Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ἀββᾶ Κασσιανοῦ Τόμος Α’

 

Ἀββᾶ Κασσιανοῦ Τόμος Α’

Συνομιλίες μέ τούς
Πατέρες τῆς ἐρήμου
Ὁ Ἀββάς Κασσιανός καταγράφει τή σοφή διδα σκαλία καί τήν ἅγια βιοτή τῶν ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, ὅπως τή γνώρισε κατά τήν πολυετή παραμονή του στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης.
Ἕνα μνημειῶδες καί ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα ἔργο, δοσμένο στήν νεοελληνική καί συνοδευμένο μέ ἐκτενή εἰσαγωγή, πλούσια βιβλιογραφία καί ἀναλυτικούς πίνακες.

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΘΕΟΔΩΡΟ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Κεφάλαιο 1· Περιγραφή τῆς ἐρήμου καί ἐρώτηση σχετική μέ τό μαρτύριο τῶν ῾Αγίων.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· Στήν χώρα τῆς Παλαιστίνης, κοντά στήν κωμόπολη Θεκουέ, πού ἔχει τήν τιμή νά εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ Προφήτη ᾿Αμώς, ἁπλώνεται μιά τεράστια ἔρημος. ᾿Από τή μιά πλευρά μέχρι τήν ᾿Αραβία ὑπάρχουν ἀχανεῖς ἄγονες ἐκτάσεις, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἔρημος ἐκτείνεται μέχρι τήν Νεκρή Θάλασσα, ὅπου χύνονται τά νερά τοῦ ᾿Ιορδάνη, στήν ὁποία βυθίστηκαν οἱ στάχτες ἀπό τήν πόλη τῶν Σοδόμων.
᾿Από πολύ παλιά ζοῦσαν ἐκεῖ ἅγιοι μοναχοί, ἀφιερωμένοι ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Κάποτε ὅμως, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, μιά συμμορία νομάδων ληστῶν Σαρακηνῶν τούς ἐπετέθη καί τούς κατέσφαξε.
Δημιουργήθηκε τότε μιά διαμάχη ἀνάμεσα στίς ἀρχές καί σέ ὅλο τόν πληθυσμό τῆς περιοχῆς τοῦ ᾿Αραβικοῦ λαοῦ, γιά τό ποιός θά ἔπαιρνε τά σώματα τῶν μοναχῶν πού σφαγιάσθηκαν καί θά τά τοποθετοῦσε μαζί μέ τά λείψανα τῶν Μαρτύρων. ῏Ηταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ εὐλάβεια ὅλων πρός τούς κεκοιμημένους πατέρες, ὥστε τά ἀντιμαχόμενα πλήθη πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τίς δύο διαφορετικές πόλεις ἦρθαν σέ βίαιη συμπλοκή μεταξύ τους, μέχρι τοῦ σημείου νά πάρουν τά ὅπλα, προκειμένου νά ἀποκτήσουν τόν ἱερό θησαυρό. Μέσα στό θρησκευτικό ζῆλο τους, κάθε μιά ἀπό τίς δύο πλευρές, ἤθελε νά ἔχει τά περισσότερα δικαιώματα πάνω στόν τάφο καί στά λείψανα τῶν μοναχῶν. Οἱ μέν καυχιόνταν καί ἔλεγαν ὅτι οἱ μοναχοί ἔζησαν καί μαρτύρησαν ἐκεῖ, στό δικό τους τόπο· ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἰσχυρίζονταν ὅτι δικαιοῦνταν τά λείψανα γιατί οἱ μάρτυρες μοναχοί κατάγονταν ἀπό τήν χώρα τους.
Νιώσαμε νά συγκλονιζόμαστε ἀπό μιά ὀδυνηρή ἔκπληξη. Γιατί, ἐκτός ἀπό τήν τρομερή εἴδηση πού ἀκούσαμε, εἴδαμε παράλληλα καί πολλούς ἀδελφούς νά σκανδαλίζονται ἀπό τό γεγονός τῆς διαμάχης καί νά διερωτῶνται· Πῶς εἶναι δυνατόν νά φονευθοῦν ἀπό ληστές αὐτοί οἱ τόσο ἀξιοσέβαστοι ἄνθρωποι; Πῶς ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά διαπραχθεῖ ἕνα τέτοιο κακούργημα πρός τούς λειτουργούς Του καί πῶς ἐγκατέλειψε σέ ἀνόσια χέρια αὐτούς τούς ἀξιοθαύμαστους αὐτούς ἀνθρώπους;
Γεμάτοι θλίψη, πήγαμε νά βροῦμε τόν ἀββά Θεόδωρο, ἄνδρα ὀνομαστό γιά τήν ἀσκητική ζωή του. ῾Ο ἀββάς Θεόδωρος κατοικοῦσε στήν ἔρημο τῶν Κελιῶν, πού βρίσκεται πέντε μίλια μακρύτερα ἀπό τά μοναστήρια τῆς Νιτρίας, καί εἰκοσιτέσσερα μίλια ἀπό τή Σκήτη, ὅπου μέναμε ἐμεῖς. ῾Η ἀπόσταση αὐτή καλύπτεται ἀπό ἀχανή, ἀκατοίκητη ἔρημο.
῞Οταν φθάσαμε ἐκεῖ, ἐκθέσαμε στόν ἀββά Θεόδωρο τόν προβληματισμό μας, σχετικά μέ τό φονικό πού μόλις εἶχε διαπραχθεῖ. ᾿Απορούσαμε γιά τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ. Πῶς ᾿Εκεῖνος εἶχε ἐπιτρέψει, ὥστε ἄνθρωποι τέτοιας ἀξίας νά χαθοῦν μέ ἀνόσιο θάνατο; ῾Η ἁγιότητα τῶν μοναχῶν αὐτῶν θά μποροῦσε νά εἶχε προφυλάξει καί ἄλλους ἀπό ἀντίστοιχες δοκιμασίες. Καί νά πού τώρα, αὐτοί δέν εἶχαν κατορθώσει νά γλιτώσουν τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους ἀπό τά χέρια τῶν δημίων τους. Γιατί ἄραγε, εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά διαπραχθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο ἔγκλημα ἐναντίον τῶν δούλων του;
Κεφάλαιο 2· ᾿Απάντηση τοῦ ἀββᾶ Θεοδώρου στήν ἐρώτηση πού τοῦ ὑποβάλαμε.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· Αὐτό τό ἐρώτημα βασανίζει συνήθως τίς ψυχές πού ἔχουν λίγη πίστη καί γνώση. Οἱ ῞Αγιοι δέν περιμένουν νά λάβουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἀνταμοιβή γιά τούς κόπους τους. ῾Ο Θεός τούς ἐπιφυλάσσει τή δόξα καί τίς ἀπολαύσεις γιά τήν αἰωνιότητα. Οἱ ὀλιγόπιστοι ἀντίθετα φαντάζονται ὅτι πρέπει νά εἰσπράξουν τήν ἀνταμοιβή τους σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή.
῾Η δική μας ἐλπίδα στόν Χριστό δέν ἀφορᾶ αὐτή μονάχα τή ζωή. Γιατί, διαφορετικά, ἄν ἀποβλέπαμε στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτή ἐδῶ τή ζωή —πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἐξαιτίας τῆς δυσπιστίας μας θά χάναμε τά αἰώνια ἀγαθά— θά ὑπῆρχε φόβος νά γίνουμε, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «οἱ πιό ἀξιολύπητοι ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους» (Α´ Κορ. 15, 19).
Δέν πρέπει ὅμως μέ κανένα τρόπο νά ἀποδεχθοῦμε αὐτή τή λανθασμένη ἄποψη. ῎Αν δέν εἴμαστε ἑδραιωμένοι στή σωστή πίστη, θά γίνουμε πνευματικά ἀδύνατοι καί θά εἴμαστε πολύ εὐάλωτοι στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις. ῞Ολοι μας διατρέχουμε τόν κίνδυνο νά κλονισθοῦμε, ὅταν βρεθοῦμε σέ τέτοιες δύσκολες ὧρες, καί νά καταλογίσουμε στόν Θεό τήν ἀδικία πού μᾶς γίνεται καί τήν ἀδιαφορία τῶν συνανθρώπων μας —πράγματα πού εἶναι συνηθισμένα καί ἀνθρώπινα— λέγοντας ὅτι ὁ Θεός δέν προστατεύει ἀπό τούς πειρασμούς τούς ῾Αγίους καί τούς εὐσεβεῖς καί ὅτι δέν ἀνταποδίδει ἀπό αὐτή ἤδη τή ζωή, τό καλό στούς καλούς καί τό κακό στούς κακούς. Σέ μιά τέτοια περίπτωση θά γινόμασταν ἄξιοι κάθε καταδίκης, μαζί μ᾿ αὐτούς πού τούς ραπίζει ὁ λόγος τοῦ Προφήτη Σοφονία, ὁ ὁποῖος λέει· «Θά τιμωρήσω τούς ἀνθρώπους πού λένε· ὁ Κύριος δέν κάνει τίποτα, οὔτε καλό, οὔτε κακό» (Σοφ. 1, 12). Θά λογιαζόμασταν τότε μαζί μ᾿ ἐκείνους πού ἡ ῾Αγία Γραφή ἀναφέρει ὅτι ἐγόγγυζαν καί ἔλεγαν· «Αὐτοί πού κάνουν τό κακό εἶναι ἀρεστοί στόν Κύριο, κι ᾿Εκεῖνος τούς ἀγαπάει. Καί ποῦ εἶναι λοιπόν ὁ Θεός πού φροντίζει γιά τό δίκαιο;» (Μαλ. 2, 17). Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, θά συμμετείχαμε στή βλασφημία ἐκείνη πού λέει· «Εἴπατε ὅτι εἶναι ἄσκοπο νά ὑπηρετεῖ κανείς τόν Θεό· καί λέτε· τί κερδίσαμε πού τηρήσαμε τίς ἐντολές του καί συμπεριφερθήκαμε ταπεινά ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Παντοκράτορος; Καί τώρα ἐμεῖς μακαρίζουμε τούς ἀσεβεῖς· καί προοδεύουν ὅλοι ὅσοι κάνουν παρανομίες· ἀντιστέκονται στόν Θεό καί διαφεύγουν τήν τιμωρία» (Μαλ. 3, 14-15).
Γιά νά ξεφύγουμε ὅμως ἀπό τήν ἄγνοια, πού εἶναι ἡ ρίζα καί ἡ αἰτία μιᾶς τόσο βαριᾶς πλάνης, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα τί εἶναι πραγματικά καλό καί τί κακό. ῎Αν, ἀντί νά ἀκολουθοῦμε τίς διάφορες λανθασμένες προκαταλήψεις, κρατᾶμε τήν ἀληθινή πίστη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, δέν θά μπορέσουν ποτέ νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ πλάνες τῶν ἀπίστων.
Κεφάλαιο 3· Τρεῖς κατηγορίες πραγμάτων ὑπάρχουν στόν κόσμο· Τά καλά, τά κακά καί αὐτά πού δέν εἶναι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο.
Μποροῦμε νά κατατάξουμε ὅλα τά πράγματα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο στίς ἑξῆς τρεῖς κατηγορίες· Σ᾿ αὐτά πού εἶναι καλά, σέ ὅσα εἶναι κακά καί σέ πράγματα πού δέν εἶναι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. ᾿Οφείλουμε συνεπῶς νά γνωρίζουμε ποιό εἶναι πραγματικά καλό, ποιό εἶναι κακό καί ποιό δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ οὔτε καλό οὔτε κακό. ῎Ετσι ἡ πίστη μας, στηριγμένη στήν ἀληθινή γνώση, θά παραμένει ἀκλόνητη σέ ὅλες τίς δοκιμασίες.
᾿Ανάμεσα στίς καταστάσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἀξίζει νά θεωρεῖται καλό, μέ τήν πλήρη σημασία τῆς λέξης. Καλό στήν πραγματικότητα εἶναι μονάχα ἡ ἀρετή. ῞Οταν μάλιστα ἡ ἀρετή εἶναι βασισμένη στή σωστή πίστη, τότε αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στόν Θεό, καί μᾶς κάνει νά εἴμαστε σέ διαρκή κοινωνία μαζί Του. ᾿Αντίθετα, κακό εἶναι μονάχα ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό —πού εἶναι τό ἀπόλυτο ᾿Αγαθό— καί μᾶς ἑνώνει μέ τόν διάβολο πού εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κακοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος, ἀνάλογα μέ τά συναισθήματα ἤ τήν προαίρεσή του, μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τή μία ἤ πρός τήν ἄλλη κατεύθυνση. ῎Ετσι τά πλούτη, ἡ ἐξουσία, ἡ τιμή, ἡ φυσική δύναμη, ἡ ὑγεία, ἡ ὀμορφιά, ἀκόμα καί ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ φτώχεια, οἱ ἀρρώστιες, οἱ βρισιές καί ἄλλα παρόμοια —ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις καί τά συναισθήματα αὐτοῦ πού τά βιώνει— μπορεῖ νά χρησιμοποιηθοῦν ἐξίσου εἴτε γιά τό καλό εἴτε γιά τό κακό.
Εἶναι γεγονός ὅτι τά πλούτη χρησιμεύουν συχνά γιά καλούς σκοπούς, καθώς λέει καί ὁ ᾿Απόστολος· «Οἱ πλούσιοι τοῦ κόσμου τούτου νά εἶναι πρόθυμοι νά δίνουν καί νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους ὅ,τι ἔχουν. ῎Ετσι θά ἀποταμιεύσουν τό θησαυρό τους καί θά βάλουν γιά τόν ἑαυτό τους ἕνα καλό θεμέλιο γιά τό μέλλον, γιά νά ἀποκτήσουν τήν αἰώνια ζωή» (Α´ Τιμ. 6, 18-19). Τό Εὐαγγέλιο ἐπίσης μαρτυρεῖ ὅτι τά πλούτη εἶναι καλά σ᾿ αὐτούς «πού κάνουν φίλους ἀκόμα κι ἀπό τά χρήματα τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16, 9). ᾿Αλλά, μπορεῖ νά ἀποβαίνουν καί ἐπιζήμια, ὅταν τά συγκεντρώνουμε γιά νά θησαυρίζουμε ἤ γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε γιά ἀπόλαυση καί ὄχι γιά νά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Εἶναι πολύ εὔκολο νά ἀποδειχθῆ κατά πόσο ἡ ἐξουσία καί οἱ τιμές, ἡ φυσική δύναμη καί ἡ ὑγεία εἶναι πράγματα πού μποροῦν νά συντελέσουν στή διάπραξη τοῦ καλοῦ ἤ τοῦ κακοῦ. Γιά παράδειγμα, πολλοί ῞Αγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατεῖχαν ὅλα αὐτά τά καλά, περιουσίες τεράστιες, ἀνώτατα ἀξιώματα καί φυσική δύναμη. Παρόλα αὐτά ὅμως εὐαρέστησαν στόν Θεό. ᾿Ενῶ ὅσοι ἔκαναν κατάχρηση αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, χρησιμοποιώντας τα γιά νά ὑπηρετήσουν τή διεστραμμένη ἐπιθυμία τους, τιμωρήθηκαν δίκαια καί ἐξαλείφθηκαν ἀπό τή γῆ, ὅπως βλέπουμε σέ πολλά παραδείγματα στό Βιβλίο τῶν Βασιλειῶν.
῾Η δυνατότητα νά ἐλεχθοῦν τά πράγματα, ἀνάλογα μέ τή χρήση καί τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ καλά ἤ σέ κακά ἐγγίζει καί μέχρι τό ὅριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Αὐτό τό μαρτυροῦν ἡ γέννηση τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου καί ἡ ἀντίστοιχη τοῦ ᾿Ιούδα. ῏Ηταν ἀνυπολόγιστα σπουδαῖο τό ὄφελος πού προερχόταν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ τίμιος Πρόδρομος ἐρχόταν στή ζωή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ γέννησή του κατά τή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἔδωσε χαρά ὄχι μόνο στούς γονεῖς του, ἀλλά καί σέ πολλούς ἄλλους· «Καί θά χαροῦν» λέει, «πολλοί γιά τή γέννησή του» (Λουκ. 1, 14). ῞Ομως γιά τόν Προδότη ἔχει εἰπωθεῖ· «Θά ἦταν καλύτερα γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον νά μήν εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26, 24). Γιά τό θάνατο τοῦ ᾿Ιωάννη λέει ὁ Προφήτης Δαυίδ· «Πολύτιμος εἶναι μπροστά στά μάτια τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ἁγίων Του» (Ψαλμ. 115, 16). Γιά τό θάνατο τοῦ ᾿Ιούδα καί τῶν ὁμοίων του, ὁ Ψαλμωδός μᾶς διαβεβαιώνει λέγοντας· «῾Ο θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν θά εἶναι ἐπαίσχυντος καί κακός» (Ψαλμ. 33, 22).
Τά εὐεργετικά ἀποτελέσματα πού μᾶς προσφέρει ἡ ἀσθένεια, φαίνονται ξεκάθαρα ἀπό τήν μακαριότητα πού περίμενε τόν φτωχό καί καταπληγωμένο Λάζαρο. ῾Η ῾Αγία Γραφή δέν ἀναφέρει γιά τόν Λάζαρο πώς αὐτός εἶχε κάποια ἄλλη ἀρετή. Τό μόνο πού διέθετε ἦταν ἡ μεγάλη του ὑπομονή, ὥστε νά ὑποφέρει τή φτώχεια καί τήν ἀρρώστια. Καί αὐτή ἡ ὑπομονή τόν ἀξίωσε νά λάβει τήν οὐράνια ἀμοιβή, νά βρεῖ δηλαδή τόπο στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ (Λουκ. 16, 20-22).
῾Η φτώχεια, οἱ διωγμοί, οἱ προσβολές θεωροῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους γενικά ὡς πράγματα κακά καί ἐπιζήμια. Καί ὅμως πόση ὠφέλεια προκύπτει ἀπό αὐτά! Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ξεκάθαρα ἡ ζωή τῶν ῾Αγίων. Οἱ ῞Αγιοι, ὄχι μόνο δέν ἀπέφευγαν τά διάφορα δεινά, πού τούς εὕρισκαν, ἀλλά, ἀντίθετα, καί ἡ ἀρετή καί ἡ ἀνδρεία τους τά ἐπιζητοῦσε καί τά ὑπέμενε μέ σθένος καί γενναιότητα. ῎Ετσι, ἀφοῦ ἔγιναν «φίλοι τοῦ Θεοῦ», πῆραν, ἐπιπλέον, καί τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς. ᾿Ακοῦστε τόν θριαμβευτικό ὕμνο τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «Γι᾿ αὐτό εὐφραίνομαι στίς ἀσθένειες, στίς βρισιές, στίς ἀνάγκες, στούς διωγμούς καί στίς πιέσεις, ὅταν αὐτά τά ὑποφέρω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὅταν φαίνεται ὅτι ἔχω χάσει κάθε δύναμη, τότε εἶμαι πραγματικά δυνατός» (Β´ Κορ. 12, 10).
Νά μή νομίζουμε λοιπόν ὅτι εἶναι εὐτυχεῖς καί μακάριοι ἐκεῖνοι πού εἶναι μεγαλωμένοι, σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, μέ πλούτη, τιμές καί ἐξουσία. ῾Η εὐτυχία βρίσκεται μονάχα στήν ἀρετή. Εἶναι λοιπόν τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀξίες χωρίς ἀντίκρυσμα. Τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι χρήσιμα καί ἐπωφελή στούς δίκαιους, πού τά χρησιμοποιοῦν μέ σωστό τρόπο καί γιά νά ἱκανοποιήσουν πραγματικές ἀνάγκες. Γιατί τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι πράγματα πού δίνουν στόν δίκαιο ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία νά ἀγαθοεργήσει καί νά κερδίσει, μέ τήν καλή χρήση τους, τήν αἰώνια ζωή. Τά ἴδια ὅμως ἀγαθά ἀποβαίνουν ἐξίσου βλαβερά καί ἐπιζήμια, σ᾿ αὐτούς πού κάνουν κατάχρηση· γιατί τούς τροφοδοτοῦν μέ εὐκαιρίες γιά ἁμαρτία καί, κατά συνέπεια, γιά τόν αἰώνιο θάνατο.
Κεφάλαιο 4· Τό κακό δέν ἐπιβάλλεται σέ κάποιον μέ τή βία καί χωρίς νά τό θέλει.
῎Ας ξαναφέρουμε στό νοῦ μας τίς διακρίσεις πού μόλις κάναμε. ῎Ας μή λησμονοῦμε ὅτι καλό εἶναι μόνο ἡ ἀρετή πού πηγάζει ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν ἀγάπη. Κακό ἐπίσης εἶναι μονάχα ἡ ἁμαρτία καί ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό.
Καί τώρα, ἄς ἐξετάσουμε προσεκτικά, ἄν ἔχει ἐπιτρέψει ποτέ ὁ Θεός νά καταβληθοῦν τά ἀφοσιωμένα σ᾿ Αὐτόν παιδιά Του ἀπό κάποιο κακό, πού εἴτε ὁ ῎Ιδιος τό ἐπέτρεψε εἴτε ἡ κακία κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου τό ἐπέβαλε. Σίγουρα, δέν θά βροῦμε οὔτε ἕνα τέτοιο παράδειγμα.
Εἶναι ἀδύνατον νά προξενήσει κανείς κακό σέ μιά ψυχή πού ἀρνεῖται νά συγκατατεθεῖ στό κακό καί ἀντιστέκεται στήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία δέν βρίσκει τόπο, παρά μόνο ἐκεῖ πού τῆς δίνει ἔδαφος μιά καρδιά δειλή καί μιά διεφθαρμένη θέληση. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ δαίμονας ἔθεσε σέ κίνηση ἐναντίον τοῦ μακαρίου ᾿Ιώβ ὅλα τά πολεμικά τεχνάσματά του, γιά νά τόν κάνει τελικά νά ὑποκύψει στήν ἁμαρτία. Τόν ἀπογύμνωσε ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαθά του καί, ὅταν τόν εἶδε βυθισμένο σέ βαθύ πένθος ἀπό τό θάνατο τῶν ἑπτά γιῶν του καί σέ πόνο τόσο φρικτό καί ἀναπάντεχο, τόν χτύπησε ἀκόμη περισσότερο μέ μιά φοβερή λέπρα πού ἁπλώνοταν ἀπό τήν κορυφή τοῦ κεφαλιοῦ μέχρι τά πέλματα τῶν ποδιῶν του. Τόν χτύπησε μέ τά πιό ἀφόρητα μαρτύρια. ᾿Αλλά δέν μπόρεσε νά τόν μολύνει καί νά τόν ρίξει στήν ἁμαρτία. ῾Ο ᾿Ιώβ, μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά, παρέμεινε ἀκλόνητος, χωρίς νά δώσει τόπο στό γογγυσμό οὔτε γιά μιά στιγμή.
Κεφάλαιο 5· ᾿Ερώτηση, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι δημιουργός τοῦ κακοῦ.
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Συναντοῦμε συχνά στήν ῾Αγία Γραφή χωρία πού ὑπαινίσσονται ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τό κακό καί ἐπιτρέπει μέ αὐτό νά θλίβονται οἱ ἄνθρωποι. Γιά παράδειγμα· «῎Αλλος Θεός δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό μένα. ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Κύριος καί δέν ὑπάρχει ἄλλος. ᾿Εγώ δημιούργησα τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἐγώ φέρνω τήν εἰρήνη καί ἐπιτρέπω νά γίνεται τό κακό» (῾Ησ. 45, 6-7). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Εἶναι δυνατόν νά συμβεῖ συμφορά σέ μιά πόλη πού νά μήν τήν ἔχει ἐπιτρέψει ὁ Κύριος;» (᾿Αμώς 3, 6).
Κεφάλαιο 6· ᾿Απάντηση στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· ῾Η ῾Αγία Γραφή χρησιμοποιεῖ μερικές φορές τή λέξη «κακό», μέ μιά ἔννοια πού δέν εἶναι πολύ δόκιμη, γιά νά ἐκφράσει τή «θλίψη». Οἱ θλίψεις δέν εἶναι ὁπωσδήποτε κακό πράγμα. Φαίνονται ὅμως ἔτσι στά μάτια αὐτῶν πού ἔχουν χτυπηθεῖ. ῾Ο σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς θλίψεις εἶναι ἡ ὠφέλεια ἐκείνου πού τίς ὑπομένει. ῞Οταν ὁ Θεός ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, θέλοντας νά τούς παιδαγωγήσει, ἀναγκαστικά πρέπει νά ἐκφράσει τό θέλημά Του μέ ὅρους πού μπορεῖ νά προσλάβει καί νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς γίνεται ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ ὅρου.
Πραγματικά, πόσο λυτρωτικά καί σωτήρια, γιά μιά πληγή μέ γάγγραινα, μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν τό κοφτερό νυστέρι καί τό χέρι τοῦ χειρουργοῦ; Στά μάτια ὅμως τοῦ ἀσθενῆ ὅλα αὐτά εἶναι ἀφόρητα κακά. Τό σπιρούνι δέν εἶναι ποτέ μαλακό γιά τό ἄλογο, οὔτε εἶναι εὐπρόσδεκτη ἡ ἐπιτίμηση πού γίνεται σέ κάποιον ἔνοχο, γιά νά προκαλέσει τή μετάνοια καί τή διόρθωσή του. ῾Η τιμωρία φαίνεται πικρή τήν ὥρα πού ἐπιβάλλεται, γιά νά διορθωθεῖ κανείς. ῾Ο ᾿Απόστολος λέει· «῾Η διαπαιδαγώγηση ποτέ δέν φαίνεται στήν ἀρχή νά προξενεῖ χαρά, ἀλλά λύπη. ᾿Αργότερα ὅμως, ἀποφέρει καρπό εἰρήνης καί δικαιοσύνης» (῾Εβρ. 12, 11)· καί, «ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν διαπαιδαγωγεῖ καί μαστιγώνει καθέναν πού παραδέχεται γιά παιδί του. Γιατί, ποιό παιδί δέν τό διαπαιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του;» (῾Εβρ. 12, 6-7).
῎Ετσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ λέξη «κακό» χρησιμοποιεῖται γιά νά δώσει τήν ἔννοια τῆς θλίψης, ὅπως τό βλέπουμε στό Εὐαγγελικό κείμενο πού λέει· «῾Ο Θεός μετανόησε γιά τό κακό πού εἶχε πεῖ πώς θά τούς ἔκανε καί δέν τό ἔκανε» (᾿Ιωάν. 3, 10). Καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐπίσης λέει· «Σύ Κύριε, ὁ Θεός μας εἶσαι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί λυπᾶσαι γιά τό κακό» (᾿Ιωήλ 2, 13). Λυπᾶσαι δηλαδή, γιά τίς δοκιμασίες καί γιά τούς κόπους πού οἱ ἁμαρτίες μας Σέ ἀναγκάζουν νά μᾶς ἐπιβάλλεις.
Γνωρίζοντας τήν ὠφέλεια πού προκύπτει γιά πολλούς ἀπό αὐτές τίς δοκιμασίες, ἕνας ἄλλος Προφήτης, ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδή φθόνησε τή σωτηρία τους, ἀλλά γιά νά τούς βοηθήσει, τούς εὔχεται τό κακό· «Κύριε» λέει, «πρόσθεσε σ᾿ αὐτούς κακά, πρόσθεσε σ᾿ αὐτούς κακά, στούς ἐνδόξους ἀσεβεῖς τῆς γῆς» (῾Ησ. 26, 15). Καί ὁ Κύριος, μέ τό στόμα τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία, ἐπίσης λέει· «Θά τούς προξενήσω κακά» (῾Ιερ. 11, 11). Θά ἐπιτρέψω δηλαδή νά τούς βροῦν πόνοι καί καταστροφές. ῎Ετσι, ὑπομένοντας τώρα αὐτή τήν τιμωρία —ἀφοῦ μέ περιφρόνησαν μέσα στήν εὐημερία— θά ἀναγκασθοῦν μέ τίς θλίψεις, νά στραφοῦν ἐπιτέλους καί νά προστρέξουν σ᾿ ᾿Εμένα.
᾿Αλλά πῶς μποροῦμε νά θεωροῦμε ὡς κακό τίς διάφορες θλίψεις, ἀφοῦ αὐτές ὠφελοῦν ἕνα μεγάλο μέρος ἀνθρώπων καί τούς παρέχουν τή δυνατότητα νά κερδίσουν τήν αἰώνια χαρά;
Δέν πρέπει λοιπόν —γιά νά ἐπανέλθουμε στό θέμα πού θέσατε— νά πιστεύουμε ὅτι τά ὑποτιθέμενα κακά, τά ὁποῖα παρακινοῦν καί ὑποδαυλίζουν οἱ ᾿Εχθροί μας, ἤ ἄλλα πρόσωπα, εἶναι καί «κατ᾿ οὐσίαν» κακά. ᾿Αντίθετα, πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι αὐτά ἀνήκουν στήν κατηγορία ἐκείνων πού δέν μποροῦμε νά τά χαρακτηρίσουμε οὔτε καλά οὔτε κακά. Αὐτά δέν ἀξιολογοῦνται ὅπως τά ἐκλαμβάνει ὁ δράστης, πού βρίσκεται μέσα στήν παραφορά τῆς ὀργῆς του, ἀλλά ὅπως τά ἐκτιμᾶ αὐτός πού τά ὑπομένει. ῎Ετσι, ὅταν φονευθεῖ ἕνας ῞Αγιος δέν πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι τοῦ ἔκαναν κάτι κακό, ἀλλά ὅτι τοῦ συνέβη κάτι πού δέν εἶναι οὔτε καλό οὔτε κακό. Αὐτό πού γιά ἕναν ἁμαρτωλό θά ἦταν κακό, γιά τόν δίκαιο εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀνάπαυσης καί τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπό ὅλες τίς ἐπίγειες συμφορές. «῾Ο θάνατος», λέει ἡ ῾Αγία Γραφή, «εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἀνάπαυση» (᾿Ιώβ 3, 23). ῾Ο δίκαιος σέ καμιά περίπτωση δέν ζημιώνεται μέ τό θάνατο. ῎Αλλωστε, τί ἰδιαίτερο τοῦ συνέβη; ῎Ετσι ἤ ἀλλιῶς, κάποτε θά πέθαινε ἀπό φυσικό θάνατο. Μέ τό νά τόν σκοτώνει ἡ κακία κάποιου, τόν στέλνει μιά ὥρα γρηγορότερα στήν ἀπολαβή τῆς αἰώνιας μακαριότητας. ᾿Εξοφλεῖ μέ τό θάνατό του ἕνα ἀναπόφευκτο γιά κάθε ἄνθρωπο γεγονός. ᾿Επιπλέον, τοῦ χαρίζεται γιά τήν ὑπομονή του, τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Κεφάλαιο 7· ῎Αν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι κερδισμένος, ὅταν πεθαίνει, τότε εἶναι ἔνοχος αὐτός πού τόν φονεύει;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· ῎Αν ὁ δίκαιος πού φονεύεται, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν παθαίνει κανένα κακό, ἀνταμείβεται κιόλας γιά τήν ὀδύνη του, τότε γιατί νά κατηγορήσουμε τόν φονιά, ὁ ὁποῖος σκοτώνοντάς τον, δέν τοῦ στερεῖ τίποτα, ἀλλά ἀντίθετα τόν εὐεργετεῖ;
Κεφάλαιο 8· ᾿Απάντηση τοῦ ᾿Αββᾶ στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· ᾿Εδῶ μιλᾶμε γι᾿ αὐτό πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, καλό καί γιά ὅ,τι, μέ τή σωστή ἀντιμετώπιση, μπορεῖ νά ἀποβεῖ ὄφελος ἤ ζημία. Δέν ἀναφερθήκαμε ἀσφαλῶς μ᾿ αὐτά πού εἰπώθηκαν στίς προθέσεις τοῦ δράστη. Συνεπῶς μέ ὅτι εἴπαμε δέν ἐννούσαμε ὅτι θά μείνει ἀτιμώρητος ὁ δράστης μιᾶς θηριωδίας ἤ ὁ ἄδικος ἄνθρωπος, ἐπειδή ἡ κακία του δέν μπόρεσε νά βλάψει πνευματικά τόν δίκαιο. ῾Η ἀνταμοιβή γιά τήν καρτερικότητα καί τήν ἀρετή τοῦ δικαίου, δέν χαρίζεται σ᾿ αὐτόν πού τόν βασανίζει ἤ πού τόν φονεύει, ἀλλά σ᾿ αὐτόν πού τά ὑπομένει ὅλα αὐτά μέ καρτερία. ῾Ο ἕνας, ὁ δίκαιος θά τιμωρηθεῖ γιά τήν ὡμότητά του, γιατί θέλησε νά κάνει κακό. ῾Ο ἄλλος ὅμως, δέν ὑπέστη καμιά ζημιά, γιατί μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, βαστάζοντας ὑπομονετικά τή δοκιμασία καί τό μαρτύριο, ἀξιοποίησε τά βάσανά του. Κι ἔτσι ὠφελήθηκε, κερδίζοντας μέ τήν ὑπομονή του τόν Παράδεισο.
Κεφάλαιο 9· Γιά τόν ᾿Ιώβ πού δοκιμάσθηκε ἀπό τόν διάβολο· καί γιά τόν ᾿Ιούδα πού πρόδωσε τόν Κύριο· Καί ὅτι τόσο ἡ εὐημερία ὅσο καί οἰ ἀντιξοότητες εἶναι καταστάσεις ὠφέλιμες γιά τόν ἄνθρωπο.
᾿Επειδή ὁ ᾿Ιώβ τελικά δοξάσθηκε μέσα ἀπό τή δοκιμασία του, θά ἔπρεπε νά γίνει ἡ ὑπομονή του βραβεῖο γιά τόν δαίμονα πού τόν πείραξε; Τό βραβεῖο δέν εἶναι παρά μόνο γιά ἐκεῖνον πού σήκωσε μέ ἀνδρεία τίς φοβερές ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Οὔτε καί ὁ ᾿Ιούδας ὅμως θά ξεφύγει ἀπό τά αἰώνια βασανιστήρια, ἐπειδή ἡ προδοσία του συντέλεσε στό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν πρέπει νά ἀξιολογοῦμε τό τελικό ἀποτέλεσμα μιᾶς πράξης, ἀλλά τήν πρόθεση αὐτοῦ πού τήν ἔκανε. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά κρίνουμε μέ αὐτό τό μέτρο, ὅτι δηλαδή εἶναι ἀδύνατον νά προκύψει ἀπό τόν πειρασμό κακό, ἐκτός ἄν, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού θλίβεται, δώσει, μέ τή μικροψυχία καί τήν ὀλιγοπιστία του, ἀφορμή ὥστε νά ἐξελιχθεῖ ὁ πειρασμός σέ κακό.
῞Ενας λόγος τῆς πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου ἐπιβεβαιώνει αὐτή τή θέση μου· «Γνωρίζουμε», λέει, «ὅτι σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους» (Ρωμ. 8, 28). ῾Ο ᾿Απόστολος λέει, «ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους». Συνεπῶς, ὁ ᾿Απόστολος περικλείει στό λόγο του, παράλληλα μέ τά εὐχάριστα γεγονότα, κι ὅλα αὐτά πού ἐμεῖς τά θεωροῦμε ὡς δυσάρεστα. Σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος ᾿Απόστολος μᾶς πληροφορεῖ καί μᾶς λέει ὅτι πέρασε κι αὐτός ἀπό τέτοιες περιπέτειες καί κακοτυχίες· «Μέ τά ὅπλα», λέει, «τῆς δικαιοσύνης, τά δεξιά (ἐπιθετικά) καί τά ἀριστερά (ἀμυντικά)». Μ᾿ ἄλλα λόγια, «δοκιμάζοντας δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους καί ὅμως εἴμαστε ἀληθινοί, μᾶς προκαλοῦν στενοχώριες καί ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε, εἴμαστε φτωχοί καί ὅμως κάνουμε πολλούς πλούσιους» (Β´ Κορ. 6, 7-10).
Συνεπῶς, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς καλό, αὐτά πού ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος τά περικλείει στούς ὅρους «δόξα» καί «ἔπαινο», καί ὅ,τι ἐπίσης θεωρεῖται ὡς κακό —τό ὁποῖο προφανῶς ἐκφράζεται ἀπό τόν ἴδιο μέ τούς ὅρους «ἀτίμωση» καί «δυσφήμηση»— γιά τόν τέλειο χριστιανό, γίνεται ὅπλο δικαιοσύνης. Γίνονται δηλαδή ὅπλα αὐτά πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι συνθλίβουν τόν ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα τόν ἐνισχύουν καί τόν τροφοδοτοῦν μέ ὅπλα αὐτά πού ἐμεῖς θεωροῦμε ὡς συμφορές. Εἶναι, μέ ἄλλα λόγια, σάν νά τόν προμηθεύουν μέ ἕνα τόξο, μέ μιά ρομφαία ἤ μέ μιά γερή ἀσπίδα, ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του.
῾Ο δίκαιος πού δοκιμάζεται μέ τίς θλίψεις αὐξάνεται σέ καρτερία καί ἀρετή, καί τελικά κερδίζει τό ἔνδοξο ἔπαθλο τῆς ὑπομονῆς. Κι αὐτό, γιατί ἀξιοποιεῖ πρός ὄφελός του τά ἴδια βέλη, τά ὁποῖα οἱ ἐχθροί του προόριζαν γιά τήν ἀπώλειά του. ῎Ετσι οὔτε ἡ εὐημερία τόν ἀνυψώνει, οὔτε ἡ δυστυχία τόν καταβάλλει. Βαδίζει συνεχῶς σέ ἕνα μονοπάτι. Πορεύεται τή μιά καί βασιλική ὁδό. Παραμένει μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης, ἀπ᾿ τήν ὁποία οἱ χαρές πού ἔρχονται δέν τόν ἀλλοιώνουν, ὅπως θά λέγαμε, πρός τά δεξιά. Οὔτε ὅμως καί οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἀντίξοων καταστάσεων τόν σπρώχνουν, νικημένο ἀπό τή θλίψη, πρός τά ἀριστερά. ῾Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέει χαρακτηριστικά· «Πολλή εἰρήνη ἔχουν ὅσοι τό νόμο σου ἀγαποῦν, καί πρόσκομμα δέν συναντοῦν μπροστά τους» (Ψαλμ. 118, 165).
Τό ἀντίθετο ἀκριβῶς ἔχει εἰπωθεῖ γι᾿ αὐτούς πού ἀλλοιώνονται ἐσωτερικά σέ κάθε γεγονός, ἀνάλογα μέ τό τί εἴδους εἶναι αὐτό τό γεγονός· «῾Ο ἄφρονας» λέει ὁ σοφός Σειράχ, «ἀλλοιώνεται σάν τή σελήνη» (Σοφ. Σειρ. 27,12). Καί ἄν ἰσχύει γιά τούς τέλειους, «σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους» (Ρωμ. 8, 28), ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστοιχη προφητεία γιά τούς ἀδύναμους καί ἀπερίσκεπτους, ἡ ὁποία λέει· «Στόν ἄφρονα ἄνθρωπο ἔρχονται ὅλα ἀνάποδα» (Παροιμ. 14, 7). Πράγματι, ὁ ἄδικος καί ὁ ἀπερίσκεπτος ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται εἰρηνικός καί ἱκανοποιημένος τόν καιρό τῆς εὐημερίας. Οὔτε ὅμως οἱ συμφορές τοῦ προσφέρουν ἐμπειρίες καί οὔτε ποτέ τόν συνετίζουν.
Τό νά ὑπομένει κανείς μέ σθένος τή θλίψη, καθώς καί τό νά παραμένει κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του τήν ὥρα τῆς καλοτυχίας, εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀρετῆς. ᾿Αλλά καί τό νά νικηθεῖ κανείς σ᾿ ἕνα ἀπό αὐτά τά δύο, εἶναι φανερό σημάδι τῆς ἴδιας ἔλλειψης καί ἀδυναμίας. ᾿Αδυνατεῖ δηλαδή αὐτός ὁ ἄνθρωπος, νά ἀντιμετωπίσει σωστά, τόσο τήν εὐτυχία ὅσο καί τήν δυστυχία.
Παρόλα αὐτά, εἶναι πιό εὔκολο νά ἀποτύχει κανείς τόν καιρό τῆς εὐτυχίας, παρά τόν καιρό τῶν θλίψεων. Γιατί ἡ θλίψη, πολλές φορές, συγκρατεῖ καί ταπεινώνει τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν συντριβή πού ἀκολουθεῖ τόν πειρασμό προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία καί διορθώνεται. ῾Η καλοτυχία καί ἡ εὐημερία, ἀντίθετα, ζημιώνουν μέ τίς μαλθακές καί ἐπικίνδυνες θωπεῖες τους τήν ψυχή καί τήν κάνουν νά ἐπαίρεται. Καί ὅσο πιό μεγάλη ἀσφάλεια ἐμπνέει μιά ἀνέφελη εὐημερία, τόσο πιό βαθιά εἶναι ἡ ἄβυσσος, στήν ὁποία αὐτή γκρεμίζει τήν ψυχή.
Κεφάλαιο 10· Γιά τήν ὑπεροχή τοῦ τέλειου ἀνθρώπου, πού μεταφορικά ὀνομάζεται ἀμφοτεροδέξιος.
Οἱ τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ ῾Αγία Γραφή ὀνομάζει «ἀμφοτεροδέξιους». ῎Ετσι μᾶς περιγράφεται στό Βιβλίο τῶν Κριτῶν πώς ἦταν ὁ ξακουστός ᾿Εούδ, «ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά χρησιμοποιεῖ τό ἀριστερό του χέρι τόσο καλά ὅσο καί τό δεξιό» (Κριτ. 3, 15).
῎Ετσι θά ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καί νά λεγόμαστε ἀμφοτεροδέξιοι —μέ τήν πνευματική βέβαια, ἔννοια τοῦ ὅρου— ἄν δηλαδή κάνουμε καλή χρήση τῆς εὐημερίας, τήν ὁποία ὀνομάζουμε συμβολικά «δεξί χέρι», καί τῆς θλίψης, τήν ὁποία παριστάνουμε ὡς «ἀριστερό χέρι». ῎Αν, μ᾿ ἄλλα λόγια, θεωρήσουμε τά πάντα, ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει, ὅτι εἶναι καλά, θετικά καί χρήσιμα. Νά μᾶς γίνεται καθετί, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «ὅπλο δικαιοσύνης» (Β´ Κορ. 6, 7). ῾Ο ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, πράγματι, τό βλέπουμε ξεκάθαρα, ἀποτελεῖται ἀπό δύο οὐσιώδη μέρη. ῎Η νά τό ποῦμε κι᾿ ἀλλιῶς, «ὁ ἔσω ἄνθρωπος» ἔχει στήν πραγματικότητα δύο χέρια. Δέν ὑπάρχει δίκαιος πού νά μήν ἔχει στή ζωή του θλίψεις, νά μήν ἔχει δηλαδή ἀριστερό χέρι. ᾿Αλλά ἡ τέλεια ἀρετή ἀναγνωρίζεται ἀπό τό ἑξῆς σημάδι· Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο χέρι, χαρές καί θλίψεις, λειτουργοῦν σάν τό δεξιό, μέ τή θετική τους δηλαδή μορφή καί ἐνέργεια. Γιατί, ὅταν φθάσει κανείς σ᾿ αὐτό τό ὕψος ἀρετῆς, τότε ξέρει πλέον νά κάνει ὀρθή χρήση καί τῶν δύο καταστάσεων, καί τῶν εὐχάριστων καί τῶν θλιβερῶν.
῎Ας προσπαθήσουμε νά γίνουμε πιό σαφεῖς. ῾Ο δίκαιος ἔχει τό δεξί του χέρι, πού εἶναι ἡ πνευματική του προκοπή. Μέσα στή θέρμη τῆς ψυχῆς του ἐπιβάλλεται καί ἐλέγχει ἐξουσιαστικά, σάν κυρίαρχος, ὅλα τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. ᾿Απαλλαγμένος λοιπόν ἀπό τόν δαίμονα, ἀποφεύγει ἤ περικόπτει χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία τά πάθη τῆς σάρκας. Πετάει τόσο ψηλά, ξεπερνάει τόσο ὅλα τά γήινα, ὥστε τά παρόντα καί ἐφήμερα, τοῦ φαίνονται σάν ἀνυπόστατος καπνός. Τά θεωρεῖ ὅλα σάν μάταιη σκιά, πού ὁ παροδικός χαρακτήρας τους δέν τοῦ ἐμπνέει παρά τήν περιφρόνηση. ῾Η ψυχή του χαρούμενη στρέφεται μέ πόθο καί θέρμη πρός τά μέλλοντα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀτενίζει μέσα σέ φωτεινή προοπτική. ῾Η θεωρία αὐτή τόν τρέφει θετικά. Τά οὐράνια μυστικά ἀποκαλύπτονται καθαρότερα στόν ὁρίζοντά του. Οἱ προσευχές του ἀνεβαίνουν πρός τόν Θεό πιό ἁγνές καί πιό θερμές. Μιά μεγάλη φλόγα τόν καίει ἐσωτερικά καί, μέ ὅλο τόν ἐνθουσιώδη ζῆλο τῆς ψυχῆς του, μεταφέρεται πρός τά ἀόρατα καί αἰώνια ἀγαθά, σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά τοῦ δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι δέν κατοικεῖ πλέον μέσα στή θνητή σάρκα.
῾Ο ἴδιος ὅμως ἔχει καί τό «ἀριστερό του χέρι». ῾Η δίνη τῶν πειρασμῶν τόν ἁρπάζει. Οἱ φλόγες τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας πυρώνουν τή σάρκα του. Τά πάθη τόν ρίχνουν στόν ἄκρατο θυμό. ῾Η ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία φουσκώνουν καί τόν ταράζουν. ῾Η θλίψη πού φθάνει ὡς τά ὅρια τοῦ θανάτου τόν ἐξουθενώνει. ῾Η ἀκηδία τοῦ ἐπιτίθεται μέ ὅλες τίς πολεμικές τεχνικές της καί τόν κλονίζει. ᾿Αφοῦ πλέον ὅλος του ὁ ζῆλος ἀποσύρεται, καταπέφτει σ᾿ ἕνα εἶδος χλιαρότητας καί σέ μιά ἀδικαιολόγητη καταπόνηση. Δέν τοῦ γεννιοῦνται πλέον ἐνάρετοι καί φλογεροί λογισμοί. Τί λέω; Κι αὐτή ἡ ψαλμωδία, ἡ προσευχή, ἡ ἀνάγνωση, ἡ μοναχικότητα τοῦ κελλιοῦ τοῦ γίνονται ξαφνικά ἀντικείμενα φρίκης καί ὅλα τά μέσα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τοῦ ἐμπνέουν μιά σκοτεινή καί ἀνυπόφορη ἀπέχθεια.
῞Οταν ὁ μοναχός αἰσθάνεται χτυπημένος ἀπό τέτοια κύματα, ἄς εἶναι βέβαιος ὅτι ἡ ἐπίθεση προέρχεται ἀπό «ἀριστερά».
῎Ας πάρουμε τώρα ἕναν ἄνθρωπο πού, μέσα στίς συγκυρίες πού τίς ὀνομάζουμε «τῆς δεξιᾶς», δέν φουσκώνει καθόλου ἀπό τό δηλητήριο τῆς κενοδοξίας. Μέσα, ἐπίσης, στίς ἀντίστοιχες καταστάσεις τῆς «ἀριστερᾶς», μάχεται μέ τόση ἀνδρεία, ὥστε ὄχι μόνο δέν πέφτει σέ ἀπελπισία, ἀλλά, ἀντίθετα, μέ τήν ὑπομονή του φτιάχνει ἀπό τίς ἀντίξοες αὐτές καταστάσεις ἕνα ἀποτελεσματικό ὅπλο γιά νά ἀσκηθεῖ στήν ἀρετή. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ καί τά δύο χέρια, σάν νά ἦταν «δεξιά». Θριαμβεύοντας καί στή μία καί στήν ἄλλη μάχη, συλλέγει τελικά καί ἀπό τά δεξιά καί ἀπό τά ἀριστερά τό βραβεῖο τῆς νίκης.
῾Ο μακάριος ᾿Ιώβ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς δόξης καί, καθώς διαβάζουμε στή ῾Αγία Γραφή, κέρδισε τό στεφάνι ἀπό τά δεξιά. ῏Ηταν πατέρας ἑπτά γιῶν. Ζοῦσε μέσα στόν πλοῦτο καί στήν ἀφθονία. Κι ὅμως, βλέπουμε νά προσφέρει γι᾿ αὐτούς καθημερινά στόν Κύριο ἐξιλαστήριες θυσίες (᾿Ιώβ 1, 5). Γιατί ὁ ᾿Ιώβ φρόντιζε νά κάνει τά παιδιά του περισσότερο οἰκεῖα καί ἀγαπητά στόν Θεό παρά στόν ἑαυτό του. ῾Η πόρτα του ἔμενε ὁλάνοιχτη στόν κάθε ξένο. ῾Ο ᾿Ιώβ ἦταν γιά τούς χωλούς τά πόδια καί γιά τούς τυφλούς τά μάτια (᾿Ιώβ 29, 15). Τά δέρματα καί τά μαλλιά, πού τοῦ πρόσφεραν τά ζῶα του, ζέσταιναν τά κορμιά τῶν ἀρρώστων (᾿Ιώβ 31, 20). ῏Ηταν ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καί τό στήριγμα τῶν χηρῶν. ῞Οταν ἔπεφτε ὁ ἐχθρός του, δέν χαιρόταν. Δέν δεχόταν ἡ καρδιά του, γι᾿ αὐτή τήν κακοτυχία τοῦ ἐχθροῦ του, οὔτε ἕνα σκίρτημα μυστικῆς ἱκανοποίησης.
῾Ο ᾿Ιώβ ὅμως θριάμβευσε ἐπίσης καί ἀπό τά «ἀριστερά». ᾿Ανέπτυξε, μέσα στήν δυστυχία καί στήν στέρηση τῶν πάντων, ἀκόμα πιό ἀξιοζήλευτη ἀρετή. Μέσα σέ μιά στιγμή ἔχασε τούς ἑπτά γιούς του. Κι ὅμως δέν βλέπουμε καθόλου νά ἐκδηλώνεται σ᾿ αὐτόν ὁ πατέρας ἤ ἕνας γονιός πού θά ἀφηνόταν νά ἀναλωθεῖ ἀπό τόν πικρό καημό. ᾿Αντίθετα, ὁ ᾿Ιώβ ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ· ἄνθρωπος πού βρίσκει ἱκανοποίηση καί χαρά μέσα στό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του. ῏Ηταν πλούσιος καί κατάντησε στήν ἔσχατη φτώχεια. Εἶχε τά πάντα καί ἔμεινε γυμνός. ῏Ηταν ὑγιής, καί ξαφνικά τό σῶμα του βρέθηκε καταπληγωμένο καί κυριολεκτικά σέ ἀποσύνθεση. Ζοῦσε μέσα στή δόξα καί στίς τιμές καί καταποντίσθηκε μέσα στήν ἀχρειότητα καί στήν περιφρόνηση. Παρόλα ὅμως αὐτά τά παθήματά του, ὁ ᾿Ιώβ διατήρησε ἀκέραιη ὅλη τήν ψυχική του δύναμη. ᾿Αποστερημένος ἀπό ὅλα του τά ἀγαθά καί ἀπό ὅλους τούς πόρους του, κοιτόταν πεσμένος πάνω στήν κοπριά (᾿Ιώβ 2, 8)· καί κάνοντας ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του ἔργο δημίου, ἔξυνε μέ ἕνα ὄστρακο τίς πληγές, ἀπ᾿ ὅπου ἔβγαινε συνεχῶς ὑγρό βγάζοντας μέ τά χέρια του τά σκουλήκια πού περπατοῦσαν πάνω σέ ὅλα τά μέλη του καί πού εἶχαν εἰσχωρήσει στό βάθος τῶν πληγῶν του. Μέσα σέ τόσες συμφορές ὁ ᾿Ιώβ δέν ἐκδήλωσε καμία ἀπελπισία, καμία βλασφημία. Κανένας γογγυσμός δέν βγῆκε ἀπό τά χείλη του ἐναντίον τοῦ δημιουργοῦ του. Καί κάτι πολύ περισσότερο· Τόσες καί τόσες σκληρές δοκιμασίες δέν τόν τρόμαξαν οὔτε καί κάν στό ἐλάχιστο. ᾿Από τά μεγαλεῖα τοῦ παρελθόντος τοῦ εἶχαν μείνει μόνο τά ροῦχα του, τό μοναδικό πράγμα πού ξέφυγε ἀπό τήν καταστροφική μανία τοῦ δαίμονα. Τά ἔσκισε ὅμως κι αὐτά μέ τά ἴδια του τά χέρια καί τά πέταξε μακριά του, προσθέτοντας ἔτσι σ᾿ ὅλες τίς στερήσεις, πού τοῦ ἐπέβαλλε ὁ ἀδυσώπητος ἅρπαγας δαίμονας, καί αὐτή τή θεληματική γυμνότητα. Μόνο τά πλούσια μαλλιά του παρέμειναν ἀνέγγιχτα, τελευταῖο ἀπομεινάρι τῆς παλιᾶς του δόξας. Τά ἔκοψε τέλος καί αὐτά τά πέταξε στόν δήμιό του καί, ἀφοῦ ἀφαίρεσε ἀπό πάνω του ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού ἡ λύσσα τοῦ ἐχθροῦ του τοῦ εἶχε ἀφήσει, τοῦ εἶπε, κατά πρόσωπο, γεμάτος χαρά καί ἀγαλλίαση, αὐτά τά πραγματικά θεσπέσια λόγια· «Μόνο τά καλά θά δεχόμαστε ἀπό τόν Κύριο; Δέν πρέπει νά δεχόμαστε καί τά κακά; ᾿Εγώ γυμνός βγῆκα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μου, γυμνός καί θά γυρίσω ἐκεῖ, στή μητέρα γῆ. ῾Ο Κύριος ὅλα τά ἔδωσε, ὁ Κύριος τά πῆρε πίσω· ὅπως φάνηκε καλό στόν Κύριο ἔτσι ἔγινε. ῎Ας εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (᾿Ιώβ 2, 10· 1, 21).
Πολύ δίκαια, ἐπίσης, θά μποροῦσα νά τοποθετήσω τόν Πατριάρχη ᾿Ιωσήφ στήν τάξη αὐτῶν πού ἀξιοποιοῦν καί ὅλα τά «ἀριστερά», ὅλες τίς θλίψεις, ὡς «δεξιά», ὡς θετικά δηλαδή καί ὠφέλιμα. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ὁ πιό ἀγαπημένος γιός τοῦ πατέρα του. ῞Οταν βρισκόταν μέσα στήν εὐημερία του, ἦταν ὑπόδειγμα εὐσέβειας γιά τούς ἀδελφούς του καί πολύ εὐάρεστος στόν Θεό. ᾿Αλλά, ὅπως ἦταν θεοσεβής τόν καιρό τῆς εὐτυχίας, ἔτσι καί ἡ ἀντιξοότητα τόν βρῆκε ἁγνό, πιστό στόν Κύριό του, τρυφερό στούς φυλακισμένους, ἀμνησίκακο, εὐεργέτη τῶν ἐχθρῶν του, στοργικό —καί κάτι ἀκόμη περισσότερο— μεγαλόκαρδο ἀπέναντι στούς φθονερούς ἀδελφούς του, σ᾿ αὐτούς πού ἦταν δολοφόνοι του κατά τήν προαίρεση.
Ναί, πολύ δίκαια, τέτοιοι ἄνθρωποι ὀνομάζονται «ἀμφοτεροδέξιοι». Χρησιμοποιοῦν δηλαδή, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί τά δύο χέρια ὡς δεξί. Αὐτοί, ἀφοῦ περάσουν ἀπό τίς ἴδιες ἀκραῖες καταστάσεις πού ὁ ᾿Απόστολος ἀπαριθμεῖ, κραυγάζουν μαζί του λέγοντας· «Μέ τά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, τά δεξιά καί τά ἀριστερά, δοκιμάζοντας δηλαδή δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο» (Β´ Κορ. 6, 7-8).
Κι ὁ σοφός Σολομώντας, ἐπίσης, μιλάει μέ τό στόμα τῆς Νύμφης στό ῎Ασμα ᾿Ασμάτων, γιά τό δεξί χέρι, γιά τήν εὐημερία, ἀλλά καί γιά τό ἀριστερό, δηλαδή γιά τήν δυστυχία· «Τό ἀριστερό του χέρι», λέει, «εἶναι κάτω ἀπό τήν κεφαλή μου καί τό δεξί θά μέ ἐναγκαλισθεῖ» (῎Ασμα 2, 6). Μ᾿ αὐτά τά λόγια, ἡ Νύμφη μαρτυρεῖ ὅτι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο χέρι —χαρές καί δυστυχίες— εἶναι χρήσιμα γιά τόν ἄνθρωπο. Παρόλα αὐτά, κάνει ἕνα διαχωρισμό ἀνάμεσα στά δύο. Τοποθετεῖ τό ἀριστερό κάτω ἀπό τό κεφάλι, γιατί αὐτό, ἀφοῦ μᾶς ἐναντιώνεται, ὀφείλει νά ὑποταχθεῖ στό κύριο ὄργανο τῆς ψυχῆς, στό κεφάλι.
῾Η δυστυχία καί ἡ θλίψη ἔχουν ἐπιπλέον ἄμεση χρησιμότητα. Μᾶς ἐξασκοῦν καί τά δύο καί μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία. Μᾶς ὁλοκληρώνουν ὡς πρόσωπα καί μᾶς ἁγιάζουν, μέ τή χάρη τῆς ὑπομονῆς. Γιά τό δεξί χέρι ὅμως, ἡ Νύμφη ψυχή εὔχεται νά τήν ἀγκαλιάζει μέ μιά ἄλυτη περίπτυξη. Νά τή θερμαίνει καί νά τήν κρατᾶ γιά πάντα ἑνωμένη μέ τόν Νυμφίο της, μέσα σ᾿ ἕνα λυτρωτικό καί σωτήριο ἐναγκαλισμό.
«᾿Αμφοτεροδέξιοι» εἴμαστε κι ἐμεῖς, ὅταν ἡ ἀφθονία ἤ ἡ στέρηση τῶν παρόντων ἀγαθῶν δέν καταφέρνει νά ἀλλοιώσει τίς διαθέσεις τῆς ψυχῆς μας. ῞Οταν δηλαδή, οὔτε ἡ εὐημερία δέν καταφέρνει νά μᾶς ρίξει στή χλιαρότητα καί στίς ἡδονές, ἀλλά οὔτε καί ἡ θλίψη πετυχαίνει νά μᾶς κατακρημνίσει στό βάραθρο τῆς ἀπελπισίας καί στό γογγυσμό. ῞Οταν ἐπίσης ἀποδίδουμε στόν Θεό τήν ἴδια εὐχαριστία καί στόν καιρό τῆς εὐτυχίας καί ὅταν μᾶς δέρνουν οἱ πειρασμοί. ῎Αν ἔτσι κάνουμε, τότε ἀσφαλῶς, θά ἔχουμε τό ἴδιο κέρδος καί ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη κατάσταση.
῎Ετσι ἀμφοτεροδέξιος ἦταν, πράγματι, καί ὁ ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ ὁποῖος λέει· «Διότι ἐγώ ἔμαθα νά εἶμαι εὐχαριστημένος σέ ὅ,τι ἔχω. Γνωρίζω νά ζῶ μέ στέρηση, γνωρίζω νά ζῶ καί μέ ἀφθονία. Σέ καθετί πού συμβαίνει καί σέ ὅλες τίς καταστάσεις ἔχω μάθει τό μυστικό τοῦ νά εἶμαι καί χορτασμένος καί πεινασμένος· νά ἔχω ἀφθονία ἀλλά καί νά στεροῦμαι. Τά πάντα μπορῶ νά τά κατορθώνω μέ τή δύναμη πού μοῦ δίνει ὁ Χριστός» (Φιλιπ. 4, 11-13).
Κεφάλαιο 11. Οἱ πειρασμοί εἶναι δύο εἰδῶν καί μᾶς προσβάλλουν μέ τρεῖς τρόπους.
῾Ο πειρασμός, ὅπως εἴπαμε, πλήττει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τίς δύο πλευρές δηλαδή καί μέ τήν εὐημερία καί μέ τή δυστυχία. Πρέπει νά ξέρουμε ἐπιπλέον ὅτι, ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν πειρασμό νά προσβάλλει ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά διάφορους λόγους, ὅπως γιά παράδειγμα, γιά νά δοκιμασθοῦν, γιά νά καθαρθοῦν. Οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις ἐπέρχονται, ἐπίσης, ὡς φυσικοί καρποί τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Πειρασμός πού ἔχει ὡς σκοπό τή δοκιμασία εἶναι σάν αὐτόν τοῦ ᾿Αβραάμ καί τοῦ ᾿Ιώβ, ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων δικαίων, οἱ ὁποῖοι καθώς λέει ἡ ῾Αγία Γραφή, ὑπέστησαν ἀναρίθμητες δοκιμασίες. Μέ τήν ἴδια ἔννοια εἰπώθηκε ἀπό τόν Νομοθέτη Μωυσῆ, στό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ τό, «νά θυμᾶσαι ὅλη τήν πορεία σου στήν ἔρημο, στήν ὁποία σέ ὁδήγησε ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, πού σκοπό εἶχε νά σέ κάνει νά ὑποφέρεις καί νά σέ δοκιμάσει, γιά νά φανοῦν οἱ διαθέσεις τῆς καρδιᾶς σου· ἄν θά τηρήσεις δηλαδή ἤ ὄχι τίς ἐντολές του» (Δευτ. 8, 2). Αὐτή ἐπίσης τή σημασία ἔχουν καί τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ ἐκείνου πού λέει· «Σέ δοκίμασα στά νερά τῆς Μεριβᾶ, ὅπου, ἐπειδή ἐδίψασες, ἄρχισες νά ἀντιλέγεις καί νά γογγύζεις» (Ψαλμ. 80, 8). Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί αὐτό πού εἰπώθηκε στόν ᾿Ιώβ· «Νομίζεις ὅτι αὐτά πού ἔκανα γιά σένα τά ἔκανα γιά κανένα ἄλλο σκοπό, τά ἔκανα γιά νά ἀναδειχθεῖς δίκαιος» (᾿Ιώβ 40, 8).
῾Ο Θεός ἐπιτρέπει ἐπίσης νά πειρασθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά καθαρθεῖ. Βλέποντας στούς δικαίους Του ὁρισμένα μικροσφάλματα, ἤ ὅτι αὐτοί νιώθουν κάποια ἔπαρση, ἐξαιτίας τῆς καθαρότητά τους, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ταπεινωθοῦν. Τούς παραδίδει δηλαδή σέ διάφορους πειρασμούς, μέ σκοπό νά ἐξαλείψει, ἀπό αὐτή ἤδη τή ζωή, ὅλα τά στίγματα τῆς ἁμαρτίας τους ἤ, ὅπως λέει ὁ Προφήτης, ὅλες τίς σκουριές πού ᾿Εκεῖνος βλέπει ὅτι ὑπάρχουν μέσα στό βάθος τῆς ψυχῆς τους (῾Ησ. 1, 25). Γιατί ὁ Θεός θέλει νά ἐμφανισθοῦν τά παιδιά Του τήν ῾Ημέρα τῆς Κρίσεως σάν καθαρό χρυσάφι, καί νά μήν παραμείνει στήν ψυχή τους τίποτε ἀπό ἐκεῖνα πού προσφέρουν παρανάλωμα στό αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως. Αὐτό ἀκριβῶς, σημαίνουν τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ πού λένε· «Πολλές εἶναι οἱ θλίψεις πού θά δοκιμάσουν στή ζωή τους οἱ δίκαιοι» (Ψαλμ. 33, 20). Τό ἴδιο ἐννοεῖ καί ὁ ᾿Απόστολος μέ αὐτό πού λέει· «Παιδί μου, μήν περιφρονήσεις τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ Κυρίου καί μή χάσεις τό θάρρος σου, ὅταν ἐλέγχεσαι ἀπ᾿ αὐτόν, γιατί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν παιδαγωγεῖ καί μαστιγώνει μέ δοκιμασίες κάθε παιδί πού δέχεται σάν δικό του. Γιατί ποιό παιδί δέν τό διαπαιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του; ᾿Εάν ὅμως εἶστε χωρίς παιδαγωγία, τήν ὁποία ἐδοκίμασαν ὅλα τά γνήσια παιδιά, τότε εἶστε νόθα παιδιά καί ὄχι γνήσια» (῾Εβρ. 12, 5-8). ῾Η ᾿Αποκάλυψη ἐπίσης λέει· «᾿Εγώ ὅσους ἀγαπῶ τούς ἐλέγχω καί τούς παιδαγωγῶ» (᾿Αποκ. 3, 19). Πρός αὐτούς τούς δικαίους, ἀπεικονίζοντάς τους μεταφορικά σάν τήν ῾Ιερουσαλήμ, μιλάει μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ῾Ιερεμία, ὁ Θεός καί λέει· «Θά ἐξαλείψω ὅλα τά ἔθνη ὅπου σᾶς διασκόρπισα, ἐσᾶς ὅμως δέν θά σᾶς καταστρέψω, ἀλλά θά σᾶς δοκιμάσω καί θά σᾶς κρίνω γιά νά μήν νομίσετε τόν ἑαυτό σας ἀθῶο» (῾Ιερ. 30, 11). Γι᾿ αὐτόν τόν σωτήριο λυτρωτικό ἐξαγνισμό παρακαλεῖ καί ὁ προφήτης Δαβίδ λέγοντας· «Δοκίμασέ με Κύριε, καί ἔλεγξέ με, ἐξέτασε τίς σκέψεις καί τήν καρδιά μου» (Ψαλμ. 25, 2). Γνωρίζοντας ἐπίσης ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας τή χρησιμότητα αὐτῶν τῶν δοκιμασιῶν, κραυγάζει πρός τόν Κύριο καί λέει· «Διαπαιδαγώγησέ μας, Κύριε, ἀλλά κατά τήν δικαιοσύνη σου, ὄχι σύμφωνα μέ τήν ὀργή σου» (῾Ιερ. 10, 24). Καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας ἐπίσης λέει· «Θά σέ δοξολογήσω, Κύριε, γιατί ἤσουν ὀργισμένος ἐναντίον μου, ἀλλά γύρισε πίσω ὁ θυμός σου καί μέ ἐλέησες» (῾Ησ. 12, 1).
Τέλος, ὁ πειρασμός εἶναι ἡ φυσική τιμωρία πού ἐπέρχεται στόν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτή εἶναι σάν τίς πληγές πού ἀπειλεῖ νά στείλει ὁ Κύριος στό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ· «Θά τούς στείλω», λέει, «ἄγρια ἁρπακτικά θηρία, θυμωμένα, σάν τά ἐξοργισμένα δηλητηριώδη ἑρπετά πού σύρονται στή γῆ» (Δευτ. 32, 24). ῾Ο προφήτης ῾Ιερεμίας ἐπίσης λέει· «Μάταια τιμώρησα τά παιδιά σας, δέν δεχθήκατε τήν διαπαιδαγώγησή μου» (῾Ιερ. 2, 30). Καί στούς Ψαλμούς διαβάζουμε· «Πολλές εἶναι οἱ συμφορές, μέ τίς ὁποῖες μαστιγώνει ὁ Κύριος τόν ἁμαρτωλό» (Ψαλμ. 31, 10). Τέλος, ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο λέει· «Δές, ἔγινες ὑγιής, ἀπό δῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις τίποτε χειρότερο» (᾿Ιωάν. 5, 14).
῾Η ῾Αγία Γραφή λέει ὅτι μερικοί ἄνθρωποι ἔχουν δεχθεῖ πειρασμούς γιά διαφορετικούς λόγους, ἀπό ἐκείνους πού ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει. Μιά τέτοια περίπτωση εἶναι αὐτή γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε· «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλά γεννήθηκε τυφλός γιά νά φανερωθοῦν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ πάνω σ᾿ αὐτόν» (᾿Ιωάν. 9, 3). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «Αὐτή ἡ ἀσθένεια δέν θά καταλήξει σέ θάνατο, ἀλλά συνέβη γιά νά λάμψει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοξασθεῖ δι᾿ αὐτῆς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιωάν. 11, 4).
῾Υπάρχουν καί διάφορες ἄλλες συμφορές, μέ τίς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά χτυπιοῦνται ἀμέσως αὐτοί πού ἔχουν ξεπερἀσει τό ὅριο τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Μιά παρόμοια συμφορά, πού εἶναι πράγματι ἡ χειρότερη, βτῆκε τόν Δαθάν, τόν ᾿Αβειρών καί τόν Κορρέ· καί κυρίως αὐτούς, γιά τούς ὁποίους ὁ ᾿Απόστολος λέει· «Τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ πάθη ἀτιμωτικά, σέ νοῦ ἀνίκανο νά διακρίνει τό ὀρθό» (Ρωμ. 1, 26-28). Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἐννοεῖ ὁ Ψαλμωδός ὅταν λέει· «Δέν ὑπάρχουν σ᾿ αὐτούς οἱ μόχθοι τῶν θνητῶν, οὔτε ταλαιπωροῦνται ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι» (Ψαλμ. 72, 5). Αὐτοί δέν εἶναι ἄξιοι νά δεχθοῦν ἀπό τόν Κύριο τίς σωτήριες ἐπισκέψεις τῶν θλίψεων ἤ νά δοῦν τή γιατρειά τους μέ τό φάρμακο τῶν θλίψεων πού τούς βρίσκουν λόγῳ τῶν πτώσεων καί τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Αὐτοί, ἀφοῦ ἔγιναν ἀναίσθητοι, παρέδωσαν τόν ἑαυτό τους στήν ἀκολασία, γιά νά ἐργάζονται ἀχόρταγα κάθε ἀκαθαρσία» (᾿Εφεσ. 4, 19). Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαιτίας τῆς σκληροκαρδίας τους —ἐπειδή οἱ πολλές ἁμαρτίες τους τούς ἔχουν ἐθίσει στό κακό— δέν ἐνδιαφέρονται πλέον νά καθαρίσουν τήν ψυχή τους, ἐνόσω βρίσκονται σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή, οὔτε φιλοτιμοῦνται νά ἀξιοποιήσουν τίς παιδαγωγίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά τούς βροῦν καί ἔτσι νά μετανοήσουν. ῾Ο Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ᾿Αμώς, τούς μέμφεται ὅλους αὐτούς καί τούς λέει· «Σᾶς κατέστρεψα, ὅπως ἄλλοτε κατέστρεψα ἐγώ ὁ ἴδιος Θεός τά Σόδομα καί τά Γόμορα, καί γίνατε σάν τό μισοκαμμένο ἄχρηστο δαυλί πού τό βγάζουν ἀπό τή φωτιά· ἀλλά καί πάλι δέν ἐπιστρέψατε σέ μένα, λέγει ὁ Κύριος» (᾿Αμώς 4, 11). Καί μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ῾Ιερεμία ἐπίσης τούς λέει· «Σᾶς ἀφάνισα, κατέστρεψα τό λαό μου, ἀλλά καί πάλι δέν ἐπιστρέψατε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀσέβειας» (῾Ιερ. 15, 7). Καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐπίσης λέει· «Κύριε, τούς μαστίγωσες καί δέν πόνεσαν, τούς σύντριψες, ἀλλά δέν θέλησαν νά διορθωθοῦν, ἐσκλήρυναν τά πρόσωπά τους περισσότερο ἀπό τήν πέτρα, δέν θέλησαν νά μετανοήσουν» (῾Ιερ. 5, 3). Βλέποντας τέλος, πώς ὅλα τά φάρμακα, πού τούς προσφέρθηκαν ὡς εὐκαιρίες μετάνοιας, ἀπέβησαν μάταια καί δέν τούς γιάτρεψαν, ὁ Προφήτης, ἀπελπισμένος κατά κάποιο τρόπο γιά τήν σωτηρία τους, ἀναφωνεῖ· «Κάηκε τό φυσερό τοῦ ἀργυροχόου, καταναλώθηκε τό μολύβι (πού χρησιμοποιεῖται γιά τό καθάρισμα τοῦ ἀργύρου). Μάταια ὁ ἀργυροχόος (ὁ προφήτης) κατεργάζεται τόν ἄργυρο (τούς ᾿Ιουδαίους), ἡ κακία τους δέν ἔλυωσε. ῎Αχρηστο ἀσήμι θά ὀνομάσουν τούς ᾿Ιουδαίους, γιατί ὁ Κύριος τούς ἀποδοκίμασε» (῾Ιερ. 6, 29-30). ᾿Ακοῦστε ἀκόμα τόν Κύριο πού, μέ τό στόμα τοῦ ἴδιου Προφήτη, παραπονεῖται καί λέει ὅτι, ἄδικα ἐφάρμοσε αὐτή τήν «διά πυρός» κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόσο σκληρυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Αὐτούς τούς παρομοιάζει μέ τήν ῾Ιερουσαλήμ, τήν βαθιά διαβρωμένη ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας, καί λέει· «Θά μείνει ἡ χύτρα πάνω στά ἀναμμένα κάρβουνα γιά νά πυρωθεῖ ὁ χαλκός, ὥστε νά διαλυθεῖ ἡ ἀκαθαρσία πού ἔχει μέσα της καί νά ἐξαλειφθεῖ ἡ σκουριά. Μάταια ὅμως· εἶναι πολλή ἡ σκουριά της καί δέν ἐξαφανίζεται μέ τή φωτιά. ῾Η ἀκαθαρσία σου, ᾿Ιερουσαλήμ, εἶναι φρικτή. Γιατί θέλησα νά σέ καθαρίσω καί σύ δέν καθαρίζεσαι ἀπό τήν ἀκαθαρσία σου» (᾿Ιεζεκ. 24, 11-13). ῞Οπως θά ἔκανε ἕνας ἐπιτήδειος γιατρός, ὁ Κύριος ἐξάντλησε ὅλα τά θεραπευτικά μέσα. ᾿Αλλά δέν βλέπει νά ὑπάρχει πλέον θεραπεία πού νά μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ γιά τήν γιατρειά ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου. ῎Ετσι, κατά κάποιο τρόπο, ὑποχωρεῖ μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀνομίας τους, καί μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη τούς λέει· «Δέν θά εἶμαι πιά ἀγανακτισμένος ἐναντίον σου, θά πάψει ἡ ὀργή μου γιά σένα» (᾿Ιεζεκ. 16, 42). ᾿Εντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση πού κάνει ὁ Θεός πρός αὐτούς πού τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους δέν τούς ἔχει σκληρύνει ἀκόμα τήν καρδιά. Γιατί αὐτοί δέν ἔχουν ἀνάγκη, ἀπ᾿ αὐτό τόν καυτηριασμό, ἀλλά ἡ ἐπίπληξη καί μόνο τούς ἀρκεῖ γιά νά θεραπευθοῦν· «Θά τούς παιδαγωγήσω μέ τό ν᾿ ἀκούσω τίς θλίψεις τους» (῾Ωσηέ 7, 12).
Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὑπάρχουν καί πολλοί ἀκόμη λόγοι πού κάνουν τόν Θεό νά ἀσκήσει, σέ ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ἔντονα αὐστηρή παιδαγωγία. Πολλές φορές μάλιστα, ἐπιτρέπει νά τούς πλήξουν ἀφόρητα δεινά. Κι αὐτό, ὄχι γιά νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς ἁμαρτίες τους ἤ γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν πόνο πού γεννάει μέσα τους ἡ ἐνοχή. ῾Ο Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις, γιά νά διορθωθοῦν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, πού θά παρακινηθοῦν ἀπό τό φόβο τῆς ἴδιας μάστιγας. ῾Η τιμωρία τοῦ ῾Ιεροβοάμ, γιοῦ τοῦ Ναβάτ, αὐτή τοῦ Βαασᾶ, γιοῦ τοῦ ᾿Αχία, τοῦ ᾿Αχάβ καί τῆς ᾿Ιεζάβελ, εἶχαν προφανῶς αὐτό τό χαρακτήρα. Αὐτό τό βεβαιώνει ἡ ῾Αγία Γραφή πού λέει· «Νά! ᾿Εγώ θά σοῦ προξενήσω μεγάλες συμφορές καί θά ἐξολοθρεύσω ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ᾿Αχαάβ κάθε ἀρσενικό ἄνθρωπο, ἀκόμα καί δοῦλο καί ἐλεύθερο μεταξύ τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ. Θά κάνω τήν οἰκογένειά σου ὅπως ἔκανα τήν οἰκογένεια τοῦ ῾Ιεροβοάμ, γιοῦ τοῦ Ναβάτ καί σάν τήν οἰκογένεια τοῦ Βασᾶ, γιοῦ τοῦ ᾿Αχία· ἐπειδή ἐξόργισες ἐμένα, τόν Κύριο, κι ἔκανες τόν ᾿Ισραηλιτικό λαό νά ἁμαρτήσει. Καί γιά τήν ᾿Ιεζάβελ εἶπε ὁ Κύριος· «Τά σκυλιά θά τή φᾶνε στό τεῖχος τῆς πόλεως ᾿Ιζρεέλ. Καί ὅποιον ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ᾿Αχαάβ πεθάνει στήν πόλη, θά τόν φάνε τά σκυλιά. Καί ἐκεῖνον πού θά πεθάνει στό ὕπαιθρο, θά τόν φᾶνε τά ὄρνεα» (Γ´ Βασ. 21, 21-24). Τέτοια ὑπῆρξε καί ἡ φοβερή ἀπειλή πού εἰπώθηκε κάποια μέρα στόν Προφήτη πού καταγόταν ἀπό τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα· «Δέν θά ταφεῖ τό σῶμα σου στόν τάφο τῶν πατέρων σου» (Γ´ Βασ. 13, 22).
Αὐτά τά λόγια δέν σημαίνουν βέβαια ὅτι οἱ ἐγκληματικές ἐπινοήσεις τοῦ ῾Ιεροβαάμ —ἦταν ὁ πρῶτος πού ἔστησε τά χρυσά βόδια καί παρέσυρε τό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ σέ μιά παράβαση πού ἀπέβη μοιραῖα, καί σ᾿ ἕνα ἀνόσιο χωρισμό ἀπό τόν Κύριο— καί ὅτι τά ἀποτρόπαια καί ἐπαναλαμβανόμενα ἀνοσιουργήματα τῶν ἄλλων εἶναι τέτοια, πού θά μποροῦσαν νά σβήσουν μέ μιά μικρή τιμωρία. ᾿Αλλά τά λόγια αὐτά εἰπώθηκαν γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, γιά τούς ἀμελεῖς ἤ γι᾿ αὐτούς πού δέν πιστεύουν στίς αἰώνιες ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας καί πού τρέμουν μονάχα στή σκέψη τῶν συμφορῶν τῆς παρούσας ζωῆς. ῾Ο Θεός, ἐπιτρέποντας μιά τέτοια τιμωρία, ἤθηλε νά κάνει τούς ἄλλους νά σκεφθοῦν τήν αἰώνια Κόλαση καί ἔτσι νά διορθωθοῦν. Αὐτή ἡ αὐστηρότητα θά τούς ὁδηγοῦσε ἐπιπλέον στό νά ἀναγνωρίσουν μέσα ἀπό τή δική τους πλέον πείρα, τό ὅτι ὁ Μεγαλοδύναμος Κύριος δέν ἀδιαφορεῖ γιά τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις οὔτε ἐγκαταλείπει στήν τύχη τήν καθημερινή πορεία τοῦ κόσμου.
῾Ο Θεός ἐπέτρεψε αὐτές τίς τιμωρίες καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο. ῎Ηθελε νά προκαλέσει μέ αὐτές τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὑπάρχει γιά κάθε πράξη καί ἡ σχετική καλή ἤ κακή συνέπειά της.
Συναντοῦμε ἐπίσης πολλούς, στούς ὁποίους τά ἐλαφρά παραπτώματα τους, τούς ἐπιβλήθηκε ἀκαριαῖα ἡ ἴδια θανατική καταδίκη πού ἐπιβάλλεται στούς ἱερόσυλους, γιά τούς ὁποίους μιλήσαμε. ῎Ετσι συνέβη καί σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶχε μαζέψει ξύλα τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, καθώς ἐπίσης καί στόν ᾿Ανανία καί στή Σαπφείρα, πού πλανεμένοι ἀπό τήν ἀπιστία τους, κράτησαν γιά τόν ἑαυτό τους ἕνα μικρό μέρος ἀπό τήν περιουσία τους. ῾Η ἁμαρτία τους ἦταν τόσο σοβαρή, ὅσο σπουδαῖα ἦταν καί αὐτῶν πού προαναφέραμε. ῾Η παράβαση ὅμως πού τόλμησαν οἱ τελευταῖοι ἦταν κάτι τό πρωτοφανές. ῎Επρεπε λοιπόν —ἐπειδή ἡ ἁμαρτία τοῦ ᾿Ανανία καί τῆς Σαπφείρας ἦταν παράδειγμα γιά τό εἶδος αὐτό τῆς ἁμαρτίας— νά εἶναι ἐπίσης καί ἡ τιμωρία τους ὑποδειγματική. Νά εἶναι δηλαδή ἕνα παράδειγμα πού θά ἐνέπνεε τόν τρόμο, ὥστε ὁποιοσδήποτε θά ἐπιχειροῦσε νά τούς μιμηθεῖ, νά ἤξερε ὅτι θά ἦταν καταδικασμένος νά ὑποστεῖ τήν ἴδια τιμωρία. ῎Ετσι θά ζοῦσε κάτω ἀπό τό μαρτύριο τῆς ἀναμονῆς τῆς τιμωρίας, τήν ὁποία γνώριζε πώς ἐπρόκειτο νά δεχθεῖ εἴτε στήν παροῦσα ζωή εἴτε στή Μέλλουσα Κρίση.
῞Ομως, θέλοντας νά ἐξετάσουμε μέ συντομία τά διάφορα εἴδη τῶν πειρασμῶν καί τίς τιμωρίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ λόγου μας. Οἱ τέλειοι, ὅπως λέγαμε, διατηροῦν τήν ἴδια ἀδιατάρακτη εἰρήνη καί στίς θλίψεις καί στήν εὐημερία. ῎Ας ἐπανέλθουμε λοιπόν σ᾿ αὐτό.
Κεφάλαιο 12· ῾Ο δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι σάν σφραγίδα πού εἶναι φτιαγμένη ὄχι ἀπό κερί, ἀλλά ἀπό σκληρό ἀτσάλι.
῾Η ψυχή τοῦ δίκαιου δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά μοιάζει μέ κερί οὔτε μέ κάποια ἄλλη μαλακή καί εὔπλαστη οὐσία. Γιατί ἕνα τέτοιο ὑλικό ὑποχωρεῖ πάντα ὅταν τό σφραγίσουν, παίρνει τό σχῆμα τῆς σφραγίδας καί δέχεται τό ἀποτύπωμά της. Αὐτά μάλιστα τά διατηρεῖ μέχρις ὅτου ἡ τοποθέτηση μιᾶς καινούργιας σφραγίδας τοῦ δώσει καινούργια μορφή. Τό κερί εἶναι εὔπλαστο καί εὐμετάβλητο ὑλικό καί συνεχῶς δέχεται τά χαρακτηριστικά τῆς κάθε σφραγίδας πού πατιέται ἐπάνω του.
῾Ο χριστιανός πρέπει νά εἶναι σάν τό ἀτσάλι. Θά πρέπει δηλαδή, νά κρατάει ἀπαραβίαστη τή δική του μορφή. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί νά σφραγίζει ὁ ἴδιος καί νά μετασχηματίζει ὑπεύθυνα τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς μέ τό δικό του ἀποτύπωμα.
Κεφάλαιο 13· Εἶναι δυνατόν ἡ ψυχή νά παραμείνει στήν ἴδια, σταθερή κατάσταση;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Εἶναι δυνατόν νά παραμείνει ἡ ψυχή μας συνεχῶς στήν ἴδια κατάσταση καί νά διατηρεῖ πάντα τήν ἴδια διάθεση;
Κεφάλαιο 14· ᾿Απάντηση στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός νόμος. ῎Η συμμορφωνόμαστε μέ τό ἀποστολικό λόγο πού λέει, «νά ἀνανεώνεστε κατά τό πνευματικό καί ἐσωτερικό βάθος τοῦ νοῦ σας» (᾿Εφεσ. 4, 23), καί ἔτσι προοδεύουμε κάθε μέρα καί περισσότερο, «σπεύδοντας πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός» (Φιλιπ. 3, 14), ἤ ἀμελοῦμε, καί ἔτσι στρεφόμαστε πρός τά πίσω, πέφτοντας σέ χειρότερη κατάσταση.
῎Ετσι λοιπόν, μέ κανένα τρόπο, δέν μπορεῖ ἡ ψυχή νά παραμείνει στήν ἴδια κατάσταση. ῾Ο χριστιανός μοιάζει μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο πού πασχίζει, ἔχοντας μιά βάρκα καί πηγαίνοντας κόντρα στό ρεῦμα, νά διασχίσει τά νερά ἑνός ὁρμητικοῦ ποταμοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ θά βάλει στά κουπιά ὅλη τή δύναμη τῶν χεριῶν του καί ἔτσι θά καταφέρει νά σκίσει τό ὁρμητικό ρεῦμα καί νά περάσει ἀπέναντι, ἤ θά ἀργοκινεῖ τά κουπιά καί ἔτσι θά παρασυρθεῖ ἀπό τήν ὁρμή τοῦ ρεύματος.
Φανερό σημάδι ὅτι κάπου ἔχουμε σίγουρα ἀποτύχει, εἶναι τό ὅτι δέν ἔχουμε χειροπιαστό κέρδος. ᾿Αντίθετα, εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν ἔχουμε χάσει κάτι ἀπό τόν πνευματικό μας θησαυρό, τήν ἡμέρα πού εἴδαμε ὅτι ἔχουμε ὁλοφάνερα δείγματα τῆς προόδου μας. Εἶναι ἀδύνατον, ὅπως εἶπα, νά παραμείνει ἡ ψυχή στάσιμη. Δέν ὑπάρχει ῞Αγιος, ὁ ὁποῖος, ἐνόσω βρίσκεται σ᾿ αὐτή τή ζωή, νά ἔχει τόσο παγιωθεῖ στήν ἀρετή, ὥστε νά μπορεῖ νά παραμείνει πάντα σταθερός καί ἀμετάβλητος, ἀλλά ἤ αὐξάνεται ἀδιάκοπα ἤ ἐλαττοῦται. Καθετί κτιστό ὑπόκειται σέ ἀλλαγή, καθώς διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ ᾿Ιώβ· «Ποιός, ἐνῶ εἶναι θνητός, μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι εἶναι ἄμεμπτος; Καί ποιός, γεννημένος ἀπό γυναίκα θά παρουσιασθεῖ σάν δίκαιος; ῾Ο Θεός δέν ἐμπιστεύεται τούς ἁγίους του καί οἱ οὐρανοί δέν εἶναι καθαροί μπροστά στά μάτια του» (᾿Ιώβ 15, 14-15). Πιστεύουμε καί θεωροῦμε πραγματικά, ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος. Αὐτά ἐννοεῖ ὁ Ψαλμωδός, ὅταν λέει· «᾿Εγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας καί δέν μεταβάλλομαι» (Ψαλμ. 101, 28). ῾Ο προφήτης Μαλαχίας ἐπίσης λέει· «᾿Εσύ εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος» (Μαλαχ. 3, 6). Καί ἐπειδή, ᾿Εκεῖνος μονάχα εἶναι ἀπ᾿ τή φύση Του Πανάγαθος, ᾿Εκεῖνος εἶναι τό Μόνο Αὐτογαθό, ὁ Παντέλειος, ὁ ᾿Ανενδεής μέσα στήν πληρότητά Του, γι᾿ αὐτό καί ᾿Εκεῖνος εἶναι καί ὁ Μόνος ᾿Αναλλοίωτος.
Πρέπει λοιπόν, νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, χωρίς νά χαλαρώνουμε ποτέ. Πρέπει νά ἀσχολούμαστε ἀκατάπαυστα, γιά νά κάνουμε τήν ἀρετή βίωμα. Μήπως καί ἄν σταματήσουμε νά τήν ἀσκοῦμε, τή χάσουμε ἐντελῶς ἀπό τή ζωή μας. Τό ἔχουμε τονίσει, ἐξάλλου, ὅτι ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά παραμείνει στήν ἴδια κατάσταση, χωρίς νά αὐξάνεται ἤ νά ἐλατώνεται στήν ἀρετή. Τό νά μήν κερδίζει κανείς, σημαίνει ὅτι χάνει. ῞Οταν σβύνει ὁ πόθος γιά τήν πνευματική πρόοδο, τότε ἐγγίζει ἄμεσα καί ὁ κίνδυνος τῆς ὑπαναχώρησης.
Κεφάλαιο 15· ῾Ο μοναχός χάνει ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τό κελί του.
Γι᾿ αὐτό τό ἔργο ὅμως, ἀπαιτεῖται νά παραμένουμε συνεχῶς στό κελί μας. Γιατί, ὅταν ἀφήνουμε τό κελί μας καί περιφερόμαστε ἄσκοπα ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, καί θελήσουμε κάποια στιγμή νά ἐπιστρέψουμε, τότε δέν θά τό ἀναγνωρίζουμε πλέον. Θά νιώθουμε ἐκεῖ μέσα, ὅπως αἰσθανόμασταν ὅταν εἴμασταν ἀρχάριοι, γεμάτοι ἀνασφάλεια καί ταραγμένους λογισμούς. ῎Αν χαλαρώσουμε τόν ἀγώνα μας, δέν θά ξαναβροῦμε χωρίς κόπο καί πόνο τούς καρπούς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας, τήν ὁποία εἴχαμε ἀναπτύξει παραμένοντας στή μοναχικότητα καί στή σιωπή τοῦ κελιοῦ μας. ᾿Επιπλέον, ἔχοντας πιά κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὑπαναχωρήσει ἀπό τόν ἀρχικό ζῆλο μας, δέν θά μπορέσουμε νά ἐκτιμήσουμε σωστά τό τί ἔχουμε χάσει. Δέν θά ἀντιληφθοῦμε δηλαδή, τήν πρόοδο πού θά εἴχαμε κάνει ἄν δέν εἴχαμε ἀφεθεῖ χαλαροί καί ἄπραγοι. ῞Οταν ὅμως καταλάβουμε τήν πνευματική μας ἀπώλεια καί ξαναγυρίσουμε στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ κελιοῦ μας, θά νιώσουμε εὐτυχεῖς πού ἐπανήλθαμε στήν κατάσταση πού ἤμασταν πρίν ἀπό τήν πτώση μας. ῾Ο χαμένος χρόνος ὅμως δέν ξανακερδίζεται. Κέρδος χαμένο δέν ξαναβρίσκεται.
῞Οσο καλά ἀποτελέσματα κι ἄν καταφέρει νά μᾶς προσφέρει ἡ μετάνοιά μας καί ἡ ἐπιμέλειά μας, αὐτά θά εἶναι ὁπωσδήποτε παροδικά. ῾Η πρόοδος θά εἶναι προσωρινή καί ἐπιφανειακή καί δέν θά μπορέσει μέ κανένα τρόπο νά ἀποκαταστήσει τή χαμένη καρποφορία πού εἴχαμε θρέψει μέ τήν ἐργασία, τήν ὁποία εἴχαμε κάνει στή σιωπή τοῦ κελιοῦ μας.
Κεφάλαιο 16· Οἱ οὐράνιες δυνάμεις δέν εἶναι ἄτρεπτες.
᾿Ακόμα καί αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές δυνάμεις ἦταν «φύσει» μεταβλητές καί ὑποκείμενες στήν ἀλλαγή. Καί αὐτό ἀποδεικνύεται καθαρά ἀπό τήν πτώση τῶν ᾿Αγγέλων, τούς ὁποίους βέβαια κατέστρεψε ἡ διεφθαρμένη τους θέληση. ᾿Ακόμα καί οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν στή μακαριότητα στήν ὁποία δημιουργήθηκαν, δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι εἶναι «κατ᾿ οὐσίαν» ἄτρεπτοι, ἐπειδή δέν παρασύρθηκαν, ὅπως οἱ ἄλλοι, πρός τήν ἀντίθετη πλευρά. ῎Αλλο πράγμα εἶναι νά εἶναι κανείς «κατ᾿ οὐσίαν» ἄτρεπτος καί ἄλλο νά παραμένει ἄτρεπτος, μετά ἀπό ἐπίπονο καί συνεχή ἀγώνα, γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί γιά τήν ἐμμονή στό ἀγαθό, πού εἶναι οἱ καρποί τῆς Χάριτος τοῦ Μόνου «κατ᾿ οὐσίαν» ῎Ατρεπτου Θεοῦ. Αὐτό πού ἡ ἐπιμέλεια ἀποκτᾶ ἤ πού τό διατηρεῖ ζωντανό καί ἀκμαῖο, ἡ ἀμέλεια τό καταστρέφει. Γι᾿ αὐτό ἔχει εἰπωθεῖ ἀπό τόν Σοφό Σειράχ ὅτι, «κανένα μή μακαρίζεις πρίν τό θάνατό του» (Σοφ. Σειρ. 11, 28). Διότι, ἐνόσω ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται στό στάδιο τοῦ ἀγώνα του, ἤ, ὅπως θά λέγαμε, ἐφόσον αὐτός ἀγωνίζεται στό πεδίον μάχης, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐξασφαλισμένος καί σίγουρος ὅτι θά διατηρηθοῦν ἔτσι τά πράγματα μέχρι τό τέλος, ὅσο κι ἄν αὐτός ἔχει στό ἐνεργητικό του νίκες καί θριάμβους.
῾Ο Θεός μόνο εἶναι ῎Ατρεπτος καί ᾿Αναλλοίωτος. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι καί τό μόνο «κατά φύσιν» ᾿Αγαθό, εἶναι τό Αὐτοαγαθό.
῞Οσο γιά τόν ἄνθρωπο, καμμιά ἀρετή δέν εἶναι μόνιμο κτῆμα του. Γι᾿ αὐτό καί, γιά νά διατηρήσει κανείς τίς ἀρετές, ἀπαιτεῖται τόση ἐπιμέλεια καί ζῆλος, ὅσο χρειάσθηκε καί ἐξαρχῆς γιά νά τίς ἀποκτήσει.
Κεφάλαιο 17· ῾Η πτώση τοῦ ἀνθρώπου δέν συμβαίνει ξαφνικά, ἀλλά ὀφείλεται σέ προηγούμενα λάθη του.
῞Οταν κάποιος πέφτει, δέν πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ἡ πτώση του εἶναι ἕνα ξαφνικό γεγονός. Αὐτό σημαίνει ὅτι μιά λανθασμένη παιδεία ἀπό τήν ἀρχή τόν ἔβαλε σέ λάθος δρόμο, ἤ ὅτι μιά μακρόχρονη ἀμέλεια ἀφάνισε σιγά-σιγά τήν ἀρετή του καί αὔξησε μέσα του τά πάθη. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θά καταλήξει στήν ἀπώλεια. ῾Η ῾Αγία Γραφή λέει ὅτι, «πρίν τήν καταστροφή προηγεῖται ἡ ἀλαζονεία καί πρίν τήν πτώση τό ὑπεροπτικό πνεῦμα» (Παροιμ. 16, 18.
῞Ενα σπίτι, ὅσο παλιό κι ἄν εἶναι, δέν καταρρέει ξαφνικά. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ ἤ ἀπό μιά βασική κατασκευαστική ἀτέλεια ἤ ἐξαιτίας τῆς μακροχρόνιας ἀμέλειας τῶν ἐνοίκων του. ᾿Ενδέχεται τό νερό, πού ἔμπαινε στήν ἀρχή σταγόνα-σταγόνα ἀπό κάποια σχισμή, νά προκάλεσε μέ τόν καιρό τό σάπισμα στό σκελετό τῆς στέγης. Μπορεῖ τά ἀνοίγματα νά αὐξάνονταν λίγο-λίγο καί ἔτσι νά ἄρχισαν οἱ μεγαλύτερες καθιζήσεις.
Τελικά, σέ μιά καταιγίδα, μπῆκε ἡ βροχή ὁρμητικά σάν χείμαρρος καί νά κατέρευσε τό σπίτι, ὅπως λέει καί ἡ ῾Αγία Γραφή· «᾿Από ὀκνηρία» λέει, «πέφτουν τά δοκάρια τῆς στέγης καί ἀπό τήν ἀμέλεια τοῦ νοικοκύρη, θά στάξει τό σπίτι» (᾿Εκκλ. 10, 18).
Αὐτή ἡ εἰκόνα δείχνει καθαρά τό τί μπορεῖ νά συμβεῖ στήν ψυχή. ῾Ο σοφός Σολομώντας λέει κάτι σχετικό μέ διαφορετικούς ὅρους· «Οἱ σταγόνες», λέει, «πού στάζουν ἀπό τή στέγη θά βγάλουν τόν ἄνθρωπο τόν καιρό τοῦ χειμώνα ἔξω ἀπό τό σπίτι του» (Παροιμ. 27, 15).
Συγκρίνει πολύ ἐπιτυχημένα τήν ἀμελή ψυχή μέ τό σπίτι καί μέ τή στέγη, τήν ὁποία ἀμελεῖ ὁ νοικοκύρης νά συντηρήσει. ᾿Εξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀμέλειας, φθάνουν μέχρι τήν ψυχή, τουλάχιστον στήν ἀρχή, ἀνεπαίσθητες προσβολές τῶν παθῶν, σάν πολύ μικρές σταγονίτσες βροχῆς. ᾿Αλλά ἄν τίς παραμελήσουμε αὐτές τίς σταγονίτσες —ἐπειδή τίς θεωροῦμε σάν ἀσήμαντες καί χωρίς ἐπιπτώσεις— αὐτές στή συνέχεια θά διαφθείρουν μέ τόν καιρό τίς ἀρετές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τή στέγη τοῦ σπιτιοῦ. Μετά ἀπ᾿ αὐτό θά ἐπέλθει ὁ κατακλυσμός τῶν παθῶν. Στή συνέχεια θά ἀκολουθήσουν οἱ χειμωνιάτικες ἡμέρες, δηλαδή ὁ καιρός τῶν πειρασμῶν. ῾Η ἔφοδος τοῦ δαίμονα θά ὁρμήσει σάν καταιγίδα πάνω στήν ψυχή καί θά τήν διώξει ἀπό τήν κατοικία τῶν ἀρετῶν. Θά τήν ἀπομακρύνει δηλαδή ἀπό ἐκεῖ πού εἶχε παλιότερα ἐγκατασταθεῖ, μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀγώνα, καί ὅπου διαβίωνε μέσα σέ ἄπλετη εἰρήνη.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῞Ολα αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπό τόν Γέροντα ἦταν γιά μᾶς μιά πνευματική τροφή, τῆς ὁποίας τήν ἀπέραντη γλυκύτητα γευθήκαμε μέ βουλημία. ῾Η χαρά πού δοκιμάσαμε μετά ἀπ᾿ αὐτή τή συνομιλία ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό τή θλίψη πού μᾶς προξένησε ὁ σφαγιασμός τῶν ῾Αγίων Πατέρων, πράγμα πού εἶχε γίνει καί ἡ ἀφορμή αὐτῆς τῆς συζήτησης. ᾿Επιπλέον, εἶχαν διαλυθεῖ ὄχι μόνο οἱ ἀμφιβολίες καί τά ἐρωτηματικά μας, ἀλλά εἶχαν ξεκαθαρισθεῖ μέσα μας καί πολλά ἄλλα πράγματα, γιά τά ὁποῖα ἡ φτωχή μας διάνοια δέν εἶχε ποτέ προβληματισθεῖ καί γι᾿ αὐτό δέν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ καί νά τά διερευνήσει. ῞Ολα αὐτά εἶχαν πλέον, μέ τήν εὐκαιρία αὐτῆς τῆς εὐλογημένης συνομιλίας, ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁλοκληρωτικά καί ξεκάθαρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου