Γερώ - Δαυίδ Διονυσιάτης. (Μέρος Β'). Τελευταῖο. Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Γερώ - Δαυίδ Διονυσιάτης. (Μέρος Β'). Τελευταῖο
Το κελί του ήταν πολύ
ατημέλητο και λερωμένο γι' αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς. Όταν ήρθε η
συνοδεία του παπα-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και
πέταξαν στη θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ο γερω-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο
έλεγε: "Δόξα τω Θεώ που ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν".
Στο ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο,
απεριποίητο κελάκι του καταγινόταν στην ευχή. Έκανε αγρυπνίες και για να μην
τον πιάνει ο ύπνος, όταν κουραζόταν, καθόταν σ' ένα σκαμνάκι κουτσό με τρία
πόδια. Μόλις αποκοιμόταν έχανε την ισορροπία πέφτοντας ξυπνούσε και συνέχιζε
την αγρυπνία του.
Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας
ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για
σκνίπα. Αυτή η ταπείνωσή του ήταν η ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του
διαβόλου που του εμφανιζόταν συχνά.
Κάποτε στο παρεκκλήσι του Ακαθίστου, ενώ
προσευχόταν, είδε πλήθος δαιμόνων να περνούν από μπροστά του, χωρίς όμως να
μπορέσουν να τον βλάψουν.
Άλλες φορές ανέβαινε τις σκάλες του
Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ο παπα-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του
πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ο γερω-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος.
Σκεφτόταν: "Τι συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;", και σκύβοντας
πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
Άλλη φορά προσπαθούσε να τον ρίξει στον
γκρεμό, ενώ βρισκόταν στο Μετόχι του Μονοξυλίτη. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος με
την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα που είναι
στο Μοναστήρι απέναντι από τη θύρα της τραπέζης. Ο Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από
την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του τη
ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: "Οικτίρμων και
ελεήμων ο Κύριος".
Στο Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια,
καλυβόσπιτα, το οπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία που την άρχιζε με την
ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι που κημέρωνε.
Άλλοτε προσευχόμενος εκεί είδε μπροστά του
ένα λαμπρό νέο. Ήταν άγγελος. Όταν εξαφανίστηκε, είδε πλήθος αγγέλων να
δοξολογούν το Θεό.
"Κάποτε", διηγήθηκε, "την ώρα
της προσευχής ήρθε να με ταράξει ο διάβολος. Αμέσως τον πιάνω και 'γώ και τού
'σπασα το κεφάλι με τις γροθιές. Φοβήθηκε και έφυγε. Έλεγα, βλέπεις, και το
"κύριε Ιησού Χριστέ...".
Έβλεπε πολλές φορές τους δαίμονες μέσα στην
Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε
και όταν ζήτησαν να μάθουν το λόγο, απάντησε: "Δεν είδες που μου έδινε ο
διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;".
Αλλά και στο κελί του δεν έβρισκε ησυχία από
το διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου
ερχόταν ο πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το
ίδιο σημείο. Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο
παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι
Σταυροί που έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή
ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν
απλοί αλλά τη δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν την είσοδο του
πειρασμού. Έλεγε με απλότητα: "Σε όλους τους ανθρώπους παρουσιάζεται ο
διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ο άνθρωπος έχει πάθη, κακίες,
αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του το διάβολο. Τους πράους
και ταπεινούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι
με το Χριστό".
Τον ρωτούσε συγκοινοβιάτης του:
- Γερω-Δαυίδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις
κανέναν Άγιο;
- Ε, τι σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με,
απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με τη χαριτωμένη του απλότητα
σα να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: "Να, χθες πήγα να ψάλλω το
Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλο φως. Τον
χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε".
Όταν επισκέφτηκε τη Μονή Διονυσίου ο γερω-Παΐσιος, πήγε να δει και το γερω-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε
τυλιγμένον με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι
σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τι κάνει, και ο γερω-Δαυίδ απάντησε με
απλότητα, "τί κάνουν οι καλόγεροι;" δείχνοντας το κομποσχοίνι του.
Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματά του, απάντησε: "Δε λέγονται, δε
λέγονται".
Ο απλός και ολιγογράμματος Γέρων σαν τον
προφήτη Ιεζεκιήλ είχε πολλές οράσεις από την παιδική του ηλικία. Ως μοναχός
αγωνίστηκε φιλότιμα. Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι
το κουκούλι μας φυλάγει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τους
αδελφούς την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να
έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος
θέλει να βρει το Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ο ίδιος τον
βρήκε φυσικά, αφού "η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν".
Όταν πλέον ο γερω-Δαυίδ διήνυε το 94ο έτος
της ηλικίας του, το χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Προαισθανόμενος ότι
εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την
καθαρή ψυχή του στα χέρια του Θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε
παράπονο από το γερω-Δαυίδ. Επικρατούσε μια κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε η
ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"
σελ. 174-183
10 Σεπτεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου