Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

῾Η κηδεία τοῦ Στάρετς- ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ


῾Η κηδεία τοῦ Στάρετς

῾Η μαρτυρία μιᾶς γειτόνισσας μᾶς φανερώνει πῶς ἐνήργησε ὁ Θεός γιά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Στάρετς. Εἶχε συναντήσει κάποιον ταξιδιώτη ξυπόλυτο, ἐξουθενωμένο μέ μαγκούρα καί σκουφάκι. ᾿Επειδή ἀγαποῦσε τούς ταξιδιῶτες, τόν κάλεσε στό σπίτι της νά τόν φιλοξενήσει. Μόλις πῆγαν στό σπίτι, ἦρθε καί ἄλλη γειτόνισσα καί τούς εἶπε· «῾Ο γέροντας Θεοδόσιος μόλις τελείωσε». ᾿Αμέσως σηκώθηκε ὁ ταξιδιώτης, ἔκανε τό σταυρό του καί εἶπε· «Πᾶμε γρήγορα». Μόλις μπῆκαν στό σπίτι τοῦ γέροντα Θεοδοσίου εἶπε· «Εὐλόγησον» καί ξεκίνησε τήν ᾿Ακολουθία πρός ἀπορία ὅλων, ἀφοῦ ἤξερε τά πάντα ἀπ’ ἔξω. ῎Εψελνε πολλές ὧρες. ῞Οταν τελείωσε τό τελετουργικό, εἶπε στό μακαριστό γέροντα Θεοδόσιο· «῞Οπως ὁ Σωτήρας πῆγε νά προετοιμάσει θέσεις γιά τούς μαθητές του, ἔτσι κι’ ἐσύ νά ἑτοιμάσεις θέσεις γιά τά παιδιά σου, πού μπορεῖ τώρα νά εἶναι λίγα, ἀλλά μετά θά γίνουν πολλά».
῞Οταν ὅλα τελείωσαν τούς εἶπε· «Τώρα πρέπει νά πάω στό Γεώργκιεφσκ, γιατί μέ περιμένουν».
῾Η ᾿Ιουλιανή, ἡ γυναίκα πού τόν ἔφερε, πῆγε μαζί του νά τόν κατευοδώσει. ῞Οταν ἔφτασαν στό σταθμό, πῆγε νά τοῦ πάρει εἰσιτήρια. ᾿Επιστρέφοντας δέν τόν βρῆκε στό κιόσκι πού τόν εἶχε ἀφήσει. Ρώτησε τότε κάποια πωλήτρια κοντινοῦ περιπτέρου· «Μήπως εἴδατε ποῦ πῆγε ὁ παπποῦς, πού ἦταν μαζί μου πρίν λίγο»; «Δέν εἶδα κανένα, μόνη σας ἤσασταν» ἀπάντησε αὐτή. Καί ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπό τό σταθμό πού τούς ρώτησε τῆς εἶπαν τό ἴδιο· «Μόνη σου ἦρθες καί παραμιλοῦσες». ᾿Αφοῦ δέν τόν βρῆκε, ἐπέστρεψε στό σπίτι της.
Πρίν τό σκήνωμα τοῦ Θεοδόσιου ὁδηγηθεῖ στό νεκροταφεῖο, τά πνευματικά του παιδιά ζήτησαν ἕνα φωτογράφο γιά νά ἔχουν τήν τελευταία του φωτογραφία. ῾Ο φωτογράφος ἦρθε, ἀλλά δυσκολεύτηκε στήν ἀρχή, ἀφοῦ ἔντονο φῶς ἔβγαινε ἀπό τό φέρετρό του καί τόν θάμπωνε. «Ποιός εἶναι αὐτός -ρώτησε- μέ τό τόσο ἐκτυφλωτικό φῶς γύρω του;» «῾Ο ῾Ιερέας, ὁ ῾Ιεροσολυμίτης», τοῦ ἀπάντησαν. «Θά ἦταν σπουδαῖος, γιατί κάτι παρόμοιο δέν ἔχω ξαναδεῖ».
᾿Απ’ αὐτούς πού θά τόν συνόδευαν στό νεκροταφεῖο οἱ περισσότερες ἦταν γυναῖκες, καί ἐπειδή τό νεκροταφεῖο ἦταν μακριά, τίς ἀπασχολοῦσε πῶς θά τά κατάφερναν νά τόν μεταφέρουν ὡς ἐκεῖ.
Μόλις βγῆκαν ὅμως ἀπό τό προάστιό τους, εἶδαν νά τούς πλησιάζουν τέσσερα ὄμορφα παλικάρια, μέ μακριά καστανά μαλλιά, ὄμορφα ντυμένοι μέ λευκά ὑποκάμισα, μαῦρα παντελόνια καί μποτάκια. ῾Η ἐνδυματολογική παρουσία τους βρισκόταν σέ μεγάλη ἀντίθεση μέ τούς δύσκολους καιρούς τῆς φτώχειας καί τῆς δυστυχίας πού ζοῦσαν ἄλλοι ἄνθρωποι.
῞Οσοι γυρνοῦσαν ἀπό τίς δουλειές τους καί ἔβλεπαν τήν πομπή, ἀποροῦσαν γιά τό φῶς πού ἔβλεπαν νά βγαίνει ἀπό τό φέρετρο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου.
Τά τέσσερα παλικάρια σήκωσαν τό φέρετρο καί τό ἔφεραν ὡς τό νεκροταφεῖο. Οἱ ἴδιοι τό ἔβαλαν μέσα στόν τάφο καί τό σκέπασαν μέ χῶμα. ῞Οταν τελείωσε ἡ ταφή, γύρισαν ὅλοι μαζί στό σπίτι γιά τό συγχώριο. ῎Ηθελαν νά πάρουν μαζί τους καί τά τέσσερα παλικάρια πού τούς βοήθησαν. ῞Ομως δέν βρέθηκαν ἀνάμεσά τους καί τό πότε ἐξαφανίσθηκαν κανένας δέν τό κατάλαβε. ῞Οταν ἔφυγαν ὅλοι ἀπό τό νεκροταφεῖο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνο ὁ Νικόλαος, τό πνευματικό του παιδί.
῾Ο Νικόλαος ξαφνικά εἶδε φῶς νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο καί δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ ὄρθιος. Τυφλώθηκε ἀπό τή λάμψη του, ἔπεσε πάνω στό σιδερένιο σταυρό καί τραυματίστηκε στό πρόσωπο. ῞Οταν συνῆλθε, ὅλα γύρω του ἦταν ἤρεμα ὅπως πρίν. Τέσσερις ἡμέρες μετά τήν κηδεία του, μιά γειτόνισσα τοῦ γέροντα Θεοδοσίου μή Χριστιανή, εἶδε ὅτι στήν αὐλή του καθόταν ὁ γέροντας Θεοδόσιος μαζί μέ ἕναν ἄλλον ᾿Ιερέα.
Τήν κοίταξε καί τήν κάλεσε νά τόν πλησιάσει γιά νά τήν εὐλογήσει. Μετά ἔδειξε τόν ἄλλο ῾Ιερέα καί τῆς εἶπε· «Αὐτός εἶναι ὁ ἀδελφός μου, ὁ Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ». Τό πρωΐ ἡ γυναίκα πῆγε στίς ὑποτακτικές καί ρώτησε· «Ποιός ἦταν ὁ παπποῦς σας; Τόν εἶδα στόν ὕπνο μου μέ τόν ἄλλον ἀδελφό του πού λεγόταν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ». Τῆς ἐξήγησαν ὅπως μπόρεσαν. Σέ λίγο καιρό κάποια ἄλλη γειτόνισσα ἑτοίμαζε γιά τήν ἑπομένη τό πλύσιμο τῶν ρούχων. Τήν ἴδια νύχτα ἦρθε στόν ὕπνο της ὁ γέροντας Θεοδόσιος καί τῆς ἀπαγόρευσε νά πλύνει αὔριο γιατί γιόρταζε ὁ ἀδελφός του. ῞Οταν τό πρωΐ πῆγε στίς ὑποτακτικές του, ἔμαθε πώς ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
Μαρτυρία Τατιανῆς
῞Οσο ζοῦσε ἀκόμη ὁ γέροντας Θεοδόσιος, οἱ φίλες τῆς Τατιανῆς τήν κάλεσαν νά πάει μαζί τους γιά νά τόν γνωρίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. ῾Η Τατιανή εἰρωνικά τούς εἶπε· «῎Ε, σιγά, τί θά πεῖ ἀσκητής; ῞Ολοι οἱ παπάδες τό ἴδιο εἶναι» καί δέν πῆγε.
῞Υστερα ὅμως ἀπό χρόνια καί μετά τό θάνατό του, εἶδε ἕνα ὄνειρο πού τή συγκλόνισε. Εἶδε στόν ὕπνο της τό γέροντα Θεοδόσιο μέ τήν ῎Αννα νά τήν ρωτᾶ ἄν  ἦταν αὐτή πού εἶχε πεῖ πώς ὅλοι οἱ παπάδες εἶναι τό ἴδιο. ῞Οταν ἡ ῎Αννα τοῦ ἀπάντησε «ναί», γύρισε καί τῆς εἶπε· «Τατιανή, μετάνιωσε, μετάνιωσε».
῾Η Τατιανή τό πρωΐ πού ξύπνησε, θυμήθηκε τά λόγια του καί πῆγε ἀμέσως στόν τάφο τοῦ γ. Θεοδοσίου γιά νά ζητήσει συγχώρηση, μαζί μέ δύο φίλες της, τήν ῎Αννα καί τή Μαρία. ῞Οταν πλησίαζαν στόν τάφο, ἄκουσαν ψαλμωδίες σάν νά γινόταν λειτουργία. ῞Οταν ὅμως ἔφτασαν στόν τάφο, βρῆκαν μόνο μία γυναίκα στό διπλανό τάφο, πού ἦταν τοῦ συζύγου της.
῞Οταν τή ρώτησαν, τούς εἶπε ὅτι κανένας δέν ἦταν ἐκεῖ καί πώς ἐκείνη δέν εἶχε ἀκούσει τίποτα. Τούς περιέγραψε ὅμως ἕνα παράξενο ὄνειρο πού εἶχε δεῖ τήν προηγούμενη νύχτα καί τήν ἔκανε νἄρθει ἐκείνη τή μέρα στόν τάφο τοῦ συζύγου της. Εἶδε πώς ἐνῶ ἐρχόταν στόν τάφο τοῦ ἄντρα της, ὑπῆρχαν πολλοί ῾Ιερεῖς ἀσπροντυμένοι στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί γύρω ἀπ’ αὐτούς πολύς κόσμος, λαϊκοί καί μοναχοί καί ἀνάμεσά τους καί ὁ σύζυγός της καί νά γίνεται Λειτουργία. «Κάθε μέρα ἔχουμε Λειτουργία», μοῦ εἶπε ὁ ἄντρας μου. Συζητώντας, καθάριζαν τόν τάφο ἀπό τό χιόνι. Σέ λίγο ἦρθαν ἄλλες τρεῖς γυναῖκες καί μετά ἄλλες τρεῖς, ἡ ᾿Αγάθη, ἡ Θεοδοσία καί ἡ ᾿Αντωνία. Γονάτισαν ὅλες καί ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Τά πόδια τῆς Τατιανῆς πάγωσαν, ἀλλά κινήθηκε ἐλαφρῶς γιά νά κάνει θέση στούς καινούργιους, πού νόμιζε πώς ἔρχονταν χωρίς ὅμως νά γυρίσει τό κεφάλι της νά δεῖ τί γινόταν ἀκριβῶς. Τήν ψαλμωδία πού εἶχαν ἀρχίσει οἱ πρῶτες γυναῖκες τήν συμπλήρωναν καινούργιες καί καινούργιες φωνές. ῞Οταν ἔφτασαν στό 13ο κοντάκιο οἱ ψαλμωδίες ἔγιναν πολύ μελωδικές. ῞Ολες τότε γύρισαν πίσω τό κεφάλι τους γιά νά δοῦν ποιός ἔψελνε τόσο ὡραῖα. Δέν εἶδαν ὅμως κανέναν. Τότε ἡ Τατιανή κατάλαβε τό λάθος πού εἶχε κάνει καί βεβαιώθηκε, μ’ αὐτά πού εἶδε καί ἔζησε, ὅτι δέν εἶναι ὅλοι οἱ παπάδες τό ἴδιο καί πώς ὁ γέροντας Θεοδόσιος ἦταν ξεχωριστός.
Μαρτυρία τῆς ᾿Αντωνίας
῾Η ᾿Αντωνία, γνώριμη κι’ αὐτή τοῦ Θεοδοσίου, δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί πήγαιναν νά κάνουν στόν τάφο τοῦ Στάρετς, ἀφοῦ τώρα ἦταν πιά νεκρός. Μιά φορά ὅμως ἀποφάσισε νά πάει καί αὐτή  μέ τίς ἄλλες γυναῖκες στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῞Οταν πλησίασαν, ἡ ᾿Αντωνία, σταμάτησε ἀπότομα, χλώμιασε καί ἄρχισε νά κλαίει. Οἱ φίλες της δέν κατάλαβαν τί εἶχε συμβεῖ καί τήν ρώτησαν.
᾿Εκείνη τούς ἐξήγησε ὅτι εἶδε τό γέροντα Θεοδόσιο νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο, γιά νά τήν προϋπαντήσει μέ τό σταυρό στό χέρι, καί ὅλες νά τίς εὐλογεῖ. Τότε αὐτή κατάλαβε πώς ὁ γέροντα Θεοδόσιος δέν εἶναι ἕνας ἁπλός νεκρός, ἀλλά ἕνας ῞Οσιος κατά Θεόν.
Μαρτυρία ἐργατῶν
Κάποιο Ψυχοσάββατο ἦρθαν οἱ γυναῖκες στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά νά κάνουν αὐτά πού ἔπρεπε ὑπέρ ἀναπαύσεως. ῏Ηρθε καί κάποιος ἐργάτης ἑνός τρακτέρ πού δούλευε τήν περασμένη νύχτα σέ κάποιο κοντινό χωράφι κι ὅταν πέρασε ἔξω ἀπό τό νεκροταφεῖο, τό τρακτέρ σταμάτησε.
Κοιτώντας νά δεῖ τί συμβαίνει, εἶδε φῶς νά βγαίνει μέσα ἀπό τό νεκροταφεῖο. Σκέφτηκε πώς ἴσως οἱ συνάδελφοί του, πού κι’ αὐτοί δούλευαν, θά πῆγαν νά ξεκουραστοῦν καί ἄναψαν φωτιά. «Πῆγα λοιπόν κι’ ἐγώ νά τούς βρῶ. ῞Οταν ὅμως πλησίασα, εἶδα σ’ αὐτόν τόν τάφο, μιά μεγάλη λαμπάδα ἀναμμένη μέ δυνατή φλόγα, πού οὔτε κἄν τήν κουνοῦσε ὁ δυνατός ἄνεμος, πού φυσοῦσε.
Φώναξα τούς συναδέλφους μου χωρίς ὅμως νά πάρω ἀπάντηση. Τρομαγμένος ἔτρεξα νά φύγω γιά νά φτάσω στό χωριό μου. Λίγο πρίν φτάσω, σταμάτησα λίγο νά ξεκουραστῶ καί κοιτώντας πρός τά πίσω εἶδα τό φῶς ἀπό τή φλόγα νά παραμένει ἄσβεστο.
Τό πρωΐ πού ἦρθα γιά νά πάρω τό τρακτέρ, περίμενα νά ἔλθουν καί οἱ ἄλλοι συνάδελφοι μου, πού δούλευαν κι’ αὐτοί τήν περασμένη νύχτα μαζί μου κοντά στό νεκροταφεῖο, γιά νά τούς πῶ τί εἶδα. ᾿Αφοῦ μέ ἄκουσαν, μοῦ ἐξιστόρησαν κι’ αὐτοί τό δικό τους περιστατικό πού ἦταν παρόμοιο μέ τό δικό μου. Εἶδαν στήλη φωτός νά βγαίνει ἀπ’ τόν ἴδιο τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί πολλές ἀναμμένες λαμπάδες γύρω ἀπ’ αὐτήν. ῞Οταν ὅμως πλησίαζαν, ὅλα ἐξαφανίζονταν. Πραγματικά μεγαλεῖα αὐτά πού συμβαίνουν».
Θεραπεία τῆς Θεοδοσίας
῾Η δούλη τοῦ Θεοῦ Θεοδοσία, ζοῦσε στό Πιάτιγκορσκ, κοντά στό Μινβόντι. Κάποια μέρα χτύπησε τό  πόδι της ἀπό ἀτύχημα καί ὑπέφερε γιά πολύ καιρό. ᾿Αναγκάστηκε νά πηγαίνει στούς γιατρούς κι’ ἀφοῦ τήν ἐξέτασαν, διαπίστωσαν συσσωρευμένο ὑγρό στό τραῦμα. ᾿Αμέσως καθάρισαν τήν πληγή, ἀλλά σέ λίγο ξαναμάζεψε. Τότε διέγνωσαν πώς εἶχε ἀρχίσει ἡ μόλυνση καί πώς ἔπρεπε νά τήν ἀκρωτηριάσουν γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν σηψαιμία. ῾Η Θεοδοσία ἄρχισε νά κλαίει στή σκέψη πώς θά ἔμενε ἀνάπηρη.
Φεύγοντας ἀπό τούς γιατρούς, πῆγε σέ μιά φίλη της, πού ἔμενε στό Μινβόντι. Στό δρόμο συνάντησε προσκυνήτριες πού πήγαιναν στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. Κάλεσαν καί τή Θεοδοσία νά πάει μαζί τους κι’ ἐκείνη μαζί μέ τή φίλη της τίς ἀκολούθησαν. ῞Οταν πῆγαν στόν τάφο, ἄρχισαν νά κάνουν τά πρέποντα. Τόν καθάρισαν ἀπό τό χιόνι, ἔβαλαν ψωμί καί νερό πάνω στόν τάφο, ἄναψαν λαμπάδες καί ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο μέ δάκρυα.
῾Η Θεοδοσία, δακρυσμένη κι’ αὐτή ζητοῦσε βοήθεια ἀπό τό γέροντα Θεοδόσιο. Μετά πῆρε ψωμί καί νερό ἀπό τόν τάφο καί γύρισε στό σπίτι τῆς φίλης της ᾿Αναστασίας. ῾Ο ἄντρας τῆς ᾿Αναστασίας θυμωμένος, τούς εἶπε· «᾿Αντί νά βρίσκεστε στό νοσοκομεῖο, ἐπειδή ἡ κατάσταση τῆς Θεοδοσίας εἶναι τόσο σοβαρή καί ἐπικίνδυνη, γυρίζετε στά νεκροταφεῖα;»
῾Η Θεοδοσία ὅμως τοῦ εἶπε πώς ὅλες τίς ἐλπίδες της γιά θεραπεία τίς ἔχει ἀφήσει στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στή βοήθεια τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῎Εβρεξε λοιπόν ἕνα πανί μέ νερό πού ἔφερε ἀπό τόν τάφο τοῦ Θεοδοσίου, τύλιξε τό πόδι της καί ξάπλωσε. ᾿Αμέσως κοιμήθηκε, κάτι πού δέν κατάφερνε μετά τό ἀτύχημά της, ἐξαιτίας τῶν δυνατῶν πόνων πού εἶχε.
Τό πρωΐ ὅταν ξύπνησε καί ξετύλιξε τό πόδι της, εἶδε πώς ἦταν ξεπρησμένο, χωρίς κοκκινίλες, τελείως καθαρό καί χωρίς πόνους. Τό εἶπε στήν ᾿Αναστασία καί στό σύζυγό της καί ὅλοι μαζί δόξαζαν τό Θεό καί τό γέροντα Θεοδόσιο. ῞Οταν ἔγινε αὐτό ἦταν Χριστούγεννα.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆρε ἡ Θεοδοσία τό παραπεμπτικό γιά χειρουργεῖο καί πῆγε στό νοσοκομεῖο. ῞Οταν ἔφθασε μέσα στό γραφεῖο τῶν ἰατρῶν ἦταν ἐκεῖ δυό γιατροί.
῾Ο ἕνας ἦταν ἔμπειρος καί ὁ ἄλλος ἀσκούμενος. ῾Ο ἔμπειρος ἰατρός, ὅταν πῆρε τό παραπεμπτικό καί τό διάβασε, ἄρχισε νά φωνάζει στή Θεοδοσία. «Μέ τέτοια διάγνωση καί καθυστέρησες δύο ἡμέρες γιά νἄρθεις; Τώρα θά κοπεῖ τό πόδι σου ἀπό τή ρίζα».
Τήν πλησίασε κι’ ἄρχισε νά τήν ἐξετάζει. Ξαφνιασμένος διαπίστωσε ὅτι τό πόδι της ἦταν ὑγιές, ἐν ἀντιθέσει μέ τό παραπεμπτικό πού ἔγραφε γιά σηψαιμία. Δέν κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η Θεοδοσία τούς ἐξήγησε πώς τήν γιάτρεψαν οἱ κομπρέσες πού ἔκανε μέ τόν ἁγιασμό ἀπό τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῾Ο ἀσκούμενος γιατρός ἄρχισε νά γελάει. «Χωριάτισσα εἶναι, παραμύθια λέει».
῞Ομως ὁ ἔμπειρος γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά καί τοῦ εἶπε· «Εἶσαι ἀνώριμος ἀκόμα γιά νά καταλάβεις ὅτι ἡ πίστη της τήν ἔσωσε». ῾Η Θεοδοσία ζεῖ μέχρι σήμερα καί φυλάει τό παραπεμπτικό ὡς ντοκουμέντο μεγάλης ἀξίας πρός δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά τήν θεραπεία τῆς δούλης του.
Θεραπεία τῆς Ραΐσας καί τοῦ ἄντρα της
Τό ζευγάρι αὐτό ζοῦσε μέ τό γιό τους στό χωριό Κριμσκάγια. ῾Η γυναίκα δούλευε ὡς ἐργάτρια καί ὁ ἄντρας της ὡς ὁδηγός. Κάποια φορά πού ὁ πατέρας εἶχε πάρει τό παιδί του στή δουλειά, θάφτηκε τό παιδί ἀπό ἀτύχημα κάτω ἀπό ὄγκο χωμάτων σέ χωματουργικές ἐργασίες καί ὅταν τό βρῆκαν ἦταν νεκρό.
῾Ο πόνος τους ἦταν τόσο μεγάλος, πού σέ λίγο χρόνο ἀρρώστησε ἡ μητέρα του, Ραΐσα. ῾Η διάγνωση τῶν γιατρῶν ἦταν μιά κύστη πού συνεχῶς μεγάλωνε καί ἐσπευσμένα τήν ἔστειλαν στό χειρουργεῖο γιά νά προλάβουν τήν ἄσχημη ἐξέλιξη. ῾Η Ραΐσα ὅμως, ἐπειδή φοβόταν τό χειρουργεῖο, καθυστεροῦσε νά πάρει τή σωστή ἀπόφαση.
Μιά νύχτα εἶδε στόν ὕπνο της ἕνα ὄνειρο. ῞Εναν παπποῦ πού φοροῦσε ἄσπρο πουκάμισο καί γκρί κάλτσες. Αὐτή σκέφτηκε· «Τί παράξενος παπποῦς». ῾Ο «παπποῦς» τήν κοίταξε καί τῆς ἀπάντησε ὡς ἑξῆς· «᾿Εσύ εἶσαι ἄρρωστη καί πρέπει νά ἐγχειριστεῖς, γι’ αὐτό εἶσαι τόσο στεναχωρημένη. ῞Ομως πρέπει νἄρθεις στό Μινβόντι, στόν τάφο μου, γιά νά πάρεις ἀπό ἐκεῖ χῶμα καί νερό πού θά τά εὐλογήσω καί κάθε μέρα θά τρῶς ἕνα κουταλάκι χῶμα, θά πίνεις νερό καί θά θεραπευτεῖς». ῾Η Ραΐσα τόν ρώτησε· «Παπποῦ, ποῦ θά σέ βρῶ;» «᾿Εκεῖ μένουν δικοί μας». Αὐτή ξαναρώτησε, ἀλλά πῆρε τήν ἴδια ἀπάντηση. Ξύπνησε ἀμέσως καί προσπάθησε νά ἐξηγήσει τό ὄνειρο πού εἶδε. «Κανένα δέν ἔχω στό Μινβόντι καί ποτέ δέν ἔχω πάει ἐκεῖ. ῞Οσο γιά τούς πολλούς, δέν ξέρω ποιός ἀπ’ αὐτούς θά μέ βοηθήσει».
Μιά μέρα πού πέρασε ἀπό τό σπίτι τῆς φίλης της ᾿Αλεξάνδρας, πού ἦταν ἀνιψιά μιᾶς ὑποτακτικῆς τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί τῆς εἶπε τό ὄνειρό της, αὐτή κατάλαβε ποιός ἦταν ὁ «παπποῦς».
Γιά νά σιγουρευτεῖ ὅμως τῆς ἔφερε καί τῆς ἔδειξε διάφορες εἰκόνες ῾Αγίων γιά νά τίς πεῖ ἄν ἦταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς, αὐτός πού εἶδε στόν ὕπνο της. Αὐτή δέν ἀναγνώρισε τόν «παπποῦ» σέ καμιά ἀπό τίς εἰκόνες πού εἶδε.
Μετά ἡ ᾿Αλεξάνδρα ἔφερε καί τῆς ἔδειξε τό πορτραῖτο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου πού ἦταν ντυμένος μέ τά ἱερά ἄμφια. ῾Η Ραΐσα ἀφοῦ πρῶτα κοίταξε τό πορτραῖτο τῆς εἶπε· «Τό πρόσωπό του μοιάζει πολύ μ’ αὐτόν πού εἶδα στό ὄνειρό μου, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ντυμένος κοσμικά μέ λευκό πουκάμισο». ῾Η ᾿Αλεξάνδρα τότε τῆς εἶπε, πώς σίγουρα ἦταν ὁ γέροντας Θεοδόσιος πού βοηθᾶ καί θεραπεύει ὅλους τούς ἀρρώστους. Τῆς ἐξιστόρησε πολλά ἀπό τά θαύματά του καί τήν παρότρυνε νά πάει στό Μινβόντι, ὅπου ἐκεῖ θά ἔβρισκε τίς θεῖες της, πού ἦταν ὑποτακτικές τοῦ γέροντα Θεοδοσίου καί πού μία ἐξ αὐτῶν ζοῦσε ἀκόμη ἐκεῖ στό σπίτι τοῦ γέροντα Θεοδοσίου γιά νά τήν καθοδηγήσει καί νά τήν ὁδηγήσει στόν τάφο του.
῾Η Ραΐσα ἀποφάσισε νά πάει. Στόν ἄντρα της εἶπε ὅτι θά ἐπισκεπτόταν ἕναν καλό γιατρό πού τῆς σύστησαν στό Μινβόντι. ῾Ο ἄντρας της δέν ἔφερε καμιά ἀντίρρηση καί ἡ Ραΐσα ξεκίνησε γιά τό Μινβόντι. ῞Οταν ἔφτασε στό Μινβόντι, συνάντησε τήν ῎Αννα, τήν ὑποτακτική του, ζήτησε νά δεῖ τή φωτογραφία τοῦ Στάρετς ντυμένου λαϊκά. ῾Η Ραΐσα ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι αὐτός ἦταν πού εἶδε στό ὄνειρό της. ῞Υστερα ἀπό ἕνα τόσο μακρινό ταξίδι ἡ Ραΐσα περίμενε νά τῆς ἐπιτρέψουν νά ξεκουραστεῖ. ᾿Αντ’ αὐτοῦ ὅμως ἡ ῎Αννα ἔβγαλε ἀπό τό ντουλάπι καί τῆς ἔδωσε ἕνα ζευγάρι γκρί κάλτσες γιά νά μήν κρυώσει ἀπό τήν πρωϊνή ψύχρα καί ἀμέσως ξεκίνησαν γιά τόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. ῾Η Ραΐσα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν εἶχε δυνατή πίστη. Ζοῦσε μιά ζωή μέ κανονικούς ρυθμούς καί δέν πίστευε ὅτι γίνονται καί θαύματα.
᾿Απ’ τή στιγμή ὅμως πού πῆρε στά χέρια της τίς κάλτσες, κάτι σκίρτησε στήν ψυχή της καί ἡ ἐλπίδα πώς τελικά θά βοηθηθεῖ, φούντωσε. ῞Οταν ἔφτασαν στόν τάφο, ἡ Ραΐσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της παρακάλεσε τόν Στάρετς νά τή βοηθήσει. ᾿Ακούγοντας στή συνέχεια τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο ἔνιωσε πώς ἡ ψυχή της πλημμύρισε ἀπό πίστη.
῞Οταν τελείωσαν, πῆρε τό χῶμα καί τό νερό καί ὅταν γύρισε στό σπίτι της ἄρχισε νά κάνει ὅ,τι τήν εἶχε συμβουλεύσει στόν ὕπνο της ὁ γ. Θεοδόσιος. Σέ λίγες ἡμέρες αἰσθάνθηκε ξαλαφρωμένη, σύντομα ἡ κύστη ἐξαφανίστηκε καί ἔνιωσε τελείως ὑγιής. Μετά ἀπό λίγο καιρό συνάντησε τή γιατρό πού εἶχε διαγνώσει τήν ἀρρώστια της καί τήν εἶχε παραπέμψει γιά χειρουργεῖο. Τήν ρώτησε ἄν χειρουργήθηκε καί ἡ Ραΐσα ἀπάντησε· «Δέν μοῦ χρειάζεται χειρουργεῖο, γιατί ὁ Θεός μέ θεράπευσε». ῾Η γιατρός θύμωσε καί τῆς εἶπε· «Μή λές ἀνοησίες, νἄρθεις αὔριο νά σέ ἐξετάσω».
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα πού πῆγε, ἡ γιατρός ἐξετάζοντάς την, ἀπορημένη διαπίστωσε, ὅτι τίποτα ἀπό τήν παλιά της κύστη δέν ὑπῆρχε. Μέ ἐνδιαφέρον ζήτησε νά μάθει πῶς ἔγινε αὐτό.
Μετά τή θεραπεία της ἡ Ραΐσα συνέχισε τή ζωή της κανονικά. ᾿Αργότερα ἀρρώστησε καί ὁ ἄντρας της μέ σοβαρό πρόβλημα στό λαιμό. ῞Οσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἀντί νά θεραπεύεται μέ τή φαρμακευτική ἀγωγή πού ἔπαιρνε, ἡ κατάστασή του χειροτέρευε.
῎Εφτασε σέ σημεῖο νά μήν μπορεῖ νά καταπιεῖ τό φαγητό του οὔτε σέ ὑγρή μορφή. Τή νύχτα δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ, δυσκολευόταν ἀναπνευστικά καί τελικά διαπιστώθηκε πώς εἶχε κακοήθη ὄγκο στό λαιμό. Τότε ἡ Ραΐσα τόν προέτρεψε νά ἐπισκεφθεῖ τό δικό της γιατρό στό Μινβόντι, πού εἶχε δικό του τρόπο νά θεραπεύει, ὅπως ἔκανε καί σέ κείνη.
῾Ο Πέτρος, ὁ ἄντρας της, συμφώνησε νομίζοντας ὅτι τοῦ μιλοῦσε γιά κάποιον μεγάλο γιατρό. ῞Οταν ἦρθε στό Μινβόντι καί εἶδε τίς τρεῖς γερόντισσες, τή ρώτησε· «᾿Απ’ αὐτές τίς γιαγιάδες θά θεραπευθῶ;» «Τό ἀποτέλεσμα δέν τό εἶδες σέ μένα; τοῦ εἶπε ἡ Ραΐσα. ῎Ετσι κι’ ἐσύ θά γίνεις καλά».
Αὐτός ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος πού μέχρι πρίν ἀπό λίγο δέ θά τολμοῦσε κανείς νά τοῦ μιλήσει γιά τήν πίστη, τώρα τουλάχιστον μποροῦσε καί ἄκουγε τήν ἱστορία τῆς θεραπείας τῆς γυναίκας του, Ραΐσας. Μετά ἀπ’ αὐτό συμφώνησε νά πάει κι’ αὐτός στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου. Τούς συνόδευσαν ἐκεῖ ἡ Νίνα καί ἡ Μαρία. Αὐτές ἄρχισαν νά διαβάζουν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο, ἀλλά πρίν ξεκινήσουν, εἶπαν καί στόν Πέτρο νά πεῖ ὅποια προσευχή ἤξερε. «῎Αν ζητήσεις μέ πίστη τή βοήθειά του θά τή λάβεις». ῾Ο Πέτρος εἶπε μέ πίστη ὅ,τι ἤξερε.
῞Οταν τελείωσαν πῆραν χῶμα, νερό καί λάδι ἀπό τό καντήλι καί γύρισαν στό σπίτι τῆς ῎Αννας στό Μινβόντι. ῾Η ῎Αννα τοῦ ἄρχισε τήν «ἀγωγή». Τοῦ ἔδινε νά τρώει χῶμα, νά πίνει νερό καί νά ἀλείφει τό λαιμό του μέ λάδι. ῞Ολα τά ἔκανε γιατί ντρεπόταν νά ἀρνηθεῖ, ὄχι ὅμως ἐπειδή πίστευε πώς μποροῦσε νά θεραπευτεῖ. Συνέχιζε νά ταλαιπωρεῖται ἀπό δυσφορία τοῦ ἀναπνευστικοῦ πού δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά κοιμηθεῖ. ῞Ομως ἐκεῖνο τό βράδυ, μετά τή θρησκευτική φροντίδα κοιμήθηκε ὡς τό πρωΐ καί ὅταν ξύπνησε ἔνιωσε χαρούμενος καί ἡ ἐλπίδα φώλιασε στήν καρδιά του.
Τήν ἑπομένη ξαναπῆγε στόν τάφο τοῦ γέροντα Θεοδοσίου μέ τή θέλησή του αὐτή τή φορά καί μέ θερμή πίστη. ῞Οταν γύριζε ἀπό τό νεκροταφεῖο εἶδε στό δρόμο μία καλύβα. ῾Ο Πέτρος ἦταν τόσο ξαλαφρωμένος πού εἶπε· «῎Ανετα ἔρχομαι νά ζήσω σ’ αὐτή τήν καλύβα πού τόσο ὄμορφα νιώθω νά ἀνασαίνω».
῞Οταν ὁ Πέτρος γύρισε στό χωριό του, συνέχισε τή γνωστή θεραπευτική ἀγωγή μέ χῶμα, νερό, λάδι καί κάθε μέρα ἔνιωθε καλύτερα μέχρι πού ἔνιωσε τελείως ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἀρρώστια του. Μαζί μέ τή θεραπεία ἦλθε καί ἡ δυνατή πίστη, ἀφοῦ τό θαῦμα ἔγινε στόν ἴδιο. Πούλησαν τό σπίτι τους στό Κρίμσκα καί μετακόμισαν στό Μινβόντι. ᾿Εκεῖ βρῆκαν τή χαρά τῆς ζωῆς καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς.
Σωτηρία ἀπό πνιγμό τῆς Μαρίας
Μιά γυναίκα πού τήν ἔλεγαν Μαρία ζοῦσε μέ τά τρία παιδιά της καί τούς γέροντες γονεῖς της, ἀφοῦ ὁ ἄντρας της τήν εἶχε ἐγκαταλείψει. Μιά φορά πού ἔκανε μπάνιο στή λίμνη, ἄρχισε νά βουλιάζει καί τῆς ἦταν ἀδύνατο νά σωθεῖ ἀπό μόνη της. ῎Αρχισε νά φωνάζει ἀπεγνωσμένα καί νά ζητᾶ ἀπό τό Θεό βοήθεια. «Βοήθησέ με, Θεέ μου, ἔλεγε, νά μή μείνουν ὀρφανά τά τρία παιδιά μου».
Ξαφνικά εἶδε φῶς καί μέσα σ’ αὐτό τόν παπποῦ μέ τό λευκό πουκάμισο κι’ ἕναν νεαρό μ’ ἕνα κουτί στό χέρι. Τήν πλησίασε ὁ παπποῦς καί τῆς εἶπε· «Μαρία, ἤρθαμε νά σέ γλιτώσουμε ἀπό τόν πνιγμό, ἀφοῦ τά τρία παιδιά σου καί οἱ γέροντες γονεῖς σου μόνο ἐσένα ἔχουν γιά νά τούς προσέχεις».
Τή σήκωσαν στά χέρια πάνω ἀπ’ τό νερό καί τήν μετέφεραν στήν ἀκτή. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος κι’ ἄρχισαν νά τῆς κάνουν τεχνητή ἀναπνοή. ᾿Επειδή ὅμως εἶχε καταπιεῖ πολύ νερό, δέν ἀντιδροῦσε καθόλου καί παρέμενε λιπόθυμη. ῞Οταν συνῆλθε ὕστερα ἀπό ὥρα, τή ρώτησαν πῶς μπόρεσε καί βγῆκε, ἀφοῦ ἦταν λιπόθυμη. Αὐτή τούς ἐξήγησε ὅ,τι ἀκριβῶς θυμόταν. Οἱ πιστοί δέχονταν τά λόγια της, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι τά κορόϊδευαν.
῾Η Μαρία εὐχαρίστησε θερμά τό Θεό γιά τή σωτηρία της καί ἄρχισε νά ψάχνει σέ εἰκόνες μήπως καί γνωρίσει αὐτούς πού εἶδε. Τόν νεαρό μέ τό κουτί στά χέρια τόν ἀναγνώρισε ἀμέσως. ῏Ηταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων ὁ ᾿Ιαματικός. ῞Ομως τόν παπποῦ δέν μπόρεσε νά τόν ἐντοπίσει πουθενά.
Μιά μέρα ὕστερα ἀπό χρόνια μιλοῦσε ἡ Μαρία μέ τή Ραΐσα, πού τελευταία εἶχε μετακομίσει στό Μινβόντι καί τῆς διηγόταν τή σωτηρία της ἀπό τόν πνιγμό. Στή συνέχεια ἡ Ραΐσα ἐνθυμούμενη τή θεραπεία της, κατάλαβε ἀμέσως ποιός ἦταν ὁ «παπποῦς» πού εἶδε καί τήν ὁδήγησε στίς ὑποτακτικές τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου γιά σιγουριά. ῞Οταν αὐτές τῆς ἔδειξαν τό πορτραῖτο μέ τόν παπποῦ, τόν ἀναγνώρισε ἀμέσως.
῎Ηξερε καλά πώς οἱ σωτῆρες της ἦταν οἱ ἅγιοι Παντελεήμων ὁ ᾿Ιαματικός καί ὁ Θεοδόσιος ὁ Θαυματουργός.
᾿Αφήγηση ἱστορίας μιᾶς οἰκογένειας ἀπό τήν
κόρη τους Σοφία
«Οἱ γονεῖς μου ἦταν ὁ Γεώργιος καί ἡ Μελανία. ῾Ο πατέρας μου ἦταν κατασκευαστής σιδηροδρομικῶν γραμμῶν στήν περιοχή τῆς Μαύρης Θάλασσας. Μόνιμη κατοικία δέν ὑπῆρχε γιατί συνεχῶς μετακομίζαμε ἀνάλογα μέ τή δουλειά ἀπό χωριό σέ χωριό.
Μιά φορά πού βρεθήκαμε σ’ ἕνα μικρό χωριό, εἶδα τούς κατοίκους νά ἀσχολοῦνται μέ τή μαγεία. ῾Ο πατέρας ἔδειξε ἐνδιαφέρον μήπως καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο γινόταν πλούσιος. ᾿Από τή θεωρία ἔφτασε γρήγορα καί στήν πράξη. Μιά μέρα πού ἦρθε στό σπίτι ἡ μικρότερη ἀδελφή τῆς μητέρας μου, πού ζοῦσε παρθενική μοναχική ζωή, ὁ πατέρας τήν ἔβαλε πάνω στήν καρέκλα, τή σκέπασε μ’ ἕνα μαῦρο πανί κι’ ἔβαψε μαῦρο ἕνα νύχι της. Τῆς εἶπε νά τό κοιτάζει συνεχῶς κι’ αὐτός ἄρχισε νά λέει τίς μαγικές εὐχές του. ῾Η μητέρα μου ὅμως φοβήθηκε γιά τήν ἀδελφή της καί τῆς εἶπε νά λέει τό «Πάτερ ἡμῶν» ἐνῶ ἐκείνη πῆγε στό ἄλλο δωμάτιο καί γονατιστή ἔλεγε τό ἴδιο. ῾Ο Θεός δέν ἐπέτρεψε νά γίνει τό κακό.
Πρώτη ἀπ’ ὅλους ἡ ᾿Αννούλα εἶδε ἕνα καβαλάρη μέ λαμπερή πανοπλία πού κρατοῦσε στό χέρι του ἕνα κοντάρι μέ φῶς γύρω-γύρω, πού ὅσο πλησίαζε, οἱ ἄσχημοι δαίμονες σκορπίζονταν. Μετά ὅλοι εἶδαν τόν καβαλάρη στό δωμάτιο. ῾Ο πατέρας ἦταν χαρούμενος γιατί πίστεψε πώς ἦταν αὐτός πού ζητοῦσε νἄρθει. ῾Η μάνα ὅμως τοῦ φώναζε· «Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Γεώργιος» κι’ αὐτός τῆς ἔλεγε· «Σώπα ἐσύ, αὐτή εἶναι ἄλλη δύναμη». Τότε ὁ καβαλάρης στάθηκε μπροστά τους καί εἶπε· «Εἶμαι ὁ νικητής Γεώργιος» καί ρώτησε τόν πατέρα μου· «Γιατί ἐσύ, Γεώργιε, καταστρέφεις τήν ψυχή σου; Κανείς δέ θά μποροῦσε νά σέ σώσει, ἄν ἡ μητέρα σου, ὅταν πνιγόταν, δέ σέ παρέδιδε στήν Παναγία γιά νά σέ προστατεύσει. ᾿Εγώ ἦρθα ἐδῶ μέ ἐντολή τῆς Παναγίας καί ἔτρεξα νά σέ σταματήσω ἀπό τήν ἐνασχόληση μὲ τή μαγεία».
῞Οταν ἔμαθε ὁ πατέρας ὅτι τόν μεγάλωσε ξένη γυναίκα ἔκλαψε πολύ. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως τοῦ εἶπε νά μήν κλαίει γιατί τώρα πιά εἶναι μεγάλος. ῾Ως πρός τή μητέρα μου τῆς εἶπε· «᾿Εσύ Μελανία, ὅταν διαβάζεις τό «Πάτερ ἡμῶν» ἀφήνεις ἕνα γράμμα, κι’ ἐσύ Γεώργιε μιά λέξη καί δέν πρέπει αὐτήν τήν προσευχή νά μήν τήν ξέρετε καί νά μήν τή λέτε σωστά. ᾿Επειδή ἡ Μελανία καί ἡ ῎Αννα τή διάβασαν 300 φορές γι’ αὐτό μπόρεσα καί ἦρθα». Στή συνέχεια ὁ ῞Αγιος εἶπε στόν πατέρα μου· «Θυμᾶσαι Γεώργιε, μιά μέρα πού ἦρθες ἀπό τή δουλειά καί φώναζες στή Μελανία; ῎Εξω ἦταν δύο κάτοικοι πού σᾶς παρακολουθοῦσαν καί γελοῦσαν γιατί αὐτό πού εἶχαν κάνει εἶχε πιάσει. Μετά συνέχιζε ἡ φασαρία μέσα στήν οἰκογένεια. Πίσω ἀπό τό σκαλοπάτι εἶχαν βάλει ἕνα κουτί μέ μαγικά κι’ ἐσύ τό πέρασες, γι’ αὐτό καί ἦρθε αὐτή ἡ ταραχή. Σήκω λοιπόν τό πρωΐ, πάρ’ το καί χωρίς νά μιλήσεις σέ κανέναν πήγαινε καί πέταξέ το στό ποτάμι. ῎Ετσι σιωπηλός νά γυρίσεις πίσω».
῾Ο πατέρας ἔκανε ἔτσι ἀκριβῶς. Γιά τρία χρόνια συνεχῶς ὁ οὐράνιος προστάτης ἐρχόταν στούς γονεῖς μου, τούς δίδασκε καί τούς καθοδηγοῦσε. ῾Ο πατέρας παρακάλεσε τόν ῞Αγιο νά τοῦ δείξει τό μέρος πού θά εὕρισκε τό θησαυρό γιά νά γίνει πλούσιος καί νά κάνει θεάρεστα ἔργα (νοσοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα). ῾Ο ῞Αγιος ὅμως τοῦ εἶπε ὅτι τά πλούτη δέν εἶναι γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ ῞Αγιος δέν ἐρχόταν. ῞Οταν ἦρθε  μετά ἀπό καιρό εἶπε ὅτι ἦταν γιά τελευταία φορά. ῾Η μητέρα μου σκεπτόταν «θά λέω πολλές φορές τό Πάτερ ἡμῶν καί θἄρχεται». «῞Οσες φορές καί νά τό πεῖς, δέ θά μέ ξαναδεῖς», ἀπάντησε στούς λογισμούς της. «᾿Εγώ ἐρχόμουν ὄχι γιά τήν ἀξία σας, ἀλλά γιά νά προλάβω τήν καταστροφή τῶν ψυχῶν σας πού εἶχαν ἀφεθεῖ στήν προστασία τῆς Παναγίας. ᾿Εσύ Μελανία θά κάνεις ἑπτά παιδιά, θά λέγεσαι Μαρία καί σύντομα θά συναντήσεις τόν Θεοδόσιο τόν ῾Ιεροσολυμίτη καί θά τόν ἀκολουθήσεις. Μόνο τότε στήν οἰκογένειά σας θά μπεῖ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ». Μέ αὐτά τά λόγια ὁ ῞Αγιος ἐξαφανίστηκε γιά πάντα.
Μετά ἀπό λίγο καιρό γνωρίστηκαν μέ τόν ἅγ. Θεοδόσιο ὅπως τούς προεῖπε ὁ ἅγιος Γεώργιος. Τό 1925 ἡ οἰκογένεια μου μετακόμισε στό Νοβοροσίσκ. ῎Ημουν τότε ἕξι μηνῶν. ῎Ακουσαν γιά τόν ῾Ιεροσολυμίτη καί τό ἡσυχαστήριό του καί κατάλαβαν ὅτι αὐτός ἦταν πού τούς ἔστελνε ὁ ἅγιος Γεώργιος νά γνωρίσουν. Πῆγαν ἐκεῖ μέ τήν ἀδελφή μου τή Βέρα πού ἦταν δαιμονισμένη καί ὁ ἅγ. Θεοδόσιος τή θεράπευσε. Εἶπε ὅμως στήν μητέρα μου ποτέ νά μήν τῆς πάρει, ὅσο καί ἄν τό ἐπιθυμεῖ, ἄσπρο φόρεμα καί ἄσπρα παπούτσια. Εὐχαρίστησαν τό ἅγιο Θεοδόσιο καί γύρισαν στό σπίτι. ῾Η μητέρα μου ὅμως ἄφησε τή Βέρα μέ τή θεία μου καί ἦρθε γρήγορα νά μέ ταΐσει. ῾Η Βέρα χαρούμενη πού ἔγινε καλά πῆγε μέ τή θεία μου στά μαγαζιά καί τῆς πῆρε ἄσπρο φόρεμα καί ἄσπρα παπούτσια πού τῆς ἄρεσαν. ῎Ετσι ἔγινε πάλι ὅπως καί πρῶτα καί ἡ δοκιμασία συνεχίστηκε.
῾Ο Στάρετς εἶχε ἀλληλογραφία μέ τήν οἰκογένεια καί μαθαίνοντας τά συμβάντα τούς προσκάλεσε νά μετακομίσουν στό Μινβόντι. ῾Η μητέρα μου ὅμως δέν μποροῦσε νά τόν ὑπακούσει ἄμεσα, γιατί ἦταν ἄρρωστη καί ὑπέφερε ἀπό αἱμορραγίες. Μιά φορά πού τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Στάρετς τῆς εἶπε· «Σήκω Μελανία καί περπάτα». ῾Η μητέρα μου ἀμέσως σηκώθηκε καί ἄρχισε νά ἀσχολεῖται.
῞Ολοι ὅσοι τήν ἔβλεπαν ἀποροῦσαν κι’ ἔλεγαν πῶς ἐνῶ  ἦταν τόσο ἄρρωστη μποροῦσε κι’ ἔκανε τόσα πολλά. Σιγά σιγά θεραπεύτηκε κι’ ἔγινε τελείως καλά. ῎Ημουν τότε πέντε χρονῶν καί θυμᾶμαι τό παράδοξο περιστατικό πού ἔζησα παρέα μέ τόν Στάρετς. ῎Ημουν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μου μέ τόν Στάρετς καί εἴδαμε νά διασχίζει τό φθινοπωρινό οὐρανό ἕνα σμῆνος ἀποδημητικά πουλιά. Αὐτός τά φώναξε νά κατέβουν, τούς ἔριξε σπόρους νά φᾶνε καί ἀφοῦ ξεκουραστοῦν νά πᾶνε στό καλό. Αὐτά ὑπάκουσαν κι’ ἔγινε ὅπως τούς εἶπε ὁ Στάρετς.
Τό 1936 ὁ πατέρας μου, Γεώργιος, ἔπαθε ἡλίαση καί χρειάστηκε ἄμεσα νά ἔρθει ἡ πρώτη βοήθεια. ῎Εφτασε συγχρόνως καί ὁ ἅγ. Θεοδόσιος καί μέ τό καντήλι στό χέρι ἔκανε τρεῖς περιφορές γύρω ἀπό τό ὑποτυπῶδες ἀσθενοφόρο καί σιγά-σιγά ἔψελνε «Αἰωνία ἡ μνήμη».
῾Ο ἀδελφός μου, Νικόλαος, πού τόν ἄκουσε, κατάλαβε ὅτι προέβλεψε τό θάνατό του καί τρόμαξε. Τόν πῆγαν στό νοσοκομεῖο. Τήν 3η ἡμέρα ἀπ’ τήν εἰσαγωγή του, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶπε στή μητέρα μου ὅτι ὁ ἄντρας της ἔπρεπε νά ἐξομολογηθεῖ γραπτῶς σέ ὅποια γλώσσα ἤθελε. ῾Ο πατέρας μου διάλεξε τήν ἑλληνική. ῞Οταν ὅμως ὁ ἅγιος Θεοδόσιος διάβασε τά γραφόμενά του, εἶπε στή μητέρα· «Πήγαινε γρήγορα καί πές του ὅτι ξέχασε νά γράψει κάτι πολύ σπουδαῖο». ῾Ο πατέρας μου προσπάθησε πολύ νά θυμηθεῖ καί ὅταν θυμήθηκε, τό συμπλήρωσε τρομαγμένος.
῾Ο ἅγ. Θεοδόσιος παραδέχθηκε αὐτή τήν φορά ὅτι ὅλα ἦταν γραμμένα καί τόν συγχώρησε. Τήν 4η ἡμέρα ὁ ἅγιος Θεοδόσιος φώναξε τήν μεγάλη ἀδελφή μου, τήν ᾿Αλεξάνδρα, καί τῆς ἔδωσε νά τοῦ πάει ἀντίδωρο καί ἁγιασμό. Αὐτή ἐπειδή εἶχε κάτι ἐπείγουσες δουλειές τόν παρακάλεσε νά τοῦ τά πάει ἀργότερα. ῾Ο Στάρετς ὅμως τή διέταξε γιά τό συντομότερο. ῾Η ᾿Αλεξάνδρα τόν ρώτησε πῶς νά τά δώσει κρυφά ἀπό τούς ἄλλους πού ἦταν μέσα στό δωμάτιο. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος τῆς ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός θά σέ φωτίσει νά βρεῖς τόν τρόπο νά τό κάνεις. Μόλις ἡ ᾿Αλεξάνδρα μπῆκε στό δωμάτιο τοῦ νοσοκομείου οἱ ἄλλοι τέσσερις ἀσθενεῖς σηκώθηκαν καί βγῆκαν ἔξω. Αὐτή γρήγορα ἔδωσε τά ἱερά δῶρα στόν πατέρα μας. Μετά ἔφυγε, ἀλλά μόλις ἔφτασε στό σπίτι μας, τήν ἐνημέρωσαν ὅτι ὁ πατέρας μας κοιμήθηκε. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ἤξερε καί τήν ὥρα. Μετά τό θάνατό του, ἡ χήρα μητέρα μας, ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα καί τό ὄνομα Μαρία, γιά νά ἐκπληρωθεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ προφητεία τοῦ ἁγίου Γεωργίου. ῞Υστερα ἀπό δέκα χρόνια, τό 1946 κοιμήθηκε καί ἡ μητέρα μας. Κάποτε ἀρρώστησα κι’ ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶπε στήν ἀδελφή μου, ᾿Αλεξάνδρα ὅτι ἴσως πεθάνω. Σέ λίγες ὅμως ἡμέρες πού ξαναῆρθε γιά νά μέ δεῖ, εἶπε στήν ἀδελφή μου, ᾿Αλεξάνδρα ὅτι ἡ Σοφία δέ θά πεθάνει, ἀλλά θά ζήσει πολύ. ῎Εζησα καί θυμᾶμαι πολλά θαύματα πού δέν μποροῦν νά καταγραφοῦν ὅλα».
Θεραπεία ἀνδρός ἀπό ἔκζεμα
Κάποτε εἶχε ἔλθει ἕνας ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία μέ σκοπό νά βρεῖ τόν τάφο τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη. Κατέληξε στό ξενοδοχεῖο τῆς πόλης. Προσπαθοῦσε γιά καιρό ἀδίκως ὅμως, γιατί δέν μποροῦσε νά βρεῖ τόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου.
Κάποια μέρα συνάντησε τίς γυναῖκες πού γνώριζαν τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί πού οἱ ἴδιες μέ προθυμία τόν ὁδήγησαν στόν τάφο του. ῾Ο ἄντρας τούς περιέγραψε τήν ταλαιπωρία του μέχρι νά τόν βρεῖ. Αὐτός ὑπέφερε χρόνια ἀπό δερματική νόσο τῶν ποδιῶν, ὅπου συνεχῶς ἔτρεχε πύον ἀπό τίς πληγές. Οἱ γιατροί δέν συμφωνοῦσαν ὡς πρός τή διάγνωση. ῎Αλλοι ἔλεγαν πώς ἦταν ἔκζεμα καί ἄλλοι πώς ἦταν λέπρα. Οὔτε καί ἡ φαρμακευτική ἀγωγή πού τοῦ ἔδιναν δέν τόν βοηθοῦσε. ῾Ο ἄντρας, ἐπειδή ὑπέφερε πολύ, ἄρχισε νά ζητᾶ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἀρχή γιά τήν ἀνακάλυψη μιᾶς ἄλλης θεραπείας προσφερομένης ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε ἀπό τό προσκύνημα στόν γνωστό ὅσιο ᾿Ιώβ τῆς Ρωσίας. Τά λείψανά του βρίσκονταν στό μοναστήρι στό Πατσαέφ τῆς Οὐκρανίας. ᾿Εκεῖ συγκεντρώνονταν πολλοί προσκυνητές κι’ ἀνάμεσά τους ἦταν καί ὁ συγκεκριμένος ἄρρωστος ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία.
Κάποια στιγμή πού ὅλοι περίμεναν τή σειρά τους, βγῆκε ἀπό τό κελί ἕνας ὑποτακτικός ἑνός γέροντος μοναχοῦ καί ρώτησε ἄν κάποιος ἦταν ἀπό τή Σιβηρία γιά νά περάσει. Τόν φώναξε καί μέ τό ὄνομά του. ῾Ο ἄντρας πέρασε καί πῆγε στό Γέροντα ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά τόν ρωτᾶ γιά τή ζωή του καί τήν ἀρρώστια του.
Στή συνέχεια τοῦ εἶπε γιά ἕνα ὄνειρο πού εἶδε καί τόν ἀφορᾶ. «Εἶδα τήν Παναγία καί μοῦ εἶπε ὅτι θἄρθει ἕνας ἄρρωστος ἄντρας ἀπό τή Σιβηρία καί νά τόν στείλω στό Μινβόντι, στόν τάφο τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη Θεοδοσίου. ῞Οταν φτάσει ἐκεῖ ν’ ἀνάψει τό καντήλι, νά προσευχηθεῖ καί μέ τό λάδι ν’ ἀλείψει τά πόδια του. ᾿Από πάνω νά ρίξει χῶμα ἀπό τόν τάφο, νά τά τυλίξει κι’ ἔτσι δεμένα νά τἄχει μέχρι νά φτάσει στό σπίτι του». ῾Ο ἄντρας ἀκούγοντας αὐτό τό μήνυμα τῆς Παναγίας πού τόν ἀφοροῦσε ἐξ’ ὁλοκλήρου, ἔνιωσε πιό δυνατός πνευματικά καί χωρίς καθυστέρηση ξεκίνησε γιά τό Μινβόντι. ῞Οταν ἔφτασε στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου ἔκανε μέ θρησκευτική εὐλάβεια ὅλα αὐτά ἀκριβῶς πού τοὖχε πεῖ ὁ μοναχός. Γιά πέντε ἡμέρες ἔκανε συνεχῶς αὐτό τό προσκύνημα καί ζητοῦσε ἐκ βάθους καρδίας τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου».
Στή συνέχεια πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τή Σιβηρία. Τό ταξίδι ἦταν δύσκολο λόγῳ τῆς μεγάλης ἀπόστασης καί τῶν δεμένων ποδιῶν. ῞Οταν τελικά ἔφτασε στό σπίτι του, ξετύλιξε τά πόδια του καί ὤ τοῦ θαύματος, εἶδε τίς πληγές του νἄχουν στεγνώσει καί νέο ρόζ δέρμα σάν τοῦ μωροῦ νά τίς ἔχει σκεπάσει. Τοῦ φάνηκε παράξενο πώς δέν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος ἀπό τό πολύ χῶμα πού εἶχε βάλει. Θαυματουργική θεραπεία καθ’ ὅλα.
῞Ενα χρόνο μετά τήν ἴασή του, ἐπισκέφθηκε τόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου μαζί μέ τή γυναίκα του, τήν κόρη του καί τήν πεθερά του, πρῶτα γιά νά τόν εὐχαριστήσουν καί μετά γιά νά ζητήσουν καί πάλι βοήθεια.
῾Η πεθερά του γιά χρόνια ἐταλαιπωρεῖτο ἀπό μιά πάθηση τῶν ματιῶν καί κανένας γιατρός δέν μποροῦσε νά τή βοηθήσει γιά νά γιατρευτεῖ. Συναντήθηκαν στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου μέ τή Ραΐσα κι’ ἐκεῖ ὁ ἄντρας τῆς διηγήθηκε τήν ἱστορία τῆς θεραπείας του καί ὅλοι μαζί προσευχήθηκαν νά κάνει πάλι τό θαῦμα του ὁ ἅγιος Θεοδόσιος γιά τήν πεθερά του.
«῞Οταν τελειώσαμε, πήραμε λάδι ἀπό τό καντήλι καί ἀλείψαμε τά μάτια τῆς πεθερᾶς μου. Πάνω ἀπό τό λάδι βάλαμε καί χῶμα ἀπό τόν τάφο», διηγήθηκε.
῾Η κόρη τῆς οἰκογένειας πού ἦταν καί γιατρός, ἀνησύχησε μ’ αὐτά πού εἶδε νά κάνουν καί φώναξε·
— «Μπαμπά, θά προκαλέσετε μόλυνση στή γιαγιά μ’ αὐτά πού τῆς κάνετε».
— «Γιατί κόρη μου ἔχεις τόσο λίγη πίστη στήν ψυχή σου; Εἶδες πώς μ’ αὐτά τά εὐλογημένα ὑλικά θεραπεύτηκα κι’ ἐγώ. ῎Ισως μέ τό δεύτερο θαῦμα μέσα στήν οἰκογένειά μας γεμίσει ἡ ψυχή σου ἀπό πίστη πρός τό Θεό καί τόν ῞Οσιό Του Θεοδόσιο».
Μιά θαυματουργική χειρουργική ἐπέμβαση
Μιά γυναίκα ἀπό τό Μινβόντι πού τ’ ὄνομά της ἦταν Νίνα, ἀρρώστησε βαριά καί χρειάστηκε νά χειρουργηθεῖ ἄμεσα. ῾Ο φόβος εἶχε γεμίσει τήν καρδιά της ἀπό ἀγωνία καί τά μάτια της ἀπό δάκρυα. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα στεναχωριόταν πού θά ἄφηνε τήν ἄρρωστη καί γριά μητέρα της χωρίς προστασία. Παρακαλοῦσε συνεχῶς τό Θεό κλαίγοντας καί τοῦ ζητοῦσε νά μήν τήν ἐγκαταλείψει. Μιά μέρα πρίν εἰσαχθεῖ στό νοσοκομεῖο μέ θερμή προσευχή ζήτησε τή βοήθειά Του.
Ξαφνικά ἄκουσε νά ἔρχεται κάποιος ἀπό τό ἄλλο δωμάτιο. Αὐτή νόμισε ὅτι ξύπνησε ὁ ἄντρας της κι’ ἐρχόταν νά τή μαλώσει πού ἦταν ξύπνια καί κλαμμένη. ῞Ομως μπροστά της εἶδε ἕνα κοντό ἀδύνατο παπποῦ πού τῆς εἶπε· «῏Ηρθα νά σέ βοηθήσω, γιά νά μήν στεναχωριέσαι. Θά κάνω τώρα τήν ἐγχείρηση πού χρειάζεσαι, γιά νά μείνεις στό σπίτι σου καί νά προσέχεις τή μητέρα σου. Θά κάνω μιά μικρή ἐπέμβαση καί θά σοῦ βγάλω τόν πόνο».
῾Η Νίνα αἰσθάνθηκε πώς κάποιο αἰχμηρό ἐργαλεῖο τήν ἀκούμπησε καί τήν ἄνοιξε χωρίς πόνο. ῎Εβγαλε μέσ’ ἀπ’ τό συκώτι της ἕνα σακκούλι μέ ὑγρό. ῾Η Νίνα τότε σκέφτηκε· «Καλά μέ ἄνοιξες, τώρα πῶς θά μέ ράψεις»; ῾Ο «παπποῦς» ἀπάντησε στίς σκέψεις της. «Μήν ἀνησυχεῖς, ὁ Θεός θά βοηθήσει νά γίνει κι’ αὐτό». ῎Επιασε μέ τά δυό του χέρια καί ἔνωσε τίς ἄκρες τῆς τομῆς καί χαϊδεύοντας τό σημεῖο αὐτό ἔκλεισε τό τραῦμα καί τῆς εἶπε·
«Νά πᾶς στούς Κοβαλιόβι (πνευματικά του παιδιά) νά σοῦ δώσουν λάδι ἀπό τό καντήλι γιά νά πίνεις καί νά ἀλείφεσαι κι’ ἔτσι θά γίνεις τελείως καλά καί νά μήν ξεχάσεις ποτέ τό Θεό». ῾Η Νίνα πρόλαβε πρίν φύγει νά τόν ρωτήσει· «Παπποῦ, πῶς σέ λένε;» «῾Ιεροσολυμίτη, Μοναχό Θεοδόσιο» τῆς ἀπάντησε. Τόν παρακάλεσε νά μή φύγει ἀμέσως, ἀλλά νά κάτσει λίγο ἀκόμα κοντά της.
Τῆς ἀπάντησε ὅμως ὅτι ἔπρεπε νά φύγει ἀμέσως γιατί τόν περίμεναν πολλοί. ᾿Απ’ ὅλα ἔμεινε ἀπορημένη, ἀλλά πιό ἔντονα ἀπ’ τό ὅτι μιά θαυματουργική ἐπέμβαση τή γλίτωσε ἀπό τήν ἐγχείρηση καί τήν ἔκανε καλά.
Θεραπεία ἀπό ἐπιληψία
Μιά γιαγιά μέ τήν ἐγγονή της ἦρθε ἀπό τό Μπουντιονόφσκ, γιατί ἡ μικρή ὑπέφερε ἀπό ἐπιληψία καί στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου στήριζαν τίς ἐλπίδες τους γιά τή θεραπεία. ᾿Αφοῦ πῆγαν στόν τάφο, προσκύνησαν καί προσευχήθηκαν, πῆραν μαζί τους χῶμα, νερό καί λάδι καί ἔφυγαν. ῞Υστερα ἀπό χρόνια ἦλθε ἄλλη προσκυνήτρια πού τίς γνώριζε καί διέδωσε πῶς ἀπό τότε τό κορίτσι θεραπεύτηκε καί ἀπαλλάχτηκε τελείως ἀπό τήν ἀρρώστια καί σπουδάζει.
Θεραπεία παραμορφωμένου προσώπου
᾿Από τό Γιεσεντουκί ἦρθε ἕνας ἄντρας μέ τόσο παραμορφωμένο πρόσωπο, πού προκαλοῦσε φόβο καί πολλοί ἀπέφευγαν νά τόν κοιτάξουν. ῞Οταν ἔβηχε τά ἀγγεῖα τοῦ δέρματος ἔσπαγαν καί ἐκχυνόταν ρόζ ὑγρό.
Πῆγε κι’ αὐτός στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου γιά νά ζητήσει βοήθεια. ῞Ολοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τόν λυπήθηκαν τόσο πολύ, πού κάθησαν νά προσευχηθοῦν μαζί του, γιά νά τόν βοηθήσει ὁ ῞Οσιος νά θεραπευτεῖ. Σέ μερικές ἑβδομάδες ἡ Μαρία καί ἡ ῎Αννα ξαναεῖδαν τόν ἄντρα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί δέν τόν ἀναγνώρισαν. Τό πρόσωπό του εἶχε γίνει τελείως καλά κι’ ἡ θεραπεία ἦταν ὁρατή. Αὐτός τούς ἐξήγησε ὅτι μέχρι τότε κανένας δέν μπόρεσε νά τόν βοηθήσει, παρ’ ὅλο πού καί πολλά χρήματα ξόδεψε καί πολλούς γιατρούς ἐπισκέφθηκε. «Σέ κάποια ὅμως σειρά ἀναμονῆς γιατροῦ ἀπό τίς πολλές πού εἶχα βρεθεῖ, εἶπε, γνώρισα τίς γυναῖκες πού γνώριζαν τό ἅγιο Θεοδόσιο καί μέ συμβούλεψαν νά ἔλθω στό Μινβόντι, στόν τάφο του γιά νά θεραπευτῶ. ῎Ετσι ἦρθα ἐδῶ καί βρῆκα τή γιατρειά μου. Χίλιες δόξες στό Θεό καί στόν ῾Ιεροσολυμίτη».
Παρεμβάσεις τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου
πρίν τό θάνατό του
῾Η Μαρία Καβαλιόβα (μοναχή Μαρίνα), πρίν κοιμηθεῖ τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ 1983, ἠσχολεῖτο στό χωράφι ὅταν εἶδε τό ἅγιο Θεοδόσιο νά τήν πλησιάζει, νά τήν εὐλογεῖ καί νά τῆς λέει· «Διάβαζε τό Εὐαγγέλιο». Αὐτή τοῦ ἔβαλε μετάνοια, ἀλλά μόλις σηκώθηκε, αὐτός εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
Τρεῖς ἡμέρες μετά ἡ μοναχή Μαρίνα, πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, ἀρρώστησε καί μία ἡμέρα πρό τοῦ θανάτου της τόν ξαναεῖδε καί τῆς διάβαζε εὐχές τῆς ᾿Εξόδιου ᾿Ακολουθίας της.
Τόν ἴδιο χρόνο, τό Δεκέμβριο τοῦ 1983, σέ ἡλικία 87 χρονῶν, κοιμήθηκε ἡ ἀδελφή ῎Αννα Κοβαλιόβα (μοναχή ᾿Αγγελική), αὐτή πού ἀπό 10 χρονῶν κοριτσάκι εἶχε ἔρθει στό ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Στά τελευταῖα της εἶχε ἕνα πρόβλημα στά μάτια. Μιά μέρα ἄκουσε νά ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της καί νά μπαίνει κάποιος μέσα.
῏Ηταν ὁ ἅγιος Θεοδόσιος πού εἶχε κοιμηθεῖ πρίν 35 χρόνια. ῾Η μοναχή τόν σταύρωσε γιά νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν ἦταν ὀπτασία πονηροῦ καί τότε ἐκεῖνος τῆς εἶπε· «Προετοιμάσου γιατί σέ τρεῖς ἡμέρες θά πᾶς στό Θεό. ᾿Επειδή ὅμως θυμᾶμαι πού μέ παρακαλοῦσες ἄν εἶναι δυνατόν νά μήν περάσεις τά τελώνια, σοῦ λέω πώς μερίμνησε ὁ Θεός νά σέ πάρει κοντά του μέ μαρτυρικό θάνατο».
Τρεῖς φορές ὁ ἅγιος. Θεοδόσιος γύρισε γύρω ἀπ’ αὐτήν μέ καντήλι στά χέρια καί διάβαζε ἐξόδιες εὐχές.
Τήν τρίτη ἡμέρα μετά ἀπ’ αὐτό τό συμβάν ἡ μοναχή βρῆκε τραγικό θάνατο ἀπό δυστύχημα μέ τρένο καθώς περνοῦσε ἀφηρημένα τίς ράγες καί δέν πρόσεξε. Κόπηκαν τό χέρι καί τό πόδι της καί ἐκτινάχθηκαν μακριά. Πρίν παραδώσει ὅμως τό πνεῦμα της πρόλαβε νά πεῖ· «Κύριε, συγχώρησέ με». ῾Η Δαρεία, ἡ μοναχή πού τήν ἀκολουθοῦσε, ἔνιωσε σάν κάποιο χέρι νά τήν σπρώχνει μακριά, γιά νά σωθεῖ καί θεώρησε τόν ἑαυτό της ἔνοχο γι’ αὐτό, πού αὐτή ἔμεινε ζωντανή καί ἡ πνευματική της ἀδελφή πέθανε. Τό μήνυμα ὅμως ἦταν πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὅ,τι πρόκειται νά γίνει.
Προτροπή στό θρησκευτικό γάμο
Μιά φοιτήτρια, πού λεγόταν Ρίμα, σπούδαζε σέ πανεπιστήμιο ἄλλης πόλης ἀπ’ αὐτήν πού ἔμεναν οἱ γονεῖς της καί εἶχε συμφοιτητή της τόν Βλαδίμηρο, μέ τόν ὁποῖο ἐρωτεύτηκαν καί προχώρησαν σέ κοινή ζωή.
῎Εκαναν πολιτικό γάμο κρυφά ἀπό τούς γονεῖς της, οἱ ὁποῖοι ὡς θρησκευόμενοι δέν θά ἐπέτρεπαν νά γίνει αὐτός ὁ γάμος. Στή συνέχεια ἡ Ρίμα ἔμεινε ἔγκυος, ἀλλά φοβήθηκε νά τό ὁμολογήσει στούς γονεῖς της, ἐπειδή δέν ἤξεραν κἄν πώς ἦταν παντρεμένη.
Μιά μέρα ἡ Ρίμα εἶδε στ’ ὄνειρό της ὅτι μπῆκε σ’ ἕνα χῶρο ὅπου μπροστά στό προσκυνητάριο ἦταν γονατιστός ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ντυμένος μέ τά λευκά καί λαμπερός σάν τόν ἥλιο. ῾Η Ρίμα τόν σταύρωσε σκεπτόμενη πώς ἴσως ἦταν ὀπτασία τοῦ πονηροῦ. Προσευχήθηκε στό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ὁ Στάρετς τῆς ἀπάντησε «᾿Αμήν».
Μετά γύρισε πρός αὐτήν καί τῆς εἶπε· «῏Ηρθα νά σοῦ πῶ, Ρίμα, νά κάνεις θρησκευτικό γάμο καί νά γεννήσεις τό γιό σου Νικόλαο». Τῆς πρόσφερε ἕνα κομμάτι ἀντίδωρο καί τῆς ὑπενθύμισε ὅτι ἔπρεπε νά κάνει θρησκευτικό γάμο τό συντομότερο γιά νά μή θεωρηθεῖ πόρνη.
῾Η Ρίμα πῆρε τό ἀντίδωρο, τό ἔφαγε καί μ’ αὐτό ξύπνησε. ῞Ολα αὐτά πού εἶδε καί ἄκουσε, τά εἶπε στόν Βλαδίμηρο ὁ ὁποῖος συμφώνησε ἀμέσως νά κάνουν θρησκευτικό γάμο πρός χαρά τῶν γονέων τῆς Ρίμα. Παραμονή τοῦ ῾Αγ. Νικολάου γεννήθηκε ὁ γιός τους καί πῆρε τό ὄνομα Νικόλαος.
Μαρτυρία Εὐγενίου, μικροῦ μαθητή
«῾Η γιαγιά μου ἡ Μαρία ἦταν πολύ ἄρρωστη. ῾Η πλάτη της εἶχε καμπούρα γι’ αὐτό ἔσκυβε καί περπατοῦσε μόνο μέ μπαστούνι. Στό σπίτι μας διαβάζαμε βιβλία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. ῾Η γιαγιά μου μέ τό θεῖο μου Βλαδίμηρο ἀποφάσισαν νά πᾶνε στόν τάφο του καί νά ζητήσουν τή βοήθειά του. Μέ πῆραν καί μένα μαζί τους. Τόν δρόμο πρός τό νεκροταφεῖο δέν τόν γνωρίζαμε, ἀκολουθήσαμε ὅμως τούς ἄλλους. ᾿Από ἕνα σημεῖο τῆς διαδρομῆς καί πέρα δέν ξέραμε ποῦ νά πᾶμε. ᾿Εκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή τοῦ ἀδιεξόδου μας, εἶδα μπροστά μου ἕνα γεροντάκι μέ μπαστούνι καί προσπάθησα νά τόν φθάσω γιά νά τόν ρωτήσω. ῾Η γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου μέ ἀκολουθοῦσαν. ῞Οσο ὅμως κι’ ἄν προσπάθησα νά τόν φθάσω δέν τό κατάφερα. ῎Εδειχνε ὅμως νά μᾶς ὁδηγεῖ, γιατί μόλις φθάσαμε στό νεκροταφεῖο ἐξαφανίστηκε.
Τήν δεύτερη φορά πού ξαναπήγαμε στόν τάφο, τό λεωφορεῖο μᾶς πῆγε πιό κοντά στό νεκροταφεῖο καί μετά πήραμε κι’ οἱ τρεῖς μας τό δρόμο πού ξέραμε πιά. Ξαφνικά εἶδα τόν ἴδιο παπποῦ, πού εἶχα ξαναδεῖ, νά μέ πλησιάζει καί νά μοῦ λέει· «Γειά σου Εὐγενία». ᾿Εγώ ξαφνιάστηκα πῶς καί ἤξερε τό ὄνομά μου παρόλο πού ἔμενα τόσο μακριά ἀπό δῶ. Κι’ ἐνῶ σκεφτόμουν αὐτά, ἡ γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀρκετά κι’ ἔβλεπα μόνο τόν παπποῦ μέ τό λευκό του πουκάμισο, τά λευκά μαλλιά του καί τό μπαστουνάκι του. Τήν τρίτη φορά πού τόν συνάντησα εἴχαμε ξανάρθει μέ τό λεωφορεῖο καί στό δρόμο ἀκολουθοῦσα πιό πίσω τή γιαγιά καί τό θεῖο μου. ῾Ο ἴδιος παπποῦς ἦρθε πάλι κοντά μου, ὄχι ὅμως σάν ἁπλός παπποῦς ἀλλά ὡς ἕνας πανέμορφος ῾Ιερέας πού ἐξέπεμπε χαρά καί δύναμη καί πού δέν ἦταν εὔκολο νά τόν κοιτάξεις. Αὐτός ὁ μεγαλόπρεπος ῾Ιερέας ἅπλωσε τά χέρια του πού ἔμοιαζαν σάν κρυστάλλινα πρῶτα στούς ὤμους μου καί μετά στό κεφάλι μου κι’ ἐγώ σταύρωσα τά δικά μου γιά νά πάρω τήν εὐλογία του κάνοντας ὑπόκλιση σεβασμοῦ. ῾Η γιαγιά κι’ ὁ θεῖος μου εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ πάλι, ἐνῶ ἐγώ παρακολουθοῦσα μέ ἔκσταση τόν λαμπροφορεμένο ῾Ιερέα. ῞Οταν ὅμως σηκώθηκα ἀπό τή μετάνοια, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος εἶχε ξεμακρύνει ἀπό κοντά μου καί εἶχε ἐξαφανιστεῖ πίσω ἀπό ἕνα δέντρο. Μετά ἀπ’ ἐκείνη τήν ἐπίσκεψη στόν τάφο του, ἡ γιαγιά μου ἄφησε τό μπαστούνι καί περπάτησε ἐλεύθερα πρός χαρά δική της πού θεραπεύτηκε καί δική μου πού ἀξιώθηκα νά δῶ τρεῖς φορές τόν Θαυματουργό Θεοδόσιο τόν ῾Ιεροσολυμίτη».
᾿Ανεξήγητα φαινόμενα πού ὁδηγοῦν στό Θεό
Τή νύχτα τῆς Πεντηκοστῆς ἦρθαν μερικές γυναῖκες νά διαβάσουν τόν κανόνα τῆς γιορτῆς στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου.
῞Οταν ξημέρωσε καί βγῆκε ὁ ἥλιος, σ’ αὐτό τό πλαίσιο τῆς λάμψης ἐμφανίστηκε ἡ μορφή τῆς Παναγίας. Συγχρόνως ἀπ’ τόν τάφο βγῆκε ἕνας φωτεινός στύλος πού παιχνίδιζε μέ τά χρώματα τοῦ ἥλιου καί γύρω ἀπ’ αὐτόν κι’ ἄλλοι πιό μικροί φωτεινοί στύλοι πού ἔκαναν τό νεκροταφεῖο νά λάμπει ἀπ’ τό φῶς τους. ῾Η διάρκεια αὐτῶν τῶν ὁράσεων ἦταν μεγάλη καί οἱ γυναῖκες πού εἶδαν ὅλα αὐτά, τά διέδωσαν καί σέ ἄλλους ὅταν γύρισαν στήν πόλη τους. Τήν ἄλλη μέρα πολύ περισσότεροι προσκυνητές ἦρθαν στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Τά ἴδια φαινόμενα εἶδαν κι αὐτοί μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου.
Μιά ἄλλη μαρτυρία ἀπό κάποια κάτοικο ἀπ’ τό Μινβόντι πού πῆγε νά ἐπισκεφτεῖ τόν τάφο μαζί μέ τήν ἐγγονή της ἦταν ἡ ἑξῆς· Πρίν πλησιάσουν τόν τάφο εἶδαν πάνω ἀπ’ αὐτόν νά ὑψώνεται μιά ἐκκλησία, ὁ τροῦλος τῆς ὁποίας δέν ἔμοιαζε μ’ ἐκεῖνον τῆς Ρώσικης ἐκκλησίας. ῏Ηταν πιό πλαγιαστός. ῾Η γιαγιά τρόμαξε καί ρώτησε τήν ἐγγονή της ἄν ἔβλεπε κι’ αὐτή ὅ,τι κι’ ἐκείνη. ῾Η μικρή τῆς ἀπάντησε ὅτι εἶδε μιά ἐκκλησία, τῆς τήν περιέγραψε, τῆς εἶπε δηλαδή πόσους σταυρούς εἶχε καί συμφώνησαν κι’ οἱ δυό ὅτι τήν ἴδια ἐκκλησία ἔβλεπαν.
Σέ λίγο καιρό ἡ γιαγιά εἶδε σέ κάποιο ἄλμπουμ, ἐκκλησίες ἀπό τά ῾Ιεροσόλυμα βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς πού ἔμοιαζαν μέ τήν ἐκκλησία πού εἶχε δεῖ.
Κι ὁ ἐγγονός τῆς μοναχῆς ᾿Αγγελικῆς, ῎Ολεγκ, πού εἶχε ζητήσει ἀπό τή μητέρα του Λαρίσα νά πᾶνε στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, μαρτύρησε ἄν καί ἦταν μόλις τριῶν χρονῶν ὅτι, ὅταν πῆγαν, εἶδε κι’ αὐτός μιά μεγάλη ἐκκλησία καί τόν ἅγιο Θεοδόσιο πού φοροῦσε ὡραῖα χρυσά ἄμφια νά μπαίνει καί νά βγαίνει ἀπ’ αὐτήν.
Τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ τίς διηγήσεται;
Παραγγελίες τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου πρός φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν του
Τρεῖς γυναῖκες ἀπό τίς πολλές προσκυνήτριες πίστευαν πώς ὁ ἅγιος Θεοδόσιος θά μποροῦσε νά δώσει λύσεις σέ ὅλα τους τά προβλήματα. ῎Ετσι συχνά ἐπισκέπτονταν τόν τάφο του καί ζητοῦσαν ἀπό ἐκεῖ τή βοήθειά του. Μιά φορά πού ἦρθαν βράδυ καί εἶχε νυχτώσει γιά τά καλά κι’ ἐνῶ ἔψελναν τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο, εἶδαν τό ἀπέναντι χωράφι ἀπό τό νεκροταφεῖο νά τό διασχίζει μιά γιαγιά μέ γρηγοράδα καί νά κρατᾶ μιά κατσαρόλα ζεστό φαγητό στά χέρια της.
῾Η γιαγιά αὐτή, ὅταν ἔφτασε κοντά τους, τούς ἐξήγησε πώς μόλις κοιμήθηκε, εἶδε πώς πλησίασε τό κρεβάτι της ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, τή σκούντησε γιά νά ξυπνήσει καί τῆς εἶπε νά σηκωθεῖ γρήγορα, νά ἑτοιμάσει φαγητό, νά πάρει τρία κουτάλια μαζί της καί νά τά πάει στόν τάφο του πού ἔχει ἐκεῖ καλεσμένους καί πολύ πεινασμένους. «῎Ετσι ἔκανα ὑπακοή στίς προσταγές του καί σήμερα, ἀλλά καί πολύ συχνά ὅταν μοῦ τό ζητᾶ, ἐπειδή μένω καί κοντά στό νεκροταφεῖο δέν μπορῶ νά ἀρνηθῶ στόν Θεοδόσιο τήν καλή φιλοξενία πού ἐπιθυμεῖ γιά τούς ἀγαπημένους του προσκυνητές».
῾Ο διώκτης τῶν δαιμόνων
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ὅσο ζοῦσε, ἐκτός τῶν πολλῶν θαυματουργικῶν του παρεμβάσεων, εἶχε τή δύναμη νά διώχνει καί τά δαιμόνια.
῾Η μαρτυρία τῆς ῎Αννας (μοναχῆς ᾿Αγγελίνας) περιγράφει ἕνα περιστατικό σχετικό μέ τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων ὡς ἑξῆς· Μιά φορά εἶχαν φέρει στόν ἅγιο Θεοδόσιο μιά δαιμονισμένη γυναίκα καί τοῦ ζήτησαν μέ πόνο ψυχῆς νά τή λυπηθεῖ καί νά τήν ἐλευθερώσει. ῾Η γυναίκα ἦταν σέ κατάσταση ἀμόκ κι’ ὁ δαίμονας τήν ἔκανε νά σπαρταρᾶ καί δέν ἦταν δυνατόν οὔτε οἱ ἄντρες νά τήν κρατήσουν ὄρθια καί νά τήν ἠρεμήσουν. Οἱ συγγενεῖς της βλέποντας αὐτή τήν φρικτή εἰκόνα τοῦ δικοῦ τους προσώπου, ἔκλαιγαν γοερά.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ἀμέσως τούς πρόσταξε νά προσευχηθοῦν σιωπηλά μέ τό «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» γιά νά ἀποκτήσουν ἀμυντική προστασία καί νά μήν ὑπάρχει φόβος. Στή συνέχεια πῆρε τό σταυρό στό χέρι, ἄναψε κερί κι’ ἔκανε τρεῖς περιφορές γύρω ἀπ’ τή δαιμονισμένη λέγοντας· «῾Ο ἴδιος ὁ Θεός σέ διατάζει νά ἐξέλθεις ἀπό τή Μαρία ἀμέσως». Μέ τήν τρίτη φορά ἡ γυναίκα ἔτρεμε σύγκορμη καί ἀπό τό στόμα της ἔβγαινε πολύς καπνός καί μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρή. Οἱ ἄνθρωποί της, τήν ἔφεραν στό σπίτι της καί τήν ἄφησαν νά κοιμηθεῖ γιά ἀρκετές ὧρες. ῞Οταν ξύπνησε δέν θυμόταν τίποτα ἀπ’ ὅσα εἶχαν συμβεῖ κι’ ἔνιωθε ὑγιής καί καλά σάν νά ἦταν πάντα ἔτσι. ῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος τήν συμβούλευσε νά μήν χρησιμοποιήσει ποτέ κακό λόγο στό ἑξῆς καί ποτέ νά μήν βγεῖ ἀπό τό στόμα της κατάρα οὔτε καί γιά ζῶο, γιά νά μή τήν τιμωρήσει ὁ Θεός χειρότερα.
῾Η γυναίκα αὐτή μετά τήν θεραπεία της, ἐπισκεπτόταν πολύ συχνά τόν ἅγιος Θεοδόσιο γιά νά τόν εὐχαριστεῖ συνεχῶς γιά τό καλό πού τῆς ἔκανε.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος καί μετά τό θάνατό του δέν ἔχασε τό χάρισμά του καί μέσα ἀπό τόν τάφο του ἐλευθέρωσε πολλούς ἀπό τά δαιμόνια μέ τή δύναμη πού εἶχε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακόμα καί ἐκείνους πού ἐν ἀγνοία τους ἦταν δέσμιοι τῶν δαιμόνων καί τό ἀνακάλυπταν φτάνοντας στόν τάφο του, τούς ἐλευθέρωνε ἀμέσως ἀπό τά δεσμά τους.
Θαύματα τῶν νεώτερων χρόνων
Στή Γκαλίνα Ντερουγκίνα ὕστερα ἀπό μιά βαριᾶς μορφῆς γρίπη ἔμειναν ὡς παρενέργειες ἕνα αἱμάτωμα στό δεξί χέρι, μείωση τῆς ὅρασης καί κώφωση. Οἱ γιατροί τήν ἐνημέρωσαν πώς θά ἔμενε ἔτσι γιά ὅλη της τή ζωή. Μ’ αὐτά τά προβλήματα ἔμεινε γιά 15 χρόνια. ῞Οταν ὅμως ἄρχισε νά πηγαίνει ὡς προσκυνήτρια στά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου κατάλαβε ὅτι ἄκουγε καλά κι’ ὅτι ἡ ὅρασή της δυνάμωνε καί μποροῦσε νά διαβάζει χωρίς γυαλιά. Ποτέ ἀπό τότε δέν σταμάτησε νά εὐχαριστεῖ τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί νά δοξάζει τό Θεό.
῾Η Ναταλία Ρόντινα ἀπό τό Μινβόντι ἐταλαιπωρεῖτο γιά χρόνια ἀπό λίπωμα στό χέρι καί δέν ἦταν σίγουρο ὅτι μποροῦσε νά γιατρευτεῖ, ἀφοῦ οὔτε ὁ γιατρός της δέν μποροῦσε νά τῆς ἐγγυηθεῖ τίποτα. ῾Η ἐλπίδα της λοιπόν στράφηκε πρός τόν ἅγ. Θεοδόσιο καί ὡς προσκυνήτρια πήγαινε στά λείψανά του, παρακαλώντας γιά τή βοήθειά του.
Πῆρε ἀπό κεῖ λάδι καί ἄλειφε μ’ αὐτό τό χέρι της. Σέ μιά ἑβδομάδα θεραπεύτηκε. Μετά ἀπ’ αὐτό, τό 1994 ὁ γιός της ᾿Αλέξανδρος ἔπαθε τραυλισμό καί στεναχωριόταν πολύ. ῾Η πεθερά της πῆγε νά προσκυνήσει τά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί νά ζητήσει τό ἔλεός του. Δέν ἀρνήθηκε νά τό δώσει καί σέ λίγες ἡμέρες τό ἀγόρι γιατρεύτηκε.
῾Ο Βίκτωρ Κλεϊνώφ ὑπέφερε ἀπό δισκοπάθεια καί παρά τά πολλά φάρμακα πού ἔπαιρνε δέν ἔβλεπε θεραπεία.
Τό 1996 πῆγε ὡς προσκυνητής στά λείψανα τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου καί μέ πίστη ζήτησε νά τόν θεραπεύσει. Πῆρε λάδι ἀπό τό καντήλι του καί μ’ αὐτό ἄλειφε τή μέση του. Σέ ἑπτά ἡμέρες ἐλευθερώθηκε τελείως ἀπό τήν ἀρρώστια του.
Καί γι’ αὐτόν θεραπευτής γιατρός ἦταν ὁ ἅγ. Θεοδόσιος.
῾Η ῎Εμα Ζιμλάκοβα ᾿Αρμαδίρ γιά χρόνια ὑπέφερε ἀπό κρεατάκια. Οἱ γιατροί τῆς εἶπαν πώς αὐτό δέν θεραπεύεται καί πώς κάθε χρόνο θά χρειαζόταν νά κάνει μιά χειρουργική ἐπέμβαση πού ἦταν πολύ ἐπώδυνη.
῞Υστερα ἀπό τόσες ἐπεμβάσεις ἡ μύτη της εἶχε γίνει μιά μεγάλη πληγή. Μή ξέροντας τί ἄλλο νά κάνει σκέφτηκε τόν ἅγιο Θεοδόσιο καί ὡς προσκυνήτρια πῆγε στόν τάφο του προσευχόμενη νά τήν λυπηθεῖ καί νά τήν θεραπεύσει. Πῆρε ἀπό κεῖ λάδι καί νερό καί χρησιμοποιώντας τα, τό λάδι γιά τά ρουθούνια καί τό νερό γιά τό πρόσωπο, ὅταν ἦρθε στό σπίτι θέλησε νά φτερνισθεῖ. Μέ τό φτέρνισμά της ὅλο τό ἄρρωστο μεῖγμα βγῆκε στό μαντῆλι. ῾Η ἴασή της ἀπό κείνη τή στιγμή ἦταν πλήρης.
῾Η Σικλάνα Θεοντόροβα τό 1993 ἦταν στό νοσοκομεῖο μέ κολικό τῶν νεφρῶν. ῾Η ἐπίσημη διάγνωση τῶν γιατρῶν ἦταν πέτρες στά νεφρά. ᾿Επειδή ὅμως μέσα στό νοσοκομεῖο ἔπαθε μιά λοίμωξη, γύρισε στό σπίτι γιά νά τήν ξεπεράσει καί μετά νά ἐπιστρέψει. Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἡ κόρη της διάβαζε τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο πρός τιμή τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. ᾿Από τόν ἁγιασμό πού εἶχε πάρει ἀπό τό προσκύνημα ἔδινε στήν ἄρρωστη μητέρα της νά πιεῖ καί τῆς σταμάτησε τή φαρμακευτική ἀγωγή.
῞Οταν ἐπέστρεψε στό νοσοκομεῖο, οἱ νέες ἐξετάσεις ἔδειξαν ὅτι τά νεφρά της ἦταν ἐντελῶς καθαρά ἀπό πέτρες.
῾Ο Γενάδος Καρπόβιτς ἀπό τήν ῾Αγία Πετρούπολη ὑπέφερε ἀπό προστάτη. Δέν εἶχε αἰσιόδοξες προβλέψεις ἀπό τούς γιατρούς γιά τή συνέχεια. Τό προσκύνημα στά λείψανα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου πίστεψε πώς θά ἦταν ἡ σωτηρία του. Δέν γελάστηκε οὔτε αὐτός. Τό ἁγίασμα ἦταν τό γιατρικό του κι’ ὄχι τά ἰαματικά λουτρά. Δύο μέρες ἀφότου γύρισε ἀπό τό προσκύνημα, πῆγε στό γιατρό νά τόν ξαναδεῖ.
Αὐτή τή φορά ἡ διάγνωση ἦταν πώς ἦταν ἀπόλυτα ὑγιής πρός ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καί εὐχαρίστηση τοῦ γιατρεμένου.
᾿Εκταφή καί μεταφορά τῶν λειψάνων τοῦ
῾Ιεροσολυμίτη
 
Οἱ μαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν τῶν Κατακομβῶν πού θεωροῦνται καί ἔγκυρες, δηλώνουν ὅτι ἐπειδή τά τελευταῖα χρόνια τό προσκύνημα στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου εἶχε πάρει μεγάλες διαστάσεις καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρός τόν ῞Οσιο ἦταν ὑπέρμετρη, ἀποφάσισε τό ἀποστασιοποιημένο ἀπό τή γνήσια πίστη Πατριαρχεῖο Μόσχας νά σταματήσει τήν ἐλεύθερη καί ἀθρόα προσέλευση τῶν πιστῶν καί νά τήν θέσει ὑπό τόν ἔλεγχό του.
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος ὅσο ζοῦσε, ἐκτός ἀπό μία φορά πού πιέστηκε νά τό κάνει, δέν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο, γιατί δέν τό ἀναγνώριζε ὡς γνήσιο ἐκπρόσωπο τῆς ᾿Ορθόδοξης Πίστης. Στίς 11 ᾿Απριλίου τοῦ 1995 ἔκαναν τήν παράνομη πράξη τῆς ἐκταφῆς καί μεταφορᾶς τῶν λειψάνων τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου. Φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν πολλῶν πιστῶν πού εἶχαν συρρεύσει, πῆραν ἔκτακτα μέτρα μέ ἔνστολους φρουρούς πού περικύκλωσαν τό νεκροταφεῖο.
Κανένας ἀπό τούς εὑρισκόμενους ἐκεῖ πιστούς δέν προσφέρθηκε νά τούς βοηθήσει στό ἔργο τῆς ἐκταφῆς. Βρῆκαν ὅμως τή βοήθεια πού ἐχρειάζοντο ἀπό μεθυσμένους ἄντρες μέ ἐλαστική συνείδηση κι’ ἔτσι ἄρχισε τό ἀνίερο σχέδιό τους. ῾Ο κόσμος βλέποντάς τους, φώναζε θυμωμένος κι’ ἔκλαιγε γοερά.
῾Η μέρα πού ὅλα τοῦτα συνέβαιναν ἦταν ἀρχικά ἡλιόλουστη. Στή συνέχεια ὅμως καί μόλις ἄρχιζαν νά σκάβουν, ὁ καιρός ξαφνικά ἄλλαξε. Σηκώθηκε δυνατός ἀέρας, μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε καταιγίδα.
῾Η μικρή λακκούβα ποὖχαν προλάβει ν’ ἀνοίξουν, γέμισε νερό καί ἡ λάσπη πού δημιουργήθηκε δυσκόλευε πολύ τό ἔργο τους. ῾Η κακοκαιρία συνεχῶς ἐπιδεινωνόταν μέ βροντές καί ἀστραπές πού ἔσκιζαν τόν οὐρανό καί προκαλοῦσαν φόβο. ῎Εντονα σημεῖα  πώς ὁ ἅγιος Θεοδόσιος δέν ἤθελε τήν ἐκταφή του.
῞Υστερα ὅμως ἀπό ἀρκετές ὧρες μεγάλης καί ἐπίπονης προσπάθειας, ἔφθασαν σκάβοντας στά ῞Αγια Λείψανά του καί ὡς μεθυσμένοι καί ἀπρόσεκτοι ἔσπασαν τό κρανίο τοῦ ῾Οσίου. ῾Η βροχή ἔπεφτε ἀσταμάτητα. ῞Οταν πῆραν τά ἅγια ὀστᾶ του πρός μεταφορά, ἕνα κοριτσάκι πού τό ἔλεγαν Βικτωρία καί εἶχε ἔρθει γιά προσκύνημα μέ τή μητέρα της ἀπό τό Νιεβιννόμισκ φώναξε· «Μαμά, μαμά κοίτα, ὁ παππούλης ξαναξάπλωσε στόν τάφο του». Πέρασε πάλι τό μήνυμά του μέσα ἀπ’ τήν ἁγνή καρδιά καί τή ματιά ἑνός παιδιοῦ, ὅτι αὐτό δηλαδή πού τοῦ κάνουν δέν τό ἐγκρίνει καί ὁ χῶρος του εἶναι ὁ τάφος του.
Τελικά πῆραν τά λείψανά του καί τά μετέφεραν στήν ἐκκλησία τοῦ Κρασνιουζέλ. ῾Η βροχή ἐν τῷ μεταξύ εἶχε μετατραπεῖ σέ χαλάζι καί σ’ αὐτή τήν κοσμοχαλασιά ἄνοιξε ἡ στέγη τοῦ ναοῦ καί ὁ χῶρος πού θά τοποθετοῦσαν μέ ἀσφάλεια τά λείψανα του γέμισε μέ νερό. ῾Ο κόσμος ὅμως πού εἶχε συνηθίσει νά κάνει τό προσκύνημα στόν τάφο του, νά παίρνει ἀπό κεῖ τό θεραπευτικό χῶμα, νά βλέπει τά περισσότερα θαύματα νά γίνονται σ’ ἐκεῖνο τό χῶρο, νά ἐκδιώκονται τά δαιμόνια ἀπό κεῖ, συνέχιζε νά παραμένει προσκυνητής στόν τάφο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Δυστυχῶς ὅμως καί παρά τά μηνύματα πού ἔστελνε ὁ ῞Οσιος στούς ἐκλεκτούς του γιά νά ἐμποδίσουν νά ἀποκλειστεῖ ὁ τάφος του ἀπό τήν ἐλεύθερη πρόσβαση τῶν προσκυνητῶν του, τό Πατριαρχεῖο ἔκτισε Παρεκκλήσι γιά νά μπορεῖ νά ἀπαγορεύει τήν ἐλεύθερη εἴσοδο καί μέ συγκεκριμένο ὠράριο νά ἐπιτρέπεται τό προσκύνημα σήμερα. Κρίμα! ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας νά πολεμᾶ τά πιστεύω τῶν ἁγνῶν πιστῶν.
῾Ετεροχρονισμένη προσφορά γιά τήν
᾿Ορθόδοξη ῾Ελλάδα
Σέ μιά ἐπίσκεψη ἱεραποστολῆς στήν Ρωσία ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδας τό 1996 στίς ἐνορίες τῶν Κατακομβῶν, ἔλαβε πολύτιμα δῶρα ἀπό τόν ῾Ιεροσολυμίτη ἅγιο Θεοδόσιο μέ τήν παρακάτω διαδικασία.
Σχεδόν ἐπί μισό αἰώνα, μιά γυναίκα μοναχή καί πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, εἶχε φυλάξει κατ’ ἐντολήν του τό πετραχήλι πού φοροῦσε, ὅταν λειτουργοῦσε στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ στά ῾Ιεροσόλυμα καί τό ἅγιο ἀρτοφόριο του, πού κι’ αὐτό ἐκεῖ τό χρησιμοποιοῦσε. Τήν εἶχε δεσμεύσει, αὐτά τά μεγάλης ἀξίας κειμήλια, νά τά παραδώσει στόν ᾿Ορθόδοξο ῞Ελληνα Μητροπολίτη πού θά ἐρχόταν κάποια μέρα στό Μινβόντι καί θά τελοῦσε Τρισάγιο στόν τάφο του. Κανένας δέν γνώριζε πώς αὐτή ἡ μοναχή εἶχε φυλαγμένο τέτοιο θησαυρό γιά τόσα χρόνια, μέχρι τή στιγμή πού γιά ἄγνωστο λόγο τά παρέδωσε σέ ῾Ιερέα τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, χρονικά λίγο πρίν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Σεβασμιωτάτου Κηρύκου.
῾Ο Σεβασμιώτατος μαθαίνοντας γιά τόν ἄγνωστο σ’ αὐτόν ῾Ιερέα ῾Ομολογητή Θεοδόσιο, θέλησε νά κάνει Τρισάγιο στόν τάφο του. Κατά τήν ὥρα τῆς ἐπίσκεψής του ἐκεῖ, γυναῖκες πού ἦρθαν νωρίτερα στόν τάφο του, ἄκουσαν χαρμόσυνους ἤχους σάν ἀπό καμπάνες καὶ ρωτοῦσαν ἀπορημένες νά μάθουν ἄν ἦταν κάποια γιορτή αὐτή τήν ἡμέρα καί γι’ αὐτό χτυποῦσαν οἱ καμπάνες.
῾Ο ῾Ιερέας τῆς κοντινῆς ἐκκλησίας τούς ἀπάντησε· «Οὔτε γιορτή ἔχουμε, οὔτε καμπάνες χτυποῦν καί τό καμπαναριό εἶναι κλειστό». Σημάδι ἴσως πού ξαφνιάζει, γιατί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ παραμένουν πολλές φορές ἀνεξήγητα. Τά δῶρα αὐτά πού παραδόθηκαν ὕστερα ἀπὸ μισό αἰώνα στόν ῞Ελληνα ᾿Ορθόδοξο Μητροπολίτη κρύβουν σίγουρα μυστηριώδη ἀξία καί μελλοντικά ἐλπίζουμε νά ἀποδειχθεῖ ὁ πραγματικός λόγος αὐτῆς τῆς μεγάλης προσφορᾶς.
῾Η ἐξήγηση πού δίνουν οἱ Κατακομβίτες Χριστιανοί εἶναι πώς ὁ ῾Ιεροσολυμίτης Θεοδόσιος τούς φανέρωσε ποιός θά εἶναι ὁ πνευματικός τους πού θά τούς τονώσει τήν πίστη καί θά τούς κρατήσει δυνατούς στίς δοκιμασίες πού ἐπιφυλάσσει ἡ σύγχρονη ἐποχή γιά τούς πιστούς.
῞Οσο γιά τούς ῞Ελληνες ᾿Ορθόδοξους Χριστιανούς ἡ ἐξήγησή τους εἶναι πώς ὁ ῞Οσιος θά πάρει ὑπό τήν προστασία του κι’ αὐτούς.
Τά ἱερά αὐτά κειμήλια φυλάσσονται στό ᾿Επισκοπικό Ναό τοῦ Μητροπ. Κηρύκου τῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης στό Κορωπί. ᾿Εκτίθενται γιά προσκύνημα μέχρι νά βροῦν τήν ἐπίσημη καί μόνιμη θέση τους μετά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ ῾Οσίου Θεοδοσίου τοῦ ῾Ιεροσολυμίτη πού ἔχει κάνει σκοπό τῆς ζωῆς του ὁ Σεβασμιώτατος Κήρυκος μέ τή βοήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ ἴδιου τοῦ ῾Οσίου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας.
Λόγοι παρακαταθήκης τοῦ ῾Οσίου
πρός τούς πιστούς
῎Αν οἱ ἄνθρωποι γνώριζαν τί τούς περιμένει μετά θάνατον, νυχθημερόν θά προσηύχοντο. Δυστυχῶς οἱ πολλοί πιστεύουν πώς μέ τό θάνατο φθάνει καί τό τέλος.
 ῾Η ζωή ὅμως ἀρχίζει μετά τόν ἐπί γῆς θάνατο. Κι ὅσοι ὑποφέρουν μέ ὑπομονή τά ἐπί τῆς γῆς, ἐργάζονται γιά νά κατακτήσουν τήν αἰωνιότητα.
 Τά πάντα ὑπομένει ὅποιος πιστεύει στό Θεό.
 Μόνιμη σκέψη νά εἶναι ὁ θάνατος καί νά πιστεύετε πῶς ὅ,τι κι’ ἄν κάνετε ὁ Θεός εἶναι παρών.
 Μέ οὐράνιο πίστη ἀποποιούμεθα τά ἐγκόσμια.
 Οἱ Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι δέν πρέπει νά φοβοῦνται τόν ἐπίγειον θάνατον, ἀλλά τόν αἰώνιον.
῎Αν φοβᾶσαι κάτι περισσότερο ἀπ’ τό Θεό, σίγουρα θά ἁμαρτήσεις.
 Μαρτυρία γιά τό Χριστό εἶναι ἡ ὁδός μας.
 ῾Ο Θεός ἄν μᾶς τιμωρήσει εἶναι πρός σωτηρία μας ἀπό τήν αἰώνια βάσανο.
 Νά δέχεσθε τά βάσανα τῆς ζωῆς μέ καρτερία.
῾Η σωτηρία προέρχεται ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν μετάνοια τῆς ψυχῆς καί ἀπό τήν ὑπομονή σ’ ὅλα τά βάσανα τῆς ζωῆς.
῞Ο,τι κι’ ἄν συμβεῖ, δεχθεῖτέ το μέ ταπείνωση καί ἀγάπη.
 Φροντίστε γιά τή σωτηρία τῶν κοντινῶν σας ἀνθρώπων πού μποροῦν νά σᾶς ἀκούσουν. Μήν ἀποστρέφεστε κανέναν, οὔτε μικρό, οὔτε γέρο. Κάθε σταγόνα ἀπό ἅγιο λόγο πού χύνεται στήν ψυχή τοῦ κοντινοῦ σας ἀνθρώπου, θά βρεῖ ἀνταπόδοση ἀπό τό Θεό.
῞Οποιος δέν λέει περισσότερα ἀπό ἑπτά λόγια τήν ἡμέρα σώζεται. ῾Η σιωπή προφυλάσσει ἀπό πολλά δεινά.
῾Η προσευχή, «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό», περιέχει ὅλο τό Εὐαγγέλιο.
 ῞Οπου κι’ ἄν εἶσαι, στέκεσαι ἤ περπατᾶς ἤ ἐργάζεσαι, νά λές πάντα αὐτή τήν προσευχή πού κρατᾶ τό νοῦ καί τήν καρδιά στραμμένα πρός τό Θεό.
 ῾Ο Θεός μπορεῖ νά σέ ζητήσει ἀνά πᾶσα στιγμή.
 Λέγοντας τήν προσευχή, «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», νά χαίρεσαι πού ὁ Σωτήρας σου ἐπιτρέπει, ἄν καί ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός, νά προφέρεις τό ὄνομά Του.
Αὐτή ἡ προσευχή καίει τούς δαίμονες, διώχνει τίς πονηρές σκέψεις, βάζει φόβο Θεοῦ στήν καρδιά καί καθαρίζει σῶμα καί ψυχή.
Αὐτή ἡ προσευχή ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τό Θεό καί φέρνει τή σωτηρία.
Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πιό δυνατή ἀπό πολλές ἄλλες μαζί. Νά τή λέτε πάντα κι’ ἄν εἶναι δυνατό χωρίς διακοπή.
 ῞Οταν κάνεις τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἀφιέρωνε ὅλες σου τίς σκέψεις στό Θεό. ᾿Αγάπησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδία σου καί ἀφιέρωσε ὅλα τά ἔργα σου πρός δόξαν Του.
Δίδασκε τούς ἀνθρώπους νά κάνουν σωστά τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καί θά λάβεις τιμή οὐράνια.
῞Ο,τι ἀπό τόν κόσμο ὀνομάζεται καταστροφή, μετατρέπεται σέ οὐράνια σωτηρία.
῾Ο κόσμος (ὁ ἄπιστος κόσμος) θά καεῖ στό πῦρ τό ἐξώτερο χωρίς ἀμφιβολία, γι’ αὐτό στή σύντομη πορεία τῆς ζωῆς νά εἶστε ἕτοιμοι μέ ὑπομονή, ταπείνωση καί ἀγάπη.
῞Ο,τι κι’ ἄν συμβεῖ, ὅλα μέ θέλημα Θεοῦ, γίνονται, μέ ὑπομονή νά σώσετε τήν ψυχή σας καί μέσ’ τή ζωή πάντα νά προσεύχεσθε καί ὁ Θεός γιά ὅλα θά μεριμνήσει.
Νά θυμᾶστε ὅτι ἡ σωτηρία μονάχα στήν ᾿Ορθόδοξο Πίστη βρίσκεται.
῞Οποιος μέ προσκαλεῖ πάντα κοντά του θά βρίσκομαι.
Προσωπικά γνωρίσματα τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου
Τό Εὐαγγέλιο τό γνώριζε ἀπ’ ἔξω. Χωρίς τή βοήθεια τοῦ βιβλίου ἀναγίγνωσκε ἐπί ὧρες χωρίς διακοπή. Τό καντήλι καί τό κερί ἦταν μονίμως ἀναμμένα στό δωμάτιό του. ῾Ο Στάρετς συμβούλευε νά διαβάζεται ἡ ᾿Αποκάλυψη τοῦ ᾿Ιωάννου, γιατί ἀπ’ αὐτή θά ἀποκτηθεῖ φόβος Θεοῦ.
Μιά ζωή περπατοῦσε ξυπόλητος, μέχρι τά τελευταῖα χρόνια πού γέρος καί ἄρρωστος φόρεσε μποτάκια μόνο γιά τό χειμώνα.
῎Αλλο φαγητό ἐκτός ἀπό ψωμί, λαχανικά, βραστές πατάτες καί δημητριακά δέν ἔφαγε ποτέ.
῾Ο ῾Ομολογητής τῆς Γνησίας ᾿Ορθοδοξίας
῾Ο ἅγιος Θεοδόσιος στά δύσκολα χρόνια τοῦ διωγμοῦ, λειτούργησε ὡς ῾Ομολογητής τῆς Πίστεως καί ὡς ἀκλόνητος στύλος τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μετά τήν ἀποφυλάκισή του καί τόν γυρισμό του ἀπό τήν ἐξορία (1927-1932) τά λειτουργικά του καθήκοντα δέν τά ἔκανε φανερά ὅπως πρίν, παρά μόνο μυστικά ὡς ῾Ιερέας τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Τό Ρωσικό Πατριαρχεῖο τό θεωροῦσε ἀποστασιοποιημένο ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξο Πίστη καί γι’ αὐτό ποτέ δέν τό ἀναγνώρισε ὡς Γνήσια ᾿Εκκλησία. Δηλαδή ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ποτέ δέν ἀναγνώρισε καί ποτέ δέν ἐπισκέφθηκε τήν Σοβιετική (Σεργιανιστική) ᾿Εκκλησία.
Κάποια φορά ἦρθαν στό σπίτι του ἐκπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου πού δέν τούς ἀναγνώριζε ὡς ῾Ιερεῖς καί τόν παρακάλεσαν ἔστω γιά μιά φορά νά ἐπισκεφθεῖ τούς ναούς τους, γιά νά δεῖ καί ὁ ἴδιος πώς ὅλα λειτουργοῦσαν ὅπως παλιά.
῾Ο Γέροντας Θεοδόσιος τούς ἀκολούθησε χρησιμοποιῶντας ἕλκηθρο, γιατί ἦταν χειμώνας.
Μετά ἀπό πολλές δυσκολίες ἔφθασαν μέχρι τήν ἐκκλησία. Λίγο πρίν μπεῖ στό ναό γλίστρησε, ἔπεσε καί χτύπησε πολύ. Ματωμένος ὅπως ἦταν τόν μετέφεραν στό σπίτι. Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ Θεός φανέρωσε στό δίκαιο Γέροντα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀκόμα καί ἡ εἴσοδος στό ναό αὐτῶν πού ἀναγνωρίζουν τήν Σοβιετική ἐξουσία ὡς ἐξουσία τοῦ Θεοῦ.
Τά πνευματικά παιδιά τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου ἔμειναν πιστά σ’ αὐτόν καί μετά τό θάνατό του. ᾿Εφήρμοζαν πιστά τίς ἐντολές του καί ἔκαναν προσευχή στό σπίτι τους ὅπως οἱ παλαιοί Κατακομβίτες. Στό τέλος τῆς πεντηκονταετίας γνώρισαν τόν ῾Ομολογητή Μοναχό ᾿Αντώνιο-᾿Επιφάνιο Τσερνώφ καί τόν δέχθηκαν ὡς καθοδηγητή τους. Οἱ μαρτυρίες σώζονται σέ γραπτά κείμενα τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσικῆς γῆς.
᾿Από τήν ταπεινή δούλη σου,
δέξου τῆς καρδιᾶς της τό λόγο.


Παιδιόθεν τό Θεό πολύ ἀγάπησε
καί τό δρόμο Αὐτοῦ πιστά ἀκολούθησε.
Τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μέ καρτερία ὑπέμενε
καί κάθε μορφῆς βεβήλωση πολεμοῦσε.
Τήν κλίμακα τῆς ῾Ιερωσύνης ἀξίως ἀνέβηκε
καί στήν ῾Ιερουσαλήμ τό σχῆμα ἐτίμησε,
χρόνους πολλούς ἐκεῖ ἔργο ἐποίησε
καί δικαίως ῾Ιεροσολυμίτης τιτλοῦται.
῾Ως Θεοδόσιος ὅμως Θαυματουργός καί Προφήτης
στό Μινβόντι ἀπ’ ὅλους μέ πίστη λατρεύεται
καί ἐπιπλέον ὡς διώκτης δαιμόνων
στό Μινβόντι καί πάλιν ἀπ’ ὅλους τιμᾶται.
Μ’ αὐτοῦ τίς ἱκεσίες, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τούς ἁπανταχοῦ ᾿Ορθοδόξους σου, Κύριε.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου