Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο
στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό
κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε
των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία». Όταν οι ασκητικοί
Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία. Αυτήν
σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά
λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους
όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο
κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν. Τότε μπορεί
κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη.
Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν
και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις
κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις
ενώπιον του Θεού. Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο
κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το
σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν
έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι.
Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς
αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα. Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν
και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν
υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον
πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε
να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον
πραγματώση.
Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και
πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της
αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ,
άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες,
άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον
τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει. Το βέβαιο είναι ότι
αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον
Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του,
φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να
αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά,
να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος
Θεός. Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα
εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για
να ζήσωμε μαζί του.
Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό
αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την
αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από
τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον
νοιώθομε, δεν τον ξέρομε. Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή
είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία
μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν
νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας
συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των
περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό
σκοτάδι.
Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η
ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται
κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και
καλούμεθα να τον αποκτήσωμε. Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός
είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού
παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε
ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε
από τους εγκληματίες. Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το
θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον
κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο
όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του
Θεού.
Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός,
αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις,
ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω
το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και
οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η
εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η
άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας,
της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν. Όλα τα βάζομε εκεί, και
έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν,
τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι
ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς
ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος. Έτσι, γίνομαι
και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε
εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην
αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον
Θεόν.
Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της
πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς
τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον
χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος
διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,
άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος
όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το
Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς. Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί. Άλλος εργάζεται,
κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να
ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον
Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε
σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος
μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή
του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την
αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του.
Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της
καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν
περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις
τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο
οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν
μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην
φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς
συμβαίνει και με την αγρυπνία. Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα
κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την
ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου
που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα
μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά,
δεν θα γίνουν αμέσως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές
δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει
κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή
να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην
καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε
ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι
εμάς τους ίδιους.
Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε
την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα
τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες. Άλλοι, οι
περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι
έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν
συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του.
Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να
προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες.
Το να συνέχισης την ημέρα σου με την
αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι
μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι
κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον
φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι
που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Είναι πιο σκληρό να
σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι
χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά
μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το
μυαλό. Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο.
Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον
οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας.
Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει
περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν
χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι
αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή
αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι
δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα. Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο
Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός
μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα
ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα
αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός·
είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.
Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία
και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους
ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα.
Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί.
Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον
άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη.
Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής.
Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της
Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον
τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά
Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός
την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών».
Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα
μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής
μας εν Χριστώ ζωής.
Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το
μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης
ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος. Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός
είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι
περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης.
Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που
μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού. Και ο Θεός
έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον
ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου.
Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα
εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή
σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν. Ο Θεός τότε
παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το
ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την
κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί
τους.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να
χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και
όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο. Όποιος χρησιμοποιεί
το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος
Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως
νομίζεις εσύ.
Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς,
την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη
σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία
έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία
αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά
την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς
πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου;
Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν
αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι
αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην
ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του.
Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη
αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει
να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή
του. Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη
τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά
τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν
έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με
τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να
παρασταθώ ενώπιον του Θεού.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458)