Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

(ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ) ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ. « Ακουσα μια φωνή από μέσα μου «μην υπερηφανεύεσαι, να ξέρεις πόσους ασκητές κοσμικούς θα δεις στον Παράδεισο, θα τα χάσεις, όταν θα πας εκεί».


Εικόνα


Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ
Αρχή νέων αγώνων στο Χαλάνδρι
Αφού εκοιμήθη ό Γέροντας, την άλλη ήμερα ό π. Ζωσιμάς έφυγε από τον ανιψιό του και εγκαταστάθηκε σ' ένα σπίτι στο Χαλάνδρι.
Για το νέο ξεκίνημα της ζωής του μας έλεγε:
- Από την στιγμή πού έφυγε ό Γέροντας μου φάνηκε σαν να έχασα το φως μου. Μετά όμως από λίγο ένιωσα μέσα μου ότι ό π. Σίμωνας είναι Άγιος και όταν τον επικαλούμαι με βοηθάει σ' όλα.
Ή δοκιμασία του Γέροντα τελείωσε ωραία. Σήκωσε καλά τον Σταυρό του αγογγύστως μέχρι το τέλος. Ή δικιά μου δοκιμασία άρχιζε από τώρα. Δεν την φοβόμουν όμως. Έμαθα από τον Γέροντα πολλά πράγματα και όχι μόνο αυτό αλλά αισθάνομαι, όπου πηγαίνω, να είναι δίπλα μου. Προσπαθούσα να θυμάμαι κάθε φορά τα λόγια του και αγωνιζόμουν να τα τηρώ και να κάνω υπακοή.
Ό Γέροντας μου είχε πει πριν κοιμηθεί:
- Μην κοιμάσαι ξαπλωτός αλλά καθιστός στην πολυθρόνα και να είσαι έτοιμος ντυμένος και με τα παπούτσια, διότι ό Μοναχός δεν πρέπει να κοιμάται πολύ και να άγαπάει τον ύπνο. Όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτός πού κοιμάται πολύ δεν του δίνει θησαυρό ό Κύριος, διότι του τον κλέβουν οι κλέφτες. Από τις δώδεκα ή ώρα πρέπει να ξυπνάς και να κάνεις τα καθήκοντα σου, γιατί, όταν έλθει ό Νυμφίος, πρέπει να είσαι έτοιμος για να μπεις μαζί του στον Παράδεισο. Θα είναι πολύ δύσκολο, όταν κοιμάσαι πολύ, μπορεί να μην ακούσεις και την φωνή Του.

Ό Γέροντας πάντα μου προέλεγε και μετά από λίγο πραγματοποιείτο αυτό πού μου έλεγε και μου το έλεγε πολλές φορές για να προσέχω.
Ένα βράδυ ήταν δώδεκα ή ώρα, όπως καθόμουν στην πολυθρόνα ντυμένος, έτοιμος με την στολή μου και τα παπούτσια, σκεφτόμουν τα λόγια του Γέροντα και ήμουν σε αγωνία να μην με πιάσει ό ύπνος, να ξυπνήσω στις δώδεκα για να κάνω τον κανόνα μου, τα μοναχικά μου καθήκοντα. Σκεφτόμουν μην και έλθει ό Νυμφίος και δεν ακούσω την Φωνή Του.

Όπως σκεφτόμουν όλα αυτά, με πήρε ό ύπνος και είδα ένα όνειρο, ότι βρέθηκα στην έρημο των ασκητών και ήταν γεμάτη με καλύβες των πατέρων πού ασκήτευαν. Μέσα σε μια καλύβα από αυτές ήμουν και εγώ. Ή καλύβα μου μέσα είχε καναπέ και πολυθρόνες, αυτά πού είχα στο σπίτι πού έμενα.

Ήμουν σε αγωνία να μην κοιμηθώ, διότι περίμενα τον Νυμφίο και από την αγωνία μου την πολύ δεν με έπιανε ύπνος. Άρχισε ό πειρασμός να με πειράζει και να μου λέει: «κοιμήσου λίγο, δεν θα αντέξεις να κάνεις τα καθήκοντα σου.
Ξάπλωσε λίγο, στον καναπέ, να ξεκουραστείς για να έχεις δυνάμεις και κατόπιν να κάνεις με όρεξη τον κανόνα σου». Εγώ κοίταζα τον καναπέ, τον ζήλευα σαν να ήθελα να ξαπλώσω, αλλά είχα φόβο να μην με πιάσει ό ύπνος, γιατί ήξερα, ότι θα έλθει ό Νυμφίος. Δεν αποφάσιζα να κοιμηθώ, για να μην μείνω απ' έξω.

Μετά μου λέει ό λογισμός μου ό πειράζων: «κοιμήσου κάτω χαμαικοιτία, όπως κοιμούνται οι μεγάλοι ασκητές και δεν υπάρχει φόβος να σε πιάσει ό ύπνος». Άρχισα να κοιτάζω μια τον καναπέ μια κάτω για χαμαικοιτία, και μια την πολυθρόνα μου. Εκεί πού κοιτούσα πού ήταν καλύτερα να ξαπλώσω λίγο και σκεφτόμουν τον καναπέ για να τεντώσω τα ποδιά μου να ξεμουδιάσουν, αισθάνθηκα μια δύναμη να μην με άφηνε και είπα όχι δεν θα ξαπλώσω, δεν θα κάνω παρακοή. Ότι μου είχε πει ό Γέροντας μου, θα κάνω. Θα είμαι καθιστός στην πολυθρόνα μου. Την ώρα πού πήρα την απόφαση μου, να μην ξαπλώσω, ακούω μια δυνατή φωνή: «έρχεται ό Νυμφίος!»


Εγώ, μόλις άκουσα την φωνή, από την χαρά μου πετάχτηκα όρθιος και φώναζα με όλη μου την δύναμη. Έδώ είμαι! Είδα έναν Κύριο στην ηλικία του Χριστού να έρχεται από τις καλύβες των ασκητών προς τα εμένα και ξύπνησα. Κοιτάζω την ώρα και ήταν μία παρά τέταρτο την νύχτα. Ήμουν όλος χαρά εκείνο το βράδυ. Έλεγα πόσο πρέπει ό Μοναχός να κάνει υπακοή στον Γέροντα του, Όταν ξύπνησα, σκεφτόμουν όλα αυτά και έβγαλα κ συμπέρασμα ότι το καλύβι μου πού έβλεπα στην έρημο και είχε μέσα καναπέ και πολυθρόνες, συμβόλιζε το σπίτι μου πού μένω και κατάλαβα, όταν κάνω υπακοή στον Γέροντα μου σε όλα αυτά πού μου είχε πει, να μην φοβάμαι πού είμαι στον κόσμο, είναι σαν να βρίσκομαι στην έρημο στο Μοναστήρι.


Τότε άκουσα μια φωνή από μέσα μου «μην υπερηφανεύεσαι, να ξέρεις πόσους άσκητάς κοσμικούς θα δεις στον Παράδεισο, θα τα χάσεις, όταν θα πας εκεί». Θυμήθηκα ένα χαρτουλάρη πού δούλευε σε μια χαρτοαποθήκη και αναφέρεται στο συναξαριστή στις 8 Σεπτεμβρίου ως μια διήγηση ωφέλιμη. Λέει ή διήγηση:


- Ένας ιερεύς και ένας ευλαβής διάκονος έχοντας αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους από δαιμονική συνεργία έπεσαν εις μίσος και έχθρα και έμειναν επί πολύν καιρόν αφίλιωτοι. Επειδή δε απέθανε ό ιερεύς εις το μίσος αυτό, ό διάκονος έλυπειτο απαρηγόρητα ότι δεν πρόφτασε να διαλύσει την έχθρα. Έξομολογήθη το συμβάν εις τινάς πατέρας διακριτικούς. Παρεκινήθη από αυτούς να υπάγει σε έναν ερημίτη μοναχό να φανερώσει την υπόθεση. Ό διάκονος με μεγάλη προθυμία ξεκίνησε να πάει στους ερημικούς τόπους ζητώντας να βρει γιατρό για την πληγή του. Αφού βρήκε τον Γέροντα και του φανέρωσε της μνησικακίας το πάθος, ό άγιος αυτός Μοναχός δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει και τον έστειλε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Πόλης να συναντήσει ένα ευλαβή άνθρωπο πού μόνο αυτός μπορούσε να τον βοηθήσει. Πήγε ό διάκονος και έκανε ότι του είπε ό Γέροντας και εκεί έφάνη και ό δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος άνθρωπος ό όποιος ήταν χαρτουλάριος, ένας απλός άνθρωπος και πολύ ταπεινός, αυτός μόνον τον θεράπευσε και του έλυσε την έχθρα πού είχε με τον ιερέα.




Ο Γέροντας Ζωσιμάς ήταν από τους λίγους Μοναχούς που μπόρεσαν να κάνουν τέλεια υπακοή και μετά την κοίμηση του Γέροντα του, ενώ βρισκόταν μέσα στον κόσμο. Όλος του ο αγώνας θύμιζε τους μεγάλους ασκητές που διαβάζουμε στα πατερικά βιβλία. Με την μεγάλη του υπακοή αξιώθηκε και πολύ μεγάλων χαρισμάτων από τον Κύριo..  Μια μεγάλη άσκηση του π. Ζωσιμά έγινε η αιτία να σπάσει ο όγκος που είχε στους πνεύμονες κάνοντας υπακοή στου γέροντα του Σίμωνα Αρβανίτη O π. Ζωσιμάς πάντα θαύμαζε την μεγάλη αγιότητα του π. Σίμωνα και την μεγάλη διάκριση του. Μάλιστα μας διηγόταν μια μεγάλη άσκηση πού του επέβαλε με διάκριση κόντρα στα ιατρικά δεδομένα και είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει ό όγκος πού είχε στους πνεύμονες του και να ανοίξει συρίγγιο και να φύγει το πύον πού βρισκόταν μέσα του: - Στην αρχή πού βρισκόταν ό Γέροντας στον ανιψιό του στο Παλαιό Ηράκλειο Αθηνών και εγώ ήμουν ακόμα στο Μοναστήρι, σταμάτησα τις εργασίες πού έκανα στην Μονή, γιατί είχαν αναλάβει άλλοι και περίμενα από τον Γέροντα να μου πει τι να κάνω. Μάλιστα εκείνη την εποχή δεν ήτανε και ή υγεία μου καλά και από το άλλο μέρος σκόπευα να πάω κοντά στον Γέροντα για να είμαι μαζί του. Ό Γέροντας, πριν αρρωστήσει, όταν ήταν ακόμη στο Μοναστήρι, μου έλεγε: «παιδί μου δεν θα πάς ποτέ σε γιατρό ούτε θα βγάλεις ή θα βάλεις δόντια. Όταν θα βγάζεις δόντι, θα το κάνεις μπρος, πίσω κάθε μέρα και θα ξεκολλήσει». Μου είχε πει αρκετές φορές ότι το πρώτο σώμα του άνθρωπου, όταν κάνει άσκηση λειώνει σαν κερί. Όταν όμως θα αρχίσει να τρώει, το νέο σώμα πού θα βάλει δεν χάνεται, μόνο στραγγάνε τα υγρά του και μένει το κρέας. Με προετοίμαζε με αυτά τα λόγια, γιατί, όταν θα ερχόταν ή ώρα να περάσω από την άσκηση, να θυμάμαι τα λόγια του και να μην φοβάμαι. Σε μια επίσκεψη μου στον Γέροντα πού ήταν στον ανιψιό του κατά την διάρκεια της εξομολόγησης μου του λέω: - Γέροντα βλέπω την υγεία μου ότι δεν είμαι καθόλου καλά. - Το ξέρω μου είπε γι` αυτό θα κάνεις ότι σου πω. Σε δύο ήμερες θα αρχίσει ή νηστεία των Χριστουγέννων. Θα κάνεις μια αυστηρή νηστεία. Σαράντα μέρες θα τρως μόνο ένα παξιμάδι κρίθινο μετά τις τρεις το απόγευμα, θα κάνεις ένατη. Θα κάνεις τα Μοναχικά σου καθήκοντα, θα μελετάς τα πατερικά βιβλία και θα μένεις συνέχεια στο καλύβι σου. - Ναναι ευλογημένο του είπα. Με την βοήθεια του Θεού και του Γέροντος τις προσευχές έκανα αυτή την άσκηση. Την παραμονή των Χριστουγέννων κατέβηκα στον Γέροντα να μου πει τι θα κάνω στο έξης. Και μου είπε: - Τώρα πού τελειώνει ή νηστεία, πρόσεξε θα κοινωνήσεις τα Χριστούγεννα αλλά δεν θα αρτυθείς καθόλου και θα συνεχίσεις την νηστεία πού κάνεις μέχρι το Σάββατο της Τυροφάγου, με ένα παξιμάδι την ήμερα, όπως έκανες. Μετά θα έλθεις εδώ και θα σου πω τι θα κάνεις. Εγώ, όταν το άκουσα αυτό, πάγωσα από τον φόβο μου, γιατί είχα δέκα μέρες πού σκεφτόμουνα πότε θα έλθουν τα Χριστούγεννα για να φάω κάτι. Ό σατανάς μου θύμιζε όλο το φαγητό. Μου έλεγε ό λογισμός: «πέστο στον Γέροντα να φας μόνο τις πρώτες ήμερες και μετά αρχίζεις νηστεία». Με την βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του Γέροντα δεν έκανα το θέλημα του σατανά. Είπα: «νάναι ευλογημένο Γέροντα μου θα συνεχίσω την νηστεία». Πήρα την ευχή του και έφυγα για το Μοναστήρι. Ό μεγάλος πειρασμός ήταν τις ήμερες των Χριστουγέννων. Ερχόταν κόσμος για να με δει στο καλύβι μου και ορισμένοι έρχονταν γεμάτοι φαγητά, κρέας, γλυκά, διάφορα, κα! τούς έλεγα, πάρτε τα από εδώ να τα πάτε στο Μοναστήρι και ότι φέρνεται για μένα να τα πηγαίνετε εκεί. Έτσι τα έδιωχνα με αυτό τον τρόπο για να γλυτώνω από τις μυρωδιές. Πέρασαν οι γιορτές, οι Απόκριες και ήλθε και ή Τυρινή. Πηγαίνω το Σάββατο της Τυρινής κάτω στον Γέροντα, όπως μου είπε, για να εξομολογηθώ και να μου πει τι να κάνω την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πώς θα νηστέψω. Είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Εκείνη την ώρα, πού πήγα, ό Γέροντας ήταν μόνος του, καθιστός στην πολυθρόνα. Πλησιάζω κοντά, γονατίζω και με χαμηλή την φωνή πού είχα, δεν μπορούσα να μιλήσω δυνατά, ασπάστηκα το χέρι του και είπα: «την ευχή σου Γέροντα, είμαι ό υποτακτικός σου Ζωσιμάς Μοναχός και ήλθα, όπως είχαμε πει, να έλθω αυτή την ήμερα να εξομολογηθώ και να μου πεις τί θα κάνω τώρα πού έρχεται ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Έκανα την νηστεία, όπως μου είπες». Αφού εξομολογήθηκα και μου διάβασε την ευχή μου είπε: - Άκουσε παιδί μου από τώρα τί θα κάνεις. Δεν θα φας τίποτα αρτύσιμο σήμερα και αύριο Κυριακή μόνο το παξιμάδι στην ώρα σου και από την Δευτέρα θα κάνεις το τριήμερο ούτε ψωμί ούτε νερό. Θα πάρεις μέσα στο καλύβι σου ένα μπετόνι νερό από την βρύση, σαράντα επτά παξιμάδια και πολλά χαρτιά χαρτοπετσέτες, γιατί θα σου χρειαστούν. Θα πάρεις όλους τούς τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και θα κλειστείς μέσα σαράντα εννέα ήμερες. Όποιος έρχεται και χτυπάει την πόρτα σου, δεν θα ανοίγεις σε κανένα, θα βάλεις σανίδια κάτω στο τσιμέντο και δύο κουβέρτες επάνω και θα κοιμάσαι κάτω. Του ζήτησα να σκεπάζομαι με μια φλοκάτη βελέτζα χωριάτικη πού είχα. - Μου είπε, με αυτή θα σκεπάζεσαι. Μέσα στο καλύβι, πού θα είσαι, θα κάνεις τα μοναχικά σου καθήκοντα κάθε νύχτα στις 12 ή ώρα. Θα κάνεις εβδομήντα (70) κομποσκοίνια κατοστάρια, εκατόν είκοσι (120) μετάνοιες μεγάλες στρωτές και δώδεκα (12) κομποσκοίνια κατοστάρια μικρές μετάνοιες με τον σταυρό και με το ένα χέρι να το ακουμπάς κάτω και εβδομήντα (70) κομποσκοίνια θα κάνεις όρθιος με τον σταυρό. Θα διαβάζεις κατόπιν Μεσονυκτικό και όλα τα ψαλτήρια, τούς τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Θα τούς έχεις τελειώσει όλους μέχρι την παραμονή του Πάσχα. Θα διαβάζεις επίσης τον βίο του Αγίου της ημέρας, την Καινή Διαθήκη θα την τελειώνεις σε εννέα (9) ήμερες. Θα διαβάζεις μόνο κείμενο. Όταν κάθεσαι κάτω και θα θέλεις να σηκωθείς, δεν θα σηκώνεσαι με δύναμη, θα σηκώνεσαι σιγά-σιγά, όχι απότομα, γιατί είναι αδύνατος ό οργανισμός σου και, εάν δεν το προσέξεις αυτό, με μια απότομη κίνηση θα πάθεις. - Ναναι ευλογημένο είπα. Τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα να τελειώσω καλά το στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ζήτησα την ευχή του. Μου ευχήθηκε και έφυγα για το Μοναστήρι. Έκανα όλα αυτά πού μου είπε να πάρω στο καλύβι μου το νερό, τα παξιμάδια, χαρτοπετσέτες, κλπ. και από την Κυριακή το απόγευμα είχα κλειστεί μέσα. Εκείνη την χρονιά είχε μεγάλη βαρυχειμωνιά. Έπεσαν πολλά χιόνια, είχε πολύ κρύο. Το σώμα μου είχε πολύ αδυνατίσει. Θυμάμαι εκείνες τις ήμερες ήταν ή γιορτή του Αγίου Κυρίλου του Φιλεώτου. Ό βίος του είναι θαυμαστός και μεγάλος. Μέσα αναφέρει: «Αλλοίμονο σε εκείνον τον άνθρωπο ποιεί και τα δύο μαζί, την νηστεία και το κρύο θα υποφέρει πολύ, διότι το σώμα πού δεν τρώει, θα κρυώνει πολύ». Όπως το διάβαζα, συμφωνούσα μαζί του και είπα από μέσα μου έχεις δίκιο Άγιε μου εσύ τα έζησες όλα αυτά και τα ξέρεις. Από την Κυριακή το βράδυ πού άρχισε ό αγώνας, άρχισαν και οι πειρασμοί. Την πρώτη εβδομάδα με τάραξαν οι λογισμοί. Περνούσαν από το κεφάλι μου διάφορα για να με ζαλίσουν να μην κάνω καλά τα καθήκοντα μου και για να βγω έξω. Συναντούσα κάποια δυσκολία. Παρακαλούσα τον Γέροντα μου να με βοηθήσει και, μόλις φώναζα το όνομα του, ελευθερωνόμουν. Όταν ξάπλωνα κάτω λίγο να ξεκουραστώ, με πλάκωνε από πάνω ό σατανάς για να με σκάσει. Με πίεζε με δύναμη στο στήθος και μόλις επικαλούμουν το όνομα της Θεοτόκου και του Γέροντα μου, έφευγε σαν αστραπή από την πόρτα και άκουγα να χτυπάει «ντούκ». Από την Παρασκευή το βράδυ της πρώτης εβδομάδας με είχαν τρελάνει οι λογισμοί. Μου έλεγαν συνεχώς: - Ό Γέροντας σου πέθανε και σύ κάθεσαι ακόμη εδώ μέσα. Μόλις ξημερώσει να βγεις έξω, να κατέβεις κάτω για να προλάβεις την κηδεία του. Ό σατανάς βρήκε αυτό πού ήθελε, γιατί ήξερε, πώς τώρα πού δοκιμάζονταν σκληρά ό Γέροντας, ανησυχούσα πού δεν είμαι κοντά του και θα ήθελα να ήμουν δίπλα του για να τον βοηθάω τώρα πού είχε ανάγκη. Ό λογισμός μου έλεγε: - Ό Γέροντας ήξερε ότι θα φύγει και γι` αυτό σε έβαλε εδώ μέσα στο καλύβι για να μην είσαι την ώρα εκείνη κοντά του και στεναχωρηθείς. Εγώ το πίστευα και ήμουν σε αγώνα πότε θα ξημερώσει να ανοίξω την πόρτα να κατέβω κάτω και να προλάβω την κηδεία του. Πίστεψα τον λογισμό μου και παράκουσα την εντολή του Γέροντα. Από βραδύς, δεν έκανα τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια, όλα τα άλλα τα είχα κάνει. Μόλις ξημέρωσε, ανοίγω την πόρτα και πήγα κάτω στο σπίτι όπου έμενε. Ήταν όλα ήσυχα απέξω, δεν φαινόταν κανένας, με «γάζωνε» ό λογισμός μου ακόμη: - -Βλέπεις δεν σου είπα ψέματα ότι πέθανε. Δεν είναι κανένας εδώ. Έχουν φύγει όλοι, τον πήγαν στο Μοναστήρι επάνω και τον έθαψαν. Πηγαίνω επάνω στο δωμάτιο πού έμενε, ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω να είναι σηκωμένος και να κάθεται στην πολυθρόνα. Μόλις είδα ότι ζει, χάρηκα βέβαια, άλλα πληγώθηκα τόσο, πού βγήκα μέσα από το καλύβι μου και έκανα παρακοή στον Γέροντα πού μου είχε πει, να πάω να τον δώ την παραμονή του Πάσχα και τότε να βγω έξω. Έπεσα στα πόδια του, εξομολογήθηκα όλους τους λογισμούς μου. Του είπα την παγίδα πού μου έκανε ό σατανάς και του ζήτησα συγγνώμη για την παρακοή πού έκανα. Ό Γέροντας, αφού άκουσε όλα αυτά και με είδε στεναχωρημένο, μου είπε: «δεν έπρεπε να ακούσεις τούς λογισμούς σου και να βγεις έξω. Τώρα κάθισε να ξεκουραστείς και στις δύο ή ώρα φεύγεις».
Γύρισα στο Μοναστήρι στις 3, το μεσημέρι. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου. Μόλις μπήκα στο καλύβι μου, είπα αποφασιστικά πώς ότι και να σκαρώσει ό σατανάς, δεν θα ξαναβγώ έξω και κλειδώθηκα μέσα. Μόλις πήρα το κομποσκοίνι στο χέρι μου να κάνω τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια πού είχα αφήσει από τον κανόνα μου, ό σατανάς εκείνη την στιγμή με χτύπησε στα νεύρα μου και παρέλυσα, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος και σωριάστηκα κάτω. Μου ερχόταν ύπνος βαθύς. Μου λέει ό λογισμός: «μην κάνεις τίποτα τώρα, είσαι κουρασμένος και νηστικός και πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, να ξεκουραστείς να αποκτήσεις δυνάμεις και μετά να κάνεις τον κανόνα σου με όρεξη». Τον πίστεψα, γιατί είδα ότι δεν είχα δυνάμεις και ετοιμάστηκα να ξαπλώσω. Ό καλός Θεός όμως και οι προσευχές του Γέροντα μου δεν άφησαν τον σατανά να γίνει το θέλημα του. Ακούω δυνατά μέσα στο καλύβι μου μπροστά μου το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας «Ιδού ό νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ό δούλος όν ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλι ον ευρήσει ραθυμούντα βλέπε ουν ψυχή μου μή τω ύπνω κατενεχθής ίνα μή τω θανάτω παραδοθής και της Βασιλείας έξω κλεισθης αλλά ανάνηψον κράζουσα Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ό Θεός, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς». Πετάχτηκα όρθιος. Εκείνη την στιγμή πέρασε ένα ρεύμα απ' όλο μου το σώμα δροσερό και ίδρωσα λίγο, μετά από αυτό απέκτησα πολύ δύναμη και άρχισα να κάνω τον κανόνα μου με το κομποσκοίνι το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με». Αφού τελείωσα τα κομποσκοίνια, στο τελευταίο κομποσκοίνι πού θα έλεγα το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με» «πιάνει» το μυαλό μου την ευχή μέσα στο κεφάλι μου και την άκουγα δυνατά.
Την δεύτερη εβδομάδα έκανε πολύ κρύο. Έσπασε ό όγκος του καρκίνου πού είχα μέσα μου και άρχισε να τρέχει από το στόμα πολύ πύον βρωμερό, πού μύριζε σαν σκύλο ψόφιο. Στην αρχή έτρεχε πολύ, τόσο πού δεν προλάβαινα να σκουπίζομαι. Όταν έπεφτε στο ράσο επάνω μου, πού φορούσα, το έκαιγε σαν χλωρίνη. Όσα ζωστικά είχα, αχρηστεύτηκαν. Το πύον έτρεχε σαν ποτάμι. Θυμήθηκα τον Γέροντα πού μου είπε: «να πάρεις πολλά χαρτιά, χαρτοπετσέτες στο καλύβι σου, γιατί θα σου χρειαστούν». Ήξερε ό Γέροντας τί θα μου συνέβαινε για να έχω να σκουπίζομαι. Πριν σπάσει ό όγκος και αρχίσει να τρέχει το συρίγγιο είδα κάτι σαν όνειρο, όραμα, ότι κάποιος μου έδωσε και έφαγα ένα κομμάτι άσπρο βαμβάκι. Αργότερα κατάλαβα πώς το βαμβάκι αυτό, πού έφαγα προστάτευσε, όλα τα άλλα ζωτικά μου όργανα και παρότι έβγαζα πάρα πολύ πύον από μέσα μου δεν έπαθα τίποτα. Αύτη την στιγμή πού διηγούμαι αυτά, συγκινούμαι και σκέφτομαι πόσο καλό και Άγιο Γέροντα είχαμε. 'Αν θα πήγαινα στο γιατρό, θα μου έλεγε, να τρώω από όλα τα φαγητά, γιατί είχα σαπίσει όλος από μέσα μου. Ό Γέροντας όμως έκανε το αντίθετο από αυτό πού θα έλεγε ό γιατρός. Μου επέβαλε να κάνω αυστηρή νηστεία και να κάθομαι μέσα σε ένα καλύβι χωρίς θέρμανση. Το έκανε αυτό για να αδυνατίσει πολύ το σώμα μου και με το κρύο να σπάσει ό όγκος του καρκίνου πού είχα μέσα μου, να ανοίξει συρίγγιο και να τρέξει όλο το σάπιο πύον πού υπήρχε μέσα, από το στόμα, να καθαρίσει και να γίνω καλά. Έτσι έγινε γιατρός. Ποιος γιατρός θα το έκανε αυτό; Για να γίνει αυτό το μεγάλο θαύμα πρέπει να ξέρουμε ότι ό Γέροντας το έκανε με την δύναμη του Θεού, γιατί είχε πάντα το Θεό μέσα του και ότι του έλεγε, έκανε. Την πρώτη ήμερα από την βρώμα την πολύ δεν μπορούσα ούτε το παξιμάδι μου να φάω. Το καλύβι μου είχε τρία παράθυρα μικρά και αερίζονταν από παντού. Εάν δεν αεριζόταν, θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Θα πέθαινα από δυσοσμία. Θυμόμουν τα λόγια του Γέροντα πού με προετοίμαζε. Μου έλεγε: - Το πρώτο σώμα του ανθρώπου, πού κάνει άσκηση, λειώνει σαν κερί. Όταν φύγει αυτό το σώμα και καθαρίσει καλά, μετά πού θα φας και βάλεις καινούργιο σώμα, όση νηστεία και να κάνεις, δεν θα αδυνατίζεις τόσο πολύ, θα στραγγάνε μόνο τα υγρά και θα μένει το κρέας. Τα θυμόμουν όλα αυτά τα λόγια του Αγίου Γέροντα μου και δεν φοβόμουν πού αδυνάτισα πάρα πολύ. Ήξερα πώς όλα αυτά, πού μου είπε να κάνω, ήταν για το καλό μου. Από την άλλη ήμερα έτρεχε το πύον ένα φλιτζάνι καφέ. Έγινε συρίγγιο και έτρεχε χρόνια αλλά δε με πείραξε και ούτε με πονούσε. Γι' αυτό μου είχε πει να μην πηγαίνω στον γιατρό ποτέ, γιατί, αν είχα πάει, θα ήμουν πεθαμένος τώρα πού σας μιλώ. Ήθελε να με θεραπεύσει αυτός για να βλέπουν και οι γιατροί και όλος ό κόσμος την πίστη των Αγίων Πατέρων, να πιστέψουν στην θρησκεία μας να κάνουν καθαρή ζωή, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στην εκκλησία και να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και όσες αρρώστιες και αν έχουν, θα γίνονται καλά. Ή εκκλησία μας θαυματουργεί, έλεγε ό Γέροντας μας, όταν κάνουμε καθαρή ζωή και έχουμε αληθινή μετάνοια. Επίσης μου έλεγε: - Παιδί μου, να μην φοβάσαι, όταν είσαι άρρωστος. Εμείς πρέπει να έχουμε δοκιμασία. Όταν θα αρρωστήσεις βαριά για θάνατο, μόλις κάνεις προσευχή στον Θεό, θα σε ακούει αμέσως και θα σε κάνει καλά. Μια ήμερα είχε ρίξει πολύ χιόνι, ένα μέτρο και το σώμα μου είχε αδυνατίσει πιο πολύ, κρύωνα πολύ. Άρχισα να κλείνω τις χαραμάδες από τα παράθυρα και την πόρτα για να μην μπαίνει ό αέρας και κρυώνω. Αφού έκλεισα όλες τις χαραμάδες από παντού και δεν έμπαινε ό αέρας, την άλλη μέρα άρχισαν να με πονούν τα πόδια μου και σιγά-σιγά όλο μου το σώμα και δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Εκεί πού ανησυχούσα και δεν ήξερα τι να κάνω, ακούω την φωνή του Γέροντα μέσα στο καλύβι μου δυνατά να μου λέει: - Βγάλε γρήγορα τα πανιά πού έβαλες στις χαραμάδες στα παράθυρα και στην πόρτα για να αεριστεί το καλύβι σου και να φύγει ή υγρασία. Θα αρρωστήσεις και δεν θα μπορέσεις να σταθείς μέσα Αμέσως εγώ μετά από την φωνή του Γέροντα, σηκώθηκα τα πέταξα όλα και άρχισε το καλύβι μου να αερίζεται και μέχρι το βράδυ μου είχαν φύγει οι πόνοι από το σώμα μου. Πόσες επιθέσεις δεν είχα από τον σατανά; Με πλάκωνε και πολλές φορές ήμουν σχεδόν όλο το 24ωρο άγρυπνος, δεν με έπιανε καθόλου ό ύπνος. Όταν σηκωνόμουν να κάνω τα καθήκοντα μου, αισθανόμουν πολύ κουρασμένος, γιατί είχα αδυνατίσει πολύ. Στηριζόμουν να κάνω την ακολουθία και άκουγα τούς δαίμονες να με κοροϊδεύουν και να γελούν μαζί μου για να έρθω σε απόγνωση. Μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα είχε μείνει μόνο ό σκελετός, όπως βλέπουμε έναν πεθαμένο πούχει λειώσει το σώμα του. Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά, μια εβδομάδα μαρτύρησα. Ξαπλωμένος με πονούσε ή ραχοκοκαλιά μου, ούτε όρθιος δεν μπορούσα να σταθώ. Όλα με πονούσαν. Έτσι πέρασε ή Μεγάλη Εβδομάδα με μεγάλο μαρτύριο. Όταν θυμόμουν τον Κύριο τις ήμερες των Παθών τι πέρασε, ήμουν και εγώ χαρούμενος πού έπασχα μαζί Του και ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με δυνάμωνε να τον ακολουθώ. Δεν κατάλαβα πότε ήλθε το Μέγα Σάββατο. Ήμουν όλος χαρά. Είχα από τα χαράματα τελειώσει τα καθήκοντα μου και ή σκέψη ότι θα πάω στον Γέροντα μου να πάρω την ευχή του και να γιορτάσω μαζί του την Ανάσταση με γέμιζε χαρά. Όπως σηκώθηκα όρθιος, το ράσο, πού φορούσα, ήταν άδειο και το έπαιρνε ό αέρας και αυτό μου έκανε εντύπωση. Έψαχνα να βρω το σώμα μου. Δεν μπορούσα να περπατήσω γρήγορα, πήγαινα πολύ σιγά. Το πρωί πού ήλθε ό κύριος Παντελής με το αυτοκίνητο για να με κατεβάσει στον Γέροντα, υπέφερα πολύ. Είχα βάλει και ένα μαξιλάρι επάνω στο κάθισμα για να είναι μαλακά και πάλι με το κούνημα, πού έκανε το αυτοκίνητο, έτριζαν τα κόκκαλα μου. Θυμάμαι, όταν βγήκα από το καλύβι μου, ήξεραν ό κόσμος ότι θα βγω και είχαν μαζευτεί κάποιες γυναίκες έξω από το κελί του Γέροντα και όταν με είδε ή κυρία Μαρίτσα, ή μαγείρισσα από τα Μελίσσια, φοβήθηκε και έβγαλε μια κραυγή φόβου πολύ δυνατή. Πήγα στον Γέροντα, εξομολογήθηκα και αφού κάθισα λίγο να ξεκουραστώ μου είπε: «Πήγαινε τώρα στο Μοναστήρι να ξεκουραστείς και το βράδυ στην Ανάσταση θα κοινωνήσεις. Θα προσέχεις καλά, να φας λίγο στην αρχή και κατά διαστήματα». Όταν έφυγα από τον Γέροντα μετά την εξομολόγηση, ήμουν πολύ ελαφρύς και χαρούμενος και δεν πονούσα καθόλου. Το βράδυ πήγα στην Ανάσταση, λειτουργήθηκα και κοινώνησα. Μετά την εκκλησία έφεραν στο καλύβι από όλα τα αγαθά για να φάω. Δοκίμασα λίγο αλλά μου φαίνονταν όλα χωρίς γεύση και με το ζόρι έπαιρνα από λίγο για να συνηθίσω το φαγητό. Για να επανέλθει ή γεύση μου πέρασε μια εβδομάδα. Μετά από 3-4 μήνες έφυγα από το Μοναστήρι και πήγα και έμεινα μαζί με τον Γέροντα. Όταν ήλθε ή όρεξη μου και άρχισα να τρώω, δεν σταματούσα καθόμουν και έτρωγα όλη την ήμερα. Φοβήθηκα μήπως μου γίνει πάθος και το είπα στον Γέροντα. - Πρόσεξε τώρα μου είπε, έπρεπε να γίνει αυτό, γιατί ήσουν πολύ αδύνατος και ζεις μέσα στον κόσμο. Τώρα θα αρχίσεις πάλι την νηστεία σου. Θα τρως ένα παξιμάδι την ήμερα στις τρεις ή ώρα το απόγευμα. Το Σάββατο και την Κυριακή θα τρως φαγητό με λάδι δύο φορές την ήμερα καλά. Ενδιάμεσα την εβδομάδα, αν είναι καμιά μεγάλη γιορτή, θα καταλύεις το λάδι δύο φορές την ήμερα. Μετά από ένα μήνα μου άλλαξε το πρόγραμμα και μου είπε: - Τώρα θα τρως φαγητό αλάδωτο μία φορά την ήμερα και το Σαββατοκύριακο θα καταλύεις από όλα και κρέας ακόμη δύο φορές την ήμερα. Όταν ήρθε ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή μου είπε: - Τώρα θα μένεις μέσα στο δωμάτιο σου. Δεν θα βγαίνεις έξω καθόλου και θα τρως ένα παξιμάδι κρίθινο με νερό μετά τις τρεις ή ώρα το απόγευμα κάθε μέρα, αφού κάνεις πρώτα το τριήμερο χωρίς παξιμάδι και νερό. Την πρώτη εβδομάδα έκανα κάτι δικό μου μια μεγάλη παρακοή. Επί δέκα οχτώ ήμερες ούτε έτρωγα ούτε έπινα νερό. Ήθελε ό σατανάς να με ξεκάνει, όπως και έγινε, αρρώστησα βαριά. Ό Γέροντας το κατάλαβε και έβαλε την γυναίκα του ανιψιού του, την κυρία Βέτα, και μαγείρεψε ένα κατσαρολάκι φαγητό αλάδωτο και της είπε: - Θα το πάς αυτό το φαγητό στον πατέρα Ζωσιμά. Να του πεις να σου ανοίξει κατ' εντολή του Γέροντα και αυτό το φαγητό να το φας όλο. Αφού το φας, να έρθεις επάνω. Μόλις το έφαγα, απέκτησα δυνάμεις και έγινα καλά. Πηγαίνω στον Γέροντα, γονατίζω μπροστά του και του είπα: - Συγχώρεσε με Γέροντα μου για την παρακοή πού έκανα. - Πρόσεξε παιδί μου, άλλη φορά να μην κάνεις κάτι δικό σου, γιατί είναι παρακοή. Τώρα κάθισε λίγο κοντά μου και μετά φεύγεις και να προσέχεις μέχρι το Μεγάλο Σάββατο να μην χαλάς την τάξη. Να παίρνεις ένα παξιμάδι την ήμερα, όπως είχαμε πει και νερό. Με την βοήθεια του Γέροντος τελείωσε ή άσκηση, πήγα στον Γέροντα εξομολογήθηκα και μου είπε να κοινωνήσω την Ανάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου