Δέν
ξέρω ἄν ἔτυχε ποτέ νά διαβάσετε ἤ ν᾿ ἀκούσετε κάτι γιά τά φρικτά
Καρούλια. Τόν τρομακτικό καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο γκρεμό στά Ν.Δ. τῆς
Χερσονήσου τοῦ ῎Αθω, πού εἶναι γνωστός μόνο ἀπό φωτογραφίες καί σλάιτς ἤ
θεωρητικές ἀφηγήσεις προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι ταξιδεύοντας γιά τή Λαύρα
εἶχαν τή δυνατότητα νά τά περιεργαστοῦν μέσα ἀπό τό καραβάκι. Γιατί μέ
τά πόδια εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο νά κατακτήσει κανείς τήν ἄγρια τούτη
περιοχή, ὅπου στό παρελθόν ὀρθόδοξοι ἀναχωρητές εἶχαν χτίσει τίς
ἀετοφωλιές τους, μιᾶς κι ὁ χῶρος προσφερόταν ἰδιαίτερα γιά τίς
πνευματικές τους ἀπογειώσεις.
Ποιός ξέρει τί νά βρῆκαν σέ τούτη δῶ τή γωνιά τῆς γῆς οἱ ἀκροβάτες
καλόγεροι καί τή διάλεξαν γιά προσφιλῆ κατοικία, τή στιγμή πού γιά τόν
κοινό νοῦ μιά τέτοια ἐπιλογή μόνο τυχοδιῶκτες καί ἐπικίνδυνα
ριψοκίνδυνοι τήν ἀποφασίζουν. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού δέχονται νά
υἱοθετήσουν τήν περιπέτεια κι ὅταν ἀκόμη γνωρίζουν πώς ἕνα τέτοιο
ἐγχείρημα ἐγκυμονεῖ ἐκ προοιμίου κινδύνους γιά τήν ἰκμάδα τοῦ σώματος
καί τήν ἀκεραιότητα τῆς ὑγείας.
Νά ᾿τανε μήπως ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας καί ἡ ἐπιβλητική ἀγριάδα τῶν
κυματόβρεχων βράχων πού ἔρχονται νά πείσουν ἀκόμα καί τόν πιό δύσπιστο,
ὅτι τά μεγαλεῖα τῆς φύσης εἶναι σέ θέση νά δώσουν σέ ὅποιον τά γεύεται
τίς δυνατότητες γιά ἕνα πιό σταθερό καί οὐσιαστικό τρόπο ζωῆς; ῎Η νά
᾿ταν ἄραγε, ἡ αἴσθηση τῆς γαλήνης καί ἠρεμίας, πού τόσο ἀνέκφραστα
εὐδοκιμεῖ στά Καρούλια ἐνισχύοντας σέ φύσεις ἀνήσυχες κάποιες
φυγόκεντρες τάσεις, δηλαδή τήν κίνηση ἀπό τόν κόσμο μέ τή θορυβώδη ζωή,
τή ρύπανση καί τό ρύπο, σέ παρθένες περιοχές, ἱκανές νά μετουσιώσουν σέ
πράξη τήν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία γιά ἀδιάλειτη προσευχή καί ἐπικοινωνία μέ
τόν Θεό;
Βάλθηκα, κρεμασμένος στή χοντρή ἁλυσίδα πού ᾿ναι κτισμένη στό βράχο, νά
φτάσω ὥς τά Καρούλια, ἔστω κι ἄν μέσα μου κάτι μοῦ φώναζε πώς τέτοια
ἐδάφη δέν κατακτοῦνται ἀπό ἐρασιτέχνες τοῦ πνεύματος κι ἀπό πρωτοπειρους
ὀρειβάτες. ῎Ηθελα νά κατέβω στά φρικτά τά γκρεμά, ἔστω κι ἄν ἀντηχοῦσαν
ἀκόμα στ᾿ αὐτιά μου τά λόγια κάποιου Κατουνακιώτη πώς «δύσκολα φτάνουν
ἐκεῖ τουρίστες» κι ὅτι προπέρσι ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί χάθηκε στόν
γκρεμό ἕνας γέροντας ἀσκητής πού ζοῦσε ᾿κεῖ πάνω». ῎Ημουν περίεργος νά
γνωρίσω τόν τελευταῖο ξωμάχο, τόν ρῶσο καλόγερο, τόν π. Νικοντίμ, πού
ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια ζεῖ στήν ἄκρη τῆς γῆς συντροφιά μέ τά βράχια, τ᾿
ἀγριοπούλια καί τόν Θεό.
Τόν βρῆκα νά στέκει ἔξω ἀπό τήν καλύβα κρατώντας στό χέρι τό
κομποσχοίνι καί κοιτάζοντας τόν ἥλιο κατάματα, λές κι ἤθελε νά τόν
συγκρίνει μέ τόν δικό του τόν ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης, πού μιά ζωή τώρα
ὑπερθερμαίνει καί συντηρεῖ τά ἔγκατα τῆς φτωχῆς του καρδιᾶς.
῎Ηταν τριάντα χρονῶν τότε, νεαρός ἀξιωματικός τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ἦλθε
γιά πρώτη φορά στήν ῾Ελλάδα μέ σκοπό νά πάει στό ῞Αγιο ῎Ορος νά
προσκυνήσει στά μοναστήρια καί νά γνωρίσει τούς ἀσκητές πού ᾿χε ἀκούσει
πώς εἶχαν βάλει στά κατεπείγοντα στόχο τους τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρτο
τῆς ὕλης καί τήν καταστολή τῶν παθῶν. Βρισκόταν ἐκείνη τήν ἐποχή στό
ζενίθ τῶν μεταφυσικῶν του ἀναζητήσεων ὁ ρῶσος ἀξιωματικός, κι ἦρθε στό
῎Ορος μήπως καί ἔβρισκε αὐτό πού ζητοῦσε. Γιά νά μή φύγει ποτέ πιά ἀπό
τοῦτον ἐδῶ τόν πλανήτη»...!
῾Εξῆντα ὁλόκληρα χρόνια σέ ἑλληνικό ἔδαφος κι ὡστόσο καμιά ἐπαφή μέ τή
γλώσσα τοῦ τόπου πού ἔμπρακτα δέχτηκε νά γίνει ἡ δεύτερή του πατρίδα καί
νά ὑπηρετήσει τίς ἐσωτερικές του ἐφέσεις,. ᾿Αναρωτιέται κανείς ποῦ νά
ὀφείλεται τοῦτο. Μήπως σέ ἠθελημένη προσωπική ἀνδράνεια ἤ τίποτε
κρυφοσωβινιστικές τάσεις, προέκταση κάποιου ζήλου του γιά γιά τήν
ἐκπεσοῦσα ῾Αγία καί Μεγάλη Ρωσία τῶν Τσάρων; Μήπως σέ δική του ἀδυναμία
νά ἐπιδοθεῖ στή μελέτη καί τήν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν, ἰδιαίτερα ὅταν
αὐτές δύσκολα γίνονται εὔληπτες, ὅπως ἡ ἑλληνική, ἐπειδή διαθέτουν
δύσκολες ρίζες καί στρυφνή προφορά; ῾Η ἀπάντηση εἶναι ἀπερίφραστα ὄχι,
καί τό δήλωσε καθαρά ὁ Νικοντίμ: «Τεό ντέν ἔκει γκλῶσα. Γκλῶσα μπρήκανε ἄτρωπο. Καρντιά μιλάει Τεό».
-Πόσα χρόνια ἔχει ᾿δῶ πάνω;
-Ποῦ, ἰντό κάτ; ῎Ιλτε ῞Αγγιο ῎Ορος Χίλια νιακούσια εἴκουσ. ῾Ιπτά χρούνια κάτισε ῞Αγγι Παντελεήμων, Μοναστήρ.
-Τί τρῶς;
_ ᾿Αγκοράζει Ντάφνα ρίζ, φασόλι, μακαρόνι. ῎Ιλτι ἰνινίνταχρούνι τούρα. Κουφό, ντέν βλέπει, ἄρρουστο...
-Καί προσευχή;
-Ντόξασι Τεό. Σλάβα Μπόκου. Σλάβα Μπόκου, Σλάβα Μπόκου, (Δόξα σοι ὁ Θεός).
-Πόσες ὧρες προσεύχεσαι; Τί ὥρα σηκώνεσαι τή νύχτα;
-Βράντι ἀγρυπνία κάνει.
-Κάθε βράδυ;
-Κάτε βράντι μέκρι ἕξι οὔρα προυί.
-Ρωσία λίγκε ἐκκλησίε. Γκιατί;
-Ντέν ἀγαπάει Τεό κομμουνίστε. Ντέν πιστεύει Τεό. Κλείσει ἐκκλησίε.
-Ναί, ἀλλά κόσμο πιστεύει Τεό.
Πιστεύει καλό, κομμουνίστε ντέν ντόσει ἐκκλησίε.
-Καί τό Πατριαρχεῖο;
-Πατριαρχεῖο κάνει ὑπακοή κάνει.
-Στό Χριστό;
-῎Οχι, κομμουνίστε κάνει ὑπακοή.
-῎Αν δέν κάνει ὑπακοή θά κλείσουν οἱ κομμουνίστε ὅλες τίς ἐκκλησίες.
-Ναί γκιαφτό. Κάνει οἰκονομία. ῎Αν ντέν ἔχει οἰκονομία τά κλείσει ἐκκλησίε.
-Τό ρώσικο μοναστήρι σοῦ δίνει λεφτά;
-Ντέν ἔχει. Μνημονεύει Πατριάρχα Μόσχα Ποίμεν κι ιμίς ντέν τέλουμ.
-Συνήθισες στά Καρούλια;
-᾿Ιντό βλογγία Θεοῦ, Σλάβα Μπόκου, Σλάβα Μπόκου, Σλάβα Μπόκου.
῎Αν κάποτε βρεθεῖτε στό ῞Αγιο ῎Ορος καί τό λέει ἡ καρδιά σας, ἀξίζει νά
διακινδυνεύσετε ἕνα «περίπατο» στά φρικτά τά Καρούλια. ῎Αν στό μεταξύ ὁ
π. Νικοντίμ ἔχει κλείσει τά μάτια του, κοιτάξτε κατάματα πρός τόν ἥλιο
καί θά ἐντοπίσετε τό φωτοστέφανο ἀπό τή δικιά του στρατολογία νά
προβάλει στόν οὐρανό εὔγλωττα καί ἐνδεικτικά.
Πηγή: ῎Ορος ῞Αγιο, Πολιτεία ἀνθρώπινη, Τάσου Μιχαλᾶ, σελ. σελ. 25-28, ᾿Εκδόσεις ῾Επτάλοφος, 1980
᾿Αντιγαφή: ᾿Οδυσσεύς τοῦ klision
᾿Αντιγαφή: ᾿Οδυσσεύς τοῦ klision
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου