Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

ΘΗΚΑΡΑΣ στιχοι εις τους θειους υμνους


ΘΗΚΑΡΑΣ



Τὸ ὄ­νο­μα καὶ ὁ τό­πος κα­τα­γω­γῆς τοῦ Θη­κα­ρα

Δι­ὰ τοῦ ὀ­νό­μα­τος «Θη­κα­ρὰς» δη­λοῦ­ται τό­σο­νη συλ­λο­γή, ὅ­σον καὶ τὸ πρό­σω­πον τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­πέ­λε­ξεν ἡ συ­νέ­τα­ξε τὰ σχε­τι­κὰ κεί­με­να. Τὸ πρό­σω­πον δὲ αὐ­τὸ ἐ­ταυ­τί­σθη κα­τὰ τὸ πα­ρελ­θόν με τὸν Δι­ο­νύ­σι­ον μο­να­χόν, τὸν Θε­ο­δοῦ­λον μο­να­χόν, τὸν Ἰ­ω­άν­νην μο­να­χόν, ἀ­κό­μη καί με τὸν Ἰ­ω­άν­νην τὸν Δα­μα­σκη­νόν. Ἡ σύγ­χρο­νος ὅ­μως ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἔ­ρευ­να ἔ­χει ἀ­πο­δεί­ξει τὴν μὴ ταύ­τι­σιν τῶν ἄ­νῳ μο­να­χῶν με τὸν Θη­κα­ρὰν.



Σα­φεῖς καὶ ἐγ­κύ­ρους πλη­ρο­φο­ρί­ας πε­ρὶ τοῦ ὀ­νό­μα­τος καὶ τοῦ τό­που κα­τα­γω­γῆς τοῦ μο­να­χοῦ Θη­κα­ρὰ ἔ­χο­μεν ἀ­πὸ τοὺς «Στί­χους δι­α­φό­ρων φι­λο­σό­φων ἀν­δρῶν εἰς τοὺς θεί­ους Ὕ­μνους», ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ δύ­ο ὑ­πο­μνη­μα­τι­κὰ κεί­με­να τῆς συλ­λο­γῆς τοῦ Θη­κα­ρά. Τὸ πρῶ­τον εἶ­ναι ἡ «Δι­ή­γη­σις πε­ρὶ τῶν Ὕ­μνων» τοῦ Θε­ο­δού­λου μο­να­χοῦ, ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ τοῦ Θη­κα­ρὰ, καὶ τὸ δεύ­τε­ρον ἡ «Εἴ­δη­σις τοῖς ἐν­τυγ­χά­νου­σι» τοῦ μο­να­χοῦ Μη­τρο­φά­νους.

­πὸ τὴν «Εἴ­δη­σιν» τοῦ Μη­τρο­φά­νους, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἧ­το νε­ώ­τε­ρος τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι οἱ πρὸς τὸ θεῖ­ον ἐ­ρω­τι­κοὶ Ὕ­μνοι εἶ­ναι «πό­νη­μα Θη­κα­ρα μο­να­χοῦ ἀ­πὸ τῆς Κων­σταν­τι­νου­πο­λε­ως», «οἰ­κτροῦ τά­λα­νος Θη­κα­ρα μο­νο­τρό­που» ὅ­πως ση­μει­ου­ται εἰς τοὺς Στί­χους οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­η­γοῦν­ται τῆς «Ἑρ­μη­νεί­ας τῶν Ὕ­μνων», συγ­γρα­φεὺς τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ὁ ἴ­δι­ος ὁ Θη­κα­ρας.

Θη­κα­ρας, λοι­πόν, ἧ­το μο­να­χὸς ἀ­πὸ τὴν Κων­σταν­τι­νου­πο­λιν, χω­ρὶς «ἔν­δο­ξον ὄ­νο­μα», δι­α­κρι­νό­με­νος δι­ὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ βί­ου, τὸ ἠ­συ­χα­στι­κον πνεῦ­μα καὶ τὴν κᾆ­τα Θε­ὸν ἀ­ρε­τήν. Τι­μώ­με­νος βε­βαί­ως ἅ­γι­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δεν εἶ­ναι, ἀλ­λὰ εἰς ἀρ­κε­τὰ χει­ρο­γρα­φα τὸ ἔρ­γον τοῦ ἐ­πι­γρά­φε­ται ὡς «Ὕ­μνοι τοῦ ἁ­γί­ου Θη­κα­ρα καὶ Ἀ­κο­λου­θί­αι».

Τὸ ὄ­νο­μα «Θη­κα­ρας» εἶ­ναι ψευ­δώ­νυ­μον. ὁ ἴ­δι­ος ἔ­κρυ­πτε τὸ ὄ­νο­μα τοῦ «δι­ὰ τα­πει­νο­φρο­σύ­νην». Δεν τὸν ἐν­δι­ε­φε­ρε ἡ δι­αι­ω­νι­σις τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ, ἀλλ' ἐ­πί­στευ­ε ὅ­τι οἱ «Αἰ­νοῖ ἐκ τῆς θεί­ας Γρα­φῆς εἰ­σιν, ἡ δὲ σύν­τα­ξις ἐκ τῆς ὁ­δη­γί­ας τῆς χά­ρι­τος». «Ἀ­νοί­κει­όν μοι ἐ­πι­γρά­φειν τὸ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα», ἔ­λε­γε, «ἀλλ' ἐ­πὶ τῷ δόν­τι τὴν χά­ριν τού­τους ἀ­να­γρά­φειν δεῖ». Τὸ πραγ­μα­τι­κὸν ὄ­νο­μα τοῦ Θη­κα­ρα τὸ ἐ­γνώ­ρι­ζε μό­νον ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κὸς τοῦ Θε­ο­δοῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε δε­σμευ­θει μὲ ὅρ­κον δι­ὰ να μὴν τὸ ἀ­πο­κα­λύ­ψῃ. «καί τι μὲν πό­θεν ἐ­ξε­δό­θη­σαν (οἱ Ὕ­μνοι) -λέ­γει εἰς τὴν δι­ή­γη­σιν τοῦ- βου­λο­μαι ὡς ἤ­κου­σα φρά­ζειν, πε­ρὶ δὲ τὸ ἔκ τι­νος... ἐ­ρεῖν οὐ τολ­μῶ, ὄρ­κου κλει­δί­ῳ κλεί­σας τὰ χεί­λη μου μὴ ἐκ­φά­ναι τού­του τὸ ὄ­νο­μα». Κᾆ­τα δὲ τὸν μο­να­χὸν Μη­τρο­φα­νην τὸ ψαυ­δω­νυ­μον «Θη­κα­ρας» ἐ­δό­θη «κατ' ἐ­πω­νυ­μί­αν τοῦ ἐρ­γο­χεί­ρου αὐ­τοῦ», δη­λα­δὴ ὁ μο­να­χὸς αὐ­τὸς κα­τε­σκεύ­α­ζε θή­κας μα­χαι­ρῶν. Ἔτ­σι τὸν ἀ­να­φε­ρουν καὶ ἐ­πώ­νυ­μοι στι­χο­ποι­οι, ὅ­πως ὁ Φι­λῆς (14ος αἱ.): «...καὶ θη­κα­ρουρ­γους οἵ­δε δρὰν ὑ­μνο­γρα­φους», ὁ Γα­λα­κτι­ων (15ος αἱ.): «Θη­κα­ρας ἂν ᾖς, ὢ μο­να­στα, πρὶν δέ­μας/ἄρ­τι μα­χαι­ρεις καὶ τὸ πνεῦ­μα δεῖν πε­λεις» κ.α. .

Το παρόν λειτουργικού περιεχομένου εγχειρίδιον, το καλούμενον "Θηκαράς", αποτελεί συλλογήν δοξολογικών ευχών και κατανυκτικών ύμνων εις την Αγίαν Τριάδα, καθώς επίσης ανθολόγιον πατερικών περί πίστεως περικοπών και άλλων κειμένων ερμηνευτικών των ύμνων, της μοναχικής ακολουθίας και των περί λειτουργικής προσευχής απόψεων του ιερού, σοφωτάτου και αγιωτάτου μοναχού και υμνογράφου Θηκαρά.
Απώτερος σκοπός αυτού του συνταγματίου και συμπιληματικού χαρακτήρος πονήματος, το οποίον έχει επαινεθή ως "λειμών θεαυγής τερπνοσυνθέτων Ύμνων", είναι η περί την θείαν λατρείαν καλλιέργεια της νηφάλιου και φιλοθέου ψυχής των μοναχών και η συνεχής εντρύφησις των ασκητών εις τον αίνον, την δοξολογίαν και την ευχαριστίαν του Τριαδικού Θεού, δια της καθιερώσεως ουσιαστικώς ενός ιδιαιτέρου, "κατά την τάξιν του Θηκαρά", τυπικού της νυχθημέρου ακολουθίας.
[...]
Ἑρ­μη­νεί­α τῶν Ὕ­μνων (ἀ­πο­σπά­σμα­τα)

Η. ­ὰν αὐ­τὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος πο­θει τὴν ὑ­μνῳ­δί­α, λό­γῳ ῥᾳ­θυ­μί­ας τις πα­ρα­λεί­ψει, ἂς μὴν προ­τι­μή­σει χω­ρὶς συγ­κρι­ση να οἰ­κο­δο­μεῖ δι­χῶς να ἔ­χει βα­θι­α θε­μέ­λι­α καὶ να ἐ­πι­δι­ῴ­κει τὰ ὑ­ψη­λὰ καὶ τὰ οὐ­ρα­νί­α. Ἂς σου εἶ­ναι, ὢ φί­λε, ὑ­πό­δειγ­μα τὸ κε­ρι. ἐ­ὰν δὲ μα­λα­κω­σει μὲ κα­ποί­α θερ­μό­τη­τα, δεν ἐν­δι­δει να ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸ σῶ­μα τοῦ καὶ να δε­χθει ἐ­κτυ­πω­μα δαχ­τυ­λι­δι­ου.

Θ. μ­πρός, ἂς δω­σου­με καὶ πά­λι ἀ­πο­κρί­σῃ γι­α τοὺς Ὕ­μνους. Προ­ε­ξάρ­χει, λοι­πόν, σὰν ἀ­πὸ ὑ­ψη­λὴ σκο­πι­ά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­πρε­πε σὲ μυ­στα­γω­γο παν­σο­φο καὶ θε­ο­λο­γι­ο θαυ­μα­σι­ο, αὐ­τὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο σο­φὸς ἀ­πὸ τοὺς σο­φοὺς καὶ συ­νο­μί­λει με τοὺς ὁ­σί­ους, δη­λα­δὴ ὁ κυ­ρις Βλεμ­μυ­δης, κα­θο­δη­γων­τας μας μὲ τὸν δι­κο τοῦ Ὑ­μνο πρὸς τὸ ὕ­ψος τῆς θε­ο­λο­γί­ας καὶ ἐν συ­νε­χεί­ᾳ βρον­το­φω­να­ζον­τας ῥη­τὰ ὅ­τι δεν εἶ­ναι ἐ­φῖ­κτο να ὑ­μνη­σουν ἐ­πά­ξι­α τὸ κᾆ­τα πάν­τα ἄ­πει­ρον τοῦ Θε­οῦ οὔ­τε αὐ­τες οἱ αὐ­λες καὶ νο­ε­ρες, ἐ­που­ρα­νι­ες δυ­νά­μεις. Ἐ­μεις, ὅ­μως, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πό­θου πρὸς αὐ­τὸν ὁ ὁ­ποῖ­ος μας ἐ­πλα­σε καὶ μας ἐ­δω­σε τὴν ψυ­χὴ καὶ προ­σέ­φε­ρε τὴν γνώ­ση, μὲ συν­το­μι­α δι­α­βα­ζου­με ἀ­πό τις ἰ­δι­ο­τη­τες τοῦ τὴν ἀ­πει­ρί­α, τὴν ἀ­κα­τα­λη­ψί­α, τὸ ἄ­ναρ­χον, τὸ ἀ­πε­ρι­ο­ρι­στον, τὸ ἀ­ό­ρα­τον, τὸ ἄ­φρα­στον, τὸ ἀ­πε­ρι­νο­η­τον, τὸ παν­το­δυ­να­μον, τὸ ὑ­πε­ρού­σι­ον, τὸ ὑ­πε­ρα­γα­θόν, καὶ σὲ ὅ­λα χω­ρὶς συγ­κρι­ση τὸ ὑ­πέρ. Δι­ό­τι κα­θό­λου δεν ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­το­τη­τα να ἀ­να­πα­ρα­στή­σει κα­νείς με κα­τα­νο­η­το λο­γο κα­ποί­α ἀ­πό τις ἰ­δι­ο­τη­τες τοῦ ἀ­πεί­ρου Θε­οῦ, μά­λι­στα δὲ τὸν δο­ξο­λο­γου­με ἀ­πὸ τὰ με­γα­λουρ­γή­μα­τα τοῦ, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι πα­νω ἀ­πὸ κα­θε δι­η­γή­σῃ καὶ πα­νω ἀ­πὸ κα­θε ἐκ­πλη­κτι­κο γε­γο­νός. Καὶ ὅ­λα αὐ­τά, ὄ­χι ἀ­πὸ μο­νοὶ μας, ὅ­πως ἐ­χου­με ἤ­δη πει, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ συλ­λε­ξα­με ἀ­πὸ τὰ συγ­γρα­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων καὶ θε­ο­σο­φῶν θε­ο­λό­γων ἀν­δρών, καὶ ἀ­πὸ τὴν πα­λαι­ὰ καὶ νέ­α Δι­α­θή­κη.

ΙΑ. λ­λὰ ἂς ἐ­πι­στρε­ψου­με ὅ­που ἀρ­χι­σα­με, ἐ­ξη­γων­τας γι­α τὸν Ὀρ­θρο. Λαμ­βά­νον­τας ἀ­φορ­μὴ ἀ­πό τις ὑ­πο­θέ­σεις τῶν Ὠ­δῶν, συν­δε­σα­με ται­ρι­α­στα, ὅ­πως ἔ­πρε­πε, μὲ κα­θε Ὠ­δὴ τοὺς Ὕ­μνους. Ἡ πρώ­τη λοι­πὸν Ὠ­δὴ πραγ­μα­τεύ­ε­ται τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ καὶ ὀρ­θὴ ὁ­μο­λο­γί­α μας πρὸς τὸν Θε­ο. δι­ό­τι λέ­γει: «οὗ­τός μου Θε­ὸς καὶ δο­ξά­σω αὐ­τόν. Θε­ὸς τοῦ πα­τρός μου καὶ ὑ­ψω­σω αὐ­τόν». Καὶ ἐ­πει­δή με δο­τι­κὴ ἀρ­χι­ζει ἡ Ὠ­δή, μὲ δο­τι­κὴ ὅ­λος ὁ Ὕ­μνος δο­ξο­λο­γει. Ἀ­πὸ τὴν φύ­σῃ τοῦ δὲ ὁ Ὕ­μνος βε­βαι­ω­νει καὶ ἐ­πι­δει­κνυ­ει γι­α τὸν πάν­το­τε ὑ­πάρ­χον­τα καὶ αἰ­τι­ο ὅ­λων ὅ­σων ὑ­παρ­χουν. ὑ­στέ­ρα δὲ κα­τα­λή­γει σύμ­φω­νά με τὴν ὑ­πο­θε­ση τῆς Ὠ­δῆς ἀ­πὸ τὴν δευ­τε­ρη Δό­ξα τῆς τρί­της Στιγ­μῆς, κα­θὼς αὕ­τη πλη­σι­α­ζει στον πρω­το τῆς αἰ­νο. Ἀρ­χι­ζει λοι­πόν, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ ἀ­πὸ τὰ ὑ­ψη­λο­τε­ρα καὶ κα­τα­λή­γει στα χα­μη­λο­τε­ρα.


Δι­ή­γη­σις πε­ρὶ τῶν Ὕ­μνων

ς. Ταὐτὸν Κά­ποι­α με­ρα ἐ­κεῖ που κα­θο­μου­να, ἔ­πε­σα ξαφ­νι­κὰ σὲ ἐκ­στά­σῃ. Καὶ βλέ­πω στα χε­ρι­α μοῦ τοὺς ὕ­μνους, τὸν κα­θέ­να χω­ρι­σμε­νο σὲ τρί­α τμή­μα­τα, ὅ­πως εἶ­ναι χω­ρι­σμε­νοι καὶ τώ­ρα. Ἀ­φοῦ ἠρ­θα γρή­γο­ρα εἰς ἑ­αυ­τὸν καὶ βα­ρι­α­να­στε­να­ξα μὲ δά­κρυ­α, ἀ­να­φω­νη­σα πρὸς τὸν Θε­ο λέ­γον­τας: «Κύ­ρι­ε, ἐ­πει­δὴ ἔ­χεις πλου­σι­ο τὸ ἔ­λε­ος, εὐ­δο­κη­σε γρή­γο­ρα ἔτ­σι να γι­νει. ἀ­ξι­ω­σε μὲ τὸν ἀ­να­ξι­ο, να γε­μι­σει ἡ ψυ­χή μου σὲ ὁ­λο τῆς τὸ πλά­τος με τε­τοι­ου εἴ­δους Ὕ­μνους τῆς βα­σι­λεί­ας σου.

Δεν πε­ρᾶ­σαν πολ­λες ἡ­με­ρες, καὶ βρι­σκω κά­που τὸ βι­βλι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σι­ου τοῦ Ἀ­ε­ρο­πα­γι­του. καὶ ἀ­φοῦ δι­α­βᾶ­σα τὰ πε­ρι­ε­χό­με­να καὶ βρη­κα ὅ­τι τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­να­φέ­ρον­ται στην θε­ο­λο­γί­α, χα­ρη­κα ὑ­περ­βο­λι­κά. Ἀ­φοῦ δι­α­βᾶ­σα λοι­πὸν ὁ­λο τὸ βι­βλι­ο, συ­νέ­λε­ξα ὅ­σα ἠ­ταν ται­ρι­α­στα στους Ὕ­μνους καὶ τοὺς συ­νέ­τα­ξά με τὴν βο­η­θεί­ᾳ τῆς χά­ρης καὶ τῶν οἰ­κτιρ­μῶν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ σω­τῆ­ρος ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

­ταν συ­νε­γρα­φα συν­τάσ­σον­τας τοὺς Αἰ­νούς, ἐ­βλε­πα ἐ­πα­νῶ μού με τοὺς νο­η­τοὺς ὀ­φθλα­μους πάν­το­τε -καὶ ὅ­ταν συ­νε­γρα­φα καὶ ὅ­ταν προ­σευ­χο­μουν- ἕ­να ὡ­ραι­ο­τα­το χε­ρι ποὺ κρα­του­σε ἕ­να μι­κρο κον­τυ­λι καὶ ἐ­φριτ­τα καὶ μα­ζευ­ο­μουν ἀ­πὸ φο­βο, λέ­γον­τας μο­νο τὸ «Κύ­ρι­ε ἐ­λε­η­σον»

λ­λο­τε κα­τα­λα­βαι­να ὅ­τι ἀγ­γε­λοῖ μου ἐ­πι­δει­κνυ­αν κώ­δι­κά που κρα­τοῦ­σαν στα χε­ρι­α τούς. καὶ ὀ­σο ἐ­βλε­πα αὐ­τά, πολ­λα­πλα­σι­α­ζο­ταν μέ­σα μου ἡ προ­θυ­μί­α καὶ ὁ ἀ­γῶ­νας.

Ι. ­φοῦ σκέ­φθη­κα αὐ­τὰ καὶ θυ­μή­θη­κα ὅ­σα προ­α­νέ­φε­ρα, ἄρ­χι­σά με με­γά­λη ὁρ­μὴ να κα­τα­γρά­φω τοὺς Ὕ­μνους με πο­λὺ ἐ­πι­με­λεί­ᾳ καὶ χω­ρὶς κα­μι­α ἀμ­φι­βο­λί­α. Ὅ­ταν ἀρ­χι­σα λοι­πὸν να γρα­φῶ τὸν Ὑ­μνο τῆς πρώ­της Ὠ­δῆς, ἔ­πε­σε ἡ νυχ­τα. καὶ ἀ­φοῦ ση­κω­θη­κα τὸ με­σο­νυ­κτι­ο, ὅ­πως συ­νη­θι­ζουν οἱ μο­να­χοί, ἐ­ψαλ­λα τὴν δι­α­τε­ταγ­μέ­νη μου ἀ­κο­λου­θί­α. με­τὰ τὴν ἀ­πο­λύ­σῃ κα­θη­σα να κοι­μη­θω γι­α λι­γο. καὶ ἀ­μέ­σως κα­τα­λα­βαι­νω να στε­κε­ται ἐ­πα­νῶ μου κα­ποι­ο εἰ­δὸς ἀρ­χι­στρα­τή­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ρου­σε βα­σι­λι­κο δι­ά­δη­μα καὶ εἶ­χε φτε­ρα καὶ στους δυ­ο ὠ­μοὺς καὶ κρα­του­σε στο χε­ρι τοῦ χρυ­σο θυ­μι­α­τη­ρι­ο, ἐ­κεῖ που βρι­σκον­ταν τὰ καρ­βου­να, βλέ­πω να κεῖ­ται τὸ σχε­δί­α­σμα τὸ ὁ­ποι­ο ἐ­γρα τὴν προ­η­γου­μέ­νη ἡ­μέ­ρα. Καὶ δεν μοῦ εἶ­ναι δυ­να­τὸν να μι­λη­σω λε­πτο­με­ρῶς γι­α κα­θε Ὑ­μνο, γι' αὐ­το ἂς προ­χω­ρη­σου­με στα τε­λευ­ταί­α.

­ταν ἐ­γρα­φα τὸν Ὑ­μνο τῆς ἐ­νά­της Ὥ­ρας, στο τέ­λος τοῦ το­πο­θε­τη­σα Αἰ­νο τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξι­μου ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λε­γε: «καὶ πάν­των τῶν νο­η­τῶν νο­η­τὸς» καὶ ἀ­κού­ω ἀ­πὸ ἐ­πα­νῶ μου νο­ε­ρη φω­νή, ἡ ὁ­ποί­α μου ἔ­λε­γε: «καὶ πάν­των τῶν νο­η­τῶν ἀ­πε­ρι­νο­η­τος».

Στον Ὑ­μνο τοῦ Ἐ­σπε­ρι­νου, στο δευ­τε­ρο μέ­ρος, με­λε­του­σα πὼς να το­πο­θε­τη­σω τὰ κε­φά­λαι­α τῶν Αἰ­νῶν τοῦ. καὶ ἀ­φοῦ πη­γα στην ἐκ­κλη­σί­α -δι­ό­τι ση­μα­νε τό­τε ὁ Ἐ­σπε­ρι­νος- ἀ­κού­ω ἀ­πὸ τὰ δε­ξι­ὰ μέ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου βή­μα­τος κα­ποί­α νο­ε­ρη φω­νὴ να λε­ει: «Εὐ­λο­γη­με­νον τὸ κρά­τος τῆς βα­σι­λεί­ας σου, καὶ ὑ­πε­ρυ­μνη­τον καὶ ὑ­πε­ρυ­ψου­με­νον». καὶ ἀ­μέ­σως δό­ξα­σα τὸν Θε­ο, δι­ό­τι αὐ­το μὲ ἀ­πα­σχο­λου­σε.

­ταν τε­λει­ω­σα τὴν συγ­γρα­φὴ τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας τῶν Ἀ­πο­δεί­πνων, ἐ­προ­κει­το να ὑ­ψω­σω τὰ χε­ρι­α μοῦ καὶ να δο­ξά­σω τὸν Θε­ο καὶ να εὐ­χα­ρι­στή­σω, ὅ­πως ὀ­φει­λα, αὐ­τόν που ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­γα­θό­τη­τας τοῦ μου δω­ρι­σε ὅ­σα ἀ­γα­πη­σε ἡ ψυ­χή μου, πα­νω ἀπ' ὅ­λα τὰ πο­λύ­τι­μα αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου. Καὶ πρὶν ση­κω­θω βλέ­πω να κα­τε­βαι­νουν μὲ θο­ρυ­βώ­δη ὁρ­μή, τρεῖς με­γα­λες στα­γό­νες νε­ρο. καὶ ἔ­πε­σαν ἐ­πά­νω στο χαρ­τι, στα γράμ­μα­τά που μό­λις εἰ­χα γρά­ψει. καὶ ἀ­φοῦ κοι­τα­ξα ψη­λα, δεν εἰ­δα οὔ­τε συ­νε­φο οὔ­τε που­λι. Με­τὰ ἀ­πὸ λι­γο, ὅ­ταν τις σκου­πι­σα, τὸ χε­ρι μοῦ καὶ τὸ χαρ­το ὑ­γραν­θη­καν, ἐ­νῶ τὰ γράμ­μα­τα δεν ἀλ­λά­ξαν κα­θό­λου μορ­φή, ἂν καὶ τὸ μέ­λα­νι ἠ­ταν ἀ­κο­μη ὑ­γρο. καὶ αὐ­το εἶ­ναι τὸ με­γα­λυ­τε­ρο θαῦ­μα, ὅ­τι οὔ­τε μι­ᾷ τε­λεί­ᾳ δεν ἑ­ξα­φα­νι­σθη­κε. Ἐ­γὼ λοι­πὸν ἀ­φοῦ εἰ­δα αἰ­σθη­τὰ τὴν φρον­τί­δα τοῦ πα­να­γά­θου Θε­οῦ, ση­κω­θη­κα γε­μα­τος δά­κρυ­α, φο­βο καὶ ἀ­γαλ­λι­α­ση, γι­α να τοῦ ἀ­πο­δώ­σω, ὅ­πως ἠ­ταν δι­και­ο, τὴν δό­ξα καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α καὶ τὴν προ­σκυ­νή­σῃ.

Κς.
...
­ὰν λοι­πὸν ὁ ἀ­δελ­φὸς τοὺς ἀ­γά­πη­σε, θὰ προ­σπα­θή­σει με ὅ­λη τοῦ τῇ δύ­να­μη να τοὺς ἀ­πο­στη­θί­σει (*ἐν­νο­εῖ τοὺς Ὕ­μνους). καὶ θὰ τοῦ πεις ὅ­τι ἐ­ὰν δεν τοὺς ἀ­πο­στη­θι­σεις, δεν θὰ αἰ­σθαν­θεις τὴν εὐ­φρο­σύ­νη ἀ­πὸ τῇ γλυ­κύ­τη­τα τούς, οὔ­τε τὴν δυ­να­μη, οὔ­τε θὰ κα­τα­λα­βεις ἀ­κρι­βῶς σὲ τι δι­α­φε­ρουν ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους.

­ταν­ λοι­πὸν τοὺς ἀ­πο­στη­θι­σει, ἀν­τὶ γι­α ζά­λη καὶ φο­βο, θὰ γε­μι­σει μὲ χα­ρὰ καὶ ἀρ­ρή­τη ἀ­γαλ­λι­α­ση καὶ θὰ στε­ρε­ω­θει μέ­σα τοῦ ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ ἐλ­πί­δα πρὸς τὸν Θε­ο καὶ δεν θὰ μπο­ρει κα­νεὶς ἐ­χθρι­κὸς λο­γι­σμὸς να τὸν κλο­νι­σει. Δι­ό­τι θὰ αἰ­σθαν­θει τὴν χα­ρῇ τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος σὰν φω­τι­α ποὺ τοῦ ἀ­να­βει τὸν θεῖ­ο πο­θο. Καὶ θὰ δεῖ με τοὺς νο­ε­ροὺς ὀ­φθαλ­μοὺς τὴν σκέ­πη τοῦ Θε­οῦ να τὸν φυ­λάσ­σει ἀ­πὸ κα­θε κα­κο. Ἀλ­λὰ καὶ κᾆ­τα τάγ­μα­τα τοὺς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους στον δρο­μο τῆς ὑ­μνῳ­δί­ας τοῦ θὰ θε­ω­ρή­σει ἡ ψυ­χὴ να στε­κον­ται ἀ­πέ­ναν­τι καὶ ἐ­πα­νῶ τοῦ καὶ να πα­ρα­λαμ­βα­νουν μέ τις χλα­μύ­δες τοὺς τὸν θεῖ­ο Ὑ­μνο, πρᾶγ­μα ἀ­κρι­βῶς που δεν μπο­ρει να δεῖ κα­νεὶς σὲ ξέ­νη προ­σευ­χή. Καὶ τό­τε πό­ση πλη­ρο­φο­ρί­α θὰ μπο­ρου­σε κα­νεὶς να λα­βει ἀ­πὸ τὸν Θε­ο γι' αὐ­τούς!

Αὐ­τοὶ γρή­γο­ρα ἀ­να­βι­βα­ζουν τὸ νοῦ σὲ θε­ω­ρί­α. αὐ­τοὶ σύν­το­μα θὰ προ­κο­ψουν στην ψυ­χή. Καὶ ὅ­ταν κα­νεὶς χρο­νι­σει λέ­γον­τας τοὺς καὶ τοῦ γι­νουν ἕ­ξῃ, τό­τε θὰ δεῖ με τοὺς νο­ε­ροὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­ψη­λο­τε­ρες θε­ω­ρι­ες, ἀ­πει­ρες δο­ξες, δι­ό­τι θὰ βλέ­πει στον ἰ­δι­ο το­πο ἐ­πα­νῶ τοῦ, σὰν σὲ κα­θρε­πτη, να με­τα­βάλ­λε­ται ἡ μι­ᾷ δό­ξᾳ σὲ ἄλ­λῃ δό­ξᾳ. Ὢ ἄ­βυσ­σος τῶν θαυ­μα­σί­ων τοῦ Θε­οῦ! Ἐ­πει­δὴ κα­θε ἥ­με­ρα ὁ­λο καὶ πε­ρισ­σο­τε­ρες δο­ξες δη­μι­ουρ­γεῖ στῇ στιγ­μὴ ἐ­νώ­πι­ον αὐ­τοῦ που τὸν δο­ξά­ζει με εἰ­λι­κρι­νεί­ᾳ, τὶς ὁ­ποι­ες δεν μπο­ρει στό­μα ἀν­θρώ­που να ἑρ­μη­νεύ­σει.
...


Εκδοσις Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Παν­το­κρά­το­ρος - Ἅ­γι­ον Ὅ­ρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου