Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

«Τά βιβλία τῶν συνειδήσεων» μέρος β΄ τελευταῖο


 
  ΟΜΙΛΙΑ ΚΓ΄
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
 Ἔχουμε ὅμως ἐκτός ἀπό τήν ἀγαθή συνείδησι καί τήν πονηρά συνείδησι. Αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν δρόμο τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὑπακούοντας σ᾿ αὐτήν ἔρχονται περιπτώσεις, πού ὁ ἄνθρωπος κάνει πράγματα πού τά ζῶα δέν τά κάνουν. Ἔτσι στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν θά μπορέση νά κοιτάξη κατάματα τόν Θεό. Διότι πῶς θά Τόν ἀντικρύση, ὅταν ἦρθαν στιγμές, πού μέ τά μάτια του δέν τόν σεβάσθηκε καθόλου καί τόν βλασφήμησε τόν Θεό! Κι ὁ Χριστός θά τοῦ πῆ: «Ἐγώ παιδί μου, ἔγινα ἄνθρωπος γιά σένα, σταυρώθηκα γιά σένα, ἔκανα ἐκεῖνο, τό ἄλλο γιά σένα· σοῦ ἔχω δώσει τήν ζωή, σοῦ ἔχω δώσει τά ἀγαθά, τόσα καί τόσα· κι ἐσύ εἰς ἀνταπόδοσιν ὅλων αὐτῶν τῶν καλῶν μέ ἐβλασφήμησες, δέν μέ λογάριασες κ. λ. π.». Αὐτά ὅλα θά συμβοῦν, ὅταν δέν κάμη ὑπακοή στήν ἀγαθή του συνείδησι.
Καί πάλι βλέπουμε ὅμως ὅτι ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ θέλει νά μᾶς βοηθήση καί μᾶς λέει: «Ὁσάκις πέφτεις, σήκω». Διότι τό νά πέση κανείς εἶναι ἀνθώπινο, ἀλλά τό νά πέση καί νά μή σηκωθῆ, εἶναι διαβολικό. Ἑβδομηκοντάκις ἑπτά τῆς ἡμέρας, ἄν πέσουμε, ἄς σηκωθοῦμε. Πολλές φορές μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί κρατοῦμε μῖσος, ψύχρα, δέν συγχωροῦμε εὔκολα κι ἀγνοοῦμε τό ἑβδομηκοντάκις ἑπτά τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ.
Λυποῦμε τόν Θεό τόσο πολύ ἄσχημα καί μέ τόση ἀσέβεια· κι ὅμως ἡ καλοσύνη Του πού δέν ἔχει τέλος καί ὅρια, μᾶς δέχεται τόσο πολύ ὄμορφα καί μᾶς καλεῖ μέ τόση ἀγάπη καί στοργή νά πᾶμε κοντά Του! Σέ κάποιο σημεῖο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας λέγει ὅτι ἕνας πατέρας εἶχε κατέβει στήν πόλη καί ἄκουσε ἕνα παιδάκι πού ἔλεγε: «Πατέρα, ἕνας ἄνθρωπος μέ ἀγαπᾶ κι ἐγώ τόν μισῶ. Ἕνας ἄλλος μέ μισεῖ κι ἐγώ τόν ἀγαπῶ». Καί ὁ μοναχός σκέφθηκε ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτό τό πρᾶγμα. Τό ἔκαμε θεωρία. Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει κι ἐμεῖς Τόν μισοῦμε. Ὁ διάβολος μᾶς μισεῖ κι ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε διά τῶν πράξεών μας.
Καί πάλι μοῦ ἔρχετε στό μυαλό ἕνα πατερικό πάρα πολύ ὄμορφο, πού εἶναι τό ἑξῆς: «Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου θά ἐξέλθη ἀπό τό σῶμα καί θά τήν πάρουν οἱ ἄγγελοι, μετά τήν τρίτη ἡμέρα, ἀφοῦ φθάση βέβαια στόν Θεό καί Τόν προσκυνήση, θά πάρη ἄδεια γιά 40 ἡμέρες νά γυρίση ὅλα τά μέρη, ὅπου ἔζησε σέ ὅλη της τήν ζωή. Ὁ δέ ἄγγελος ὁ φύλακάς της, θά τήν περνάη ἀπό παντοῦ καί θά τῆς δείχνει τούς τόπους τῆς ἁμαρτίας καί τούς τόπους τῆς ἀρετῆς, καί θά λέη: “Ἐδώ ἔπραξες αὐτήν τήν ἁμαρτία, αὐτήν τήν ἀσχήμια”. Καί ἡ ψυχή, ὅταν θά δῆ τό μέρος καί θά ἀναπολήση τό ἱστορικό τῆς ἁμαρτίας, θά νοιώθη τόση ντροπή, πού θά ἀποστρέφη τό πρόσωπο νά μή ἰδῆ τόν τόπο ἐκεῖνο, στόν ὁποῖον ἁμάρτησε. Ὅταν ὅμως ἰδῆ τόν τόπο καί τό σημεῖο ἐκεῖνο, στό ὁποῖον ἔκανε κάποια ἀρετή, μετενόησε, ἔκλαψε, ἔβαλε μετάνοιες, ἐκεῖ θά νοιώση πάρα πολύ εὐχάριστα».
Ἀπό ὅσα εἴπαμε ἐδῶ, μποροῦμε νά σκεφθοῦμε καί νά ἀποφασίσουμε. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ἐκκλησία, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Παράδοσις, ἐφ᾿ ὅσον οἱ προσωπικές ἐμπειρίες ἁγίων ἀνθρώπων μᾶς πιστοποιοῦν ὅτι εἶναι μιά ἀπέραντη ἀλήθεια κι ὅτι δέν μπορεῖ νά συμβῆ κάτι διαφορετικό, πρέπει νά βάλουμε κάτω τά πράγματα, «ἐπί τῆς τραπέζης», νά λύσουμε τό θέμα καί νά ποῦμε ὅτι «ἕνα κι ἕνα κάνουν δύο». Πρέπει νά τακτοποιήσω τόν ἑαυτό μου. Πρόκειται νά πάρω τήν εἰδοποίησι, νά προχωρήσω σ᾿ αὐτόν τόν τόπο πού δέν γνωρίζω καί μοῦ χρειάζεται νά ἑτοιμάσω τό διαβατήριο, γιτί ἄν δέν προλάβω, θά ἔχω πρόβλημα, τήν στιγμή πού θά ἀναχωρήσω οὕτως ἤ ἄλλως.
Κι ἔτσι ὅταν προετοιμαστοῦμε, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά μᾶς βοηθήση πάρα πολύ, διότι ἡ καρδιά τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁλάνοιχτη καί μᾶς περιμένει νά μᾶς βάλη μέσα της καί νά μᾶς κάνη εὐτυχεῖς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἔχουμε γνωρίσει ποιόν Θεό ἔχουμε. Ἐάν τό γνωρίζαμε θά κάναμε τό πᾶν νά μή Τόν χάσουμε. Ὁ Γέροντάς μου μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπῆρξαν πατέρες παλιά, πού στό ἄκουσμα τῆς λέξεως «Θεός, Χριστός» τά μάτια τους ἔτρεχαν ποτάμι ἀπό δάκρυα, δάκρυα χαρᾶς, δάκρυα ἀγάπης, ἔρωτος Θεοῦ. Ἐμεῖς ἀκοῦμε, διαβάζουμε γιά τό Θεό δέν μιλάμει μέσα μας, δηλαδή δέν Τόν νοιώσαμε μέσα μας. Βέβαια ἔχουμε νοιώσει ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπό μας ποικιλοτρόπως, κι ἔχουμε μία γνῶσι πῶς μπορεῖ κανείς νά νοιώθη ἀγάπη καί τί εἶναι ἡ ἀγάπη πρός ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Γιά τήν πραγματικότητα ὅμως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ νοιώσαμε κάτι τέτοιο; Πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε, ὅσο γίνεται περισσότερο, νά φτάσουμε σ᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Θά ἔκανα ἀπό μέρους μου μία πατρική παράκλησι. Νά προσπαθήσουμε, ὅσο γίνεται περισσότερο, περί τοῦ «ἑνός ἐστι χρεία»· νά ἀγωνισθοῦμε καί νά προετοιμασθοῦμε. Νά τακτοποιήσουμε τίς σελίδες τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς μας πού γράφουν τά ἁμαρτήματα, νά τίς σβήσουμε καί νά ἀφήσουμε μόνον τίς σελίδες πού γράφουν τίς καλές πράξεις.
Καί ὅταν κάνουμε ἕνα βῆμα ἐμεῖς, ὁ Θεός θά μᾶς σπρώξη νά κάνουμε ἑκατό βήματα. Μόνο λίγη προαίρεσι χρειάζεται κι αὐτή ἡ μικρή βία κι ὁ Θεός θά μᾶς δώση πολλά. Τί ἔκαμε στήν ἔρημο; Πέντε ψωμάκια εἶχαν ἐκεῖ καί οἱ ἄνθρωποι ἦταν χιλιάδες. Μποροῦσαν χιλιάδες ἄνθρωποι μέ πέντε ψωμάκια νά χορτάσουνε; Ὄχι. Κι ὅμως εὐλόγησε τούς πέντε ἄρτους καί χιλιάδες ἄνθρωποι χόρτασαν καί περίσσευσαν τόσα καλάθια μέ ψωμί. Ἔτσι καί σέ μᾶς τήν λίγη προσπάθεια, τά λίγα πράγματα, ὅταν τά εὐλογήση, θά γίνουν πολλά. Καί ποιά θά εἶναι τά πολλά; Νά πετύχουμε τήν αἰώνια σωτηρία καί νά ἀποκλεισθῆ ἡ αἰώνια δυστυχία.
Καί ἕνα ἄλλο εἶναι τό ὅτι πρέπει νά δώσουμε μεγαλύτερη ἔμφασι στό σημεῖο τό δύσκολο, τό μαῦρο, πού λέγεται «κόλασι», διότι σήμερα ὁ διάβολος κάνει κάτι ἄλλο, πάρα πολύ ἐπιδέξια. Ἡ ἐπιδεξιότητά του συνίσταται στό ὅτι παρουσιάζει τήν κόλασι σάν θέμα συνειδήσεως καί τίποτα περισσότερο· ὅτι δέν ὑπάρχει ὑποστατική κόλασις, ἀλλά κόλασις μόνο στήν συνείδησι. Δηλαδή, ὅταν σκεφτῶ ὅτι ἔκανα ἕνα ἔγκλημα, νοιώθω πολλή δυσκολία μέσα μου καί ὑποφέρω. Ἐκεῖ τό πᾶνε τό θέμα τῆς κολάσεως. Συμφέρει βέβαια τόν διάβολο καί τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά ζήσουν τήν ζωή τους, νά σκέπτωνται ὅτι ἡ κόλασις εἶναι μόνο στήν συνείδησι καί ὅτι θά ὑποφέρη ψυχικά καί μόνον ὁ ἄνθρωπος καί ὅτι δέν θά ὑπάρχη κόλασις ὑποστατική. Διότι λένε: «Μά, στόν ἄλλο κόσμο θά ὑπάρχουν καζάνια καί φωτιές;»
Σέ μιά περίπτωσι εἶχα μιά συνάντησι κάπου μέ κάποιον στήν Ἑλλάδα, καί τόλμησα νά πῶ ὅτι ὅπως αὐτός ὁ ἄνθρωπος φρονοῦσε σχετικά μέ τό θέμα τῆς κολάσεως καί ὅπως κήρυττε πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα, εἶχε λάθος. Καί μοῦ λέει:
Πάτερ, εἶναι θέμα συνειδήσεως καί ὄχι ὑποστάσεως.
Δέν συμφωνῶ μέ σᾶς, λέω.
Τί πάτερ, μπορεῖτε νά φαντασθῆτε ἐσεῖς ὅτι ὑπάρχει κόλασις μέ φωτιές, μέ καζάνια, μέ σκουλίκια καί τόσα ἄλλα;
Τοῦ λέω τό ἑξῆς:
Ὅταν θά ἔλθη ὁ Κύριος στήν Δετέρα Παρουσία Του, θά πῆ στούς ἐξ ἀριστερῶν· «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»1. Ἔτσι δέν εἶναι;
Ἔτσι.
Ὁ διάβολος ἔχει συνείδησι;
Δηλαδή;
Ὁ διάβολος ὑποφέρει ἀπό τήν συνείδησί του, ὅταν κάμη τίς πράξεις του τίς ἄσχημες; Δέν ὑποφέρει, τοῦ λέω. Πανηγυρίζει, σκιρτᾶ ἀπό χαρά, ὅταν κάνη τίς κακές πράξεις, διότι πολεμεῖ τόν Θεό. Ἑπομένως μήν θέτετε θέμα κολάσεως στήν συνείδησι τοῦ διαβόλου, γιατί τότε τοῦ διαβόλου ἡ κόλασις ποιά θά εἶναι;
Δέν ἀπαντοῦσε.
Ἑπομένως ἔχουμε κόλασι πραγματική, ἀλλά ὅμως πνευματική· ὄχι ὑλική. Δέν ἔχει καμμία σχέσι τό πνεῦμα μέ τήν ὕλη.
Στήν συνέχεια ἄρχισε νά κλονίζεται στίς πεποιθήσεις του καί τοῦ λέω τό ἑξῆς:
Πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀληθινή ἡ ἀσκητική παράδοσις τῶν ἀσκητῶν, πού μιλοῦσαν μέ τόν Θεό καί εἶχαν σχέσεις μέ τόν Θεό καί ἔπαιρναν ἀπό κεῖ ἀπευθείας τήν ἀλήθεια; Εἶχαν γνωρίσει ἐμπράκτως καί τήν μέν καί τήν δέ κατάστασι καί ἐξέφρασαν πολλές γνῶμες γιά τό ὅτι ἡ κόλασις δέν εἶναι στήν συνείδησι.
Μοῦ λέει:
Σ᾿ αὐτά μέ τόν χρόνο καί μέ τίς συνεχεῖς ἐκδόσεις τῶν βιβλίων αὐτῶν γίνονται ἀλλοιώσεις.
Τοῦ λέω:
Ἔ, ἅμα τό πᾶτε ἐκεῖ τό θέμα, τότε νά πιστέψουμε ὅτι μέ τίς ἐπανεκδόσεις καί ὅλα τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν λάθη.
Ὄχι, μοῦ λέει.
Τοῦ λέω:
Ἔχουμε τόν Ἅγιο Ἀνδρέα, τόν διά Χριστόν Σαλό, πού σέ μία περίπτωσι, ὅταν ἐδιάβαζε μέ τόν ὑποτακτικό του τόν Ἐπιφάνιο, πού κατόπιν ἁγίασε κι αὐτός, ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, ὁ Ἐπιφάνιος αἰσθάνθηκε πάρα πολύ μεγάλη εὐωδία. Καί λέει: «Γέροντα, πόθεν αὐτή ἡ εὐωδία;»
Καί ἀπάντησε ὁ Ἅγιος: «Οἱ ἄγγελοι παιδί μου, θυμιάζουν τά λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα ἔγραψε ἐδῶ στό βιβλίο του ὁ Μέγας Βασίλειος».
Καί ἐρωτᾶ ὁ Ἐπιφάνιος: «Μά, Γέροντα ὑπάρχουν θυμιατήρια καί στούς ἀγγέλους;».
Καί λέγει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας: «Παιδί μου, οἱ ὑλικοί ἄνθρωποι ἔχουν τά ὑλικά θυμιατήρια καί οἱ πνευματικοί τά πνευματικά».
Ἑπομένως ἔχουμε πνευματική ὑπόστασι πραγμάτων κι ἔτσι πρέπει νά παραδεεχθοῦμε ἀκέραια καί καθαρά ὅτι δέν θἄχουμε τήν κόλασι στήν συνείδησι, ἀλλά στήν ὑπόστασι τήν πνευματική, διότι δέν μπορεῖ νά τυραννηθῆ τό πνεῦμα ἀπό τήν συνείδησι. Ὅταν θά πρόκειται νά γίνη ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, τά σώματα, τά ὁποῖα ἔχουν ταφῆ κι ἔχουν ἀλλοιωθῆ κι ἔχουν σβήσει, θά ἀνασυγκροτηθοῦν πνευματικά. «Σπείρεται σῶμα ψυχικόν καί ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν»2 καί ὅτι θά ἁρπαχθοῦν «ἐν ταῖς νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου»3. Ὅπως καί τοῦ Χριστοῦ μας τό ὑλικό, ἔτσι ἀκριβῶς καί τά σώματα τά ἀνθρώπινα θά πνευματοποιηθοῦν. Καί ἐπειδή ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος ψυχικά καί σωματικά καί κουράστηκε γιά νά διορθώση τήν ψυχική καί σωματική του κατάστασι, ἔτσι θά ἀναπαυθῆ ἤ θά κολασθῆ ψυχικά καί πνευματικά.
Κι ὅταν ἔφθασα στό τέρμα, γιά νά χωρίσουμε, μοῦ λέει:
Μήτε τά δικά σου, μήτε τά δικά μου.
Δέν ἔχουμε δικά μας πράγματα νά ποῦμε, τοῦ λέω. Τά ὅσα εἴπαμε ἐδῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας κι ἑπομένως πρέπει νά δογματίζουμε σωστά καί νά διδάσκουμε σωστά, διότι ἄν ποῦμε καί διδάξουμε ὅτι ἡ κόλασις εἶναι στήν συνείδησι, τότε θά ἀρχίσουμε νά κάνουμε μιά ζωή ἐντελῶς διαφορετική. Θά γλεντοῦμε, θά κάνουμε διάφορα ἁμαρτήματα κι ὅταν θἄρθη ἡ συνείδησις, θά τήν περιφρονήσουμε καί δέν θά τυραννούμεθα ἀπ᾿ αὐτήν. Δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι.
Καί τελειώνω ἐδῶ, παιδιά. Θά πρέπει τώρα ὅλοι μας –καί πρῶτα ἐγώ πού λέω αὐτά τά πράγματα καί θά εἶμαι ὁ πιό ὑπεύθυνος, ἄν δέν βιασθῶ– νά βιασθοῦμε, νά κάνουμε ὑπακοή στήν συνείδησί μας καί σέ ὅ,τι ἀγαθό μᾶς συμβουλεύει, ὥστε ὅταν ἀνοιχθῆ τό βιβλίο τῆς συνειδήσεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά μή καταισχυνθοῦμε νά μή χάσουμε τήν ψυχή μας, ἀλλά νά ζήσουμε αἰώνια μέ τόν Χριστό. Ἀμήν.
   Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
 Ἀμήν.
 
  Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱεράς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
Τόμος α΄
Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου