Ο π.Ραφαηλ Νόικα μιλά για τον φιλόσοφο πατέρα του Κωνσταντίνο
-Πάτερ Ραφαήλ, πείτε μας κάτι γιά τόν κατά σάρκα πατέρα σας, τόν φιλόσοφο Κωνσταντῖνο Νόϊκα.
Δέν ξέρω πολλά νά σᾶς εἰπῶ. Τόν πατέρα μου τόν ἔζησα, ὅταν ἤμουν μικρός, ἀλλά δέν θυμᾶμαι τί ἡλικία εἶχα, ὅταν χωρίσθηκαν μέ διαζύγιο ἀπό τήν μητέρα μου. Ὁ πατέρας μου καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν παλαιῶν ἀρχόντων ρουμάνων, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καταγόταν ἀπό τήν Ἀγγλία. Σκέφθηκαν νά χωρίσουν γιά νά ἀποφύγουν τούς κινδύνους πού ἐκρέμωντο ἐπάνω τους, λόγῳ τῆς μητέρας μου, πού τήν ὑποπτεύοντο γιά πράκτορα στήν περίοδο τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἔτσι ἡ μητέρα μου, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Ρουμανία θά ἔπαιρνε πάλι τήν ἀγγλική της ὑπηκοότητα καί θά ἔπαιρνε και εμάς τά παιδιά της στήν Ἀγγλία, στήν ἐλευθερία γιά νά σπουδάσουμε καί ευκολότερα.
Σέ ἐκείνη τήν χρονική περίοδο, ο πατέρας μου κατ᾿ ἐντολήν τοῦ καθεστῶτος εἶχε σάν τόπο διαμονῆς τήν πόλι Κιμπουλούνγκ τῆς περιοχῆς Μουσκέλ, ἐνῶ ἐμεῖς μέναμε στό Βουκουρέστι. Τό 1955 ἀνεχώρησε ἡ μητέρα μου καί ἐπήγαμε και εμείς μαζί της μέ τήν ἀδελφή μου.
Τον γνώρισα λίγο. Μετά τόν θάνατό του, από τά ἄρθρα πού ἐγράφησαν, έμαθα πολλά γι᾿ αὐτόν τά οποία πρίν δέν ἤξερα. Σκέπτομαι νά σας πω καί τούτο: Τί νά κάνη στήν Ρουμανία τοῦ Τσαουσέσκου ἕνας φιλόσοφος;Κατάλαβα ὅτι δέν ήταν καί τόσο εύκολο καί εκεί πού πῆγε ήταν ἔργο της προνοίας τοῦ Θεού. Τήν φιλοσοφία του δέν τήν καταλαβαίνω, οὔτε καί τά βιβλία του ἠμπορῶ νά τά διαβάσω, ἐπειδή δέν καταλαβαίνω τήν φιλοσοφία του.
Ἀπό τότε πού ἐξῆλθε ἀπό τήν φυλακή, τό ᾿68, μᾶς ἐπισκέφθηκε στήν Ἀγγλία τρεῖς φορές. Τήν πρώτη φορά ἦλθε τό 1972. Τότε ἐγώ τόν ἐρώτησα:
-Δέν θά μείνης μαζί μας;
-Καί μοῦ εἶπε: Ὄχι, ἐγώ εἶμαι δεμένος μέ τήν τύχη τοῦ λαοῦ μου». Καί αὐτός ὁ λόγος του πολύ μέ ἐντυπωσίασε.
Μέ τόν τρόπο μας καταλαβαίναμε, μέχρι τό ᾿85 ἤ τό ᾿86, ὅταν ἦλθε γιά τελευταία φορά, ὅτι μᾶς ἀποχαιρέτισε μέσα σέ μιά βαθειά αἴσθησι, μιά βαθειά ἀρμονία, τήν ὁποία δέν ἠμπορῶ νά ἐκφράσω μέ λόγια, διότι ἐκεῖνος μιλοῦσε τήν δική του γλῶσσα καί ἐγώ τήν δική μου. Στό βάθος καταλάβαινα ἕνα ἄλλο ρεῦμα πού μᾶς ἕνωνε καί μ᾿ ἕνα ἄλλο τρόπο αἰσθανόμουν τήν κλῆσι μου, σάν μιά κληρονομία ἀπό τόν πατέρα μου. Μπορεῖ νά αἰσθανόταν καί αὐτός, ὅπως κάποτε ἐκφράσθηκε, μία ἐκπλήρωσι τῆς ἐπιθυμίας του, διά του υἱού του, ὁ ὁποῖος εἶχε μία ἄλλη φιλοσοφία, μία ἄλλη κουλτούρα.
Εἶχα στήν νεότητά μου στιγμές, πού ἐπαναστατοῦσα καί κατηγοροῦσα τούς γονεῖς μου, γιατί ἐνόμιζα ὅτι ὡδηγούμην στό μηδέν, διότι οἱ γονεῖς μου δέν μέ ἐδίδαξαν τίποτε τό θετικό. Ὁ πατέρας μου ἔπρεπε νά γίνη μοναχός καί ὄχι φιλόσοφος! Θέλω νά εἰπῶ μόνο μερικά λόγια: Στήν τελευταία συζήτησι πού εἶχα μέ τόν πατέρα μου, τοῦ εἶπα αὐτή τήν σκέψι μου. Ἐκεῖνος, δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς μ᾿ ἐρώτησε:
-Ἀγαπητέ μου, ἔχεις σέ κάτι νά μέ κατηγορήσης;
Δέν ἤθελα νά τόν στενοχωρήσω, ἐπειδή εἶχαν περάσει οἱ ἐσωτερικές μου ἐπαναστάσεις. Σέ μιά στιγμή σκέφθηκα τί νά τοῦ ἀπαντήσω; Καί αἰσθάνθηκα ὅτι σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο σάν κι αὐτόν δέν ἔχω παρά νά τοῦ εἰπῶ τήν ἀλήθεια. Καί τοῦ εἶπα:
-Ναί, πατέρα, ἔχω νά σοῦ κάνω μία παρατήρησι. Τοῦ ἄρεσε ἡ προθυμία μου νά τοῦ εἰπῶ κάτι. Ἐπῆρα μερικά στοιχεῖα ἀπό τίς ἐπιστολές του, στίς ὁποῖες μοῦ εὐχόταν γιά τήν καλογερική μου κλῆσι καί ζωή, ὅπου μοῦ ἔλεγε: «Ναί, μπορεῖς νά κάνης καί σύ μιά μικρή μορφωτική καλλιέργεια, ναί, μπορεῖς νά μάθης κάτι ἀκόμη· μπορεῖς νά μπῆς στό πανεπιστήμιο...» καί τότε τοῦ εἶπα:
-Θυμήσου τήν παρατήρηση σου. Σέ μιά «Ἐπιστολή πρός Ραφαήλ» (νομίζω ὅτι δημοσιεύθηκε κάποτε στήν Ρουμανία, στήν ὁποία μιλούσε στούς φιλοσόφους τῆς Γαλλίας) μ᾿ ἐρωτοῦσες γιατί ἀκολούθησα τόν μοναχισμό· μήπως μέ ἀπογοήτευσε ὁ κόσμος;
Μοῦ ἔλεγες: «Δέν σέ κατηγορῶ, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι πλέον ἕνας πατέρας σάν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά θυσιάση τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ». Καί στήν Ἐπιστολή αὐτή ἐπρότεινε τήν ἐλευθερία νά ἀναζητήσω αὐτό τό ὁποῖο μέ χαροποιοῦσε καί ἐάν, ὁριστικά, βρω τήν χαρά στόν μοναχισμό, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος δέν κατανοοῦσε ἐπακριβῶς, ἐκεῖ θά εἶναι ἡ ἀλήθειά μου. Καί μ᾿ εὐλογοῦσε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο: «Χαῖρε καί κάνε ὅ,τι θέλεις», παραφράζοντας τόν λόγο τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου: «Ἀγάπα καί κάνε ὅ,τι θέλεις».
Γιά τόν σύγχρονο κόσμο-γιά τόν ὁποῖον ὁ φιλόσοφος Νόϊκα ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀγάπης-μοῦ ἔλεγε: «Γνώριζε καί κάνε ὅ,τι θέλεις». Ἀκόμη μοῦ ἔλεγε: «Βλέπε ποῦ μᾶς πηγαίνει αὐτή ἡ γνῶσις· στήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου». Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: «Νά εἶσαι προετοιμασμένος καί κάνε ὅ,τι θέλεις! Πατέρα, εἶπες στήν ἐπιστολή σου ὅτι δέν εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ὁποῖος θυσιάζεις στόν Θεό τόν μονάκριβο γυιό σου.
Γι᾿ αὐτό, καί ἀπό τότε πού βγῆκες ἀπό τήν φυλακή τό ᾿68, μέ προέτρεψες γιά μία μόρφωσι διανοητική, λοιπόν νά γνωρίζεις ὅτι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία ἀκόμη ὑπῆρξε ἀνάμεσά μας μία ἔντασις, διότι σέ ἐρωτοῦσα: «Τί εἶναι ἕνας φιλόσοφος; Ἕνας πεταλωτής κάνει περισσότερα ἀπό σένα σάν φιλόσοφο...».
Καί μέ προέτρεπες πάντοτε πρός τήν κουλτούρα, ἐνῶ ἔβλεπες ὅτι δέν εἶχα τέτοια ἕλξη, οὔτε ἐπιθυμία. Ἡ παρατήρησίς μου εἶναι αὐτή: Νά ξέρης ὅτι στό ἔργο τοῦ ὁποίου εἶσαι ἕτοιμος νά θυσιάσης τόν μονογενῆ υἱό σου, ἐκεῖνο εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ».
Καί τότε ὁ πατέρας μου ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του, μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου, μέ τά λόγια αὐτά μποροῦμε νά χωρισθοῦμε».
Τοῦ ἄρεσαν τά λόγια μου αὐτά. Καί ἐγώ ἐθαύμαζα τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀρεσκόταν νά πυρπολῆται ἀπό σωρεία ἐρωτήσεων καί παγίδων, τίς ὁποῖες σοῦ ἔβαζε ὁ ἴδιος. Γενικά θά ἤθελα νά πω, ὅτι μποροῦσα νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά αὐτή ἡ κρίσις καί μομφή δέν σέ πληροῖ σάν ἄτομο καί αὐτό πού ἔζησες στήν ζωή σου δέν συνέβη κατά τύχην, ἀλλά εἶναι ἐκδήλωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καί τότε ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο, τόν ὁποῖον καί φαντάζεσθε. Μέ πλησίασε, μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν συζήτησι (ήταν ἡ τελευταία μας) καί μοῦ εἶπε:
-Δέν ἐπερίμενα ὅτι, ἐνῶ ἔχω τόσους μαθητές, νά ἔχω τόση ἀμοιβαία κατανόηση καί τώρα στό τέλος ἀπό τόν γυιό μου».
Ἐν κατακλείδι θέλω νά εἰπῶ ὅτι ἡ κατάστασις στήν ὁποία εἶσαι πρέπει νά τήν παίρνης τήν εὐθύνη ἐπάνω σου καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μπορεῖς νά βοηθήσης κατά τρόπο μυστικό καί τίς γενεές ἀπό τίς ὁποῖες ἐδίδαξες κάτι ἤ ὄχι, ἀπό τίς ὁποῖες ἐκληρονόμησες κάτι ἤ ὄχι.
Δέν ξέρω πολλά νά σᾶς εἰπῶ. Τόν πατέρα μου τόν ἔζησα, ὅταν ἤμουν μικρός, ἀλλά δέν θυμᾶμαι τί ἡλικία εἶχα, ὅταν χωρίσθηκαν μέ διαζύγιο ἀπό τήν μητέρα μου. Ὁ πατέρας μου καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν παλαιῶν ἀρχόντων ρουμάνων, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καταγόταν ἀπό τήν Ἀγγλία. Σκέφθηκαν νά χωρίσουν γιά νά ἀποφύγουν τούς κινδύνους πού ἐκρέμωντο ἐπάνω τους, λόγῳ τῆς μητέρας μου, πού τήν ὑποπτεύοντο γιά πράκτορα στήν περίοδο τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἔτσι ἡ μητέρα μου, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Ρουμανία θά ἔπαιρνε πάλι τήν ἀγγλική της ὑπηκοότητα καί θά ἔπαιρνε και εμάς τά παιδιά της στήν Ἀγγλία, στήν ἐλευθερία γιά νά σπουδάσουμε καί ευκολότερα.
Σέ ἐκείνη τήν χρονική περίοδο, ο πατέρας μου κατ᾿ ἐντολήν τοῦ καθεστῶτος εἶχε σάν τόπο διαμονῆς τήν πόλι Κιμπουλούνγκ τῆς περιοχῆς Μουσκέλ, ἐνῶ ἐμεῖς μέναμε στό Βουκουρέστι. Τό 1955 ἀνεχώρησε ἡ μητέρα μου καί ἐπήγαμε και εμείς μαζί της μέ τήν ἀδελφή μου.
Τον γνώρισα λίγο. Μετά τόν θάνατό του, από τά ἄρθρα πού ἐγράφησαν, έμαθα πολλά γι᾿ αὐτόν τά οποία πρίν δέν ἤξερα. Σκέπτομαι νά σας πω καί τούτο: Τί νά κάνη στήν Ρουμανία τοῦ Τσαουσέσκου ἕνας φιλόσοφος;Κατάλαβα ὅτι δέν ήταν καί τόσο εύκολο καί εκεί πού πῆγε ήταν ἔργο της προνοίας τοῦ Θεού. Τήν φιλοσοφία του δέν τήν καταλαβαίνω, οὔτε καί τά βιβλία του ἠμπορῶ νά τά διαβάσω, ἐπειδή δέν καταλαβαίνω τήν φιλοσοφία του.
Ἀπό τότε πού ἐξῆλθε ἀπό τήν φυλακή, τό ᾿68, μᾶς ἐπισκέφθηκε στήν Ἀγγλία τρεῖς φορές. Τήν πρώτη φορά ἦλθε τό 1972. Τότε ἐγώ τόν ἐρώτησα:
-Δέν θά μείνης μαζί μας;
-Καί μοῦ εἶπε: Ὄχι, ἐγώ εἶμαι δεμένος μέ τήν τύχη τοῦ λαοῦ μου». Καί αὐτός ὁ λόγος του πολύ μέ ἐντυπωσίασε.
Μέ τόν τρόπο μας καταλαβαίναμε, μέχρι τό ᾿85 ἤ τό ᾿86, ὅταν ἦλθε γιά τελευταία φορά, ὅτι μᾶς ἀποχαιρέτισε μέσα σέ μιά βαθειά αἴσθησι, μιά βαθειά ἀρμονία, τήν ὁποία δέν ἠμπορῶ νά ἐκφράσω μέ λόγια, διότι ἐκεῖνος μιλοῦσε τήν δική του γλῶσσα καί ἐγώ τήν δική μου. Στό βάθος καταλάβαινα ἕνα ἄλλο ρεῦμα πού μᾶς ἕνωνε καί μ᾿ ἕνα ἄλλο τρόπο αἰσθανόμουν τήν κλῆσι μου, σάν μιά κληρονομία ἀπό τόν πατέρα μου. Μπορεῖ νά αἰσθανόταν καί αὐτός, ὅπως κάποτε ἐκφράσθηκε, μία ἐκπλήρωσι τῆς ἐπιθυμίας του, διά του υἱού του, ὁ ὁποῖος εἶχε μία ἄλλη φιλοσοφία, μία ἄλλη κουλτούρα.
Πάτερ Ραφαήλ νά μᾶς πείτε, ἐάν ἔχετε κάτι νά παρατηρήσετε γιά τήν στάση του πατέρα σας ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὅσον ἀφορᾷ τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή, ἤ τουλάχιστον τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως τήν λάβατε ἐσεῖς.
Εἶχα στήν νεότητά μου στιγμές, πού ἐπαναστατοῦσα καί κατηγοροῦσα τούς γονεῖς μου, γιατί ἐνόμιζα ὅτι ὡδηγούμην στό μηδέν, διότι οἱ γονεῖς μου δέν μέ ἐδίδαξαν τίποτε τό θετικό. Ὁ πατέρας μου ἔπρεπε νά γίνη μοναχός καί ὄχι φιλόσοφος! Θέλω νά εἰπῶ μόνο μερικά λόγια: Στήν τελευταία συζήτησι πού εἶχα μέ τόν πατέρα μου, τοῦ εἶπα αὐτή τήν σκέψι μου. Ἐκεῖνος, δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς μ᾿ ἐρώτησε:
-Ἀγαπητέ μου, ἔχεις σέ κάτι νά μέ κατηγορήσης;
Δέν ἤθελα νά τόν στενοχωρήσω, ἐπειδή εἶχαν περάσει οἱ ἐσωτερικές μου ἐπαναστάσεις. Σέ μιά στιγμή σκέφθηκα τί νά τοῦ ἀπαντήσω; Καί αἰσθάνθηκα ὅτι σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο σάν κι αὐτόν δέν ἔχω παρά νά τοῦ εἰπῶ τήν ἀλήθεια. Καί τοῦ εἶπα:
-Ναί, πατέρα, ἔχω νά σοῦ κάνω μία παρατήρησι. Τοῦ ἄρεσε ἡ προθυμία μου νά τοῦ εἰπῶ κάτι. Ἐπῆρα μερικά στοιχεῖα ἀπό τίς ἐπιστολές του, στίς ὁποῖες μοῦ εὐχόταν γιά τήν καλογερική μου κλῆσι καί ζωή, ὅπου μοῦ ἔλεγε: «Ναί, μπορεῖς νά κάνης καί σύ μιά μικρή μορφωτική καλλιέργεια, ναί, μπορεῖς νά μάθης κάτι ἀκόμη· μπορεῖς νά μπῆς στό πανεπιστήμιο...» καί τότε τοῦ εἶπα:
-Θυμήσου τήν παρατήρηση σου. Σέ μιά «Ἐπιστολή πρός Ραφαήλ» (νομίζω ὅτι δημοσιεύθηκε κάποτε στήν Ρουμανία, στήν ὁποία μιλούσε στούς φιλοσόφους τῆς Γαλλίας) μ᾿ ἐρωτοῦσες γιατί ἀκολούθησα τόν μοναχισμό· μήπως μέ ἀπογοήτευσε ὁ κόσμος;
Μοῦ ἔλεγες: «Δέν σέ κατηγορῶ, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι πλέον ἕνας πατέρας σάν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά θυσιάση τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ». Καί στήν Ἐπιστολή αὐτή ἐπρότεινε τήν ἐλευθερία νά ἀναζητήσω αὐτό τό ὁποῖο μέ χαροποιοῦσε καί ἐάν, ὁριστικά, βρω τήν χαρά στόν μοναχισμό, τόν ὁποῖον ὁ ἴδιος δέν κατανοοῦσε ἐπακριβῶς, ἐκεῖ θά εἶναι ἡ ἀλήθειά μου. Καί μ᾿ εὐλογοῦσε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο: «Χαῖρε καί κάνε ὅ,τι θέλεις», παραφράζοντας τόν λόγο τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου: «Ἀγάπα καί κάνε ὅ,τι θέλεις».
Γιά τόν σύγχρονο κόσμο-γιά τόν ὁποῖον ὁ φιλόσοφος Νόϊκα ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀγάπης-μοῦ ἔλεγε: «Γνώριζε καί κάνε ὅ,τι θέλεις». Ἀκόμη μοῦ ἔλεγε: «Βλέπε ποῦ μᾶς πηγαίνει αὐτή ἡ γνῶσις· στήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου». Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: «Νά εἶσαι προετοιμασμένος καί κάνε ὅ,τι θέλεις! Πατέρα, εἶπες στήν ἐπιστολή σου ὅτι δέν εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ὁποῖος θυσιάζεις στόν Θεό τόν μονάκριβο γυιό σου.
Γι᾿ αὐτό, καί ἀπό τότε πού βγῆκες ἀπό τήν φυλακή τό ᾿68, μέ προέτρεψες γιά μία μόρφωσι διανοητική, λοιπόν νά γνωρίζεις ὅτι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία ἀκόμη ὑπῆρξε ἀνάμεσά μας μία ἔντασις, διότι σέ ἐρωτοῦσα: «Τί εἶναι ἕνας φιλόσοφος; Ἕνας πεταλωτής κάνει περισσότερα ἀπό σένα σάν φιλόσοφο...».
Καί μέ προέτρεπες πάντοτε πρός τήν κουλτούρα, ἐνῶ ἔβλεπες ὅτι δέν εἶχα τέτοια ἕλξη, οὔτε ἐπιθυμία. Ἡ παρατήρησίς μου εἶναι αὐτή: Νά ξέρης ὅτι στό ἔργο τοῦ ὁποίου εἶσαι ἕτοιμος νά θυσιάσης τόν μονογενῆ υἱό σου, ἐκεῖνο εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ».
Καί τότε ὁ πατέρας μου ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του, μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου, μέ τά λόγια αὐτά μποροῦμε νά χωρισθοῦμε».
Τοῦ ἄρεσαν τά λόγια μου αὐτά. Καί ἐγώ ἐθαύμαζα τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀρεσκόταν νά πυρπολῆται ἀπό σωρεία ἐρωτήσεων καί παγίδων, τίς ὁποῖες σοῦ ἔβαζε ὁ ἴδιος. Γενικά θά ἤθελα νά πω, ὅτι μποροῦσα νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά αὐτή ἡ κρίσις καί μομφή δέν σέ πληροῖ σάν ἄτομο καί αὐτό πού ἔζησες στήν ζωή σου δέν συνέβη κατά τύχην, ἀλλά εἶναι ἐκδήλωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καί τότε ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ἕνα λόγο, τόν ὁποῖον καί φαντάζεσθε. Μέ πλησίασε, μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν συζήτησι (ήταν ἡ τελευταία μας) καί μοῦ εἶπε:
-Δέν ἐπερίμενα ὅτι, ἐνῶ ἔχω τόσους μαθητές, νά ἔχω τόση ἀμοιβαία κατανόηση καί τώρα στό τέλος ἀπό τόν γυιό μου».
Ἐν κατακλείδι θέλω νά εἰπῶ ὅτι ἡ κατάστασις στήν ὁποία εἶσαι πρέπει νά τήν παίρνης τήν εὐθύνη ἐπάνω σου καί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μπορεῖς νά βοηθήσης κατά τρόπο μυστικό καί τίς γενεές ἀπό τίς ὁποῖες ἐδίδαξες κάτι ἤ ὄχι, ἀπό τίς ὁποῖες ἐκληρονόμησες κάτι ἤ ὄχι.
***
Γέροντος Ραφαήλ Νόϊκα
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία
καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό
Μετάφρασις - ἐπιμέλεια ὑπό ἀδελφῶν
Ἱερᾶς Μονῆς Ὅσιου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου