Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ὅπου ἡ πίστη ἀνάβει καί εὐωχεῖται,
ἐκεῖ νηστεύουν οἱ κεραυνοί !
Στά
1930, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, ὑπέγραφε
ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενό του, πού ἀποτελοῦσε τά Προλεγόμενα στόν ὑπ’ αὐτοῦ ἐκδοθέντα πρῶτο Κατάλογο τῶν Κωδίκων τῆς
Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ὁ ὁποῖος συντάχθηκε ἀπό τό λόγιο Λαυριώτη
ἱερομόναχο Εὐλόγιο Κουρίλα, μετέπειτα μητροπολίτη Κορυτσᾶς καί πού ἐκδόθηκε στό
Παρίσι τήν ἴδια χρονιά.
Στό παρακάτω ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο παραθέτουμε, σέ δική μας νεοελληνική
ἀπόδοση, ὁ συντάκτης, ἀφοῦ μᾶς δώσει μία ζωντανή εἰκόνα τοῦ ἄγριου ἀλλά καί
φιλόσοφου τοπίου τῶν Καυσοκαλυβίων, μᾶς μεταφέρει νοερά στά πρῶτα χρόνια τῆς
ἐποικίσεώς τους ἀπό τόν μεγάλο Ἁγιορείτη ἡσυχαστή τοῦ 14ου αἰώνα, ὅσιο Μάξιμο
τόν Καυσοκαλύβη.
«Στόν
κόσμο καί ἔξω ἀπό τόν κόσμο, στόν Ἄθω καί κάτω ἀπό τόν Ἄθω, στούς τραχεῖς
του πρόποδες πού ἡ μαινόμενη θάλασσα ἀπορραπίζει ἀφρίζουσα, ὑψώνεται
τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολη, ὅπου βρίσκεται τό μέγα πάνθεο τῶν ἀζύγων, ἡ
ἱερά τῶν Καυσοκαλυβίων Σκήτη.
Ἐρημική βασίλισσα πού στήν πέτρα τῆς ὑπομονῆς ἔχει ἀπαρασάλευτα
στηρίξει τά πόδια της, καί πού ἐπιδεικνύοντας τό στέμμα της τό περιανθισμένο
μέ τίς ἀσκητικές καλύβες πού τήν κυκλώνουν ὡς ἄλλοι ἱεροί λίθοι, βασιλεύει
στήν ἔρημο, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπινους ὀφθαλμούς, ζῶσα ἀγνοούμενη,
ξένη σ’ αὐτή τή ζωή, θαυμαστή στήν ταπείνωση, πλατυνόμενη στίς θεωρίες
τοῦ νοῦ, στενούμενη στόν ἀσκητισμό. Πάνω στήν πέτρα καθήμενη καί ἔχοντας
ἑδράσει τούς πύργους τῆς ψυχῆς της πάνω στήν πέτρα τῆς πίστεως, ἀνυψώνεται
στόν οὐρανό μέ τά φτερά τῆς σωφροσύνης, ἔχοντας κοιμήσει τά πάθη καί
συντηρῶντας τή ψυχική της λαμπάδα ἀνύστακτη.
Κι αὐτά πού τήν περικυκλώνουν;
Θάλασσα καί φαράγγια καί κρημνοί καί βράχοι!
Βράχοι αἰώνιοι βουβοί καί γαλήνιοι!
Πῶς ἡ πίστη μέ τόσα στόματα σᾶς ὅπλισε καί τώρα λαλοί οἱ ἄλαλοι
στάζετε μυστικά στά αὐτιά μας τόση μελωδική τερπνότητα πού τήν ψυχή
κατανύγει;
Δέ θά τολμήσω νά ἐρευνήσω τά κατά φύσιν ἀκατάληπτα οὔτε τήν
ἄβυσσο νά καταμετρήσω τῶν μυστηρίων σας καθώς αὐτό θά ἦταν μάταιο.
Πιστεύω μόνο, βράχοι ἀσκητικοί, στή δύναμη τῆς πίστεως πού σᾶς ἔχει
ἱερώσει, σᾶς ἔχει σφραγίσει μέ ἀσκητικούς ἱδρῶτες, πού σᾶς ἔχει ζωοποιήσει.
Στά σκληρά βάθη σας καί ἀπό τίς ρίζες ξεπήδησαν κλαδιά κι ἀπό τά κλαδιά
καρποί. Τούς καρπούς βλέπω τῆς πέτρας· τούς καρπούς ἀπολαμβάνω καί εὐφραίνομαι.
Δέν πολυπραγμονῶ στά ὑπέρ φύσιν τελούμενα. Πιστεύω τυφλά σ’ ὅτι
βλέπω, ἀρκοῦμαι στήν ἀσφάλεια τῆς ὁράσεως. Βλέπω τήν ἄγονη στείρα
νά κρατᾶ στήν ἀγκάλη της γεννήματα
τούς ἑπτά ἁγίους πού ἀνέδειξε ἡ σκήτη. Βλέπω τήν πέτρα νά ἀνθεῖ καί
τά ἔρημα παράδεισο. Δέν πολυπραγμονῶ στά ὑπέρ φύσιν, ἀρκοῦμαι στήν
ἀσφάλεια τῆς ὁράσεως.
«Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης».
Σύγχρονη
τοιχογραφία στόν ἱερό ναό Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ἰτέας.
Τήν γαλήνη τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου διατάραξε κάποια μέρα κρότος
μυστηριώδης βηματίζοντος ἀσκητοῦ. Γέροντας πού ἔσερνε τά ράκη
πού φοροῦσε ὡς χλαμύδα πολεμιστοῦ, στηριζόμενος σέ ραβδί, περιφερόταν
συνοφρυομένος περισκοπῶντας τά πάνω, τά κάτω. Ἀνέβηκε, κατέβηκε
καί κατάκοπος ἀνέπαυε κάτω ἀπό τίς καυστικές τοῦ ἥλιου ἀκτίνες τό
καταπονημένο καί λιπόσαρκο σῶμα του. Ἔπειτα σηκώθηκε νά ἐρευνήσει
γιά σταλαγμούς ὑδάτων πρός δροσισμό τῆς γλώσσας· πηγή πουθενά· ὁ καύσωνας
πολύς. Ἀγκάθια ἀποψιλωμένα μέσα στίς σχισμάδες τῶν χαραδρῶν καί
τῶν βράχων, ἔκλιναν μέσα τους θλιβερά τή δρόσο πού τήν ἐπαιτοῦσαν ἀκόμα
κι αὐτά.
Ὁ γέροντας ἀφοῦ στέναξε, ὕψωσε τό βλέμμα πρός τόν οὐρανό καί ἀφοῦ
ἔκλινε τά γόνατα ἄρχισε νά προσεύχεται. Λιβανιζόταν γιά πρώτη φορά
ἡ ἔρημος αὐτή μέ τό θυμίαμα τῆς προσευχῆς καί σφραγιζόταν χριστιανικά
μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἀφοῦ στήριξε τά κλονιζόμενα μέλη του πάνω στή ράβδο, σηκώθηκε
ὁ ἀσκητής καί ἀφοῦ βύθισε τό βλέμμα στίς σχισμές τῆς ἐρήμου εἶπε: τήν
ἔρημο αὐτή, ὅπου στενάζει ἡ ἄκανθα ἄτεκνη, θά καταστήσω – μέ τή βοήθεια
τοῦ Θεοῦ - τήν πιό εὐπρεπή τοῦ κόσμου καί τούς φοβερούς βράχους της θά
μεταστρέψω σέ ἱερούς λίθους πού καθώς θά κυλοῦν, θά συντρίβουν τά ὀχυρώματα
τῆς πλάνης.
Ἦταν ὁ ἀσκητής Μάξιμος, ὁ χλευαστής τῆς σάρκας· αὐτός πού περιφρόνησε
τήν ἡδυπάθεια τοῦ κόσμου· αὐτός πού μαζί μέ τήν καλύβη του ἔκαιγε καί
τά ἀγκάθια τῶν παθῶν· ὁ Καυσοκαλύβης Μάξιμος.
Στήν ἔρημο, σάν ἀηδόνι ἐρημικό, ἔπηξε τήν πρώτη φωλιά καί
στήν πέτρα ἔστησε τήν κατοικία του, ἀφοῦ στένωσε κάτω τό σῶμα. Ἔξω
ἀπό τήν καλύβη του σκληραγωγοῦταν καί ἀφοῦ ἄπλωσε τίς ψυχικές του
πτέρυγες, ἄρχισε νά τρέχει πρός τά πάνω ὡς πεζοπόρος ἀέριος.
Ἡ ἀπάτητη καί παρθενική ἔρημος κατακτήθηκε καί ἡ κατεψυγμένη γῆ δεχόταν ψεκάδες παράδοξης δροσιᾶς, τούς πρώτους σταλαγμούς τῶν δακρύων τῆς ἀσκήσεως. Ὁ γέροντας λουζόταν στά ἀσκητικά δάκρυα καί ἔπλενε μ’ αὐτά τίς κηλίδες τῆς ψυχῆς. Ὁ ὀρεσίτροφος πότιζε τόν ἀσκητικό τῆς εὐσέβειας σπόρο μέ τά ἴδια του τά δάκρυα γιά νά κοσμηθεῖ ἡ ἔρημος θεόπνευστα βότανα, μέ τά ἄνθη τῶν πόνων, μέ τά κρῖνα τά εὐώδη καί τίμια. Ριζωμένος βαθειά στή πίστη καί ἀδιάστατος ἀλλά ἄστατος στούς λογισμούς, μετακινοῦταν διαρκῶς ἀπό τόπο σέ τόπο, ἀπό τούς βράχους στίς χαράδρες, ἀπό τά σπήλαια στούς κρημνούς, κτίζοντας καί καίγοντας τίς καλύβες, ὑποχωρῶντας στά ἄβατα καί προκαθαρίζοντας τήν καρδιά του μέ τήν ἄσκηση, μέχρι πού παρέδωσε τήν ψυχή στήν ἔρημο, ἔχοντας ὅμως πρῶτα ἁγιάσει τόν τόπο μέ τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως.
Καί νά! Σέ σύντομο χρόνο ἡ πρίν ἄτεκνη καί στεῖρα ἔρημος, ἔχοντας εὐλογηθεῖ μέ τά ἱερά παλαίσματα τοῦ Καυσοκαλύβη ἀσκητῆ, καταπυκνώθηκε καί γέμισε ἀνθρώπους. Ἡ φήμη του ὡς μαγνητική βελόνα προσείλκυσε στίφη μοναχῶν πού πρόκριναν τήν ἔρημο ἀπό τήν τερπνότητα τοῦ βίου. Ὑπερβαίνοντας κι αὐτοί τά μέτρα τῆς φύσεως καί τά τείχη τῶν ἡδονῶν ὑπερπηδῶντας, ἔφευγαν ἀπό τόν κόσμο, ἀποφεύγοντας τήν ἡδυπάθεια καί περιφρονῶντας τίς ἀπολαύσεις.
Καί ἔγινε πόλη ἡ ἔρημος καί ἱδρύθηκαν καλύβες καί σκήτη, ναοί
καί ἡσυχαστήρια, ἐργαστήρια τῆς ἀρετῆς, ἀνάκτορα τῆς φιλοπονίας,
πύργοι τῆς πίστεως ἀσάλευτοι, τεμένη θείας λατρείας, πολίσματα πολιτείας
θεάρεστης, καταφύγια σεμνά κάθε ἀγαθοεργίας καί ἐνάρετης πράξης.
(...) Ἡ ἀθωνική κορυφή ἀπό αἰώνες
περιφρονεῖ τούς κεραυνούς, καί τίς μανιώδεις ὀργές τους λεπταίνει σέ
σκόνη. Ὅπου ἡ πίστη ἀνάβει καί εὐωχεῖται, ἐκεῖ νηστεύουν οἱ κεραυνοί
!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου