Δὲν φοβόταν τὴν
πραγματικότητα. Δὲν ἤθελε νὰ δοξασθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἤθελε νὰ
δοξασθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ
ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Αὐτὸς ἦταν ὁ π. Πορφύριος, ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 1991
στὸ κελλὶ ποὺ ἐκάρη μοναχός. Ἦταν μία φωτεινὴ παρουσία ἀλήθειας καὶ
παρακλήσεως, γιατί μᾶς μετέδωσε δωρεὰν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα
του. Δὲν μᾶς διαφήμισε τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἄψογον τῆς ζωῆς του. Ἂν ὁ π.
Πορφύριος ἔμενε στὰ χαρίσματα καὶ μ᾿ αὐτὰ ἤθελε νὰ δοξασθῇ ὡς
χαρισματοῦχος καὶ νὰ καταπλήξῃ τὸν κόσμο μὲ τὶς θαυματουργίες του, θὰ
γινόταν ἴσως μιὰ Ἀθανασία τοῦ Αἰγάλεω, ἢ κάποιος παρόμοιος ψευδοπροφήτης
ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸν κόσμο. Τώρα εἶναι ὁ γέρων
Πορφύριος, τὸ ἀχάραχτο διαμάντι, τὸ χαμογελαστὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
διώχνει τὸν ζόφο τῆς κολάσεως καὶ τῆς κατηφείας· βοηθᾷ «νὰ αἰσθανθῇ ὁ
κόσμος τὸ ἀγκάλιασμα ποὺ κάνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅλους μας».
Πάει πέρα ἀπὸ τὰ χαρίσματα. Εἶναι
θεοφόρος καὶ θεοκίνητος. Εἶναι σοφὸς καὶ ἤρεμος. Ἔχει τὴ χαρὰ καὶ τὴν
ἁπλότητα τοῦ παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ταράζεται ἀτομικά. Δὲν κραυγάζει ποτὲ
μεταδίδοντας τὴν κρυάδα ποὺ προκαλεῖ ὁ πλανεμένος καὶ ψευδοπροφήτης «ὡς
ἰδίαν ἔχων φρόνησιν» (πρβλ. ἀπ. 2).
Εἶναι γαλήνιος. Μιλᾷ «ἤρεμα, ἁπλὰ καὶ
ἁπαλά». Χωρὶς ἀνθρώπινους ἐκνευρισμούς· μεταφέρει τὴ βεβαιότητα τῆς
πίστεως. Μὲ ἕνα χαμόγελο οὐράνιο ὅλα τακτοποιοῦνται. Ἀθόρυβα καὶ
ἀναίμακτα καταστρέφεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Τὰ πάθη μεταβάλλονται,
μεταμορφώνονται σὲ δυνάμεις ὑπηρετικὲς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πνευματική
του προκοπὴ καὶ σωτηρία. Ζῇ καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ταπείνωσι εἶναι ἡ καρδιὰ
τῆς ψυχῆς. Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι κουταμάρα καὶ ἀρρώστια ποὺ ζαλίζει τὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη. Εἶπε: Ὅταν φύγω, θὰ εἶμαι πιὸ πολὺ
μαζί σας. Καὶ ἔτσι εἶναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου