Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας Γράφει ο Ιωάννης Χαραλάμπης


Στίς 25 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας θά ἑορτάσει τήν μνήμη ἑνός μεγάλου Πατέρα καί οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Της, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ μέγας αὐτός Τριαδικός Θεολόγος καί Ἱεράρχης γεννήθηκε στήν Ἀριανζό, ἕνα μικρό χωριό τῆς Καππαδοκίας κοντά στή κωμόπολη Ναζιανζό, τό 329 μ.Χ.
Ἤδη, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία φανέρωσε τά σπάνια χαρίσματά του. Τό γεγονός αὐτό σέ συνδυασμό μέ τήν εὔπορη οἰκονομική κατάσταση τῶν γονέων του τόν βοήθησε νά σπουδάσει στά καλύτερα σχολεῖα καί πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς του καί νά ἀποκτήσει εὐρύτατη κλασική καί θεολογική μόρφωση.
Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν τοῦ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, βαπτίστηκε Χριστιανός, καί στή συνέχεια μετέβη στό ἀσκητήριο τοῦ φίλου καί συμμαθητοῦ του, Μεγάλου Βασιλείου, στόν Πόντο γιά περισσότερη ἄσκηση στή πνευματική ζωή. Μετά ὅμως ἀπό τίς θερμές παρακλήσεις τῆς οἰκογενείας του, γυρίζει πίσω καί κατατάσσεται στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Στά τέλη τοῦ 361, ἄν καί χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ξαναφεύγει πάλι στήν ἔρημο, προκειμένου νά προσευχηθεῖ καί νά δυναμώσει πνευματικά, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ὑποχρεώσεις καί στό δύσκολο ἔργο τοῦ κληρικοῦ.
Ὅταν πλέον ἐπιστρέφει, ὥριμος πιά, ὑπηρετεῖ τό λαό ὡς ἱερέας καί ἀπό τό 372 ὡς ἐπίσκοπος τῆς ἄσημης κωμόπολης τῶν Σασίμων, βοηθώντας τούς φτωχούς, τούς ἀρρώστους καί τούς ἐμπερίστατους συνανθρώπους του. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, τό 374, ἐπωμίστηκε πρόσκαιρα τήν εὐθύνη ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς. Ὅταν ὅμως διαπίστωσε ὅτι οἱ συμπατριῶτες του δέν φρόντιζαν νά ἐκλεγεῖ νέος ἐπίσκοπος, ἔφυγε γιά τήν Σελεύκεια, ὅπου ἐγκαταστάθηκε γιά τέσσερα χρόνια στό ναό τῆς Ἁγ. Θέκλας, πραγματοποιώντας τό ὄνειρό του γιά μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ἡσυχία καί θεωρία.

Στά τέλη τοῦ 378 ὑπέκυψε στίς παρακλήσεις τῶν Ὀρθοδόξων καί μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη στό ναΐσκο τῆς Ἀναστάσεως (ἤ ἁγίας Ἀναστασίας), ὅπου ἐκφώνησε τούς περίφημους πέντε Θεολογικούς Λόγους γιά τή Θεότητα τοῦ «Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ», συμβάλλοντας καθοριστικά στή στήριξη τῶν Ὀρθοδόξων καί στήν Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ μία περίοδο ὅπου ὁ ἀρειανισμός κυριαρχοῦσε ἀπόλυτα, παρά τήν καταδίκη του ἀπό τήν Α΄. Οἰκουμενική Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, ἄν καί προσπάθησαν ἀνεπιτυχῶς νά τόν δολοφονήσουν, ἐντούτοις πέτυχαν νά τόν παραγκωνίσουν προσωρινά. Ὅλα αὐτά ὅμως μέχρι τό 380, ὁπότε καί στέφθηκε αὐτοκράτορας ὁ Μέγας Θεοδόσιος, κατοχυρώνοντας καί μέ διάταγμα τήν Ὀρθοδοξία. Τότε ἀναδείχτηκε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀπό τή θέση αὐτή, τό 381, μαζί μέ ἄλλους ἐπισκόπους της ἐκκλησίας στερέωσε τήν πίστη καί τήν Ὀρθοδοξία, συμπληρώνοντας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τά τελευταῖα πέντε ἄρθρα Πίστεως καί διατρανώνοντας μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως, ἡ κακία καί ὁ φθόνος δέν ἄφησαν γιά πολύ καιρό τόν Ἁγ. Γρηγόριο στόν πατριαρχικό θρόνο. Μερικοί ἐπίσκοποι ἀμφισβήτησαν τήν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς του, ὡς ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν πρόφαση ὅτι εἶχε μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα.
Πράγματι, ὁ 15ος κανόνας τῆς Νίκαιας ἀπαγόρευε τή μετάθεση, ὅμως ὁ Ἅγ. Γρηγόριος οὐδέποτε διαποίμανε ὡς ἐπίσκοπος τά Σάσιμα, ὁπότε δέν ἐπρόκειτο περί μεταθέσεως. Γιά νά ἐξασφαλίσει ὅμως τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας παραιτήθηκε ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο καί τήν προεδρία τῆς Β΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκφωνώντας τόν συγκλονιστικό «Συντακτήριο Λόγο ἐνώπιόν των ἐπισκόπων». Στή συνέχεια, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, τή Ναζιανζό, ὅπου πέρασε τήν ὑπόλοιπη ζωή του μέ προσευχή, διάβασμα καί συγγραφή βιβλίων.
Ἡ θεολογία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου δέν ἦταν θεωρητική καί ὀρθολογιστική, ἀλλά καθαρά ἐμπειρική καί βιωματική. Θά προσπαθήσουμε στή συνέχεια νά σκιαγραφήσουμε, ὅσο πιό συνοπτικά μποροῦμε, τήν τεράστια θεολογική συμβολή τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου στή διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας μέσα ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεολογικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του.
Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό 350 καί μετά συγκλο-νίζονταν ἀπό τό δογματικό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἤδη ὅμως, ἀπό τό 364, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε θεμελιώσει θεολογικά τή διάκριση τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων καί τήν ἑνότητα τῆς φύσεώς τους. Ἐπειδή ὅμως θεολόγησε μέ ἀφορμή τίς κατά τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ ἀπόψεις τοῦ Εὐνομίου, ἡ Τριαδολογία του ἔχει ὡς κέντρο τόν Υἱό. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος συνέχισε καί διασαφήνισε ὁριστικά τήν διάκριση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν θείων Προσώπων γιά νά φτάσει στήν ὁμοουσιότητα Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἐξέφρασε πρῶτος μεταξύ των θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη πρίν τό 372, τήν ἀλήθεια ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεός.
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος θεολόγησε πρῶτος καί γιά τή σχέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐξηγῶντας τόν ὅρο «ἐκπόρευσις». Ἐπιπλέον ἐπεσήμανε ὅτι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι μοναδικός γιά κάθε Πρόσωπο. Κάθε προσβολή τῆς μοναδικότητος τῆς ὑπάρξεως τῶν θείων Προσώπων ὁδηγεῖ στή σύγχυση καί στήν ἀναίρεση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πατήρ ὑπάρχει ὡς ἀγέννητος καί εἶναι γεννήτορας τοῦ Υἱοῦ καί προβολέας – ἐκπορευτής τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱός ὑπάρχει ὡς Γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἐκπορευόμενον ἀπό τόν Πατέρα. Ἡ ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος ἀνήκει πάντα στόν Πατέρα καί οὐδέποτε συνδέεται μέ τόν Υἱό.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος μίλησε γιά τίς ἰδιότητες, γιά τό «ἴδιον» των ὑποστάσεων. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁρίζει τό «ἴδιον» ὡς σχέση μεταξύ τῶν προσώπων. Τό «ἴδιον», εἶναι κάθε Θείου Προσώπου, ἀποτελεῖ σχέση  στήν θεότητα. Ἔτσι τά ἰδιαίτερα ὀνόματα τῶν Προσώπων, δηλαδή Πατήρ – Υἱός – Ἅγιο Πνεῦμα δηλώνουν τήν μεταξύ τους σχέση καί τό ὁμοούσιον (στήν ἴδια οὐσία) τῶν Τριῶν Προσώπων. Καί προχωρεῖ ἀκόμα περισσότερο, λέγοντας ὅτι τά Θεία Πρόσωπα δέν ταυτίζονται μέ τίς Θεῖες Ἐνέργειες, διότι οἱ Θεῖες Ἐνέργειες εἶναι κοινές καί στά Τρία Πρόσωπα.
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος δογμάτισε γιά τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ ἕνα μοναδικό τρόπο καί ἀναίρεσε τίς πλάνες τῶν ἀπολιναριστῶν πού χρησιμοποιοῦσαν τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία γιά νά κατανοήσουν τήν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Ἀπολινάριος στήν «Ἔκθεση πίστεως» πρός τόν Ἰοβιανό, παραθέτοντας μέ ἐπεξηγήσεις τό Σύμβολο τῆς Νικαίας παραλείπει τόν ὅρο «ἐνανθρωπήσαντα» καί χρησιμοποιεῖ τή φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», γιά νά τονίσει ὅτι ὁ Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα. Ὁ Ἀπολινάριος ἐκκινοῦσε ἀπό τήν ἀριστοτελική ἀρχή ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν «δύο τέλεια» (Θεός Λόγος καί ἄνθρωπος), δύο τέλεις φύσεις.
Ἡ θέση αὐτή, ὅπως διευκρίνισε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, ἀμφισβητοῦσε τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, κατέστρεφε τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἔκανε προβληματική τή σωτηρία του, ἐφόσον ὁ Λόγος δέν προσλάμβανε καί τόν νοῦ. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἀνέπτυξε τήν ἀντιαπολιναριστική του θεολογία ξεκινώντας ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογική Ἀλήθεια: «τό ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σῴζεται», ὑποστηρίζοντας ὅτι γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά προσληφθεῖ καί ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς ἀπό τόν Θεό Λόγο. Γι’ αὐτό ἔχουμε δύο τέλειες καί ὁλόκληρες φύσεις στόν Χριστό, χάριν τοῦ Ὁποίου  ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δηλαδή μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Τή θεολογία ὅτι ὁ Θεῖος Λόγος προσέλαβε σάρκα καί νοῦ συγχρόνως, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», ἐνισχύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μέ τήν ἑξῆς παρατήρηση: «Στόν νοῦ ἑστιάζεται τό κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καί τό κατ’ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα.  Ἡ ἀναστήλωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα», τήν ὁποία ᾖρθε στή γῆ γιά νά πραγματώσει ὁ Θεός Λόγος θά ἦταν ἀδύνατο νά ἐπιτευχθεῖ χωρίς τήν πρόσληψη τοῦ νοῦ. Γιά τό πῶς ἔγινε δυνατόν νά ἑνωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν Θεία χωρίς νά ἀφομοιωθεῖ ὡς κατωτέρα δίνει μία χαρακτηριστική εἰκόνα: «ὅπως τό φῶς τῶν ἀστεριῶν στό φῶς τοῦ ἥλιου καί ἡ λαμπάδα σέ μιά πυρκαγιά». Κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί κατά τήν πυρκαγιά, τά ἀστέρια καί ἡ λαμπάδα δέν φαίνονται, ἀλλά ὑπάρχουν.
Τήν ἑνότητα τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος γιά πρώτη φορά, ὡς πρότυπο τῆς ἑνότητας τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, γιατί ἔβλεπε καθαρά καί τόν κίνδυνο νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφᾶται ἡ ἀνθρωπίνη φύση ἀπό τήν Θεία (μονοφυσιτισμός) καί τόν κίνδυνο νά θεωρηθεῖ ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν Θεία ὡς ἐπιφανειακή καί ἐπίπλαστη.
Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου ἔγκειται στή γενναία θεολογία του περί τῶν δύο τελείων φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἐπιμονή του στήν πρόσληψη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ «μικρός» ἄνθρωπος, κρᾶμμα δύο κόσμων, τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ εἶναι «μέγας» κατά τό πνεῦμα, ἀφοῦ γίνεται «ἐπόπτης τῆς ὁρατῆς φύσεως», «μύστης τῶν νοουμένων» καί προορίζεται νά θεωθεῖ, νά ἑνωθεῖ πραγματικά μέ τόν Θεό.
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν συγγραφέας μεγάλης δυνάμεως καί ἀπαράμιλλου λεκτικοῦ κάλλους. Εἶχε βαθιά αἴσθηση τοῦ ἀττικοῦ λόγου καί τά ποικίλα καί πληθωρικά σχήματά του μέ τίς εἰκόνες, τίς λέξεις καί τίς γλωσσικές ἀποχρώσεις ἀνέδειξαν τά κείμενά του σέ σαγηνευτικά ἀναγνώσματα τῶν μεταγενεστέρων. Τά κείμενά του διακρίνονται σέ Ἐπιστολές, Λόγους καί  Ἔπη.
Οἱ Ἐπιστολές εἶναι περιστασιακές καί πολύ προσωπικές. Λίγες ἔχουν θεολογικό ἐνδιαφέρον, ἐνῷ σχεδόν ὅλες ἀποδεικνύουν τήν ρητορική του δεινότητα. Οἱ Λόγοι εἶναι τό ὕψιστο δημιούργημά του, τόσο γλωσσικά ὅσο καί θεολογικά. Γράφτηκαν μέ σκοπό ἀπολογητικό, πρός ἐγκωμιασμό προσώπων καί πρός ἐπίλυση θεολογικῶν προβλημάτων. Ἐπίσης, συνέταξε τουλάχιστον 396 ἐκτενῆ καί σύντομα ποιήματα σέ προσῳδιακά μέτρα, τά ὁποῖα διακρίνονται σέ ἔπη θεολογικά καί σέ ἔπη ἱστορικά.
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἐκεῖνος πού διασάφησε καί ἐπεξήγησε τήν Θεολογία τοῦ Μ. Βασιλείου περί τῆς Θεότητος καί τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, ὅτι στό ἀπολυτίκιό του ἀναφέρεται ὡς ὁ «τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσας», μιᾶς καί ἡ θεολογία του δέν ἦταν ἀκαδημαϊκή καί μόνο θεωρητική, ἀλλά πρωτίστως ἐμπειρική. Ἡ Ἐκκλησία μας μέ βάση τά ὑψηλά θεολογικά του κηρύγματα καί συγγράμματα τόν τίμησε μέ τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου. Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι τό ἔργο τοῦ ἐπιφανοῦς αὐτοῦ διδασκάλου καί Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας θά μᾶς καθοδηγεῖ καί θά μᾶς ξεδιψᾶ στό σημερινό ἄνυδρο καί ἔρημο πνευματικά κόσμο μας.
Ἰωάννης Χαραλάμπης
Οἰκονομολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους137, Ἰανουάριος2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου