Ο ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος ὁ ῾Ησυχαστὴς ἀπὸ τὴν Σκήτη Σύχλα (1930)
ΚΑΤΑ τὰ χρόνια 1930-1933 ἡσύχαζε στὰ γειτονικὰ δάση τῆς Σύχλας ἕνας ῾Ιεροδιάκονος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ ἄλλους τόπους, ὀνόματι Χριστοφόρος. ῾Η μετάνοιά του ἦταν στὸ Μοναστήρι Φρασινέϊ.
῞Οταν ἦταν ἀκόμη φοιτητὴς τῆς θεολογίας, στὶς διακοπές του πήγαινε στὴν Σύχλα καὶ ἀγωνιζόταν μόνος του στὸ βουνό, μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ χαμόσπιτο, ποὺ ἀπεῖχε ἕνα χιλιόμετρο μακρυὰ ἀπὸ τὴν Σκήτη. ᾿Εκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσαν πολλοὶ Μοναχοὶ
῾Ησυχασταὶ στὰ βουνὰ τῆς Σύχλας.
Κάποτε περνοῦσαν μὲ τὰ πρόβατά των ἀπ᾿ τὰ ἀπάτητα δάση δύο ᾿Αδελφοὶ τοῦ
Μοναστηριοῦ Συχάστρια, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ᾿Ιλίε(Ο γνωστος π.Κλεόπας). ῾Ο ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀντίκρυσε τὴν πόρτα μιᾶς ἐρημικῆς καλύβας, πλησίασε καὶ κτύπησε σιγανά.
– Εὐλόγησον, πάτερ!
᾿Αλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε.Τότε κοίταξε καλὰ ὅτι ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη μὲ ἕνα σύρτη, στὸν ὁποῖον κρεμόταν ἕνα σχοινί. ῎Εκοψε μαλακὰ τὸ σχοινὶ καὶ ἡ πόρτα ἄνοιξε. ᾿Εμπῆκε μέσα καὶ εἶδε ἕνα μικρὸ κελλὶ κάτω ἀπὸ ἕνα βράχο. Στὸ δάπεδο τοῦ κελλιοῦ ὑπῆρχαν φρέσκα ἐλάτινα κλαδιά, στὴν γωνία ἕνας πάγκος σὰν τραπέζι καὶ ἐπάνω τὸ ῾Ωρολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἕνα κομμάτι χαρτὶ ποὺ ἔγραφε:«᾿Εδῶ κατοικεῖ τὸ πιὸ ἐλεεινὸ κτῆνος τοῦ κόσμου».Τότε εἶπε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο Μοναχούς:
– Πόσους κρυμμένους δούλους ἔχει ὁ Θεὸς στὰ δάση αὐτά!᾿Εὰν γνώριζα ποιός εἶναι,θὰ τοῦ ἔφερνα φαγητὸ ἀπὸ τὸ μαντρί.
Μετὰ ἔκλεισαν τὴν πόρτα καὶ ἀνεχώρησαν γιὰ τὰ πρόβατά των.
῞Υστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἔφθασε μιὰ βραδυὰ στὸ μαντρὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ἕνας ξένος ᾿Αββᾶς. ῏Ηταν ἀδύνατος, ὑψηλὸς καὶ κουβαλοῦσε κάτι στὴν πλάτη του.
– ᾿Αδελφοί, τοὺς εἶπε, σᾶς γνωρίζω, ὅταν εἴχατε πάει στὸ κελλί μου μὲ τὰ πρόβατα.
Σᾶς εἶδα ἀπὸ τὴν λόχμη τοῦ δάσους. ᾿Εγὼ εἶμαι τὸ πιὸ ἐλεεινὸ κτῆνος τοῦ κόσμου,ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος.
– Τί ἔχεις σ᾿ αὐτὸ τὸν ντορβᾶ, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σημαδεμένο ἐπάνω του;Τὸν
ἐρώτησαν οἱ ᾿Αδελφοί.
– Εἶναι τὸ κρανίο ἑνὸς ῾Αγίου ποὺ εὑρῆκα στὸ δάσος. ῾Οδηγῆστε με στὸ Μοναστήρι,στὸν ἅγιο ῾Ηγούμενο,νὰ τοῦ ἀποκαλύψω αὐτὸ τὸ γεγονός.
῾Οδηγώντας τον λοιπὸν στὸν Πρωτοσύγκελλο ᾿Ιωαννίκιο Μορόϊ, τὸν ῾Ηγούμενο τῆς Συχάστριας, ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τοῦ εἶπε τὴν παρακάτω ἱστορία:
Τὸ περασμένο καλοκαίρι, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ῾Αγίου Προφήτου ᾿Ηλιού, ἀφοῦ ἱερούργησα στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Σκήτης Σύχλας, ἐπέστρεφα στὴν καλύβα μου
στὸ δάσος. Στὸν δρόμο, ἐπειδὴ ἤμουν κουρασμένος, ξάπλωσα καὶ κοιμήθηκα λίγο σ᾿ἕνα ξέφωτο. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνα ἀόρατο χέρι μοῦ ἔστρεψε τὸ κεφάλι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ πόδια μου. ῾Υπολόγισα ὅτι θὰ ἦταν διαβολικὸς πειρασμός. Ξάπλωσα καὶ ἀποκοιμήθηκα πάλι. Καὶ πάλι τὸ ἴδιο χέρι μὲ ξύπνησε. ᾿Εκείνη τὴν στιγμὴ βλέπω νὰ στέκεται στὸν ἀέρα ἕνας ῞Οσιος ᾿Ασκητής. ῏Ηταν ντυμένος μὲ ράσα, χωρὶς σκοῦφο στὸ κεφάλι, μὲ λευκὰ μαλλιὰ ριγμένα στὶς πλάτες, μὲ γένεια κανονικά, μὲ πρόσωπο λαμπρὸ καὶ κρατοῦσε ἕνα κομποσχοίνι στὸ χέρι. Στὴν συνέχεια μοῦ εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
«– Μὴ φοβᾶσαι, πάτερ Χριστοφόρε. Εἶμαι ἕνας ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀσκήτευσα στὸν τόπο αὐτό, ἄγνωστος σὲ ὅλους πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. ᾿Ετελείωσα τὴν ζωή μου ἐδῶ καὶ τὰ Λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα ἄταφα. Λοιπόν, σήκω καὶ ἔχε ἐμπιστοσύνη. Βάδισε πρὸς τὰ δεξιὰ ἑκατὸ βήματα. Θὰ εὕρης δίπλα σ᾿ ἕνα βράχο τὰ ὀστᾶ μου. Νὰ πάρης ὡς εὐλογία μόνο τὸ κεφάλι μου, καὶ νὰ τὸ ἔχης μαζί σου σ᾿ ὅλη σου τὴν ζωή, ὁπουδήποτε πηγαίνης, διότι αὐτὸ θὰ σοῦ εἶναι μεγάλη βοήθεια. Τὰ Λείψανά μου ὅμως νὰ μὴ τολμήσης νὰ τὰ πάρης, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐνταφιάσης σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος».
᾿Αφοῦ ἐξαφανίσθηκε ὁ ῞Οσιος ἀπὸ μπροστά μου, πρῶτα προσευχήθηκα μήπως εἶναι καμμιὰ πανουργία τοῦ δαίμονος, ἀλλὰ κατὰ τὴν προσευχή μου αἰσθάνθηκα μιὰ πρωτοφανῆ χαρὰ μέσα στὴν καρδιά μου. Εἶπα τὸ «Πιστεύω» καὶ μέτρησα ἑκατὸ βήματα πρὸς τὰ δεξιά. Ξαφνικὰ εὑρῆκα κάτω ἀπὸ μιὰ κουφωτὴ-σκαλιστὴ πέτρα τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου. ῏Ηταν κίτρινα σὰν τὸ κερὶ καὶ μὲ ὡραία εὐωδία. Κατόπιν ἔκανα τρεῖς μετάνοιες καὶ ἄρχισα νὰ ἐκτελῶ τὴν ἐντολή του. ῾Ο λογισμός μου ὅμως μὲ παρακινοῦσε νὰ πάρω ὅλα τὰ Λείψανα. ῎Εστρωσα λοιπὸν κάτω τὸ ράσο μου. ᾿Αλλ᾿ ὤ τοῦ θαύματος!
Καθὼς ἔπιασα τὰ Λείψανα, ἀπὸ μιὰ ἀνεξήγητη θερμότητα ποὺ εἶχαν, κάηκαν τὰ χέρια μου καὶ ἀναγκάστηκα νὰ τὰ πετάξω κάτω στὸ ἔδαφος. Τότε ζήτησα συγχώρησι ἀπὸ τὸν ῞Αγιο, ἐπειδὴ κατεπάτησα τὴν ἐντολή του, πῆρα μαζί μου μόνο τὸ κρανίο, ἔθαψα τὰ ἄλλα καὶ ἐπέστρεψα στὴν καλύβα μου.
᾿Απὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μεταφέρω μαζί μου τὸ κρανίο αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου καὶ μὲ τὶς εὐχές του εἶμαι λυτρωμένος ἀπὸ ὁποιοδήποτε πειρασμὸ καὶ κίνδυνο.
– Πάτερ Χριστοφόρε, τὸν ἐρώτησε ὁ ῾Ηγούμενος, μήπως γνωρίζεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου;
– Γιὰ πολὺ καιρὸ δὲν γνώριζα τὸ ὄνομά του. Καὶ προσευχήθηκα στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα γιὰ νὰ μοῦ τὸ ἀποκαλύψη. Μιὰ νύκτα ποὺ ἔκανα τὸν ῎Ορθρο στὸ κελλί μου, παρουσιάσθηκε ξαφνικὰ μπροστά μου αὐτὸς ὁ θαυμαστὸς ῞Οσιος καὶ μοῦ εἶπε:
– Πάτερ Χριστοφόρε, μὴ λυπᾶσαι πλέον ἄλλο, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζεις πῶς ὀνομάζομαι.
᾿Ονομάζομαι ῾Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος Παῦλος.Νὰ μὲ μνημονεύης στὴν ἁγία σου προσευχή. Καὶ ἀμέσως ἔγινε πάλι ἄφαντος.
– Ναί, αὐτὸς ἦταν ὁ Πνευματικὸς τῆς ῾Αγίας Θεοδώρας τῆς Σύχλας.Αὐτὸς ἔζησε στὴν Σκήτη Συχάστρια κατὰ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰῶνος.Κατόπιν ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ (εἶπε ὁ ῾Ηγούμενος).
῾Ο ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὸ Μοναστήρι Συχάστρια, ἱερουργώντας καθημερινὰ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν Πρωτοσύγκελλο ᾿Ιωαννίκιο Μορόϊ.
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὸ κρανίο τοῦ ῾Οσίου ῾Ιερομονάχου Παύλου ἦταν τοποθετημένο ἐπάνω στὴν ῾Αγία Τράπεζα, ἀπ᾿ ὅπου σκόρπιζε στὴν ᾿Εκκλησία μία ὡραία πνευματικὴ εὐωδία. Μετὰ ἀσπάσθηκαν τὸ ἅγιο Λείψανο οἱ Πατέρες, κατόπιν ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τὸ ἔβαλε πάλι στὸν ντορβᾶ του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Σκήτη Σύχλα.᾿Απὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ κανεὶς πλέον δὲν συνάντησε τὸν π. Χριστοφόρο.῾Υποθέτουν μερικοὶ ὅτι προχώρησε στὰ βάθη τῶν δασῶν τῶν βουνῶν τῆς Σύχλας καὶ ἐκεῖ ἐτελειώθη, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Μάταια ἀνέβηκαν πολλὲς φορὲς οἱ Πατέρες τῆς Συχάστριας γιὰ νὰ εὕρουν τὸν εὐλογημένο ᾿Ερημίτη.Κανεὶς δὲν τὸν ξαναεῖδε πάλι.Λέγεται στὴν παράδοσι τοῦ τόπου ἐκείνου ὅτι μεταξὺ τῆς Σκήτης Σύχλας καὶ (τῆς περιοχῆς) Ρίπας τοῦ Κορόϊ ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς θεῖος τόπος, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψη.᾿Εκεῖ ἀσκήτευσαν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἰώνων πολλοὶ ῞Αγιοι ῾Ησυχασταί.῎Ισως, λοιπόν, ἐκεῖ νὰ ἐκοιμήθη ὁ πατὴρ Χριστοφόρος,μὲ τὸ κρανίο τοῦ ῾Οσίου Παύλου στοὺς ὤμους του.
Η ΣΚΗΤΗ ΣΥΧΛΑ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ |
῞Οταν ἦταν ἀκόμη φοιτητὴς τῆς θεολογίας, στὶς διακοπές του πήγαινε στὴν Σύχλα καὶ ἀγωνιζόταν μόνος του στὸ βουνό, μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ χαμόσπιτο, ποὺ ἀπεῖχε ἕνα χιλιόμετρο μακρυὰ ἀπὸ τὴν Σκήτη. ᾿Εκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσαν πολλοὶ Μοναχοὶ
῾Ησυχασταὶ στὰ βουνὰ τῆς Σύχλας.
Κάποτε περνοῦσαν μὲ τὰ πρόβατά των ἀπ᾿ τὰ ἀπάτητα δάση δύο ᾿Αδελφοὶ τοῦ
Μοναστηριοῦ Συχάστρια, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ᾿Ιλίε(Ο γνωστος π.Κλεόπας). ῾Ο ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀντίκρυσε τὴν πόρτα μιᾶς ἐρημικῆς καλύβας, πλησίασε καὶ κτύπησε σιγανά.
– Εὐλόγησον, πάτερ!
᾿Αλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε.Τότε κοίταξε καλὰ ὅτι ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη μὲ ἕνα σύρτη, στὸν ὁποῖον κρεμόταν ἕνα σχοινί. ῎Εκοψε μαλακὰ τὸ σχοινὶ καὶ ἡ πόρτα ἄνοιξε. ᾿Εμπῆκε μέσα καὶ εἶδε ἕνα μικρὸ κελλὶ κάτω ἀπὸ ἕνα βράχο. Στὸ δάπεδο τοῦ κελλιοῦ ὑπῆρχαν φρέσκα ἐλάτινα κλαδιά, στὴν γωνία ἕνας πάγκος σὰν τραπέζι καὶ ἐπάνω τὸ ῾Ωρολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἕνα κομμάτι χαρτὶ ποὺ ἔγραφε:«᾿Εδῶ κατοικεῖ τὸ πιὸ ἐλεεινὸ κτῆνος τοῦ κόσμου».Τότε εἶπε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο Μοναχούς:
– Πόσους κρυμμένους δούλους ἔχει ὁ Θεὸς στὰ δάση αὐτά!᾿Εὰν γνώριζα ποιός εἶναι,θὰ τοῦ ἔφερνα φαγητὸ ἀπὸ τὸ μαντρί.
Μετὰ ἔκλεισαν τὴν πόρτα καὶ ἀνεχώρησαν γιὰ τὰ πρόβατά των.
῞Υστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἔφθασε μιὰ βραδυὰ στὸ μαντρὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ἕνας ξένος ᾿Αββᾶς. ῏Ηταν ἀδύνατος, ὑψηλὸς καὶ κουβαλοῦσε κάτι στὴν πλάτη του.
– ᾿Αδελφοί, τοὺς εἶπε, σᾶς γνωρίζω, ὅταν εἴχατε πάει στὸ κελλί μου μὲ τὰ πρόβατα.
Σᾶς εἶδα ἀπὸ τὴν λόχμη τοῦ δάσους. ᾿Εγὼ εἶμαι τὸ πιὸ ἐλεεινὸ κτῆνος τοῦ κόσμου,ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος.
– Τί ἔχεις σ᾿ αὐτὸ τὸν ντορβᾶ, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σημαδεμένο ἐπάνω του;Τὸν
ἐρώτησαν οἱ ᾿Αδελφοί.
– Εἶναι τὸ κρανίο ἑνὸς ῾Αγίου ποὺ εὑρῆκα στὸ δάσος. ῾Οδηγῆστε με στὸ Μοναστήρι,στὸν ἅγιο ῾Ηγούμενο,νὰ τοῦ ἀποκαλύψω αὐτὸ τὸ γεγονός.
῾Οδηγώντας τον λοιπὸν στὸν Πρωτοσύγκελλο ᾿Ιωαννίκιο Μορόϊ, τὸν ῾Ηγούμενο τῆς Συχάστριας, ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τοῦ εἶπε τὴν παρακάτω ἱστορία:
Τὸ περασμένο καλοκαίρι, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ῾Αγίου Προφήτου ᾿Ηλιού, ἀφοῦ ἱερούργησα στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Σκήτης Σύχλας, ἐπέστρεφα στὴν καλύβα μου
στὸ δάσος. Στὸν δρόμο, ἐπειδὴ ἤμουν κουρασμένος, ξάπλωσα καὶ κοιμήθηκα λίγο σ᾿ἕνα ξέφωτο. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνα ἀόρατο χέρι μοῦ ἔστρεψε τὸ κεφάλι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ πόδια μου. ῾Υπολόγισα ὅτι θὰ ἦταν διαβολικὸς πειρασμός. Ξάπλωσα καὶ ἀποκοιμήθηκα πάλι. Καὶ πάλι τὸ ἴδιο χέρι μὲ ξύπνησε. ᾿Εκείνη τὴν στιγμὴ βλέπω νὰ στέκεται στὸν ἀέρα ἕνας ῞Οσιος ᾿Ασκητής. ῏Ηταν ντυμένος μὲ ράσα, χωρὶς σκοῦφο στὸ κεφάλι, μὲ λευκὰ μαλλιὰ ριγμένα στὶς πλάτες, μὲ γένεια κανονικά, μὲ πρόσωπο λαμπρὸ καὶ κρατοῦσε ἕνα κομποσχοίνι στὸ χέρι. Στὴν συνέχεια μοῦ εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
«– Μὴ φοβᾶσαι, πάτερ Χριστοφόρε. Εἶμαι ἕνας ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀσκήτευσα στὸν τόπο αὐτό, ἄγνωστος σὲ ὅλους πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. ᾿Ετελείωσα τὴν ζωή μου ἐδῶ καὶ τὰ Λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα ἄταφα. Λοιπόν, σήκω καὶ ἔχε ἐμπιστοσύνη. Βάδισε πρὸς τὰ δεξιὰ ἑκατὸ βήματα. Θὰ εὕρης δίπλα σ᾿ ἕνα βράχο τὰ ὀστᾶ μου. Νὰ πάρης ὡς εὐλογία μόνο τὸ κεφάλι μου, καὶ νὰ τὸ ἔχης μαζί σου σ᾿ ὅλη σου τὴν ζωή, ὁπουδήποτε πηγαίνης, διότι αὐτὸ θὰ σοῦ εἶναι μεγάλη βοήθεια. Τὰ Λείψανά μου ὅμως νὰ μὴ τολμήσης νὰ τὰ πάρης, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐνταφιάσης σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος».
᾿Αφοῦ ἐξαφανίσθηκε ὁ ῞Οσιος ἀπὸ μπροστά μου, πρῶτα προσευχήθηκα μήπως εἶναι καμμιὰ πανουργία τοῦ δαίμονος, ἀλλὰ κατὰ τὴν προσευχή μου αἰσθάνθηκα μιὰ πρωτοφανῆ χαρὰ μέσα στὴν καρδιά μου. Εἶπα τὸ «Πιστεύω» καὶ μέτρησα ἑκατὸ βήματα πρὸς τὰ δεξιά. Ξαφνικὰ εὑρῆκα κάτω ἀπὸ μιὰ κουφωτὴ-σκαλιστὴ πέτρα τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου. ῏Ηταν κίτρινα σὰν τὸ κερὶ καὶ μὲ ὡραία εὐωδία. Κατόπιν ἔκανα τρεῖς μετάνοιες καὶ ἄρχισα νὰ ἐκτελῶ τὴν ἐντολή του. ῾Ο λογισμός μου ὅμως μὲ παρακινοῦσε νὰ πάρω ὅλα τὰ Λείψανα. ῎Εστρωσα λοιπὸν κάτω τὸ ράσο μου. ᾿Αλλ᾿ ὤ τοῦ θαύματος!
Καθὼς ἔπιασα τὰ Λείψανα, ἀπὸ μιὰ ἀνεξήγητη θερμότητα ποὺ εἶχαν, κάηκαν τὰ χέρια μου καὶ ἀναγκάστηκα νὰ τὰ πετάξω κάτω στὸ ἔδαφος. Τότε ζήτησα συγχώρησι ἀπὸ τὸν ῞Αγιο, ἐπειδὴ κατεπάτησα τὴν ἐντολή του, πῆρα μαζί μου μόνο τὸ κρανίο, ἔθαψα τὰ ἄλλα καὶ ἐπέστρεψα στὴν καλύβα μου.
᾿Απὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μεταφέρω μαζί μου τὸ κρανίο αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου καὶ μὲ τὶς εὐχές του εἶμαι λυτρωμένος ἀπὸ ὁποιοδήποτε πειρασμὸ καὶ κίνδυνο.
– Πάτερ Χριστοφόρε, τὸν ἐρώτησε ὁ ῾Ηγούμενος, μήπως γνωρίζεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ῾Οσίου;
– Γιὰ πολὺ καιρὸ δὲν γνώριζα τὸ ὄνομά του. Καὶ προσευχήθηκα στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα γιὰ νὰ μοῦ τὸ ἀποκαλύψη. Μιὰ νύκτα ποὺ ἔκανα τὸν ῎Ορθρο στὸ κελλί μου, παρουσιάσθηκε ξαφνικὰ μπροστά μου αὐτὸς ὁ θαυμαστὸς ῞Οσιος καὶ μοῦ εἶπε:
– Πάτερ Χριστοφόρε, μὴ λυπᾶσαι πλέον ἄλλο, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζεις πῶς ὀνομάζομαι.
᾿Ονομάζομαι ῾Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος Παῦλος.Νὰ μὲ μνημονεύης στὴν ἁγία σου προσευχή. Καὶ ἀμέσως ἔγινε πάλι ἄφαντος.
– Ναί, αὐτὸς ἦταν ὁ Πνευματικὸς τῆς ῾Αγίας Θεοδώρας τῆς Σύχλας.Αὐτὸς ἔζησε στὴν Σκήτη Συχάστρια κατὰ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰῶνος.Κατόπιν ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ (εἶπε ὁ ῾Ηγούμενος).
῾Ο ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὸ Μοναστήρι Συχάστρια, ἱερουργώντας καθημερινὰ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν Πρωτοσύγκελλο ᾿Ιωαννίκιο Μορόϊ.
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὸ κρανίο τοῦ ῾Οσίου ῾Ιερομονάχου Παύλου ἦταν τοποθετημένο ἐπάνω στὴν ῾Αγία Τράπεζα, ἀπ᾿ ὅπου σκόρπιζε στὴν ᾿Εκκλησία μία ὡραία πνευματικὴ εὐωδία. Μετὰ ἀσπάσθηκαν τὸ ἅγιο Λείψανο οἱ Πατέρες, κατόπιν ὁ ῾Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος τὸ ἔβαλε πάλι στὸν ντορβᾶ του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Σκήτη Σύχλα.᾿Απὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ κανεὶς πλέον δὲν συνάντησε τὸν π. Χριστοφόρο.῾Υποθέτουν μερικοὶ ὅτι προχώρησε στὰ βάθη τῶν δασῶν τῶν βουνῶν τῆς Σύχλας καὶ ἐκεῖ ἐτελειώθη, δοξάζοντας τὸν Θεό.
Μάταια ἀνέβηκαν πολλὲς φορὲς οἱ Πατέρες τῆς Συχάστριας γιὰ νὰ εὕρουν τὸν εὐλογημένο ᾿Ερημίτη.Κανεὶς δὲν τὸν ξαναεῖδε πάλι.Λέγεται στὴν παράδοσι τοῦ τόπου ἐκείνου ὅτι μεταξὺ τῆς Σκήτης Σύχλας καὶ (τῆς περιοχῆς) Ρίπας τοῦ Κορόϊ ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς θεῖος τόπος, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψη.᾿Εκεῖ ἀσκήτευσαν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἰώνων πολλοὶ ῞Αγιοι ῾Ησυχασταί.῎Ισως, λοιπόν, ἐκεῖ νὰ ἐκοιμήθη ὁ πατὴρ Χριστοφόρος,μὲ τὸ κρανίο τοῦ ῾Οσίου Παύλου στοὺς ὤμους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου