Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Δύο Διονυσιάτες Μοναχοί του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Δύο Διονυσιάτες ΜοναχοίΠολλές φορές αναπολώ με νοσταλγία τις πρώτες επισκέψεις που έκανα στο Άγιον Όρος, όταν ήμουν φοιτητής στην δεκαετία του ’60, συγκεκριμένα την πρώτη φορά το έτος 1966. Τότε με την συνοδεία του αειμνήστου Καθηγητού μου Παναγιώτη Χρήστου και άλλων επιστημονικών του συνεργατών εργαζόμασταν για πολλές εβδομάδες και μήνες στις βιβλιοθήκες των Μονών του Αγίου Όρους, καταγράφοντας τα χειρόγραφα και ανέκδοτα κείμενα του μεγάλου Αγιορείτη ησυχαστή αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ήταν η περίοδος που το Άγιον Όρος είχε εορτάσει την χιλιετία (1963) από την ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Με μεγαλοπρέπεια εορτάσθηκε αυτό το γεγονός, το επισκέφθηκε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και άλλοι Πατριάρχες και έγινε μια πανηγυρική λειτουργία στον ιερό Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές.
Την εποχή εκείνη λίγοι προσκυνητές επισκέπτονταν το Άγιον Όρος και έτσι μας δινόταν η ευκαιρία να το προσεγγίσουμε προσωπικά με κατάνυξη, προσευχή, ηρεμία και πενυματική κατάσταση. Βέβαια, όπως γίνεται αντιληπτό, έζησα το Άγιον Όρος πριν την επάνδρωση των ιερών Μονών του από τις νέες αδελφότητες και γι’ αυτό στις ιερές Μονές ασκούνταν μοναχοί, που είχαν το ύφος και το ήθος του παλαιού αγιορείτου μοναχού, με την προσήλωσή τους στη παράδοση, την απλότητα και την αρχοντιά, την αυθεντικότητα στην έκφραση και την προσέγγιση, την αυστηρή άσκηση, την φιλόξενη διάθεση και την καθαρή αγάπη. Αργότερα οι νέες αφελφότητες εμποτίσθηκαν σε αυτήν την αγιορείτικη νοοτροπία και έτσι δεν χάθηκε αυτός ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, τηρουμένων των αναλογιών, γιατί το Άγιον Όρος διαθέτει μια μεγάλη και δυνατή παράδοση, που δεν αλλοιώνεται, αλλά αφομοιώνει όλες τις άλλες παραδόσεις.
Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι το Άγιον Όρος για μένα υπήρξε μια πνευματική ανακάλυψη, η δεύτερη πατρίδα μου, η κατ’ εξοχήν πνευματική μου πατρίδα… Μόλις πήγα στο Άγιον Όρος, με όλες τις πνευματικές μου αναζητήσεις και ανησυχίες, επισκέφθηκα τις Μονές του, την έρημο και τις Σκήτες και έζησα από κοντά τους πατέρες που ασκούνταν εκεί, αμέσως άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου. Είδα την αυθεντική ζωή, συνέδεσα αυτά που διάβασα στους Πατέρες με αυτά που έβλεπα ζωντανά μπροστά μου και έτσι οι ανησυχίες μου άρχισαν να αντιμετωπίζωνται κατά θετικό τρόπο. Καταλάβαινα πια ότι η θεολογία δεν μπορεί να είναι ούτε ορθολογιστική-επιστημονική, ούτε ηθικιστική…
Συνάντησα πολλούς αγιορείτες Πατέρες κατά τις επισκέψεις μου στον ιερό και αγιασμένο Άθωνα. Άλλοι από αυτούς ζούσαν κρυμμένοι μέσα στα κοινόβια και τα ιδιόρρυθμα Μοναστήρια, άλλοι ασκούνταν ως ερημοπούλια στις απόκρημνες πλευρές του Άθωνα, άλλοι ζούσαν απλά και ευαγγελικά στις Σκήτες του Αγίου Όρους, άλλοι βίωναν ένα είδος εν Χριστώ σαλότητος κλπ. Τους απολάμβανα στις αγρυπνίες, τις πολύωρες οδοιπορίες, στην εργασία τους, στην καθημερινή αναστροφή και διέκρινα ότι η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι λόγια και παραμύθια, αλλά μια ευλογημένη καθημερινή εμπειρική ζωή.
Δύο από τις εξέχουσες μορφές και προσωπικότητες της εποχής εκείνης, εννοώ των φοιτητικών μου χρόνων, πριν γνωρίσω τον π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, τον π. Εφραίμ Φιλοθεΐτη, τον π. Παΐσιο κλπ. που μου έκαναν εντύπωση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή μου, ήταν ο αείμνηστος Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου π. Γαβριήλ και ο μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Ο π. Γαβριήλ ήταν ο Γέροντας του π. Θεοκλήτου. Ο Γέρων Γαβριήλ μας δεχόταν με μεγάλη αγάπη και θα μπορούσα να πω με στοργή, μας αγαπούσε πραγματικά και όταν τον πλησιάζαμε διακρίναμε έντονα την κοινωνικότητά του. Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ήταν νέος τότε στην ηλικία και διακρινόταν για την σοφία του, τον χειμαρώδη λόγο του, την τεράστια μνήμη του, την από στήθους αναφορά διαφόρων πατερικών χωρίων για κάθε περίσταση και την άνεση με την οποία προσέγγιζε τους νέους και τους επιστήμονες, οι οποίοι λόγω της ηλικίας και της ανθρώπινης γνώσης είχαν οίηση και υπερηφάνεια.
Πρόκειται για δύο προσωπικότητες με μεγάλη προσφορά στο Άγιον Όρος και στην όλη εκκλησιαστική ζωή. Ο αείμνηστος Γαβριήλ ήταν διακριτικός, ησύχιος, κοινωνικός, πεπειραμένος, αυθεντικός, ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ήταν σοφός, γνώστης όλων των ρευμάτων της κοινωνίας και διαλεκτικός με την βοήθεια του θεολογικού του λόγου και των ποικίλων χαρισμάτων. Ο πρώτος αποτελούσε μέλος των αντιπροσωπειών που διαχειρίζονταν όλα τα προβλήματα που αναφύονταν στο Άγιον Όρος και με «μαεστρία» εύρισκε τις κατάλληλες λύσεις σε πολλά ζητήματα, ο δεύτερος ήταν πάντοτε έτοιμος να δίνη τον θεολογικό του λόγο σε κάθε πνευματική αναζήτηση του συνομιλητού του και να ελέγχη κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της μοναχικής και εκκλησιαστικής ζωής.
Ο π. Γαβριήλ Διονυσιάτης εντυπωσίαζε με την μεγάλη του κοινωνική και μοναχική πείρα, αλλά και με τον κατανυκτικό του λόγο. Λένε πολλοί -το έζησα και προσωπικά- ότι δεν θα μπορούσες να καταλάβης την ουσία και το «πνεύμα» του Αγίου Όρους, αν δεν άκουγες τον π. Γαβριήλ να απαγγέλη τον «εξάψαλμο» στην αρχή του όρθρου, μέσα στο ιλαρό φως των καντηλιών. Φωνή κατανυκτική, γεμάτη ιλαρότητα και μετάνοια, έκφραση όλου του πνεύματος του αγιορείτου μοναχού, ο οποίος ζη την ενδεκάτη ώρα και είναι νοσταλγός της δωδεκάτης ώρας και αγωνίζεται στην πνευματική του ζωή με την προοπτική της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, οπότε ζητά το έλεος και την συγχωρητικότητα του δικαιοκρίτου Χριστού.
Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο υποτακτικός του πρώτου, μας εντυπωσίαζε με τον αυθόρμητο και θεολογικό του λόγο, που ήξερε να ελέγχη, να διδάσκη, χρησιμοποιώντας την πατερική και την θύραθεν σοφία, να διακρίνη κάθε σφαλερό και συγκεχυμένο. Μου προκαλούσε εντύπωση το ξύπνιο πνεύμα του, οι τεράστιες γνώσεις του, αλλά και η ταπείνωσή του, που εκδηλωνόταν σε πολλές περιπτώσεις και την οποία διέβλεπες, αν, βέβαια, διέθετες και μια εσωτερική ευαισθησία. Ωφεληθήκαμε πολύ με την αναστροφή του, κυρίως κατά την πολύωρη εργασία μας στην Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Διονυσίου, όταν και εκείνος είχε το διακόνημα του βιβλιοθηκαρίου.
Πολλές φορές μνημονεύω τον αείμνηστο π. Γαβριήλ στον οποίο εξομολογήθηκα και τον οποίο συμβουλεύθηκα για κρίσιμα θέματα της νεανικής μου ζωής και για σημαντικές αποφάσεις που έλαβα στην ζωή μου. Όταν δε τον συνάντησα στο τέλος της ζωής του, μετά την παραίτησή του από την ηγουμενία, διέκρινα την βαθυτάτη του ταπείνωση που έφθανε μέχρι την εσχάτη αυτομεμψία. Ένας Ηγούμενος πάνω από πενήντα χρόνια ηγουμενίας με τόση προσφορά στο Άγιον Όρος και την Εκκλησία να στέκεται μπροστά σου ως ένας αρχάριος μοναχός! Συγκινούμαι βαθύτατα όταν θυμάμαι την προσωπικότητά του και κυρίως συγκινήθηκα βαθιά όταν πήγα στο οστεοφυλάκιο της Μονής και είδα την κάρα του. Κάθησα πολλή ώρα προσευχόμενος στον Θεό και ζητώντας τις πρεσβείες του αειμνήστου μεγάλου Γέροντος των νεανικών μου χρόνων.
Επίσης, μνημονεύω συχνά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος επηρέασε με τον τρόπο του την ζωή μου. Αυτό έγινε και με τα βιβλία του για την νοερά-καρδιακή προσευχή, καθώς επίσης και με τα άρθρα του, που αποπνέουν το άρωμα των αθωνικών ανθέων. Σημαντικά ήταν τα δύο βιβλία του, ήτοι η βιογραφία και η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του μεγάλου αυτού ησυχαστή αγιορείτη, καθώς επίσης και η βιογραφία και η θεολογία του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη, του μεγάλου αυτού φιλοκαλικού Πατρός. Όλα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή μας, και ωφελούμασταν σημαντικά, όταν αφ’ ενός μεν τον συναντούσαμε προσωπικά, αφ’ ετέρου δε διαβάζαμε τα βιβλία και τα κείμενά του, γραμμένα με το πνεύμα και την παράδοση του Αγίου Όρους. Έτσι μπορούσαμε να κρίνουμε δημιουργικά την θεολογία που μαθαίναμε στο Πανεπιστήμιο και την θεολογία της αγιορείτικης πολιτείας, που είναι η πραγματική θεολογία της Εκκλησίας. Πέρα από αυτό, με τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη έχω και έναν άλλο σύνδεσμο, διότι κατάγεται από την Ναύπακτο, στην οποία η Χάρη του Θεού με έστειλε να διακονήσω από τον βαθμό του Επισκόπου. Έτσι με διάφορες ευκαιρίες επικοινωνούμε και, βεβαίως, από τις επιστολές του διακρίνει κανείς την πνευματική του ωριμότητα στην οποία έφθασε, αφού συνδυάζει την ανθρώπινη σοφία με την πνευματική ζωή, το μεγαλείο της ψυχής του με την αυτομεμψία, την ησυχία με την ιεραποστολή, την αγάπη προς τον Χριστό με την αγάπη προς τον άνθρωπο.
Δύο Διονυσιάτες μοναχοί, οι οποίοι με τον ιδιαίτερο τρόπο του ο καθένας και με τα ιδιαίτερα χαρίσματά του, υπήρξαν ευεργέτες μου κατά τους φοιτητικούς και μετέπειτα χρόνους, που ο ένας τελειώθηκε και ο άλλος τελειούται στην πνευματική ζωή, οι οποίοι αποπνέουν το δυνατό και ευαίσθητο άρωμα του περιβολιού της Παναγίας μας και υπήρξαν η ανάπαυση και παρηγοριά όχι μόνο χιλιάδων προσκυνητών του Αγίου Όρους, αλλά και άλλων που είχαν την μεγάλη ευκαιρία από τον Θεό να τους προσεγγίσουν, που πολλές φορές μας μέθυσαν από το δυνατό διονυσιάτικο κρασί. Και, βεβαίως, δεν εννοώ το υλικό κρασί της Μονής Διονυσίου που φημιζόταν για την αξία του, αλλά το δυνατό κρασί της ησυχαστικής παραδόσεως του Αγίου Όρους και της Ορθοδόξου Εκκλησίας γενικότερα.
Ζητώ τις πρεσβείες του αειμνήστου Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου και τις προσευχές του (αειμνήστου τώρα) π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, τον οποίο διαρκώς μνημονεύω στις προσευχές μου και διατηρώ στην αγαθή μνήμη της καρδιάς μου, όπως μου ζήτησε σε μια επιστολή του να τον μνημονεύω «και ζώντα και μετά πότμον»
(από το βιβλίο «Ορθόδοξος Μοναχισμός»)

Συνάντηση με τον Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη και τον π. Παΐσιο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής του Αγίου Αντωνίου Αριζόνας


Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D. Καλιφόρνια 2014 Θεωρούμε ευλογία από τον Θεό που μας αξίωσε, για ακόμη μια φορά, να συναντηθούμε και να συνομιλήσουμε με την μεγάλη αυτή ασκητική και πνευματική φυσιογνωμία, τον π. Εφραίμ της Μονής του Αγίου Αντωνίου στην έρημο της Αριζόνας. Συναντήσαμε, ο υποφαινόμενος, ο υιός μου Λαέρτης, και ο αδελφός μου Διονύσης, το Γέροντα την 16 Φεβρουαρίου, 2014. Η συνάντησή μας διήρκησε δύο σχεδόν ώρες, που ήταν για μας μια αποκάλυψη. ‘Ηταν γεμάτος χαρά που μας είδε. Στο πρόσωπό του αποτυπωνόνταν η χάρη του Θεού, η γαλήνη, η ηρεμία η πνευματική του πείρα και η αγιοσύνη του. Τα γλυκύτατα λόγια που εξερχόταν από το στόμα του είχαν μια οσμή Χάριτος, ένα άρωμα πνευματική ζωής ενός πεπειραμένου αγίου Πατέρα της ορθοδοξίας. Μας μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, για την πνευματική του ζωή γενικά, την ησυχία, την ερημική ζωή, την αγρυπνία και τις επισκέψεις του Χριστού. Επίσης, την συνομιλία του με τον θεό κατά την ώρα της προσευχής, καθώς και τις προσευχές που κάνει για όλο τον κόσμο. Μιλήσαμε για διάφορα πνευματικά θέματα που μαστίζουν τον άνθρωπο σήμερα, για τον έλεγχο της συνείδησης, την ηθική, καθώς και για τα θανάσιμα αμαρτήματα του σημερινού ανθρώπου. Ζητούσαμε απαντήσεις σε προσωπικά ερωτήματα και προβλήματα, δικά μας και του κόσμου γενικά. από ένα πατέρα σοφό κατά Θεό. Οι απαντήσεις του αποκάλυπταν την πνευματική του ωριμότητα και την εμπειρία του θεολογικού του στοχασμού, πο έμπενε στις ψυχές μας ως λόγος Θεού. Αισθανθήκαμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια άγια μορφή, ιδιαιτέρως όταν αναφερόταν στις εμπειρίες που βίωνε με την προσωπική νοερά επικοινωνία με τον Θεό. Όλη η ζωή του είναι συμμετοχή στα παθήματα όλων των ανθρώπων, είναι συμπαθής προς τους θλιβομένους και τους πάσχοντες. Μερικές στιγμές, με τα λόγια του και την έκφρασή του μετέβαινε στο μυστήριο της αιωνιότητας. ‘Εκφραζε ένα αίσθημα θεοπτίας, ότι βρίσκεται στην υπερβατικότητα. Μας νουθετούσε για την αγάπη, την πίστη, τις πνευματικές αρετές, την ηθική ζωή και για τον ρόλο της προσευχής στην τελειοποίηση της συμμετοχής του ανθρώπινου μικροκόσμου στη θέωση. ‘Οσα ακούγαμε τα σκεπτόμασταν και προσπαθούσαμε να μπούμε βαθειά στο νόημά τους. 
Το ασύγκριτο χάρισμα της διακρίσεώς του, που τον διακρίνει ιδιαίτερα, μας μεταφέρει στο δικό μας πνευματικό βάθος. Τα λόγια του παρουσιάζουν γνώση εσωτερικής ζωής και σχέσης της ψυχής με το Θεό. Είναι λόγος πνευματικής πείρας και αλήθειας, λόγος καθωρισμένος από την άγια ζωή του. Παρατηρήσαμε τον στοχασμό του Γέροντα σχετικά με την πνευματική ζωή που διαχέει με μια αλχημική δύναμη που μπορεί να προκύψει μόνο από μια συνείδηση ριζωμένη στο αντικείμενο της προσευχής. Αυτά που έχει βιώσει ο ίδιος, μας τα μετέφερε, που με τον τρόπο αυτό ανατρέφει τις δικές μας προσδοκίες. Ο Γέροντας, ταπεινός, νεκρός από τα πάθη, βιώνοντας την αυταπάρνηση, με πόθο τη σωτηρία, φαίνεται σαν την κοσμική διάνοια η ίδια εμποτισμένει από την ενέργεια της Θείας Χάριτος που ερευνά το σύνολο της πραγματικότητας που περιβάλλει τον άνθρωπο και την αποσαφήνιση όλων των ανησυχιών της ανθρώπινης ύπαρξης, υπό το πρίσμα της ιερής γνώσης. Φαίνεται να είναι προικισμένος με την πνευματική δύναμη και να διεισδύει στην καρδιά και στην ουσία όλων των πραγμάτων, σε ένα ιδιαίτερο πνευματικό σύμπαν μορφής και έννοιας, ο οποίος διευκρινίζει με έναν πρωτοφανή τρόπο, σαν να ήταν κατοχυρωμένος με το θείο δώρο. 
Ο π. Εφραίμ έχει μια μοναδική ικανότητα να διεισδύει στην καρδιά, αποκαλύπτοντας νέες διαστάσεις που καταπλήτει τους ανθρώπους. Η διορατικότητά του σχετικά με την πνευματική ζωή διακρινόταν σε όλη τη συνομιλία μας. ‘Ολη αυτή την πνευματική του πείρα και ωριμότητα την μετάγγισε στον μαθητή του π. Παΐσιο, Καθηγούμενο της Μονής του Αγίου Αντωνίου που και αυτόν τον διακρίνει η μεγάλη αγάπη για τον Θεό, η εμπειρία του θεολογικού στοχασμού, η αγιοπατερική ζωή και το χάρισμα της διακρίσεως. Ο π. Παΐσιος, σαν χαρισματικός Πνευματικός Πατέρας, διδάσκει, νουθετεί, παιδαγωγεί και βοηθάει τα πνευματικά του παιδιά, που συρέουν καθημερινά για να αποκτήσουν με την εξομολόγηση ταπείνωση, υπακοή, μετάνοια και να τους οδηγήσει προς την Θέωση. Είναι μορφή ιεραποστόλου με εσωτερική και και εξωτερική ιεραποστολή. Κοντά του ζει κανείς την αγάπη του, την ανιδιοτέλειά του, την ακτημοσύνη του και την μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Πραγματικά είναι ποιμένας της Εκκλησίας με παραδείγματα και υποδείγματα ζωντανά. 
Ο Γέροντας Παΐσιος έχει προσόντα και χαρίσματα, πνευματικότητα, διορατικότητα, έχει πολαπλασιάσει τα τάλαντα της ψυχής του, και κατέχει το κάθε τι που συμβαίνει. ‘Εχει την χάρη του Θεού, και την δωρεάν του αγίου πνεύματος. ‘Εχει ένα έργο βαρύ, υπεύθυνο και υπόλογο, έργο θεανθρώπινο: Την ευθύνη την Ιεράς εξομολογήσεως που του εναπωθέτει ο κόσμος την αιώνια ζωή του, το αιώνιο μέλλον του. Όταν εξομολογεί, έρχεται στη θέση του αμαρτωλού για να καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά και σαν μελετητής των γραφών, των πατέρων βλέπει μέσα από την γενικώτητα τα προβλήματα και τα παραδείγματα τα οποία υπάρχουνε. Και σαν διακεκριμένος Γέροντας, ευλογημένος και αγιασμένος προσεύχεται στο Θεό για τα προβλήματα που απασχολούν όλους τους ανθρώπους. Με τον λόγο του, ώριμος πνευματικός καρπός βιωμάτων, γίνεται αποδεκτός και αγαπητός από μικρούς και μεγάλους, που συμβουλεύει και καθοδηγεί. Βοηθάει, συμβουλεύει λύνει οικογενειακά, προσωπικά και επαγγελματικά προβλήματα. Είναι ένας άριστος εξομολόγος και παιδαγωγός μικρών και μεγάλων. Σε αυτή, λοιπόν, τη μεγάλη μορφή εναποθέτησε ο Θεός την σωτηρία των ψυχών. ‘Οταν εξομολογεί, ανάλογα με τις αμαρτίες δίνει και τα κατάληλα επιτίμια όπως γονυκλισίες, νηστεία, προσευχή κλπ. Τα επιτίμια είναι το φάρμακο για το πάθος που είναι η ασθαίνεια της ψυχής, και βοηθούν στην μετάνοια. ‘Οταν ο Γέροντας δίδει επιτίμια έχει πολλή διάκριση. Πρώτα λαβαίνει υπ’όψιν του ποιός είναι ο άνθρωπος με την αμαρτία, πως αμάρτησε, και κάτω από ποιές συνθήκες. Επίσης, εξετάζει την επανάληψη του αμαρτήματος. 
Προμελέτησε ο άνθρωπος το αμάρτημα; Αμάρτησε από λάθος; Ποιά ήταν η διάθεση του αμαρτήσαντος την ώρα της αμαρτίας και πως αισθάνεται μετά το αμάρτημα. ‘Εχει μετανοήσει; Ο π.Παΐσιος έχει την αρετή της διακρίσεως, δεν είναι αυστηρός ούτε επιεικής. Πάντοτε λαμβάνε υπ’όψιν του και την προαίρεση του αμαρτήματος. Ο ίδιος έχει μεγάλη φρόνηση και πολούς οφθαλμούς, ώστε να βλέπει από παντού την διάθεση της ψυχής. Δίνει έμφαση στην επανάληψη της αμαρτίας, έχει μακροχρονίσει ο άνθρωπος στην αμαρτία; ‘Εχει αμετανοησία; Τι λέει η συνείδησή του; ‘Ολα αυτά γίνονται, με την Χάρι του Θεού, με τον διάλογο του π. Παΐσιου και του εξομολογουμένου. Ο Γέροντας δεν καταδικάζει τον άνθρωπο, αλλά την αμαρτία, βλέπει το κίνητρο του αμαρτήματος. Παίζει σπουδαίο ρόλο το πρόσωπό του ως πνευματικός. Μπροστά του όλοι κάνουν υπακοή, δείχνουν σεβασμό και αγάπη στο πρόσωπό του. Στο σημείο αυτό, ο Γέροντας Εφραίμ, ο π. Παΐσιος και η συνοδεία των μοναχών, που όλο το εικοσιτετράωρο, δοξολογούν την Τριαδική Θεότητα, ζουν σωματικά μέσα στην καθαρότητα των αγγέλων γνωρίζοντας τα Θεία μυστήρια μέσα από την καθαρότητα και τον έρωτα προς το Θεό, βρίσκονται σε κατάσταση όμοια με των ασωμάτων αγγέλων. Αυτοί οι πατέρες «υψώνονται πάνω από κύλημα του χρόνου, γιατί δε ζούνε πια την αστάθεια της χρονικής βοής αλλά μένουν σταθερά μέσα στο Θεό με τις αρετές σ’ όλη τη διαδρομή του χρόνου.» Υψώνονται στη σταθερότητα την αιώνια και άχρονη του Θεού γιατί έχει προσοικειωθεί η κτιστή τους ψυχή εσωτερικά την σταθερότητα με την αρετή. Στην Μονή του Αγίου Αντωνίου είναι μια εμπειρία απροσδιόριστης παρουσίας του Θεού, που ζει ο άνθρωπος στην πνευματική ανάβαση. Είναι σαν μια απαλή πνοή της αύρας που νιώθεις το Θεό. Είναι η ήρεμη κι απλή κατάσταση, η στερημένει από κάθε είδος και σχήμα, επειδή είναι η κατάσταση του ανθρώπου του υψωμένου πάνω από τα πάθη κι ακόμα πάνω από την γνώση. Πράγματι, η κατάσταση αυτή είναι εμπειρία της αλήθειας. 
Οι Πατέρες της Μονής που έχουν φθάσει στην κατάσταση αυτή δεν θέλουν πια να χάσουν την εμπειρία της πληρότητας κατεβαίνοντας στην απασχόληση μ’ένα απομονωμένο και πεπερασμένο αντικείμενο. Αυτό δεν σημαίνει ότι μένουν αδιάφοροι προς όλα, αλλά ότι αγαπάνε όλα τα πράγματα κι όλους τους ανθρώπους μέσα στο Θεό. Δεν θέλουν πια να έχουν και να αγαπάνε τούτο η εκείνο το αντικείμενο στην κατάσταση χωρισμού, αλλά στην ενότητα μέσα στο Θεό. Βρίσκονται με το Θεό σε ειρήνη, και αυτό γιατί βρίσκονται με το Θεό χάρη σε μια κατάσταση που δεν την ταράζουν τα πάθη. Οι πατέρες της Μονής, απερίσπαστοι από βιοτικές μέριμνες και κοσμικούς θορίβους, με την άσκηση και την προσευχή, υπενθυμίζουν το σκοπό της ζωής. Αποτελούν υπόμνηση του αληθινού προορισμού του ανθρώπου. Εκεί μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τα όρια της μικρής και σύντομης ζωής. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η Ιερά μονή του Αγίου Αντωνίου είναι μια πνευματική όασις μέσα στην έρημο της ζωής. Οι άνθρωποι του ορθοδόξου φρονήματος πηγαίνουν για πνευματική αναψυχή, για πνευματικό εφοδιασμό, να γνωρίσουν την ζωή, την αυθεντική πολιτεία, να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν, να δουν τις μεταμεσονύκτιες, να δουν το μεγαλείο των ψυχών των αγίων αυτών ανθρώπων που είναι επίγειοι άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι. 
Το γεγονός είναι ότι στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου, στην Αριζόνα, γνωρίζει κανείς για ποιό λόγο και ποιό σκοπό έχει η ύπαρξη και η ζωή του ανθρώπου, και με ποιό τρόπο μπορεί να φτάσει στον σκοπό. Εκεί αποκτάς την γνώση του προορισμού του ανθρώπου. Στο κόσμο έχουμε άγνοια του προορισμού μας. Ποιός είναι ο προορισμός του ανθρώπου στη γη; Με άλλα λόγια, ποιός είναι ο σκοπός, η ύπαρξη, η ζωή και ο βίος του ανθρώπου σε αυτό τον κόσμο. Πράγματι, εκεί διδάσκεται η πίστις του ανθρώπου, η μετάνοια, η δικαίωσις και η εκτέλεσις παντός αληθού ηθικού και θεαρέστου έργου. ‘Ολα αυτά ενεργούνται και κατορθώνονται δια της δυνάμεως και ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Εκεί, στην Μονή, η πίστις στηρίζεται στην μετάνοια, στην άφεση των αμαρτιών, στην κληρονομία της αιωνίου βασιλείας, της αυταπάρνησης. 
Η κατόρθωσις έργων υπερανθρώπων, επιτυχία του προορισμού δια της πίστεως. Κοντά στον Γέροντα Εφραίμ και στον Γέροντα Παΐσιο βλέπεις τι είναι η προσευχή, η αναγκαιότητά της, το παράδειγμα της προσευχής εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πως εφαρμόζεται το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Εκεί βλέπει κανείς την προσευχή της δοξολογίας, της ευχαριστίας και της δέησις και την αυτοσχέδια προσευχή. ‘Εχοντας, οι μοναχοί, την αυτογνωσία, εξασκούν την αρετή της ταπεινοφροσύνης, την αρετή της μετανοίας, την αρετή της πίστεως, την αρετή της ευγνωμοσύνης και της ευχαριστίας, την μεγάλη αρετή της υπομονής, αξασκούν την αρετή της επιεικείας, απέχουν από του να καταλαλούν και να κατακρίνουν. Εκεί βλέπουμε τους όρους της αληθηνής μετάνοιας. Κατακλείοντας αυτήν την σύντομη εμπειρία θα ήθελα να σημειώσω ότι οι Θείες δυνάμεις που βρίσκονται γύρω από την ψυχή του Γέροντα Εφραίμ και που ο νους του τις συλλαμβάνει, που δεν είναι υποταγμέος στις αισθήσεις της απόλαυσης, είναι τα αγγελικά τάγματα. Οι Θεϊκές δυνάμεις βρίσκονται γύρω από την ψυχή του γέροντα όπως γύρω από την Εικόνα του Βασιλέως Θεού.  πηγή

Φωτογραφίες από το μοναστήρι στην Αριζόνα του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτη

,,,,,, Όσοι και όσες δεν έχουμε αξιωθεί να επισκεφτούμε το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου, ας ταξιδέψουμε νοερά μέσα από τις όμορφες αυτές φωτογραφίες:





























Επιλογή φωτογραφιών από: synodoiporia.blogspot.gr

Ο πόνος εξαγνίζει τήν ψυχή ( Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεῒτη )


ponos
  Ο πόνος εξαγνίζει την ψυχή, την κάνει ταπεινή, πονετική, αγαθή, και έτσι καταστρώνεται το έδαφος για την θεία επίσκεψι.
Όλα τα λυπηρά μας αποστέλλονται, χωρίς κάθε αμφιβολία, για την θεραπεία της νοσούσης ψυχής μας, όπως διά των θλίψεων εμέση το φαρμάκι της ηδυπαθείας και κάθε πάθους.
  Οι ασθένειες, οι θλίψεις και τα βάσανα των χριστιανών διευκολύνουν την κάθαρσι της ψυχής και την συγχώρησι των αμαρτιών.
  Καθώς η γη γίνεται γονιμώτερη, όταν το αλέτρι βαθειά την οργώση, έτσι και η ψυχή τότε γίνεται καρποφόρος στην αρετή, όταν ο πόνος, η ασθένεια βαθειά και συχνά την επισκέπτεται!
  Εάν έλειπαν οι πειρασμοί, η υπερηφάνεια θα μας είχε κάνει άλλους εωσφόρους, αλλά ο Ουράνιος Πατέρας μας, ο Θεός, μας αφήνει τις θλίψεις, για να ταπεινωνώμαστε.
  Στους πειρασμούς ωριμάζει ο άνθρωπος και γίνεται πνευματικός· ενώ χωρίς πειρασμούς είναι άσοφος, άμορφος, άχρηστος, κούτσουρο!
  Με την υπακοή ο άνθρωπος αποβάλλει κυρίως τον κακό δαίμονα της υπερηφανείας, που φέρνει όλα τα κακά και εισάγει την ταπείνωση.
  Να ταπεινώνεσαι και να εξομολογείσαι, διότι η εξομολόγησις εμπερικλείει την αγιωτάτη ταπείνωση, χωρίς την οποία δεν σώζεται κανείς.
  Η αγαθή συνείδησι έχει σαν αρχή και θεμέλιο την ταπεινοφροσύνη· η δε πονηρά συνείδησι έχει σαν αρχή της την υπερηφάνεια και την ανυπακοή.
  Πρόσεχε την συνείδησι σου· τα έργα σου να είναι γνήσια· όχι άλλο εις το στόμα και άλλο εις την καρδιά σου· αγάπησε την αλήθεια· φοβήσου τον έλεγχο της συνειδήσεως σου· διόρθωνε τον εσωτερικό σου άνθρωπο, για να μη μετανοήσης κατόπιν ματαίως.
  Η μετάνοια αναδημιουργεί τον άνθρωπο. Αυτή εδόθη για να θεραπεύη την ψυχή μετά το βάπτισμα και, εάν αυτή έλειπε, σπανίως θα εσώζετο άνθρωπος. Δι' αυτό η αρετή της μετανοίας δεν έχει τέλος εφ' ό¬σον υπάρχει πνοή ζωής εις τον άνθρωπο, διότι συμ¬βαίνει και οι τέλειοι να σφάλλουν.
  Η μετάνοια είναι ατέλεστος· όλες οι αρετές δύνανται, με την χάρι του Θεοϋ, να τελειοποιηθούν από τον άνθρωπο· την μετάνοια ουδείς δύναται να την τελειοποιήση, διότι μέχρι της τελευταίας μας αναπνοής έχομε ανάγκη της μετανοίας, επειδή σφάλλομε εν ριπή οφθαλμού, οπότε η μετάνοια είναι ακατάκτητος.
 Με την μετάνοια όλα διορθώνονται. Ουδέν υπάρχει, το όποιο να νικά την ευσπλαγχνία του Θεού.
  Ο Θεός παιδεύει σαν πατέρας, για να μας απαλλάξη από υπερβολές και ελλείψεις.
  Μας παιδεύει όχι για να έλθουμε σε απόγνωσι, αλλά για να μετανοήσουμε και διορθωθούμε.
  Όταν υγειώς κρατήσουμε την έννοια της παι¬δείας των θλίψεων, ακολοθεί πολλή θεϊκή παρηγοριά.
  Με την υπομονή στα παθήματα κάμνουμε το θέλημα του Θεού. Όποιος υπομένει πειρασμό, σε οποιαδήποτε μορφή, επιθέτει φάρμακο στην ψυχή του.
  Ας ακουμπάμε πάντοτε στους ώμους της Πανα¬γίας μας το φορτίον μας και χωρίς άλλο θα βρίσκουμε παρηγοριά στον πόνο και την θλίψι μας.
  Οι άνθρωποι, παιδί μου, χωρίζονται εις αυτό τον κόσμο εις καλούς και κακούς, εις πλουσίους και πτωχούς, εις μορφωμένους και αμορφώτους, εις ευγενείς και αγενείς, εις εξύπνους και ανοήτους. Ενώνονται όμως όλοι εις ένα σημείο. Εις τον πόνο! Διότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως εις την ζωή τους θα πονέσουν. Καθώς λέγει και ο Ιώβ· «Τέρας, ει τις ευτύχησεν διά βίου». Άρα λοιπόν όλοι οι άνθρωποι ζούμε εις το βασίλειο του πόνου!
Γνωρίζομε ότι ο πόνος είναι κάτι το προσωπικό, που θα χρειασθή κανείς να τον αντιμετωπίση μόνος του. Είναι ο σταυρός του, που οφείλει να τον σηκώση, όπως και ο Σωτήρ του κόσμου, ο Ιησούς, εσήκωσε τον Σταυρό Του, χάριν ημών.
Αναπαύου λοιπόν, παιδί μου, εις το πατρικό χέρι, που αυτό τον καιρό σε χειρουργεί με τον πόνο και ηρέμησε. Δέξου ότι ο Θεός σου τον στέλνει και συμφιλιώσου μαζί του, με τον πόνο, για να μπόρεσης να τον αντιμετώπισης.
Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι αυτό, αλλά σωτήριο· οι άγιοι έχαιραν εις την θλίψι τους, εμείς τουλάχιστο να δεχώμεθα αυτήν με υπομονή, και ο Θεός δεν θα ξεχάση, έστω και αυτή την ελαχίστη προαιρετική υπομονή μας εις το θέλημα του, που εκπροσωπεί ο πόνος.
Συγκέντρωσε, τις ψυχικές δυνάμεις, όταν πονάς, και προσπάθησε να εννοήσης τον σκοπό του πόνου, που δι' αυτού ο Θεός σου ανοίγει τον ουρανό.
Θαρρείς πως Εκείνος που αριθμεί τις τρίχες της κεφαλής δεν γνωρίζει το μέτρο του πόνου σου; ναι, τον γνωρίζει· λοιπόν αναπαύου εμπιστευτικά εις τον ουράνιο Πατέρα μας.
Μην αποκάμης· μαζί με τον Χριστό μας θα τα πέρασης όλα, καθώς θα γίνης και κληρονόμος Του εις την άπειρη περιουσία του κοινού Πατρός ημών Θεού.
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
impantokratoros.gr  / http://anavaseis.blogspot.gr/

Τις νύχτες στο Άγιο Όρος δεν φωτίζει μόνο το φως του φεγγαριού



Υπάρχει το άλλο Φως…το ανέσπερο…το αιώνιο…που το νιώθεις με τα άλλα μάτια… Το αισθάνεσαι…. Έρχεται από την αιωνιότητα και κατακλύζει το γήινο χωροχρόνο ενώνοντας την Γη με τον Ουρανό.

Από καιρό έχω καταλάβει ότι ο κύριος χρόνος για την προσευχή είναι στο δρόμο. Αν είμαι πολύ κουρασμένος το βράδυ ή πρέπει να σηκωθώ νωρίς το πρωί και δεν μπορώ να προσευχηθώ ‘όσον θέλω, τότε θα το χρησιμοποιήσω, με τον τρόπο που δίνει ο Κύριος στην παρούσα κατάσταση, στην εποχή μας.

Πηγαίνετε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή οδηγώντας ένα αυτοκίνητο – να προσεύχεστε. Μην απαντήσετε στο τηλέφωνο, μην διαβάσετε τα προαιρετικά νέα, χρησιμοποιήστε αυτή τη συνήθεια για να αποκτήσετε την ικανότητα της προσευχής – είτε με δικά σας λόγια είτε με κείμενα που γνωρίζετε από την καρδιά σας.
Επίσκοπος Maxim Kozlov

ΕΙΠΕ ΜΟΝΑΧΟΣ. Κάνετε καλό όσο τα χέρια σας είναι ζεστά μετά και να θέλεις, δεν γίνεται!!!

Είμαστε συχνά ευγενικοί με τους ξένους και, σε σχέση με τους αγαπημένους μας, αφήνουμε τον εαυτό μας να είναι αγενείς, σαν να μας δίνει το δικαίωμα σε όλα. Προσπαθήστε να αποφύγετε τις διαμαρτυρίες και τις διαμάχες από την αρχή και να μεταχειριστείτε τον σύζυγό σας όπως κάνατε την πρώτη ημέρα του γάμου σας.
Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ (Karelin)

Τα βάσανα της ζωής μια ήμερα θα λήξουν, διότι ο κόσμος παρέρχεται· μόνον ό,τι πράξη κανείς για την ψυχή… »εκείνο αιώνια θα μείνη…»

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Μακαριστός Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας: Από τα καλυβάκια στην οικουμένη!



 Στέλιος Κούκος

Ο μακαριστός Γέροντας, Ιερομόναχος, π. Εφραίμ της Αριζόνας, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους.
Τέτοιες στιγμές νιώθουμε ότι πρέπει να κλαίμε και να χαιρόμαστε! Με δάκρυα κατάνυξης!
Ότι ο φόρος τιμής σε τέτοιες πνευματικές μορφές μόνο η κατάνυξη και η συγκίνηση τους πρέπει. Και, ίσως να είναι και ο μόνος τρόπος να τις νιώσουμε.
Αλλά και ο τόπος για να τους συναντήσουμε.
Ότι γνωρίζοντας τους σωματικούς πνευματικούς τους κόπους -πολύ συχνά υπέρ φύση- κόπους αλλά και “μέθη” και έρωτα διά Χριστόν νιώθεις μετέωρος και ενεός από την τόση προσπάθεια και την βία για το ποθούμενο. Τον ποθούμενο θησαυρό. Την συνάντηση με το ποθούμενο πρόσωπο. Τον Ποθούμενο!
Και αυτή η βία και ο κόπος και ο παροξυσμός αγάπης δεν μπορεί και δεν πρέπει ούτε να παραγραφεί, ούτε να συμψηφιστεί λόγω των θαυμαστών εμπειριών που είχαν και των ευλογιών και των χαρισμάτων που έλαβαν. Ότι το φιλότιμο τους μεγάλο, δηλαδή τεράστιο, και αυτό γεννά το πνεύμα.
Η φιλοπονία τους απεριόριστη και τα χαρίσματα που έλαβαν άλλο τόσο απέραντα και απεριόριστα, αφού ξεπερνούν τον χώρο και τον χρόνο!
Άλλωστε “όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξη”!
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1898-1959).
Κοίμηση Γέροντος, πατρός Εφραίμ, μνήμη οσίου Ιωσήφ Ησυχαστή!
Μνήμη σύμπασας της οσίας συνοδίας: π. Αρσενίου, π. Αθανασίου, π. Θεοφυλάκτου, π. Ιωσήφ Βατοπαιδινού, παπά-Χαραλάμπου Διονυσιάτη αλλά και οσίου Εφραίμ Κατουνακιώτη.
Ένα ακόμη κομποσχοίνι οσιακώς τελειωθέντων διαπρεπών μοναχών, υποτακτικών και γερόντων που έγραψαν το σημαντικότερο, ίσως, μέρος του βίου τους στις σπηλιές, τα πρόχειρα ενδιαιτήματα, τα σπιτάκια και τα καλυβάκια του Άθωνα.
Εκεί έγραψαν με άκτιστο μελάνι τα πνευματικά τους κατορθώματα στις ερημιές, στις οπές και τα αγιορείτικα βράχια.
Διέπρεψαν ως δόκιμοι, υποτακτικοί, μοναχοί και γέροντες για ένα ράσο φως εξαστράπτων, και ακτίστων ενεργειών πρόσφορο!
Και, έτσι, οι ίδιοι λάμπρυναν έναν ολόκληρο κόσμο ματαιότητας!
Αξίζει να ζεις που έζησαν!
Ναι, δικαιολογούν και την δική μας αναπολόγητη ζωή!
Και τελικά μπορείς να δεις, κάπως, μέσα από τον δικό τους κόπο και να νιώσεις λίγη, ελάχιστη βεβαίως, από την δική τους Θεϊκή χάρη που αξιώθηκαν!
Και η μικρή αυτή ενσυναίσθηση αποτελεί ακόμη μία δωρεά και συμμετοχή σε ένα μυστήριο!
Αυτό σου δίνει την δυνατότητα να κοινωνήσεις και να ψηλαφήσεις το ευλογημένο και οσιακό τους δόσιμο που έδωσε καρπούς χάριτος!
Η άσκησή τους -υπακοή, αδιάλειπτη προσευχή, νηστείες, γονυκλισίες, αγρυπνίες- ήταν παράλληλα και δοξολογία! Και προσδοκία! Ανάστασης!
Η συνοδία οσίου Ιωσήφ Ησυχαστή ο οποίος βρίσκεται καθιστός στο κέντρο. Από αριστερά ο μοναχός π. Αθανάσιος, ο Ιερομόναχος, π. Εφραίμ της Αριζόνας, ο μοναχός, π. Αρσένιος, ο μοναχός, π. Ιωσήφ Βατοπαιδινός, ο π. Θεοφύλακτος και ο Ιερομόναχος, π. Χαράλαμπος Διονυσιάτης.
Αναφερόμαστε στον μακαριστό, π. Εφραίμ και συναντάμε τον όσιο Γέροντά του, Ιωσήφ τον Ησυχαστή μετά της συνοδίας αυτού. Και μοιάζει με την κοίμηση αυτή σαν να πρέπει να βάλουμε τελεία και να γράψουμε τέλος σε μια «εκδρομή». Εκδρομή, αλλά πού; Στον Παράδεισο και σε αγκαλιές Πατρικές. Ένα ταξείδι γυρισμού, ως νέοι Αδάμ. “Ταξιδιώτες που πάνε προς την αιωνιότητα”, λέει ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ!
Γι’ αυτό και ο όσιος Ιωσήφ, με τον συνασκητή του π. Αρσένιο έζησαν ρακένδυτοι και κουρελήδες αναζητώντας κατάλληλη στολή στα μέτρα τους. Και δεν συμβιβάστηκαν μέχρι που φόρεσαν, περιεβλήθησαν το φως ως στολή και στόλισμα αιώνιο.
Ικανό να σκεπάσει κάθε ανθρώπινη αδυναμία και γύμνια και να κοινοποιήσει μάλιστα παντού φως Χριστού. Ότι το αξιώθηκαν!
Και ότι «Φως Χριστού φαίνει πάσι»!
Και αναπληρώνει κάθε αδυναμία, στέρηση και πόνο αιώνιο που ο εαυτός μας δεν μπορεί να βαστάξει ή και να κρύψει.
Παιδιά του Παραδείσου, οι Γέροντές μας, στις σπηλιές και τις αμμουδιές του ευλογημένου από τον ασκητικό μόχθο και την Θεία χάρη Άθωνα! Εκεί που οι ταξιδιώτες μας προς την αιωνιότητα και της επιστροφής στο σπίτι τους, δεν συνάντησαν τον τρομερό «Κανένα», αλλά Γέροντα ομοιοπαθή μεν, πολίτη δε των φωτεινών δωμάτων και μονών του Παραδείσου. Δηλαδή, εν μέρει γήινο και εν μέρει ουράνιο άρχοντα!
Ασφαλή οδηγό και καθοδηγητή και μεσίτη, αλλά και ανάργυρο μεσάζοντα μεσίτη για τις... αδιάθετες οικίες και μονές στην πατρική κατοικία και πατρίδα. Ένας ταξείδι επιστροφής ήταν γι’ αυτούς η ατέλειωτη αυτή προσωπική και ομαδική εκδρομή.
Αυτή, που μοιάζει μόλις να τέλειωσε! Αλλά και μόλις αρχίζει!
Και ορίστε, αίφνης βρίσκονται μαζί για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια και τέσσερις μήνες. Από την εκδημία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή στις 15/28 Αυγούστου του 1959.
Να θυμηθούμε και την αδημονία του Οσίου όταν εμφανίστηκε και αγκάλιασε τον συνασκητή του π. Αρσένιο και τον ρώτησε: “Μέχρι πότε θα ζούμε χώρια”;
Και ο απλούς Γέροντας Αρσένιος απάντησε: “Μα μήπως είναι στο χέρι μου”;
Συνοδία πλήρης. Συνοδία οσιακώς διαλαμψάντων πλήρης
Συνοδία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Δεξιά ο π. Εφραίμ της Αριζόνας.
Και ο πεφιλημένος Γιαννάκης, ο π. Εφραίμ, ο Φιλοθεϊτής και της Αριζόνας, ο νεαρότερος της συνοδίας εκ των λοιπών πεφιλημένων, έχοντας λάβει το μήνυμα της αγιοκατάταξης του οσίου Γέροντά τους, σπεύδει να το μεταφέρει επί τόπου!
Γνωρίζοντας βεβαίως πως και οι ουρανοί συνεορτάζουν, ευωχούνται πνευματικά, χαίρονται!
Όπως, και τα σπήλαια του Άθωνα ότι ο Σπηλαιώτης Ιωσήφ διά της ασκήσεως της ευλογημένης Ησυχίας τα έκανε και αυτά ουρανούς.
Ενώ, δεν παρέλειπε για να φιλοτιμήση τα παιδιά του, να τους ανοίγει την πόρτα του Θείου ελέους και να τους κάνει και αυτούς εκτάκτως κοινωνούς Θείων εμπειριών...
Εκοιμήθη εν Κυρίω ο Γέροντας Εφραίμ.
Και εμάς πάει το μυαλό μας στην υποδοχή του 19ετούς Γιαννάκη από τον όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή στον Άθωνα. Το τελευταίο αρνάκι της μάντρας του, που όμως έμελλε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε σύμπασα την επικράτεια του Κήπου και του Περιβολιού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ότι και ο όσιος Ιωσήφ το είδε: «από αυτά τα καλυβάκια θα βγούνε ηγούμενοι» είπε.
Και δεν άργησαν να βγούνε τα λόγια του που δεν ήταν βεβαίως υπόθεση και πρόβλεψη εργασίας αλλά θείος φωτισμός.
Και ο εκ Βόλου Ιωάννης, Γιαννάκης, μοναχός και Ιερομόναχος, π. Εφραίμ θα συγκεντρώσει γύρω του, και παρά τους πόδας του πλήθος μοναχών, ως Γέροντας κελλιώτης και μεγαλοκελλιώτης αρχικά και στη συνέχεια ηγούμενος -ότι προελέχθη διά στόματος Οσίου- της Μονής Φιλοθέου, ο φιλόθεος.
Και δεν θα αργήσει, ως νέος Αβραάμ, να θυσιάσει την μάντρα του -και όχι μόνον κατά προαίρεση αυτός- και να αναδείξει νέους ηγούμενους, νέους Γέροντες για Αγιορείτικες μονές! Πρόκειται για τις Μονές: Καρακάλλου, Κωνσταμονίτου και Ξηροποτάμου.
Και τα μοναστήρια αυτά δεν θα καταληφθούν πεισματικά, αλλά θα κατοικηθούν κατόπιν προσκλήσεως, για να αναμορφωθούν και να αναδειχθεί το αρχαίο τους κάλλος και να αποτελέσουν πνευματικά εργαστήρια. Με επίκεντρο ως δραστική τέχνη του βίου τους, ή καλύτερα πλέον του κοινοβίου τους, την άσκηση της νοεράς προσευχής.
Της μικρής και μονολογιστής ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με».
Και έτσι το μικρό και συγχρόνως απέραντο εργαστήρι της νοεράς προσευχής που θεμελίωσε με προσωπική αγωνία και πόνο ο Γέροντας, όσιος Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, θα προκόψει! Θα μετατραπεί σε βιοτεχνία αλλά και βαριά βιομηχανία του Αγίου Όρους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ότι τα καλυβάκια πράγματι έγιναν μονές και μάλιστα κοινόβια από ιδιόρρυθμα!
Και σ' αυτό συνέβαλαν και οι άλλοι παραδελφοί, παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης και Ιωσήφ Βατοπαιδινός, που και αυτοί προσκλήθηκαν να αναλάβουν τις μονές Διονυσίου και Βατοπαιδίου!
Συνοδία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Ο μακαριστός π. Εφραίμ βρίσκεται στα αριστερά.
Και να, ο Γιαννάκης, μα τι λέμε ο Ιερομόναχος π. Εφραίμ, ο Γέροντας ηγουμένων και γερόντων του Άθωνα, αλλά και εκτός αυτού, σε μια νέα αποστολή ιεραποστολή που μοιάζει τελείως απρόβλεπτη. (Δεν ξέρουμε αν την προείδε και αυτήν ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Είναι απορίας άξιον)!
Μήπως, όμως, δεν ήταν κάποια αποστολή αλλά πλέον μια κατάσταση και χαρισματική ιδιότητα; Άλλωστε, είχε μεταβληθεί σε αλιέα ανθρώπων, δηλαδή σε Απόστολο και έτσι και μόνον η παρουσία του αποτελούσε Αποστολή, Ιεραποστολή!
Έτσι, όταν θα βρεθεί στην Αμερική, θα αλιεύσει και εκεί ανθρώπους και όχι μόνον υποψιασμένους ορθόδοξους ομογενείς, αλλά και ανυποψίαστους πεινασμένους και διψασμένους -αν όχι λιμασμένους και απεγνωσμένους πνευματικά- αλλοεθνείς. Για να γίνουν τελικά μία ποίμνη με ένα ποιμένα στην ευρύτερη και μεγαλύτερη ποίμνη με τον ένα Ποιμένα. “Ίνα ώσι εν”!
Θυμόμαστε, όμως, και την ορφάνια που άρχισαν να αισθάνονται και τα τέκνα του στον Άθωνα όταν ο Γέροντας Εφραίμ έλειπε αρκετό καιρό στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Δεν ήθελαν να παρηγορηθούν, ούτε όταν και ο όσιος Παίσιος επαινούσε το έργο του Γέροντα τους στην Αμερική! Και μόνον ο αριθμός της ίδρυσης 19 μοναστηριών 17 στις ΗΠΑ και 2 στον Καναδά αποτελεί έναν πνευματικό άθλο!
Αλλά και ο όσιος Πορφύριος φέρεται ότι εξεφράσθη ευνοϊκά για το έργο του μακαριστού Γέροντα στην Αμερική και τις δυνατότητες προσέλκυσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικανών πολιτών.
Ένας ειρηνικός, πνευματικός κατακτητής της Αμερικής και μάλιστα Χριστοφόρος είναι ο νέος Χριστόφορος Κολόμβος, Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας. Έτσι ξεκίνησε η «προσάρτηση» της Αμερικής στην Ορθοδοξία. Και να, που για μια ακόμη φορά ο ελληνισμός της κραταιάς Ρωμιοσύνης, για μια ακόμη φορά θα κατακτήσει τους κατακτητές του! Ότι ο αμερικανικός πολιτισμός έχει κατακτήσει τον κόσμο. Όπως και την χώρα μας. Αλλά η ελαφρότητα του δεν αναπαύει, δεν παρηγορεί, δεν αγκαλιάζει...
Καλύπτει το εσωτερικό κενό των ανθρώπων βάζοντας τα σκουπίδια κάτω από
το χαλί, αν δεν αναδεικνύει τα σκουπίδια ως θησαυρό!
Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου Αριζόνας.
Πόσο όμορφο είναι ένα βίντεο που είδα πριν καιρό, που έδειχνε τον Γέροντα Εφραίμ, να φορτώνει τρόφιμα ένα όχημα και να σπεύδει να συναντήσει φτωχούς, άστεγους και καταρρακωμένους, για να τους προσφέρει αυτό το περίσσευμα της καρδιάς του.
Και ορίστε, για μια άλλη φορά η σύνδεση του Ησυχασμού και της δράσης. Οι Γέροντές μας και οι ησυχαστές έχουν καύση καρδίας για όλη την κτίση και έτσι βρίσκουν τον τρόπο να ευεργετούν πολλαπλώς και τους συνανθρώπους τους ακόμη και με υλικά αγαθά! Όχι μόνο πνευματικά!
Και ο μικρός Γιαννάκης από τον Βόλο, ο Αγιορείτης Γέροντας, Ιερομόναχος, π. Εφραίμ της Αριζόνας και πάσης Αμερικής και Προηγούμενος της Μονής Φιλοθέου μοιάζει να άπλωσε και να ξεδίπλωσε την Ορθόδοξη πνευματικότητα στο επίκεντρο της σύγχρονης οικουμένης τις ΗΠΑ. Και έτσι τα αθωνικά καλυβάκια “κατέκτησαν” την οικουμένη, προσφέροντας ανεξίτηλο Φως Χριστού! Που φαίνει πάσι!
Να έχουμε την ευχή του!

«Πορεία πρός τόν οὐρανό- Στά χνάρια τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ καί Σπηλαιώτου (1897- 1959)»


ἐφημερίου ῾Ιεροῦ Ναοῦ ῾Αγίας Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς

Μέ δέος, συστολή καί ἐπίγνωση τῆς προσωπικῆς μου ἀδυναμίας τολμῶ σήμερα νά παρουσιάσω στή ἀγάπη σας ἕνα καινούργιο βιβλίο, πού πιστεύω πώς θά γίνει πνευματικό ἐντρύφημα χιλιάδων ψυχῶν τῆς γενεᾶς «τῶν ζητούντων τόν Κύριον». Πρόκειται γιά τό βιβλίο  πού πρόσφατα ἐκδόθηκε μέ  τόν τίτλο: «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ» τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ἔκδοσις ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Αγίου ᾿Αντωνίου ᾿Αριζόνας Η.Π.Α.  2008.

῞Οπως ἀναφέρει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος ᾿Αναγνωστόπουλος, ὑπῆρχαν «πλῆθος ἀπό προφορικές καί γραπτές διδαχές, συμβουλές, ὑποδείξεις καί πατρικές νουθεσίες τοῦ πατρός ᾿Εφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτου, πού ἔχουν ὡς ἀναφορά τήν ὑποδειγματική ζωή τοῦ ὁσίου Γέροντός του, δηλαδή τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ καί Σπηλαιώτου».

῾Η προσφορά τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι «οἱ πολύτιμες αὐτές ἁγιοπνευματικές ἀναφορές τοῦ πατρός ᾿Εφραίμ (Φιλοθεΐτου) στόν ὅσιο Γέροντά του συνελέγησαν (ἀπό τόν ἴδιο) μέ ἰδιαίτερη προσοχή στό βιβλίο αὐτό, γιά νά γνωρίσει τό πλήρωμα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τόν μεγάλο ἡσυχαστή τοῦ 20ου αἰῶνος, τόν θεόπτη, τόν ἀσκητή, τόν ἀπλανῆ ἐργάτη τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τόν ἀναβιωτή τῆς Παλαμικῆς παραδόσεως» (σ. 9-10). ῾Ο π. Στέφανος ᾿Αναγνωστόπουλος γιά δύομισυ χρόνια κοπίασε καί ἀναλώθηκε γιά νά διαμορφώσει, νά συνδέσει καί νά ἐπιμεληθεῖ κείμενα ἐμπειρικά πού μᾶς διέσωσε ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου. Τούς εὐχαριστοῦμε καί τούς δύο γιά τήν πνευματική αὐτή προσφορά τους.

Φρονῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό θά ἀποτελέσει ἕνα σύγχρονο ἁγιορείτικο γεροντικό, χρησιμότατο στήν πνευματική πορεία τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν. Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο θεωρητικό, διανοητικό, ἀλλά ἕνα βιβλίο πού μᾶς διασώζει καταγεγραμμένες  πνευματικές ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί πνευματικές ἐμπειρίες πού εἶχαν ὅσοι συνδέθηκαν πνευματικά μαζί του, ὅπως ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ παπα-᾿Εφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ πρῶτος συνασκητής του ὁ Γερο-᾿Αρσένιος, ὁ παπα-Χαράλαμπος ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί πολλοί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν ὑψηλῶν πνευματικῶν καταστάσεων χάρις στήν καθοδήγηση καί προσευχή τοῦ Γέροντός τους ᾿Ιωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί στήν ἄκρα ὑπακοή, ἀγάπη καί εὐλάβεια πού ἐπέδειξαν στό πρόσωπο τοῦ Γέροντά τους.

Στίς μέρες μας ἔχουμε κουρασθεῖ καί ἔχουμε στεγνώσει ἀπό τή στεῖρα ἀκαδημαϊκή θεολογία, τή θεολογία τῶν σαλονιῶν καί  τῆς θολοκουλτούρας καί σάν τά διψασμένα ἐλάφια ἀναζητοῦμε τή γνήσια θεολογία, πού εἶναι καρπός τῆς ἐρήμου, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς προσευχῆς. Μιά τέτοια θεολογία μᾶς προσφέρει ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ, στό  ἀπό  καιρό ἐκδοθέν βιβλίο ὑπό τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «῎Εκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας» (1979) -πού ἀποτελεῖ μιά πολύτιμη συλλογή ἐπιστολῶν τοῦ Γέροντος «πρός μοναστάς καί κοσμικούς»-, ὅσο καί στό παρόν πόνημα πού παρουσιάζουμε. ῾Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ῾Αγίου Βλασίου κ. ῾Ιερόθεος Βλάχος ἔχει γράψει σχετικά μέ τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ: «῾Η πραγματική ᾿Ορθόδοξη Θεολογία εἶναι ἐμπειρία, εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ πού δίδεται σέ ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς ἔχουν καθαρθεῖ καί φωτισθεῖ. Θεολόγοι κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, εἶναι “οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ“, καί κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι κυρίως οἱ θεόπτες. Στήν Καινή Διαθήκη ἡ θεολογία ταυτίζεται μέ τήν Προφητεία καί ὁ θεολόγος μέ τόν Προφήτη, ὁ ὁποῖος δέχεται τόν δοξασμό, μετέχει δηλαδή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ ἀείμνηστος γέροντας ᾿Ιωσήφ, ὅπως φαίνεται στό βιβλίο αὐτό πού σχολιάζουμε (ἐννοεῖ τήν «ΕΚΦΡΑΣΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ» πού προαναφέραμε), εἶναι ἕνας θεολόγος, πού γνωρίζει τόν Θεό ἐξ ἐμπειρίας καὶ ὁδηγεῖ ἁπλανῶς τούς ἀνθρώπους σέ αὐτήν τήν γνώση, πού ταυτόχρονα εἶναι κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό» (πηγή Διαδύκτιο: htp://www.parembasis.gr, Μάρτιος 2000).

Ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ εἶναι ὁ θεοδίδακτος ἀνανεωτής καί συνεχιστής  τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὅλης τῆς χορείας τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, σέ μιά ἐποχή μάλιστα πού ἡ ἡσυχαστική παράδοση στό ῞Αγιον Ὄρος εἶχε σιγήσει. ῞Οπως ἀναφέρει ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε,  ἀπέφευγε νά συνομιλεῖ μέ τούς ἄλλους ῾Αγιορεῖτες πατέρες γιατί θά τόν δηλητηρίαζαν. «Πῶς; Μέ τό νά μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Γέροντάς μου εἶναι πλανεμένος, ὅτι δέν βαδίζει καλά, ὅτι δέν ζῇ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ῾Αγιορεῖτες πατέρες. Διότι τότε ἡ πλειονότητα τῶν πατέρων θεωροῦσαν τήν νῆψι καί τήν Νοερά προσευχή ἐπικίνδυνα πράγματα, ταυτόσημα μέ τήν πλάνη. Μέ τέτοια λόγια θά χαλοῦσαν μέσα μου τήν πίστι καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα ἀπό τόν πόλεμο τῶν λογισμῶν» (σ. 348). Μήπως ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται; Μήπως δέν ὑπάρχουν καί σήμερα ζηλωτές στό ῞Αγιον ῎Ορος πού ἀμφισβητοῦν τούς συγχρόνους ἁγίους Γέροντες, πού ἔχουν καταξιωθεῖ στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ὁ ὁποῖος  καί ἐπικαλεῖται ταπεινά τήν πρεσβεία τους;

Πνευματική ζωή δίχως πνευματικό καθοδηγητή δέν γίνεται. Γ᾿ αὐτό,  τόν πρῶτο καιρό πού πῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ μαζί μέ τόν συνασκητή του π. ᾿Αρσένιο: «ἀπό τά τέλη τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 1929 μέχρι τά μέσα τοῦ 1930 περιπλανῶντο ἄοικοι, ἄστεγοι, ἀκτήμονες, σάν τούς ἀρχαίους “βοσκούς”. Σπιθαμή πρός σπιθαμή ἔψαχναν ὅλα τά καλύβια, ὅλες τίς σπηλιές, ὅλες τίς χαράδρες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, στήν προσπάθειά τους νά βροῦν ὅσα περισσότερα ψήγματα μποροῦσαν ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοσι. Εἶναι ἀλήθεια, ὅμως, ὅτι ἡ παλιά ζύμη εἶχε σχεδόν ἐξαφανισθῆ καί γι᾿ αὐτό πολύ θλιβόταν ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ. ῾Υπῆρχαν βέβαια ἀρκετοί ἀγωνιστές, ἀλλά δέν εἶχαν τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς νηπτικῆς καθοδηγήσεως» (σ. 93).

᾿Εδῶ ταιριάζουν ἀπόλυτα τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου τῶν ἀναβαθμῶν: «Τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος (=ἀκατάπαυστος) ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται (=γεννιέται), κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός». Καί πράγματι ὁ νεαρός Φραγκίσκος γεννημένος στήν Πάρο τό 1897 δέν ἔμεινε γιά πολύ στόν μάταιο αὐτό κόσμο. ῾Η ἐνάρετη μητέρα του μέ θεία ὀπτασία πληροφορεῖται ὅτι ὁ γιός της δέν θά εἶναι γιά πολύ ἀκόμα κοντά της. ῾Η Βουλή τοῦ Θεοῦ τόν προόριζε γιά ἄλλα πράγματα. Παραμένει μέχρι νά γίνει ἔφηβος στήν οἰκογένειά του καί στά δεκαοκτώ του τόν βρίσκουμε στόν Πειραιᾶ ἐργαζόμενο μέχρι νά στρατευθεῖ στό πολεμικό ναυτικό. ᾿Απολυόμενος ἀσχολεῖται μέ τό ἐμπόριο ὡς μικροπωλητής μέ κέντρο τήν ᾿Αθήνα.

῾Ο νεαρός Φραγκίσκος μελετᾶ βίους ἁγίων ἀπό τό “Νέον ᾿Εκλόγιον”  τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου καί πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα ἀποφασίζει νά γίνει μοναχός. ᾿Αξιώθηκε μάλιστα καί θείου ὁράματος,  μέ τό ὁποῖο τόν καλοῦσε ὁ Θεός στήν νέα του ζωή.

Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες καταλήγει στό ῞Αγιον ῎Ορος σέ ἡλικία εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν. Παραμένει γιά λίγο καιρό κοντά στή συνοδεία τοῦ Γέροντος Δανιήλ «καί στή συνέχεια ἔζησε ὡς ἐρημίτης μέσα σέ σπηλιές , μέ αὐστηρή νηστεία, ἀγρυπνία, πτωχεία καί ἀδιάλειπτη προφορική προσευχή. ῞Υστερα ἀπό δύο χρόνια σκληρῶν παλαισμάτων καί κακοπαθειῶν καί ἀφοῦ ἔλαβε οὐρανόθεν καί ὑπερφυῶς τήν Νοερά καί καρδιακή προσευχή, δίκην ἁπαλῆς αὔρας, προερχομένης ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Μεταμορφώσεως στή κορυφή τοῦ ῎Αθωνα, συνεδέθη μετά τοῦ γέροντος ᾿Αρσενίου, μέ τόν ὁποῖον παρέμειναν ἀχώριστοι μέχρι τήν ὁσιακή κοίμησί του» (σ. 7).

Κατόπιν, γνωρίζεται μέ τόν φημισμένο παπα-Δανιήλ -ἔγκλειστο ἄσκητή, λίαν σιωπηλό, καί ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς λειτουργό, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἔλαβε τήν εὐλογημένη παράδοση τῆς συνεχοῦς θείας μεταλήψεως. Αὐτός ὁ Γέροντας «τόση χάρι βίωνε, ὥστε ὅταν τελείωνε ἔπρεπε νά περάσῃ μιά ὥρα γιά  νά συνέλθῃ ἀπό τή Χάρι τῆς θείας ἱερουργίας. Καί μόλις συνερχόταν, ἀμέσως πήγαινε στό κελλί του, γιά νά συνεχίσῃ καί ἐκεῖ τά δάκρυα ὧρες ὁλόκληρες». Σ᾿ αὐτόν τόν ἁγιασμένο ἡσυχαστή ἐξομολογοῦντο οἱ δύο ὑποτακτικοί. Γνώριζε μάλιστα μέ κάθε λεπτομέρεια καί ἀκρίβεια τά κρυπτά τῶν καρδιῶν τους  «γι᾿ αὐτό καί ὁ παπα-Δανιήλ ἔμπαινε κατευθείαν στήν οὐσία τοῦ προβλήματος καί τούς ἔδινε τίς ἀπαραίτητες συμβουλές» (σ. 66). ᾿Από αὐτόν τόν Γέροντα πῆρε τό πρόγραμμα καί τήν τάξη ὁ Γέρων ᾿Ιωσήφ, τό ὁποῖο καί παρέδωσε ἀργότερα στούς ὑποτακτικούς του καί ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους στίς πολυάριθμες συνοδεῖες τους ἐντός καί ἐκτός  τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί τῆς ῾Ελλάδας.  

῾Ο Γέροντας ὑπῆρξε καταπληκτικός βιαστής στήν ἀναζήτηση καί κατάκτηση τῆς θείας ἀγάπης. Γι᾿ αὐτό καί πλέοντας στό πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης ἀναφωνοῦσε: «Παῦσον γλυκεῖα  ΑΓΑΠΗ, τά ὕδατα τῆς Σῆς Χάριτος, ὅτι αἱ ἁρμονίαι τῶν μελῶν μου διελύθησαν» (σ. 8). ῞Ολα τά παραπάνω δέν ὑπῆρξαν τυχαῖες συμπτώσεις γιά τόν Γέροντα.  Διεξήγαγε  μακροχρόνιους αἱματηρούς ἀγῶνες μέ τούς δαίμονες. ᾿Αγρυπνοῦσε ὀκτώ μέ δέκα ὧρες καθημερινά. Ζοῦσε μέ αὐστηρότατη νηστεία, ἐγκράτεια καί ἀκτημοσύνη, ἀγόγγυστη ὑπομονή. ῎Εκανε ἀπόλυτη ὑπακοή στόν μετέπειτα  ἁπλοῦν Γέροντά του ᾿Εφραίμ τόν βαρελᾶ, καθώς καί στόν συμμοναστή τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ τοῦ Βαρελᾶ Γερο-᾿Ιωσήφ. «Μέ ὅλες του τίς δυνάμεις δόθηκε ὁ Φραγκίσκος στήν μακαρία ὑπακοή, κάνοντας ὅ,τι μποροῦσε, μ᾿ ὅλη του τήν καρδιά, γιά νά τούς ἀναπαύσῃ. ᾿Αγάπησε τούς Γεροντάδες του περισσότερο καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Δέν ἔκανε ὑπακοή σάν ἀγγαρεία, ἀλλά μέ χαρά, πού πηγάζει ἀπό ἀγάπη. Διότι ὅταν πραγματικά ἀγαπᾶς κάποιον, τότες αὐθόρμητα κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιά νά τόν ἀναπαύσῃς» (σ. 72). Οἱ δύο συνασκητές, ὁ Φραγκίσκος καί ὁ π. ᾿Αρσένιος ζοῦσαν σάν ἄγγελοι κοντά στά δύο γεροντάκια. «῾Ετοίμαζαν τό φαγητό, καθάριζαν τό σπίτι καί ἔκαναν ὅ,τι χρειάζονταν μέ χαρά καί ἀγάπη. (...) Τόση ἀγάπη εἶχαν στά γεροντάκια πού τά χείλη τους ἔσταζαν μέλι. Οὔτε πραγματικά παιδιά τους νά ἦταν» (...) «Καί δέν ἄργησαν νά δοῦν τούς καρπούς. Χάρις στήν ὑπακοή, ὅπως ἦταν φυσικό, βρῆκαν πολύ ἄνεσι στήν προσευχή» (...) «Καί πράγματι, καθ᾿ ὅλη ἐκείνη τήν περίοδο, τά δάκρυά του (τοῦ Φραγκίσκου) ἔτρεχαν, ἔτρεχαν ἀσταμάτητα σάν ποτάμι. Καί ἡ καρδιά του φλεγόταν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ του πατρός» (σ. 74). Γι᾿ αὐτό καί ὁ Γέροντας πάντοτε ἐκθείαζε τήν ὑπακοή καί τή θεωροῦσε ὡς τή μεγαλύτερη ἀρετή. ῾Η ζωή τῶν δύο συνασκητῶν ἦταν μιά ζωή σιωπῆς καί προσευχῆς «ἐν τοῖς ὄρεσι καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (῾Εβρ. ια΄, 38). ῎Εψαχναν νά βροῦν σπιθαμή πρός σπιθαμή ὅλα τά σπήλαια καί τά καλύβια τῆς περιοχῆς τῶν Κατουνακίων. ῎Εκαναν μεγάλους ἀγῶνες πάντοτε μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους. Παράλληλα μελετοῦσαν καθημερινά τά ἀσκητικά συγγράμματα τῶν Πατέρων, πρωτίστως τήν ῾Αγία Γραφή,  ἰδίως τήν Καινή Διαθήκη καί τούς Ψαλμούς, καθώς καί τούς Βίους τῶν ἁγίων «πού ξεκουράζουν τόν νοῦ, γλυκαίνουν τήν καρδιά, ἐμπλουτίζουν τήν διάκρισι καί διεγείρουν τόν ζῆλο γιά μεγαλύτερα ἀσκητικά κατορθώματα» (σ. 76). ῞Ενα ἀπό τά γεραντάκια, ὁ Γερο- ᾿Ιωσήφ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. ᾿Αργότερα,  μέ πρόταση τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ, ὁ Φραγκίσκος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός σέ ἡλικία εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν (31η Αὐγούστου 1925) καί λαμβάνει τό ὄνομα τοῦ μεταστάντος Γέροντος ᾿Ιωσήφ. Τό 1928 οἱ δύο ὑποτακτικοί μετακομίζουν μέ τό γέροντά τους γιά περισσότερη ἡσυχία στήν Σκήτη τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὥστε ἀπερίσπαστα νά καλλιεργήσουν τήν εὐχούλα. ᾿Αναγκάστηκαν νά κτίσουν ἀπό τήν ἀρχή τά κελλάκια τους μέ πολύ πενιχρά ὑλικά. «Σάν τά κοτέτσια ἦταν (τά κελλιά τους) , ὅπου ἡ πόρτα καί τό παράθυρο ἦταν ἕνα καί τό αὐτό. ᾿Αλλά ἡ θέα ἀπό ἐκεῖ ἦταν κάτι τό ἐξαιρετικό» (σ. 86). Μετά τήν κοίμηση καί τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ οἱ δύο ὑποτακτικοί κληρονόμησαν ὡς ἐφόδιο καί σκέπη τήν εὐχή τῶν Γεροντάδων τους. ῾Ο ᾿Ιωσήφ σέ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν ἔγινε κανονικός Γέροντας. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός τους ᾿Εφραίμ οἱ δύο ὑποτακτικοί ἐπεδόθησαν σέ ἀκόμα μεγαλύτερους ἀγῶνες:νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Κύριο μέλημά τους ἡ νοερά προσευχή. Τό 1938 μετακομίζουν στίς ἀπόκρημνες σπηλιές τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης. Σ᾿ ἕνα ἀπό τά σπήλαια ὑπῆρχε ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. ᾿Εκεῖ διαμόρφωσαν τόν χῶρο, ἔκτισαν καί μερικά κελλιά καί παρέμειναν στό σπήλαιο αὐτό ἕως τό 1947.  Τό 1951 μεταφέρονται στήν Νέα Σκήτη, στήν καλύβη τοῦ Εύαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. ῾Η ἀναχώρηση γιά τήν οὐράνια πατρίδα τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ ἔγινε στίς 15 Αὐγούστου, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπως τόν εἶχε πληροφορήσει ὁ  ἴδιος ὁ Θεός.

Δέν θά σταθοῦμε σέ περισσότερα βιογραφικά-ἐξωτερικά στοιχεῖα γιά τή ζωή τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ, ἀλλά θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μέ ἁδρές γραμμές μιά πνευματική βιογραφία τοῦ Γέροντος, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό.  Αλλά πρίν προχωρήσουμε, ἄς ἀφήσουμε τόν Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη νά μᾶς τόν περιγράψει μέ γλαφυρό τρόπο: «Ἦταν κοντός στό ἀνάστημα, μέ μέτρια σωματική διάπλασι καί εἶχε μεγάλα, εἰρηνικά, γαλανά μάτια. Τά πρώην καστανά μαλλιά του εἶχαν γίνει γκρίζα, ἀφοῦ ἦταν πενήντα ἐτῶν τότε. Παρ᾿ ὅτι πού δέν φρόντιζε νά χτενίζεται, νά κόβῃ τά νύχια του, δηλαδή νά περιποιεῖται τό σῶμα του, ἐν τούτοις ἡ παρουσία του εἶχε μιά παράξενη χάρι, κάτι τό ἐπιφανές καί ἔνδοξο, πού θά νόμιζε κανείς ὅτι πρόκειται γιά βασιλιά! ᾿Αφοῦ δέν πλενόταν ποτέ, μερικοί ἐπισκέπτες περίμεναν νά μυρίζῃ, ἀλλά τούς ἔκανε ἐντύπωσι πώς ὄχι μόνο δέν μύριζε, ἀλλά εἶχε καί μιά λεπτή εὐωδία. Αὐτό ἦταν κάτι τό ὑπερφυσικό, ἀφοῦ πάντα δούλευε σκληρά καί ἵδρωνε πάρα πολύ. Τό παρουσιαστικό του ἦταν γλυκύτατο. Μόλις τόν ἔβλεπες, γαλήνευες. ῞Οπως ἦταν τό ἐξωτερικό του εἰρηνικό, ἔτσι ἦταν καί τό ἐσωτερικό του. Τό πρόσωπό του ἦταν ἱλαρό» (σ. 226). Τήν ἴδια αἴσθηση ἀποκόμιζε κανείς ὅταν συναστρεφόταν τόν μακαριστό ᾿Ιάκωβο Τσαλίκη, τό εὐῶδες αὐτό ἄνθος τῆς θείας χάριτος. ῏Ηταν γλυκύς καί προσηνής πρός  ὅλους. Δέν σοῦ ἔκανε καρδιά νά τόν ἀποχωρισθεῖς. Φαινόταν οὐράνιος, θεῖος, πραγματικά χαριτωμένος. Βλέπετε, τά γνωρίσματα τῆς χάριτος εἶναι κοινά στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ.

Φανταστεῖτε τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, τόν αὐστηρό ἀσκητή, τόν ἄνθρωπο πού πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή νά ὁμιλεῖ γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν. Ποιός ἄραγε δέν θά ᾿θελε νά στέκεται καί νά τόν ἀκούει; Νά μιά ὡραία περιγραφή: «Στίς διηγήσεις του ἦταν χαριέστατος. ῞Οταν μιλοῦσε, ἤθελες συνεχῶς νά τόν ἀκοῦς. Πάμπολλα μᾶς ἔλεγε, διότι γνώριζε πολλούς παλαιούς μοναχούς. Ζωντανή παράδοσις. Θά μπορούσαμε νά γράψουμε ἕνα νέο Γεροντικό». Καί ὁ ἀπώτερος σκοπός του: «῎Ετσι μᾶς τόνωνε, μᾶς δυνάμωνε, μᾶς τόνωνε τήν πίστι καί μᾶς ἑτοίμαζε γιά τήν παλαίστρα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων» (σ. 298).   ῾Ως ἔμπειρος πνευματικός πατέρας παρακολουθοῦσε διακριτικά κάθε μέλος τῆς συνοδείας. ῎Ηξερε τόν χαρακτῆρα καί τίς δυνατότητες τοῦ καθενός. Τίποτε δέν τοῦ ξέφευγε. Σέ ἄφηνε νά φᾶς τά μοῦτρα σου γιά νά ἐπέμβει ἔπειτα ὡς ἔμπειρος πνευματικός ἰατρός καί νά βάλει τό νυστέρι στήν πληγή, γιά νά βγάλει τό ἀπόστημα. ῎Αν ἤθελες νά μείνεις στήν συνοδεία του, ἔπρεπε νά τοῦ κάνεις ἀπόλυτη ὑπακοή. ῎Αν δέν ἔχεις διάθεση νά ἀκούσεις καί νά ἐφαρμόσεις κυρίως τίς συμβουλές τοῦ ἰατροῦ, τότε γιατί νά ἔρθεις κοντά του. «᾿Επειδή εἶχε περάσει καί δοκιμάσει ὅλα τά ἀσκητικά παλαίσματα, ἤξερε ἀκριβῶς πῶς ἕλκεται καί πῶς διατηρεῖται ἡ θεία χάρις» (....)  «Πέρασαν πολλοί καί ὠφελήθηκαν ἀπό τόν Γέροντα, ἀλλά ὅλοι σχεδόν ἔφυγαν. Πέρασαν ἄνθρωποι γραμματισμένοι, μέ μεγάλες σπουδές καί θέσεις, ἀλλά μόλις τούς ἔβαζε ὁ Γέροντας μέσα στό καμίνι τῆς ὑπακοῆς, παρά τήν προθυμία τους, ἔφευγαν. Κανένας δέν μποροῦσε νά μείνῃ κοντά στόν Γέροντα, ἄν δέν ξέγραφε τόν ἑαυτό του ἀπό τή ζωή, γι᾿ αὐτό καί ἡ συνοδεία του δέν ἔγινε ποτέ μεγάλη. ῎Ελεγε χαρακτηριστικά: “Θέλω νά κάνω μοναχό, ἀληθινό μοναχό! ῎Οχι νερόβραστα πράγματα”.  (σ. 183).

῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα πολύ αὐστηρό τυπικό, γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά δείξεις τέλεια αὐταπάρνηση, ἄν ἤθελες νά παραμείνεις κοντά του. ῎Αν ὅμως τά κατάφερνες καί ἔμενες, τότε κέρδιζες πραγματικά τόν Παράδεισο. Γι᾿ αὐτό ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης δεκαετίες ἀργότερα, ὅταν ἐπισκέφθηκε τό   ἐγκαταλελειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντος μέ φανερή συγκίνηση καί ποταμούς δακρύων ἔλεγε στό συνοδό του: «Αἰωνία του ἡ μνήμη! Αἰωνία του ἡ μνήμη! Χορτάσαμε χάρι! Χορτάσαμε χάρι! ᾿Εδῶ ἐπί τρία χρόνια κοντά στόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ ἤπια νερό, ἀπό τό νερό τοῦ παραδείσου» (σ. 182).

Γιά νά χορτάσεις ὅμως χάρη, ὅπως ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ, ἔπρεπε νά δώσεις αἷμα γιά νά λάβεις πνεῦμα» κατά τό πατερικό. ῾Ο δρόμος τῆς  μακαρίας ζωῆς τῶν ἡσυχαστῶν δέν εἶναι στρωμένος μέ ροδοπέταλα, ἀλλά μέ ἀγκάθια. Εἶναι δρόμος αἱματηρός. Ζωή μαρτυρική. Στήν ἔρημο δέν ἔχεις τίς παρηγοριές πού προσφέρει ἕνα ὀργανωμένο κοινόβιο. ῾Η λέξη ἄνεση εἶναι ξεγραμμένη ἀπό τό λεξιλόγιο τοῦ ἐρημίτη. Γιά νά ἔρθει ἡ οὐράνια παρηγοριά θά πρέπει νά ξεχάσεις τήν ἀνθρώπινη.Τό λιτό φαγητό τους ἦταν ἐλαχιστότατο. Τό νερό ἀνύπαρκτο. ῞Ο,τι χρειάζονταν τό κουβαλοῦσαν στήν πλάτη τους ἀπό μακριά. Οἱ ἀχθοφορίες εἶχαν γίνει σχεδόν ὁ καθημερινός τους σύντροφος. Μαγειρεύανε ἔξω στό ἁγιάζι καί τή βροχή. ῾Ο ἀέρας νά λυσσομανᾶ, νά σβήνει τήν φωτιά, νά σκορπᾶ τά ντεζερέδια στόν κατήφορο. Καί νά εἶσαι καί γριπιασμένος καί νά πρέπει νά βγαίνεις στά βράχια καί στόν παγωμένο ἀέρα νά πλένεις τά λιγοστά κι αὐτά τσίγκινα πιατάκια. «Γιά τά πιάτα εἶχε ἀκόμη καί μιά ἄλλη πρωτότυπη τακτική ὑγιεινῆς ὁ Γέροντας. Μόλις τελειώναμε τό γεῦμα, ρίχναμε νερό μέσα σ᾿ αὐτά καί τό ἀπόπλυμα, ὅποιο κι ἄν ἦταν , κατόπιν τό πίναμε» (σ. 256) . ᾿Από ἀποφάγια δέν πέταγαν τίποτε. ῎Επρεπε ὅλα νά φαγωθοῦν, ἀκόμα κι ἄν εἶχαν ξινίσει, κι ἄν εἶχαν σκουληκιάσει. ᾿Από ἔλλειψη νεροῦ τό πρόσωπό τους τό ἔπλεναν μέ τά δάκρυά τους. Σκληρή ζωή θά πεῖτε. ᾿Αλλά νά τό συμπέρασμα: «Σάν τρωγλωδῦτες ζούσαμε καί ὅμως μᾶς σκέπαζε ὁ Θεός καί δέν καταλαβαίναμε τήν δυσκολία. ῏Ηταν μαρτυρική ἡ ζωή μας, ἀλλά τρισχαριτωμένη» (σ. 257). ῾Η ἐπιλογή τοῦ Γέροντος δέν ἦταν ἀναγκαστική, ἀλλά συνειδητή. ῎Ηθελε τόν μοναχό ἁπλό, λιτό, μέ ἐλάχιστα πράγματα, ἀκτήμονα. ῾Η διδασκαλία τοῦ Γέροντος ἦταν ὅτι : «ὅταν ὑστερῆται κανείς καί ὑπομένῃ, τότε ἔρχεται ἡ εὐλογία ἀπό τόν Θεό». 

῾Η ἄσκηση δέν περιοριζόταν μόνο στά ἐξωτερικά, πού ἔχουν πραγματικά τή δυσκολία τους. Νά πῶς περιγράφεται ἡ ἄσκηση τῆς προσευχῆς: «Συνήθως ἔκαναν Νοερά προσευχή ὄρθιοι, γιά νά καταπολεμήσουν τόν ὕπνο γιά 7-8 ὧρες, μέ ἀπόλυτη συγκέντρωσι, ταπείνωσι καί συντριβή βυθίζοντας τό νοῦ μέσα στήν καρδιά. Κατόπιν ἄρχιζαν τίς μετάνοιες, πού ἦσαν περίπου 3.500 γιά τόν καθένα τους, καί ἐάν ἔκανε κρύο καί περισσότερες! Διότι σπανίως ἄναβαν σόμπα, γιά νά μήν τούς πολεμᾶ ὁ ὕπνος. Μετά τίς μετάνοιες ἀκολουθοῦσε ὁ ἀπαραίτητος μοναχικός τους κανόνας μέ κομποσχοίνια» (σ. 67).

Σέ αὐτό  τό σημεῖο  πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Γέροντας ἤ καλύτερα πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα μᾶς γίνονται γνωστές μέσα ἀπό τίς σχέσεις του μέ τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι καί μᾶς διασώζουν τίς σχετικές πληροφορίες. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τούς ὑποτακτικούς τῆς συνοδείας του. Μιά συνοδεία πού ἦταν συντονισμένη στούς πνευματικούς σκοπούς πού εἶχε βάλει ὁ Γέροντας. Μιά συνοδεία ἑνωμένη καί ἀγαπημένη, ἄν καί ἐλάχιστα τά μέλη της ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους πρός ἀποφυγήν τῆς ἀργολογίας. ῏Ηταν ὅμως ἑνωμένη, διότι ἦταν προσευχομένη, διότι ἡ προσευχή καί ὑπακοή στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος τούς διασφάλιζε. Στήν εὐλογημένη αὐτή συντροφιά δέν ὑπῆρχε χῶρος γιά νά εἰσχωρήσει ὁ διάβολος, διότι τοῦ ἔκοβαν κάθε δικαίωμα ἀκολουθώντας τήν πνευματική γραμμή πού χάραζε ἡ πεῖρα καί ἡ διακριτικότητα τοῦ Γέροντα.

Κύριο μέλημα, λοιπόν τῆς εὐλογημένης αὐτῆς συνοδείας ἦταν τό ἔργο τῆς προσευχῆς. ῞Ολα κινοῦνταν γύρω ἀπό αὐτόν τόν ἄξονα. Καί ἡ ἄσκηση καί ἡ σιωπή καί ἡ ἐργασία καί ἡ κατ᾿ ἰδίαν μελέτη καί ἡ ὑπακοή ἀπέβλεπαν στό πῶς ἡ προσευχή καί ἡ ἰδίως ἡ ἄσκηση τῆς Νοερᾶς προσευχῆς θά γινόταν μέ τόν καλύτερο καί πιό καρποφόρο τρόπο. Τό ἡμερήσιο πρόγραμμα τῆς συνοδείας τό καθόριζε ἡ  καθημερινή πολύωρη  ἀγρυπνία. Σηκωνόντουσαν μέ τό ἡλιοβασίλεμα καί ἔπιναν μόνο ἕνα καφέ πού τούς βοηθοῦσε στό κόπο τῆς ἀγρυπνίας. Οἱ ἀσθενέστεροι μποροῦσαν νά πάρουν ἕνα μικρό κέρασμα γιά περισσότερη τόνωσή τους. ῾Ο Γέροντας καί ὁ πατήρ ᾿Αρσένιος, ὡς παλαιότεροι, συνήθως ἔκαναν περισσότερη ἄσκηση καί προσευχή, δίνοντας ἔτσι καί τό παράδειγμα στούς νεωτέρους. ῎Επαιρναν τήν εὐχή τοῦ Γέροντα καί χωρίς νά ἀνταλλάξουν οὔτε μία κουβέντα μεταξύ τους πήγαιναν στό κελλάκι τους.  

Εδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας: «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» ( Ματθ. στ΄, 6). ᾿Εκεῖ, λοιπόν, στό «ταμεῖον» τους ἔδιναν τόν καλύτερο ἑαυτό τους στόν Θεό: «μετά τήν ἔγερσι ἔπρεπε νά προσέχουμε πολύ τίς αἰσθήσεις μας, ὥστε νά προσφέρουμε  τήν ”ἀφρόκρεμα” τοῦ νοός στήν προσευχή. Οὔτε συνομιλίες, οὔτε μετεωρισμοί, οὔτε τίποτα» (σ. 267). ᾿Ακολουθοῦσαν τή μέθοδο προσευχῆς πού τούς εἶχε διδάξει ὁ Γέροντας καί ἔτσι ἔρχονταν σέ κατάνυξη, συντριβή καί μετάνοια καί «ἀμέσως μετά τήν συντριβή καί τήν ταπείνωσι τῆς καρδίας ἄρχιζαν τήν εὐχή» (σ. 268).

῾Ο Γέροντας ὡς πνευματικός στρατηγός ἔδινε τό σύνθημα καί ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς ἄρχιζε. ῾Ο ἴδιος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «῾Η νοερά προσευχή εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως ἡ τέχνη τοῦ καθενός, καθ᾿ ὅτι ἐργαζόμουν αὐτήν τριανταέξ καί ἐπέκεινα χρόνια»,  δηλαδή σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς (σ. 269). ᾿Αλλά ἴσως κάποιος ἀπορήσει: γιατί τόση προσευχή καί μάλιστα ἀγρυπνία, δέν φτάνει ἕνα ἁπλό τρισάγιο, τό πιστεύω ἤ μερικές προσευχοῦλες πού ἔχουν τό προσευχητάρια ἤ δικές μας αὐτοσχέδιες προσευχές; ῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς κάπου ἔχουμε χάσει τίς ρίζες τίς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἐπηρεασμένοι προφανῶς ἀπό ἕνα δυτικό τρόπο πνευματικῆς ζωῆς ἀκόμα καί στά πνευματικά. ῞Ομως ἡ ἁγιορείτικη ἀγρυπνία καί μάλιστα αὐτή ἡ «ἐν γνώσει ἀγρυπνία» πού γινόταν στά ὄρη καί στίς σπηλιές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἔχει ἄλλη χάρη καί δίνει πλούσιους καρπούς: «῾Η ἐν γνώσει ἀγρυπνία μετά δακρύων, γεννᾷ τήν ψυχική παράκλησι, γεμίζει τήν καρδιά ἀπό χαρά, κάνει τόν νοῦ ἀνάλαφρο, δίδοντας φτερά γιά νά πετᾶ στά νοητά ὕψη καί στίς διάφορες θεωρίες, ἀπό τίς ὁποῖες πλουτίζει ἡ ψυχή πλοῦτο κάλλους θείων γνώσεων. ᾿Εὰν ὅμως δέν ἀγρυπνῆ ὁ μοναχός, ἀλλά καί κάθε χριστιανός, ἀπό ἀμέλεια καί ἀκαταστασία,  μένει στερημένος θεϊκῆς παρακλήσεως. ῾Η καρδιά του εἶναι ἄδεια καί κενή ἀπό χαρά, ὁ δέ νοῦς του σκοτισμένος καί γεμᾶτος ἀπό βρώμικους λογισμούς. Τό ἀνικανοποίητο αὐτό τῆς ψυχῆς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τόν ὠθεῖ στήν κατάκρισι, στήν ἀργολογία, στή ραθυμία, στήν παρρησία, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ἐκτονώνεται, ἐνῶ δυστυχῶς δηλητηριάζεται ψυχικά μέ ἄδηλα ἀποτελέσματα» (σ. 293).

Μιά κυρία κάποτε μοῦ ἐξομολογήθηκε ὅτι ἀργεῖ πολύ νά τήν πάρει ὁ ὕπνος τό βράδυ καί βρισκόταν σέ κατάσταση ἀθυμίας καί ἀμηχανίας. Τότε ἐγώ τῆς συνέστησα νά διαβάζει βιβλία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, νά λέει τήν εὐχή μέ τό κομποσχοινάκι. Μετά ἀπό καιρό ἦρθε καί μέ εὐχαρίστησε, γιατί γέμισε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τίς «κενές» βραδινές της ὧρες καί μάλιστα ἔκανε μιά πολύ εἰλικρινῆ καί συνειδητοποιημένη ἐξομολόγηση.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα καί ἰδίως οἱ νέοι μας δέν «ἀγρυπνοῦν», ἀλλά ξενυχτοῦν καί νομίζουν ὅτι ὁ μεταμεσονύκτιος αὐτός  διασκορπισμός  θά τούς προσφέρει ἱκανοποίηση στό ἐσωτερικό τους ἀνικανοποίητο. Οἱ νέοι μας σήμερα εἶναι ὀργισμένοι, τά «σπᾶνε» ὄχι μόνο στά νυχτερινά κέντρα, ἀλλά καί στούς δρόμους, στά ὁδοφράγματα καί τίς πορεῖες διαμαρτυρίας. Διανυκτερεύουν ὡς καταληψίες στά σχολεῖα σάν τά διανυκτερεύοντα φαρμακεῖα καί οἱ ψυχοῦλες τους εἶναι ταραγμένες καί ἄδειες. ῎Ας τά σκεφτόμαστε αὐτά τά παιδιά λέγοντας ἕνα Κύριε ἐλέησον καί κάποτε κάποτε χύνοντας ἕνα δάκρυ. Δυστυχῶς φέτος στήν ᾿Αθήνα, ἀλλά καί στίς ἄλλες πόλεις θά ζήσουμε  ματωμένα Χριστούγεννα. ῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ μέ τήν παρρησία πού ἔχει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἄς προσευχηθεῖ γι᾿ αὐτά τά παιδιά, γιά τούς γονεῖς τους, γιά ὁλόκληρη τήν ἑλληνική κοινωνία.

῎Αν χρωστᾶμε κάτι σήμερα οἱ νεοέλληνες στόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, εἶναι κυρίως ἡ προσφορά του στήν ἀνανέωση καί ἀναζωπύρωση τῆς παραδόσεως περί Νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς. Τό καλύτερο προσωνύμιο γιά τόν Γέροντα θά ἦταν, νομίζω, ὁ Δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. ῾Η καλλιέργεια τῆς προσευχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά μᾶς τούς ἀμυήτους φαντάζει κάτι ἀπρόσιτο καί ἀπροσπέλαστο. Γι΄ αὐτούς, ὅμως,  πού ἔζησαν κοντά στόν Γέροντα ἦταν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς τους. ᾿Εφάρμοζαν λέγοντας τό «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τό παύλειο: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 17). ῎Ελεγαν τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε: στό ναό, στό κελλί, στό ἐργόχειρο, στίς συχνές ἀχθοφορίες τους, παντοῦ. Τηροῦσαν μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντά τους. Κάθε ἀρχή ὅμως καί δύσκολη. ῎Ετσι ὅπως μᾶς λέει ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλόθεΐτης στήν ἀρχή δυσκολεύτηκε πολύ: «Στήν ἀρχή εἶχα πολλές δυσκολίες στήν προσευχή. Δέν μποροῦσα νά προφέρω καθόλου τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νόμιζα ὅτι φρακάριζε τό μυαλό μου, ὁ ἐνδιάθετος λόγος δέν ἐκινεῖτο μέ τίποτε. Οὔτε τό “Κύριε” δέν μποροῦσα νά πῶ. Προσπαθοῦσα μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις, ἀλλά δέν προχωροῦσε. “Τί γίνεται τώρα  ἐδῶ;” ῾Ο Γέροντας μοῦ ἔλεγε:-Μή στενοχωριέσαι, βαβούλη μου. Μόνο ἐπίμενε ἐδῶ. Χτύπα καί θά σπάσῃ. Εἶναι ὁ φλοιός. ῞Αμα σπάσῃ ὁ φλοιός τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου,  ὅπως ὁ σπόρος πού εἶναι μέσα στή γῆ καί ἀρχίζει νά βγάζῃ φύτρο, σπάζει τήν κρέμα τῆς γῆς πού ἔχει ξεραθεῖ, κι ἔτσι φυτρώνει. Καί ἄμα φυτρώσῃ, θά μεγαλώσῃ, θά ἀνθίσῃ, θά καρποφορήσῃ. Καί τότε θά χαίρεσαι ἀπολαμβάνοντας τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος...καί θά σοῦ ἀνοίγεται ἡ ὄρεξις γιά περισσότερη καρποφορία καί πνευματική ἀπόλαυσι» (σ. 231).

῾Ο ἀρχάριος ὑποτακτικός δυσκολεύεται. Πέφτει, ἀλλά σάν τό μικρό παιδί τόν σηκώνει ὁ Γέροντας καί ξαναπροσπαθεῖ. ῾Η  διακριτική καθοδήγηση τοῦ δασκάλου εἶναι ἀπαραίτητη. ῾Ο Γέροντας δέν συνήθιζε νά λέει πολλά λόγια περί εὐχῆς. ῎Εδινε τίς ἀπαραίτητες συμβουλές στήν πράξη. ῾Ο Γέροντας δέν ἦταν αὐτό πού λέει ὁ λαός: “δάσκαλε πού δίδασκες καί νόμο δέν ἐκράτεις“. Καί δίδασκε καί κρατοῦσε πολύ καλά τόν νόμο καί ἐκ πεῖρας συμβούλευε: «῾Η στάσις του ἦταν “προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ”. Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες Νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τό νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! ῾Η ψυχή μου εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε: “Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. ᾿Απόλαυσέ τον!” ᾿Αλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θεία Παρουσίας. ᾿Αλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φτάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος ᾿Ιωσήφ» (σ. 277, 278).

   ῾Ο Γέροντας διαρκῶς συμβούλευε: «σιωπή καί εὐχή». ῎Ετσι εὐλογεῖτο ἡ ἐργασία, ἁγιαζόταν τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος, ὅλος ὁ ἄνθρωπος. «῾Ο μαναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμη, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει» (σ. 279). ῾Ο Γέροντας τόνιζε πώς ἡ ὑπακοή φέρνει τήν προσευχή στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἡ προσευχή τήν ὑπακοή. Γι᾿ αὐτό καί  ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε καί εὐρισκόμενος ἐν ὑπακοῇ ἔλεγε: «Γέροντα, μ᾿ αὐτήν τήν εὐχή τρέχουν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τά μάτια μου καί καίει μιά φωτιά τήν καρδιά μου γιά τόν Χριστό» (σ. 170).

᾿Εδῶ πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Εὐχή, δέν ἔχει ἀτομοκεντρικό χαρακτήρα, ἀλλά στό «ἐλέησόν με» περικλείει ὅλη τήν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση, ὅλον τόν κόσμο. ῾Η Νοερά προσευχή, ὅμως, γιά νά καρποφορήσει θά πρέπει νά βρεῖ καί τό κατάλληλο ἔδαφος. ῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἤξερε νά διακρίνει ποιά ἄτομα ἦταν καλοδιάθετα καί γόνιμο ἔδαφος γιά νά εὐδοκιμήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι κάποτε,  ὅταν εἶδε τόν πατέρα ᾿Ιωαννίκιο –δέν ἀνῆκε στή συνοδεία του- εἶδε μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς του ὅτι ἦταν «καλό παιδί» καί εἶπε μέσα του: «Στάσου νά μάθουμε τή Νοερά προσευχή σ᾿ αὐτό τό καλογέρι». Καί τό καλογέρι αὐτό ἄγευστο ὥς ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τά οὐράνια αὐτά πράγματα,  ἄκουγε μέ προσοχή καί διάθεση ὑπακοῆς τά ἁπλά λογάκια τοῦ Γέροντα. Πῆρε καί τή συγκατάθεση ἀπό τόν πνευματικό τοῦ πατρός ᾿Ιωαννικίου,  τόν παπα-᾿Ανανία καί ἄρχισε νά τοῦ διδάσκει τά τῆς εὐχῆς. «῎Ετσι ὅταν  ὁ πατήρ ᾿Ιωαννίκιος ἦταν στή βάρκα μόνος του, μέσα στήν ἀπομόνωσι καί τήν ἡσυχία τῆς νυκτερινῆς θαλάσσης, φώναζε ἀκατάπαυστα τήν εὐχούλα. “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ... Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ...”  Σέ λίγο ἡ προσευχή ἄρχιζε νά λέγεται ἄνετα καί νά τοῦ δημιουργῇ καρδιακή θέρμη, ὁπότε ὁ νέος μοναχός ἐπιδόθηκε ὁλόψυχα σ᾿ αὐτήν τήν εὐλογημένη ἐργασία. ῎Ετσι αὐτό τό καλογέρι ἔμαθε καί ἔλαβε τήν εὐχή ἀπό τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, διότι ἦταν καθαρό. Εἶχε γίνει ἕνας ἀπό τούς πιό καλούς μοναχούς τῆς Σκήτης (τῆς Μικρᾶς  ῾Αγίας ῎Αννης) καί τό ὄνομά του τό θυμοῦνται ὅλοι οἱ παλαιοί πατέρες». (σ. 210).  ῾Ο μοναχός αὐτός προσβλήθηκε ἀπό φυματίωση. ῾Ο Γέροντας τοῦ συμπαραστάθηκε πολύ. Μέ τόν ἀγῶνα του, ἀλλά καί μέ τίς προσευχές τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ κέρδισε μιά ὡραιότατη θέση στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα μέ τόση θέρμη πρόφερε... (σ. 210). 

῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ δέν ἀπολυτοποιοῦσε τήν χάρη πού δίνει ἡ Νοερά προσευχή. ῎Εδινε μεγάλη σημασία καί στήν Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων. ᾿Αρχικά στή συνοδεία του λειτουργοῦσαν κάθε Σαββατοκύριακο καί μετεῖχαν τῆς Θείας Μεταλήψεως. ᾿Αργότερα, ὅταν ἀπέκτησε ἡ συνοδεία ἱερεῖς, λειτουργοῦσαν καθημερινά. ῾Ο Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ νά μεταλαμβάνει συχνά. «῏Ηταν ἀπό τούς λίγους ἐκείνους ῾Αγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν τήν συχνή θεία κοινωνία» (σ. 378). ῎Αν καί ὁ ἴδιος δέν ἦταν λειτουργός, ὅμως ἀξιωνόταν νά βλέπει θαυμαστά πράγματα. «(ἀναφερόμενος στό Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη, πού τότε ἦταν διάκονος): «-Κούτσικο, τόν εἶδες αὐτόν πού ἦταν κοντά σου; -Ποιόν Γέροντα; -῞Οταν ἐθύμιαζες ἔξω, σέ ἀκολουθοῦσε ἕνας ῎Αγγελος μέ μιά λαμπάδα. Προχωροῦσε αὐτός καί ᾿σύ  ἐθύμιαζες. Δέν τόν ἔβλεπες; ῾Ο Γέροντας ἔβλεπε, ἀλλά ἐγώ ποῦ νά δῶ!!! ῎Αλλη φορά πάλι πού λειτουργούσαμε, ὁ παπα-Χαράλαμπος ὡς ἱερεύς κι ἐγώ ὡς διάκονος, κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων ὁ Γέροντας μπῆκε μέσα στό ἱερό βῆμα. Καί μετά πού τελειώσαμε τή θεία Λειτουργία, μέ ἀκατανόητα λόγια μᾶς εἶπε: -Συμμετεῖχα κι ἐγώ σ᾿ αὐτό τό ΟΠΟΙΟ  κάνατε ἐκεῖ μέσα. –Τί; Γέροντα; -Νά, αὐτό πού ἱερουργεῖτε. ᾿Εκεῖ μέσα εἴσαστε ῎Αγγελοι καί ὄχι κοινοί ἄνθρωποι. Καί μόλις μπῆκα κι ἐγώ μέσα μέ πῆρε κι ἐμένα αὐτή ἡ Χάρις» (σ. 378).

῾Ο Γέροντας ἦταν ὁ ἀθόρυβος παρατηρητής τῶν πάντων. ῏Ηταν, θά λέγαμε,  ὁ προπονητής τῶν ἱερέων πού λειτουργοῦσαν στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς καλύβης του. Πρίν τήν θεία Λειτουργία, εἶχε προηγηθεῖ ὁ προσωπικός κανόνας μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία,  νοερά προσευχή, μετάνοιες, δάκρυα. Εἶχε καλλιεργηθεῖ τό ἔδαφος γι᾿ αὐτό κι ὁ παπα-Εφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἔβλεπε ὁλοζώντανη τή Χάρη: «Συχνά στή θεία Λειτουργία ὁ παπα-᾿Εφραίμ ἔβλεπε τήν θεία Χάρι ὁλοζώντανη, ψηλαφητή, νά γεμίζῃ ὅλο τό ἐκκλησάκι. Διά τοῦτο ἔλεγε ἐμπειρικά ὅτι: “Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον δέν ὁρᾶται, ἀλλά ἡ χάρις Του ὁρᾶται ”» (σ. 177). 

῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἦταν, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὁ Θεολόγος τῆς ἐμπειρίας καί τῆς χάριτος. ῞Ομως μέ τό φτωχό ἀνθρώπινο λεξιλόγιο δέν μποροῦσε νά περιγράψει τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου πού βίωνε, νά διηγηθεῖ τά ἀπόρρητα μυστήρια τῆς θεολογίας. ᾿Επειδή ὁ ἴδιος βίωνε τέτοιου εἴδους ὑπερφυσικές καταστάσεις, μποροῦσε ὡς φωτισμένος ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νηπτικός πατήρ νά γράφει: «῾Ο ἀληθὴς μοναχός, ὅταν ἐν τῇ ὑπακοῇ καὶ τῇ ἡσυχίᾳ  καθαρίσῃ τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάσῃ ὁ νοῦς, καὶ καθαρισθῇ ἡ καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν καὶ φωτισμὸν γνώσεως καὶ γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια, καὶ βρύει θεολογίαν, ὅπου ἄν γράφουν τρεῖς δέν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα τῆς Χάριτος, ὅπου βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καί ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τό σῶμα. Φλογίζεται ἡ καρδία ἀπὸ θείαν ἀγάπην καὶ φωνάζει: “Κράτει, ᾿Ιησοῦ μου, τὰ κύματα τῆς Χάριτός σου, ὅτι ἀναλύομαι ὡσεὶ κηρός”» (ἀπό τίς ᾿Επιστολές του, σ. 302). Οἱ ἴδιες καταστάσεις πού περιγράφει στό πιό πάνω ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς του χαρακτηρίζουν τόν ἴδιο: «Πολλές φορές , ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν πολύωρη ἀγρυπνία του μέ Καρδιακή προσευχή, τό πρόσωπό του ἦταν ἀλλοιωμένο καί φωτεινό καί τό Φῶς ἐκεῖνο, μέσα στό ὁποῖο λουζόταν  συνεχῶς ἡ ψυχή του, κατά καιρούς, περιέλουζε ἐμφανῶς καί τό σῶμα του. ῾Ο Γέροντας ἦταν μέτοχος τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τό ἔβλεπε ὡς ὁ θεόπτης»(σ. 303).  ῾Ο Γέροντας εἶχε ξεπεράσει τά στάδια τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ καί εἶχε φθάσει στήν ἀνώτατη βαθμίδα, τή θέωση.

Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀδάμας τοῦ πνεύματος, αὐτός ὁ βιαστής τῆς φύσεως, αὐτό τό καθαρόν δοχεῖον τῆς χάριτος, δέν ἔμεινε ἀπρόσβλητος ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἀρχεκάκου. ῎Εχουμε ἤδη πεῖ γιά τή συκοφαντία τῆς πλάνης πού τοῦ εἶχαν προσάψει. Ὡς ἡσυχαστής εἶχε ἕνα αὐστηρό πρόγραμμα καί προσπαθοῦσε νά τό τηρεῖ μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. ῎Αν καί ἐνημέρωνε πότε δέχεται, ἐν τούτοις ὁρισμένοι σκανδαλίζονταν καί ἄρχισαν νά διαδίδουν τήν κατηγορία ὅτι ἦταν πλανεμένος. ῾Ο Γέροντας ἔβλεπε ὅτι πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ἦταν ὁ διάβολος, γι᾿ αὐτό καί τούς ἀντιμετώπιζε μέ πατρική ἀγάπη: «῏Ηταν δέ πολύ προσεκτικός , σ᾿ αὐτούς πού σκανδαλίζονταν νά μήν τούς κατακρίνῃ, γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε: “῎Ας λένε ἐναντίον μου, τέτοια μάτια ἔχουν, ἔτσι βλέπουν. Δέν φταῖνε οἱ ἄνθρωποι, τά μάτια τους δέν βλέπουν σωστά”» (σ. 199). ᾿Ακόμα καί τήν ψυχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἄγγιξε ὁ πόνος πού προξενεῖ ἡ συκοφαντία καί ἡ λύπη πού προξενεῖ ἡ συκοφαντία ἄγγιξε τήν καθαρή ψυχή του. ῎Ελεγε, λοιπόν,  σέ κάποιο φίλο  του: Πρέπει ὅλα νά τά σκεπάζουμε, ὅλα νά τά ὑπομένουμε καί νά ἀφήνουμε τήν δικαίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν Κύριο, ὁ ὁποῖος δέν θά μᾶς παραβλέψει, διότι “῾Ο συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν”» (Παρ. ιδ΄, 31· Ε.Π.Ε. 3, 192-194, §1).

Βέβαια, πίσω ἀπό ὅλα αὐτά κρυβόταν στήν πραγματικότητα τό ὕπουλο πάθος του φθόνου, ὅπως παραδέχθηκαν ἐναπομείναντες παλαιοί πατέρες . ᾿Ακόμα καί  ὁ πατήρ Παΐσιος εἶχε πέσει θῦμα αὐτῶν τῶν καλοθελητάδων καί δέν τόν συνάντησε, ἄν καί τό ἤθελε πολύ. ᾿Αργότερα, ὅταν κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ -διαβάζοντας τό βιβλίο “῎Εκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας” μονολογοῦσε: «Τί ἔχασα, τί ἔχασα!». Μέχρι καί  Μητροπολίτης ἔφθασε σέ σημεῖο νά υἱοθετήσει κατηγορίες ἠθικῆς φύσεως ἐναντίον τοῦ Γέροντος. (σ. 105).

῾Η μεγαλύτερη δοκιμασία γιά τήν ὁποία ὁ Γέροντας πόνεσε πολύ ἦταν ὅταν οἱ πατέρες τῆς Σκήτης τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης ἀποφάσισαν νά τόν διώξουν υἱοθετώντας τίς παραπάνω κατηγορίες περί πλάνης. ῾Ο Γέροντας κατέφυγε ποῦ ἀλλοῦ, στήν γλυκιά του μανούλα, τήν Παναγία μας: «-Συγχώρησόν με, Μανούλα μου, ὅπου ἐν ἀγνοίᾳ μου σέ λυπῶ. Δέσποινά μου, μή ἐγκαταλείπῃς με. Τότε ἄκουσα τή μακαρία καί μελισταγῆ φωνή της νά λέγῃ: -Γιατί ἀπελπίζεσαι; ἔχε τήν ἐλπίδα σου εἰς ἐμένα» (σ. 206). «᾿Από ἐκείνη τήν στιγμή ἡ Παναγία μας φώτισε τούς προεστῶτας τῆς Σκήτης, πού ἦταν ἐναντίον του, νά μακροθυμήσουν... Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὅμως, καί ἐνῶ ὁ διωγμός κατέπαυσε, οἱ κατηγορίες καί οἱ θλίψεις ἔρχονταν ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης» (σ.207) .

Οἱ δοκιμασίες ποῦ ὑπέμεινε ὁ Γέροντας μᾶς θυμίζουν τίς δοκιμασίες τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου. ῞Ομως ὁ Κύριος δέν ἀφήνει τούς ἐκλεκτούς Του.   Τούς προστατεύει καί τούς ὀχυρώνει: «Οἱ πεποιθότες ἐπὶ Κύριον, ἐοίκασιν ὄρει τῷ ἁγίῳ, οἳ οὐδαμῶς σαλεύονται, προσβολαῖς τοῦ Βελίαρ» (ἀναβαθμός β΄ ἤχου). ῞Ομως, ἄν καί ὁ Γέροντας δέν σαλεύθηκε  οὔτε καί  κλονίσθηκε ἀπό τά φοβερά αὐτά χτυπήματα τοῦ μισοκάλου, ἐν τούτοις οἱ φοβερές αὐτές κατηγορίες δέν φαίνεται νά ἄφησαν ἀνέπαφο τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γι᾿ αὐτό καί μέ πόνο ψυχῆς γράφει στήν ἀδερφή του: «᾿Ηξεύρεις τί εἶναι νὰ μὴν πειράζῃς, νὰ σὲ πειράζουν; Νὰ μὴν κλέπτῃς, νὰ σὲ κλέπτουν; Νὰ εὐλογῇς, νὰ σὲ καταρῶνται; Νὰ ἐλεῇς, νὰ σὲ ἀδικοῦν; Νὰ ἐπαινῇς, νὰ σὲ κατακρίνουν; Νὰ ἔρχωνται χωρὶς λόγον νὰ σὲ ἐλέγχουν, νὰ σὲ φωνάζουν διηνεκῶς πλανεμένον, ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς;  Καὶ νὰ ἠξεύρῃς ὅτι δὲν εἶναι ὡς λέγουν. Καὶ νὰ βλέπῃς τὸν πειρασμὸν ὅπου τοὺς κινεῖ. Καὶ σὺ νὰ μετανοῇς καὶ νὰ κλαίῃς ὡς αἴτιος, ὅτι εἶσαι τοιοῦτος» (σ. 202).

῾Ο Γέροντας μέ τούς καθαρούς ὀφθαλμούς τῆς ἡγιασμένης ψυχῆς του ἔβλεπε τίς κινήσεις τοῦ πειρασμοῦ, διέκρινε τά πνεύματα τῆς πονηρίας. Εἶχε, βέβαια,  τό φυσικό παράπονο τοῦ ἀδικουμένου, δέν εἶχε ὅμως μέσα του τήν τάση τῆς ἐκδικήσεως, τῆς ἀνταποδόσεως. ᾿Ακολουθοῦσε τό ὑπόδειγμα τοῦ ἠγαπημένου του ᾿Ιησοῦ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα πρόφερε ἀδιαλείπτως: «λοιδορούμενος, οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (= ὅταν τόν ἔβριζαν, δέν ἀνταπέδιδε τίς ὕβρεις, ὅταν ὑπέφερε, δέν ἀπειλοῦσε, ἀλλά ἄφηνε τήν κρίση σ᾿ ἐκεῖνον, πού μπορεῖ νά κρίνει δίκαια) (Α΄ Πέτρ. β΄ , 23).  Στρεφόταν στό εὐλογημένο καταφύγιό του, τήν προσευχή κι ἀπό ἐκεῖ ἀντλοῦσε δύναμη καί χάρη, διότι ἀνθρωπίνως θά εἶχε γονατίσει.  ῎Ηξερε ἐκ πεῖρας ὅτι «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν, πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά»  (= τά μάτια τοῦ Κυρίου εἶναι προσηλωμένα στούς δίκαιους καί τά αὐτιά του στήν προσευχή τους, τό πρόσωπο ὅμως τοῦ Κυρίου εἶναι ἐναντίον ἐκείνων πού κάνουν τό κακό)   (Α΄ Πέτρ. γ΄, 12).

Πῶς μποροῦσε, λοιπόν, αὐτό τό χρυσάφι πού βγῆκε ἀτόφιο ἀπό τό φοβερό καμίνι τῶν πειρασμῶν νά μήν φωτίζει καί νά μή βοηθεῖ ὅσους τόν εἶχαν ἀνάγκη; ῞Ο,τι μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Χριστό, τά ἴδια ἰσχύουν κατ᾿ ἀναλογία καί γιά τόν πολύπαθο Γέροντα ᾿Ιωσήφ: « ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» (=διότι ἐπειδή ὑπέφερε ὁ ἴδιος μέ ὅσα δοκιμάσθηκε, εἶναι ἱκανός νά βοηθήσει ἐκείνους πού δοκιμάζονται) (῾Εβρ. β΄, 18).   Ἔτσι βοήθησε ὡς πνευματικός πατέρας τόσο τά μέλη τῆς συνοδείας του, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο πού τοῦ ζητοῦσε πνευματική στήριξη. Εἶχε ἀποκτήσει τό χάρισμα τῆς διοράσεως καί τό χρησιμοποιοῦσε καταλλήλως στή διακονία τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως: «῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἦταν πολύ πεπειραμένος. ῞Οταν τόν ἐπισκεπτόμασταν κατά τίς νύχτες γιά ἐξομολόγησι, πολλές φορές ἔπαιρνε αὐτός τήν πρωτοβουλία καί μᾶς ἐξηγοῦσε λεπτομερῶς τό πρόβλημά μας καί τήν λύσι του, προτοῦ τοῦ περιγράψουμε τί μᾶς ἀπασχολοῦσε! Δηλαδή, γνώριζε τήν ἐσωτερική μας κατάστασι καί μᾶς ἐξηγοῦσε σέ τί ὀφείλεται  καί πῶς πρέπει νά τήν ἀντιμετωπίζουμε, εἴτε πρόκειται γιά λογισμούς εἴτε γιά πάθη εἴτε γιά ἐνέργειες τῆς Χάριτος.  Δέν εἶχε ἀνάγκη νά ἐρωτήσῃ, γιά νά ἀναλύσῃ τά προβλήματα καί ν᾿ ἀπαντήσῃ. Μέ μιά ἁπλῆ ματιά διάβαζε τούς λογισμούς μας. Διότι ἀφ᾿ ἑνός μέν εἶχε τεράστια ἀσκητική ἐμπειρία, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ εἶχε τήν Χάρι τῆς διοράσεως. Θαυμάζαμε πῶς ἤξερε τόν ἐσωτερικό μας κόσμο τόσο καλά, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δυσκολευόμασταν νά τόν περιγράψουμε! ῾Ως τόσον ὅμως, συνήθως δέν φανέρωνε ξεκάθαρα ὅτι διάβαζε τούς λογισμούς μας. Φυσικά ἐμεῖς δέν τοῦ κρύβαμε τίποτε, ἀλλά καί νά θέλαμε, ἄλλωστε, νά τοῦ κρύψουμε κάτι, δέν μπορούσαμε, διότι μᾶς τό ἔλεγε ἐκεῖνος» (σ. 244).

῾Ο Γέροντας ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη συμβούλευε εἴτε αὐτοπροσώπως εἴτε μέ γράμματα μέ προθυμία. ᾿Ακόμα καί στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἄν καί δέν μποροῦσε νά γράψει ἰδιοχείρως, ὑπαγόρευε σέ  ἄλλους τίς ἐπιστολές πού ἀπευθύνονταν σέ  πονεμένους ἀνθρώπους. ῞Οταν ἔπασχε κάποιος, ὁ Γέροντας συνέπασχε καί μάλιστα πολλές φορές ἔκλαιγε, ἐφαρμόζοντας στήν κυριολεξία τό παύλειο: «κλαίειν μετά κλαιόντων»  (Ρωμ. ιβ΄, 18).

Μερικές φορές ὁ Γέροντας φερόταν ἀπότομα καί ἐπέπληττε μέ μεγάλη αὐστηρότητα τά μέλη τῆς συνοδείας του, τούς ἔκανε αὐτό πού λέμε πραγματικά καψόνια, ἔχοντας βέβαια τόν σκοπό του. ῾Ο Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης εἶχε ἀκούσει ἀπό τόν Γέροντα μόνο δύο φορές στή ζωή του τό ὄνομά του.  Οἱ συνήθεις πρός αὐτόν προσφωνήσεις τοῦ Γέροντα ἦταν: «Βαβούλη», «κούτσικο» κ. ἄ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό καί συνάμα διδακτικό τό περιστατικό μέ τόν παπα-Χαράλαμπο. ῞Οταν ὁ παπα-Χαράλαμπος εἶχε πάει στήν ἀρχή κοντά στόν Γέροντα, ἐκεῖνος ἄρχισε τό συνηθισμένο σφυροκόπημα (τήν συνηθισμένη ἐν σοφίᾳ καί γνώσει παιδεία του): «Ἄρχισε, λοιπόν, νά προσφωνῇ (ὁ Γέροντας) καί τόν Χαράλαμπο μέ διάφορα ἐπίθετα. Γιά παράδειγμα, συνήθιζε νά τοῦ λέει:“῎Ελα δῶ ρέ. ῾Ο δόκιμος Χαράλαμπος στίς ἀρχές ἔλεγε μέσα του: “Ρέ; Τί ρέ! ῎Ονομα δέν ἔχω; Δούλευα μέ κοσμικούς στή Νομαρχία καί ποτέ δέν ἄκουσα νά μιλοῦν μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Πάντα στόν πληθυντικό μοῦ ἀπευθύνονταν: Τί γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; ἤ σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς παρακαλῶ. ᾿Εδῶ μέχρι στιγμῆς δέν ἄκουσα οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ ἤ ἕνα παρακαλῶ. Παράξενοι ἄνθρωποι!“  Μετά ὅμως τήν ἐξαγόρευσι τῶν λογισμῶν του, τόν περίλαβε ὁ Γέροντας καί τοῦ φανέρωσε ὅλη τήν ἐσωτερική του κατάστασι. - ῞Ωστε στόν κόσμο ἤσουν ἀγωνιστής ἔ;᾿Ενήστευες, ἀγρυπνοῦσε, ἀσκήτευες, ἤσουν ἔξυπνος, ἐργατικός, τίμιος! Καί ἀπό ὅλα αὐτά τί κατάφερες; Νά μᾶς κουβαλήσης ἐδῶ ἕνα σωρό κενοδοξία, ἐγωΐσμό καί αὐτοπεποίθησι. Τώρα πού κόπηκαν οἱ ἔπαινοι δέν εἶναι καλά, ἔ;» (σ. 367, 368). ῾Η τακτική αὐτή τοῦ γέροντος ἀπέβλεπε στόν νά διασφαλίσει τόν νεαρό ὑποτακτικό στό λιμάνι τῆς ταπεινώσεως. Μεταχειριζόταν ὅλα τά μέσα μέ παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν ὠφέλεια τῶν παιδιῶν του: «῾Η αὐστηρότητά του ἀπέβλεπε στήν κάθαρσί μας ἀπό τά πάθη καί στό νά μήν πάρουν τά μυαλά μας ἀέρα» (σ. 288).  Στό βάθος αὐτό ἦταν μιά ἔξυπνη τακτική. ῾Η καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀγάπη.

῞Ομως στήν ᾿Εξομολόγηση ἦταν τελείως διαφορετικός: «῎Αν καί ὁ Γέροντας ἦταν ἀπίστευτα αὐστηρός ἀπέναντί μας κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, ὅμως κατά τήν ὥρα τῆς ᾿Εξομολογήσεως ἦταν γεμᾶτος πολλή ἀγάπη καί μέ ἤπιο τρόπο μᾶς ἐξηγοῦσε γιά ποιό λόγο κάναμε ἐκεῖνο τό λάθος, ποιές ἦσαν οἱ αἰτίες πού τό προκάλεσαν...» (σ. 243). ῾Η ἀγάπη τοῦ Γέροντος ξεχειλίζει λίγες ἡμέρες πρίν τήν κοίμησή του σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν παπα-᾿Εφραίμ τόν Κατουνακιώτη: «Σπλάγχνα μου θεῖα καί ἱερά, ἀγαπητόν μου τέκνον παπα-Εφραίμ, ἔχεις τά πατρικά φιλιά μου. ῎Εχεις ὁλόκληρον τήν ἀγάπην μου, ἔχεις τήν εὐχήν μου,...»  (σ. 430).

῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ δέν τά εἶχε καλά μέ τούς γιατρούς καί τά φάρμακα. Τά ἄφηνε ὅλα στά χέρια του Θεοῦ. Ὅμως στά τέλη τοῦ βίου του φάνηκε πιό συγκαταβατικός. «᾿Εσύ εἶσαι φιλάσθενο παιδί (ἔλεγε στόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Φιλοθεΐτη). Θά πᾶς καί στόν γιατρό. Μήν κοιτᾶς τί ἔκανα καί τί πίστευα ἐγώ καί ὁ πατήρ ᾿Αρσένιος. ᾿Εσύ εἶσαι ἀδύναμος.῞Αμα χρειασθῇς γιατρό καί φάρμακα, νά πᾶς. Αὐτό τό μάθημα δέν τό εἶχα μάθει τόσα χρόνια, τώρα ὅμως στά γεράματα τό ἔμαθα. Τώρα πού ἦρθα στό τέλος, εἶδα ὅτι πρέπει νά εἶμαι συγκαταβατικός στούς γιατρούς καί τά φάρμακα» (σ. 266). ῞Ολες αὐτές οἱ ταλαιπωρίες τόν εἶχαν καταβάλει. «῎Εφθασε, λοιπόν, νά εἶναι ὅλος μιά πληγή» (σ. 406). Μόνο στά τέλη τοῦ βίου του πῆγε αὐτός καί ἡ συνοδεία του  σέ μέρος πιό ἤπιο στίς καιρικές συνθῆκες (Στή Νέα Σκήτη). Τότε ἐλαττώθηκαν καί οἱ ὑπερβολικοί σωματικοί κόποι γιά νά μποροῦν νά ἐπιδίδονται πιό ἀποτελεσματικά στή Νοερά προσευχή. Τότε ἐπέτρεψαν στούς ἑαυτούς τους λίγη παρηγοριά: ἔπαψαν νά τρῶνε συνεχῶς ἀλάδωτα φαγητά (συνεχεῖς νηστεῖες), γιατί κατάλαβε ὁ Γέροντας ὅτι ἡ νέα γενιά δέν ἔχει δυνάμεις γιά συνεχεῖς νηστεῖες. «῎Ετσι ἀρχίσαμε νά τρῶμε λαδερά φαγητά στίς καταλύσιμες μέρες, ἀκόμα καί τυρί καί ψάρι, ἄν εἴχαμε» (σ. 406). ῾Ο Γέροντας τόνιζε ἐκ πεῖρας τήν ἀνάγκη ἐξευρέσεως πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὥστε μέ λιγότερο κόπο στά σωματικά νά ἐφαρμόζεται ἕνα «αὐστηρό τυπικό στό θέμα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐγκράτειας». Βλέπετε, καμμία ὑποχώρηση στά πνευματικά, ἀλλά ἕνας διακριτικός ἑλιγμός, μία συγκατάβαση γιά νά ἐπιτελοῦνται καλύτερα τά πνευματικά. ῾Ο Γέροντας ἀναπαύθηκε μέ τό καινούργιο τυπικό πού ἐφάρμοσαν στή Νέα Σκήτη, γι᾿ αὐτό καί αὐτός ὁ φοβερός ἀσκητής ἔγραφε σέ κάποια ἐπιστολή: «Ζοῦμε, χάριτι Θεοῦ πολύ εὐχάριστα. Ἔχομεν καί μίαν βαρκούλα, ὅπου ψαρεύουν (ἐννοεῖ τά μέλη τῆς συνοδείας). Πιάνουν χάνους, πίνες, ἀχινούς. ῾Ο ᾿Ιωσήφ εἶναι ἐπί τῆς λέμβου ὁ καπετάνιος. Καί πάλιν κύριον ἔργον ἡ Νοερά προσευχή. Πάλιν πένθος καί δάκρυα. Πάλιν νῆψις καί θεωρία. Πλούσια τά πνευματικά ἐλέη τοῦ Κυρίου!» (σ. 407).

῞Ομως ἡ εὐχάριστη αὐτή ζωή δέν  κράτησε, ὅπως φαίνεται, καί πάρα πολύ. ῾Ο Γέροντας, ἄν καί ἦταν ἑξήντα χρόνων, φαινόταν γέρος ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν. Οἱ ἀσθένειες τόν ταλαιπώρησαν πολύ. Τό τέλος φαινόταν νά πλησιάζει. «Τόν πρόσβαλαν δύο σοβαρές ἀσθένειες: ὁ ἄνθρακας (δερματική ἀσθένεια) καί ἡ καρδιακή ἀνεπάρκεια, ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, καί ἐπέφεραν τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του» (σ. 420). ῾Ο ἴδιος εἶχε μιά νηφάλια ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων. Εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς καταστάσεώς του. ῾Η συνείδησή του ἦταν λαμπικαρισμένη καί καθαρή: δέν τόν ἔλεγχε γιά τίποτε. ᾿Επιθυμοῦσε νά πεθάνει γιά νά πάει τό γρηγορότερο στόν ἠγαπημένο του Χριστό (Φιλ. α΄, 23). Καταλάβαινε ὅτι ἡ ἀσθένεια ἦταν ἕνα κάλεσμα ἀπό τόν Θεό: «εἶναι κατά βάθος ἀπό τόν Θεό -ἔλεγε-χείρ Κυρίου ἐπάνωθέν μου» (σ. 431).  Δέν ἔτρεμε μπροστά στό γεγονός τοῦ θανάτου. ῏Ηταν προετοιμασμένος. ῞Ολη του ἡ ζωή ἦταν μιά διαρκής προετοιμασία γιά τόν θάνατο. Προγευόταν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τήν ζωή, γι᾿ αὐτό καί μποροῦσε καί ἔγραφε μετά λόγου γνώσεως: «῾Ο θάνατος, ὅπου εἰς τούς πολλούς εἶναι μέγας καί τρομερός, εἰς ἐμένα εἶναι μία ἀνάπαυσις, ἕνα γλυκύτατον πρᾶγμα, ὅπου μόλις ἔλθῃ θά μέ ξεκουράσῃ  ἀπό τάς θλίψεις τοῦ κόσμου. Καί τόν περιμένω ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμήν. Εἶναι μέγας ὄντως, ἀλλά πολύ μεγάλος ἀγών νά σηκώσῃ κανείς ὅλα τά βάρη τοῦ κόσμου σήμερον, ὅπου ὅλοι ζητοῦν ἀπό τόν ἄλλον νά πληρωθοῦν ὅλαι αἱ ἐντολαί. Δι᾿ αὐτά καί δι᾿ ὅλα ἐγώ ἔγινα πτῶμα. Παρακαλῶ τόν Θεόν νά μέ πάρει νά ἡσυχάσω» (σ. 417).

Εἶναι πολύ συγκινητικές οἱ ἐκδηλώσεις τῶν ἀγαπημένων του πνευματικῶν τέκνων προκειμένου νά τόν κρατήσουν στή ζωή. Κάνουν κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια. ῾Ο Γέροντας ᾿Εφραίμ, «τό κούτσικο», γίνεται λαγός νά πάει νά φέρει γιατρό. ῞Ολοι ξενυχτοῦν διαδοχικά μέ βάρδιες στό προσκεφάλι του. Προσπαθοῦν νά κρύψουν τόν λυγμό τους, προσεύχονται, λένε διαρκῶς τήν εὐχή πού  τούς δίδαξε ὁ ἀγαπημένος τους Γέροντας. ῾Ο ἴδιος τά ἀντιλαμβάνεται καί ἀφηγεῖται: «ἡ συνοδεία μου κλαίει, κἄν θέλω, κἄν δέν θέλω, δέν μέ ἀφήνουν νά πεθάνω». Καί παρακάτω συνεχίζει: «Οἱ ἀδελφοί σου δέν ἡσυχάζουν. Ζητοῦν νά μέ ζωντανέψουν» (σ. 431). Καί πῶς νά ἡσυχάσουν. Οἱ ἐκδηλώσεις τους εἶναι ἐκδηλώσεις ἀνθρώπινης εὐγνωμοσύνης στό ἄνθρωπο ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ἔνιωσαν μέσα τους ζωντανή τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Στόν ἄνθρωπο πού προσπαθοῦσε σέ ὅλη του τή ζωή νά τούς μεταγγίσει τόν παράδεισο πού ζοῦσε μέσα του. Προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο νά τόν ἀναπαύσουν, κυρίως μέ τήν ὑπακοή τους καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Εἶναι ἐπίσης πολύ χαρακτηριστικά τά λογάκια πού εἶπε στόν «ζαρωμένο καί πιό ἄχρηστο» (σ. 433),  ὅπως τόν ἀποκάλεσε Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή του ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ: «-῞Οπως μέ ἀνέπαυσες παιδάκι μου, ὁ Θεός νά σέ ἀναπαύσῃ. ᾿Ε, αὐτό ἦταν γιά μένα ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία ! Καί τόν ρώτησα κατόπιν: -Γέροντα, θά μοῦ κάνεις καμμιά προσευχή τώρα; -῎Ελα παιδί μου, σκῦψε τό κεφαλάκι σου. Μέ ἀγκάλιασε, μοῦ πῆρε τό κεφάλι μου πάνω στό στῆθος του καί ἔβαλε τά χεράκια του πάνω. Μέ σταύρωσε, μέ σταύρωσε, μέ σταύρωσε καί μοῦ εἶπε πολλές δικές του εὐχές βγαλμένες μέσα ἀπό τήν καρδιά του. Αὐτό ἦταν ἡ μεγαλυτέρα ἀμοιβή ὅλων τῶν κόπων τῆς ὑπακοῆς μου. Δέν ἤθελα τίποτα ἄλλο στή ζωή μου» (σ. 436).

«᾿Επιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» (῾Εβρ. ια΄, 32),  ἀδελφοί μου, ἄν συνεχίσω μέ αὐτόν τόν ρυθμό. Νομίζω, ὅσα εἴπαμε εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά καταλάβουμε, ἔστω νοητικά, τά ὕψη τῆς ἁγιότητος στά ὁποῖα εἶχε φτάσει ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ. Τά ὑπόλοιπα γιά τό ὁσιακό τέλος του καί ὅλες τῆς λεπτομέρειες του βίου του θά τά μάθετε  ἐντρυφώντας μέσα στό  πολύ  ἀξιόλογο καί ἐποικοδομητικό αὐτό βιβλίο, πού ἀξίζει νά κοσμεῖ τήν βιβλιοθήκη κάθε χριστιανοῦ.

Πολλοί θά θέλαμε νά εἴμαστε οἱ ζαρωμένοι καί ἄχρηστοι, ὅπως ὁ π. ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, πού θά σκύβαμε στήν ἐπιθανάτια κλίνη τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ καί θά παίρναμε τήν εὐχή του καί τήν προσευχή του. Εἶμαι σίγουρος πώς ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντος δέν θά μᾶς ἀφήσει πεινασμένους καί διψασμένους, ἄν καί ἐμεῖς βαδίσουμε στά χνάρια τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ᾿Ησυχαστοῦ καί Σπηλαιώτου. ῎Ας ἔχουμε τήν εὐχή του. ᾿Αμήν.