Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής: Ο σύγχρονος άγιος του Ηρακλείου


Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής: Ο σύγχρονος άγιος του Ηρακλείου



† 30 Δεκεμβρίου 1991

"Εν τη ημέρα, Παρθένε, τη του θανάτου μου, τη φοβερά εκείνη, Συ παράστηθι μόνη βοήθεια την ώραν του χωρισμού εκ του αθλίου μου σώματος, και της ψυχής μου την άνοδον ασφαλή εκ των δαιμόνων διαφύλαξον..."
(Τροπάριο - προσευχή του π. Τιμόθεου Τζαννή)


Click to view full size image




Σχεδόν ένα μήνα μετά το γέροντα Πορφύριο, κοιμήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίων Θεοδώρων, ο μεγάλος σύγχρονος πνευματικός πατέρας της Κρήτης γέροντας Τιμόθεος Τζαννής. Ο γέροντας Πορφύριος τον γνώριζε και του είχε προείπει ότι "θα φύγουν μαζί".

Σύντομα βιογραφικά

Ο γέροντας γεννήθηκε το 1928 στο μικρό χωριό Κεραμούτσι Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου, και το κοσμικό του όνομα (αυτό δηλ. που είχε πριν γίνει μοναχός) ήταν Κωνσταντίνος.
Από παιδί ήταν πολύ πιστός και γεμάτος αγάπη και καλοσύνη. Με μεγάλη φτώχεια και πολλές στερήσεις τελείωσε την Πάντειο, έδωσε εξετάσεις με επιτυχία και διορίστηκε ως αγρονόμος, αρχικά στην Ολυμπία και κατόπιν στην Κρήτη, όπου έλαμψε με το ήθος και την καλοσύνη του. Αν και είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός, η οικογένειά του τον πίεσε για ένα προξενιό με μια κοπέλα κι εκείνος υπάκουσε και την παντρεύτηκε. Ευτυχώς, η σύζυγός του, Μαρία, ήταν κι εκείνη πολύ πιστή, συνετή και καλή.

Την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, το 1964, υπέστη σοβαρό τροχαίο και κινδύνεψε να χάσει τα πόδια του. Έταξε λοιπόν στον άγιο Νεκτάριο ότι, αν τον βοηθήσει να γίνει καλά, θα γίνει ιερέας. Όταν όμως σώθηκε από τον κίνδυνο (του εμφανίστηκε μάλιστα ο άγιος) και ανακοίνωσε την απόφασή του να παραιτηθεί από αγρονόμος και να χειροτονηθεί, αντιμετώπισε τρομερό ψυχολογικό πόλεμο από τη σύζυγό του (που όμως αργότερα τον στηριξε πολύ), την οικογένειά του και την οικογένεια της συζύγου του, αλλά και τους συναδέλφους και τους γνωστούς του!
Γνωστός του τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε: "Φτου σου, μωρέ, πώς κατάντησες!". Θείος της γυναίκας του τη συνάντησε και της είπε: "Ε, ανηψιά, ήμαθα πως ο άντρας σου, ο Κωστής, γίνηκε παπάς. Όπου τεμπέλης και καλοφαγάς γίνεται παπάς. Ε, ανηψιά;". Όμως αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος, είπε στην παπαδιά: "Ήμαθα, μπρε ανηψιά, πως ο παπάς σου είναι ο καλύτερος παπάς τση χώρας!".

Ως νέος ιερέας τοποθετήθηκε στο μεγάλο ορεινό χωριό Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, δίπλα στον ενάρετο παπά Μανώλη, και εκεί έγινε σπουδαίος πνευματικός πατέρας του λαού, αλλά εκδηλώθηκε και το διορατικό του χάρισμα. Το 1979 η παπαδιά κοιμήθηκε, μετά από 4ετή μάχη με τον καρκίνο, αφού, λίγους μήνες αργότερα, είχε καρεί μοναχή - παίρνοντας και επίσημα το μοναχικό σχήμα, αφού για χρόνια, με κοινή συμφωνία, ζούσαν ζωή αγνότητας με το σύζυγό της.
Μετά από αυτό, ο γέροντας ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός με το όνομα Τιμόθεος (προς τιμήν του τότε Κρήτης Τιμόθεου) από τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, που ήταν τότε καθηγούμενος της Μονής Σταυρονικήτα. Επιστρέφοντας στην Κρήτη, ίδρυσε το γυναικείο Ησυχαστήριο των Αγίων Θεοδώρων (αντιμετωπίζοντας πάλι πολλά προβλήματα, με τη χάρη του Θεού), όπου έζησε και έλαμψε ως πνευματικός του λαού.
Ο γέροντας Τιμόθεος αντιμετώπισε με ταπείνωση και αγάπη, δοξάζοντας το Θεό,τρομακτικά προβλήματα υγείας (όπως και άλλοι γέροντες, π.χ. Πορφύριος, και άλλοι άγιοι). Εκτός των άλλων, πέρασε 102 πνευμονικά οιδήματα, ένα από τα οποία ήταν και η αιτία του θανάτου του.
Η ζωή του, οι ασκητικοί του αγώνες, η διδασκαλία του και οι συγκλονιστικές περιπέτειές του δημοσιεύονται στο βιβλίο "Ο γέροντας Τιμόθεος Τζαννής ο Πνευματικός", έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίων Θεοδώρων Ηρακλείου. Εκεί αναφέρονται και τα παραπάνω λόγια του γέροντα Πορφύριου (σελ. 90) και το τροπάριο της αρχής (σελ. 94). Από εκεί και τα βιογραφικά που ανεβάσαμε.
Τιμώντας αδέξια και ταπεινά τη μνήμη του αγιασμένου γέροντα, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας π. Ευγένιου, με θέμα: «Πνευματική πατρότης του Γέροντος π. Τιμοθέου», από την ημερίδα προς τιμήν του, που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης (Ηράκλειο) στις 18 Δεκεμβρίου 2011 (λαμβάνουμε από εδώ). Μακάρι όλος ο κόσμος, "πιστοί" & "άπιστοι", να έχει τις πρεσβείες του γέροντα και όλων των αγίων, παλαιών και σύγχρονων.

Πνευματική πατρότης του Γέροντος π. Τιμοθέου


[...] Ο μακαριστός Γέροντας π. Τιμόθεος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Τζαννής, από νεαράς ηλικίας μελετούσε τον λόγο του Θεού. «Ο λόγος σου μελέτη μου εστίν» (Ψαλμ. 118) και προσπαθούσε να φωτίσει κάθε πράξη, γνώμη και προτροπή αναφέροντας πάντοτε και το αντίστοιχο κατάλληλο χωρίο από το ιερό Ευαγγέλιο η από τα Πατερικά κείμενα. Η αοριστολογία, η προχειρότητα, η επιπολαιότητα ήταν άγνωστα σ᾽ αυτόν. Ο λόγος ευθύς, σαφής, καθαρός, απλός, χωρίς περιστροφές, «άλατι ηρτυμένος» (Κολοσσαείς 4,6). Σε έπειθε περί του λόγου το αληθές, αλλά σε στήριζε συνάμα με τη πανθομολογούμενη πνευματική πείρα και την προσωπική εμπειρία του.

Χωρίς άλλη προσπάθεια ο συνομιλητής η εξομολογούμενος διαπίστωνε ένα έμπειρο πνευματικό, κατηρτισμένο και ξεκάθαρο. Δεν άφηνε περιθώρια σε κανένα κι αν κάποιος δυσκολεύονταν να τα αποδεκτεί, τον προσγείωνε λέγοντας: «Πρόσεχε θα χάσεις την ψυχή σου, θα κολασθείς».
Όταν όμως διέβλεπε τη δυσκολία, για να μη φθάσει στην απραξία, με τέχνη πνευματικού ιατρού επιμελείτο σιγά-σιγά, μεθοδικά το τραύμα. Έβαζε ένα μικρό κανόνα, έδιδε τις πιο απαραίτητες συμβουλές και δείχνοντας την ικανοποίησή του με ευχάριστη διάθεση προέπεμπε τον εξομολογούμενο λέγοντας χαρακτηριστικά: «μετά από λίγο καιρό …σε περιμένω, θέλω να τα ξαναπούμε». Οικονομούσε τον καθένα ανάλογα με τις πνευματικές αντοχές και τη διάθεσή του, τον ενίσχυε για αγώνα πνευματικό, λαμβάνοντας πάντοτε υπ᾽ όψιν το ευρύτερο οικογενειακό η εργασιακό περιβάλλον.
Έτσι εφήρμοζε την οικονομία και την αναλογία, αρχές βασικές και απαραίτητες για τον Εξομολόγο - Πνευματικό. Οικονομία θεωρείται η προσωρινή παρέκλιση από την αυστηρή τήρηση των κανόνων και εφαρμόζεται ως ειδικός τρόπος αντιμετώπισης με διπλή έννοια, αφορά δε κυρίως στην ιδιαιτερότητα του προσώπου, που ποθεί τη σωτηρία του, όμως δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο άγνωστο εκκλησιαστικό, κοινωνικό η οικογενειακό περιβάλλον.
Η μακαρία υπομονή του Γέροντος Τιμοθέου σε συνδυασμό με την ακρίβεια και την οικονομία, η πατρική αγάπη και η ανεκτικότητά του σε
δύσκολες περιπτώσεις, του χάρησαν άνεση για μια προσέγγιση εξατομικευμένης ποιμαντικής αγωγής, προσωπικής άμεσης επικοινωνίας και συνεργασίας, ώστε να φεύγεις από κοντά του με την εσωτερική ικανοποίηση, ότι σε άκουσε, σε κατάλαβε και σε περιμένει, γιατί θέλει να προοδεύσεις πνευματικά. Η αμεσότητα της ενδοεπικοινωνίας αναιρεί κάθε αρνητική εικόνα η παρεξήγηση, που εύκολα δημιουργείται σήμερα αναιτίως, είτε από άγνοια, είτε από βιασύνη, είτε από αδιαφορία των εξομολόγων.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας σήμερα», έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος. Οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται στον ίδιο χώρο, έχουν τις ίδιες αρχές, τους ίδιους στόχους, παραταύτα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Πολλοί, μάλιστα, δεν σου αφήνουν καν περιθώρια προσέγγισης η επικοινωνίας.
Τέτοια παραδείγματα ανέφερε ο Γέροντας Τιμόθεος πολλές φορές και άφηνε να εννοηθεί πόσο τον ταλαιπωρούσαν στην εξομολόγηση οι άσχετοι. «Γιατί ήρθες στην εξομολόγηση; Πες μου κάτι», είπε σε ένα εξομολογούμενο. Σιωπηλός και βλοσυρός εκείνος απάντησε: «Μου τόπε η γυναίκα μου». Ο π. Τιμόθεος χαμογέλασε… για λίγο. Όμως προσπαθούσε πάντοτε να μη χάσει την ευκαιρία, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, που οι άνθρωποι ήταν άσχετοι με την Εκκλησία, η ήταν δύστροποι η έρχονταν για πρώτη φορά σε επικοινωνία με εξομολόγο και πνευματικό, για να γίνει έτσι η πρώτη καλή αρχή.
Έτσι συνδύαζε άριστα την πράξη της Εκκλησίας με τη διδασκαλία και τη θεολογία των Πατέρων και γι᾽ αυτό ήταν πάντοτε αποτελεσματικός. Δεν ήταν μετέωρος. Είχε βάση και αρχές. Η εκκλησιαστική ακρίβεια ήταν το ζητούμενο, η εφαρμογή της οικονομίας συνεπίκουρος και βοηθός προς επίτευξη αυτής της ακρίβειας. ["Ν": οικονομία: η ελαστικότητα στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών κανόνων, για να βοηθηθεί περισσότερο στη σωτηρία κάποιος άνθρωπος].
Γι᾽ αυτό και τα επιτίμια στην Εκκλησία μας έχουν θεραπευτικό, εκκλησιολογικό, παιδαγωγικό και φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δεν είναι ποινές εξιλέωσης της προσβληθείσης αγάπης του Θεού για την απόδοση της δικαιοσύνης Του, όπως ισχυρίζεται η δυτική Εκκλησία.

Η πνευματική ανακαίνιση και ωραιότητα είναι καρπός πρωτίστως της θείας Χάριτος και της πνευματικής ανυστάκτου φροντίδος και επιμέλειας του έμπειρου πνευματικού σε συνεργασία και συνδυασμό με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αυτό το έργο είναι δύσκολο. απαιτητικό, κουραστικό μέχρι εξουθένωσης. «Παθαίνω ναυτία από την πολύωρη εξομολόγηση», μου έλεγε. Πολλές φορές στα νειάτα του εξομολογούσε από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός η και τανάπαλιν.
Click to view full size image
Ο π.Τιμόθεος
Οι δυσκολίες και οι πνευματικοί πόνοι απορρέουν από τις αδυναμίες, τις πτώσεις, την αδιαλλαξία η αμετανοησία, τη σκληροκαρδία και τις επαναστροφές στους πειρασμούς και τις αναμνήσεις του πρότερου βίου. Σ᾽ αυτή την τρικυμία των λογισμών και των αισθημάτων ο π. Τιμόθεος ήταν απείρακτος. Δηλ. ψύχραιμος, ανεπηρέαστος, σταθερός. Η ψυχραιμία είναι πίστη και γνώση στο θέλημα του Θεού. Ως καλός κυβερνήτης του πηδαλίου της ζωής γνώριζε το του ιερού Χρυσοστόμου «Κλυδωνίζεται η Εκκλησία μας, αλλ᾽ ου καταποντίζεται». Κατ᾽ επέκταση και ο κάθε πιστός δέχεται κλυδωνισμούς αλλά δεν γνωρίζει ναυάγιο, όταν αναζητά την γαλήνη της ψυχής του στον εύδιο των χειμαζομένων λιμένα, τον Ιησού Χριστό. Αυτό είναι το κέρδος του αγώνα κάθε πνευματικού, το κέρδος και η αποτίμηση της Εκκλησίας. Η ζωή μας ολόκληρη αποτιμάται και εκτιμάται από το τέλος της, από την έκβαση, γιατί γίνεται από τη ζωή αυτή της νέας «βιοτής της αιωνίου απαρχή».
Εδώ πρέπει να αναφέρομε έστω κι επιγραμματικά τη μεγάλη αρετή της διάκρισης, που θεωρούν και μητέρα των αρετών όλοι οι άγιοι Πατέρες. Με αυτή την αρετή ανακάλυπτε ο π. Τιμόθεος σε κάθε περίπτωση, αναλογικά και κατά περίπτωση, το «τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν, το ευάρεστον και τέλειον»(Ρωμ. 12,2). Όλες οι αρετές είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να γίνεται αυστηρή ιεράρχηση, διότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης είτε από υπερβολή, είτε από έλλειψη. Η διάκριση είναι «ο οφθαλμός της ψυχής πάσας τας πράξεις και τας ενθυμήσεις του ανθρώπου διερευνώσα, διαστέλλει και διαχωρίζει παν φαύλον και  απαρέσκον Θεώ πράγμα και μακράν αυτού ποιεί την πλάνην» (αγ. Κασσιανού του Ρωμαίου, Προς Λεόντιον Ηγούμενον, Φιλοκαλία Τομ. Α´, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1982, σελ. 87). Η αρετή της διακρίσεως δεν είναι μόνο για τους Πνευματικούς, επώνυμους και λιγότερο γνωστούς, αλλά είναι εξίσου απαραίτητη και βασική αρετή και για τους εξομολογουμένους. Έτσι αποφεύγεται η δημοσιοποίηση της αρετής και η προβολή η διαφήμιση του Πνευματικού.
Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε: «Αλλοίμονο στον άγιο που βγήκε η φήμη του μέχρι την Αθήνα». Πολλοί άγιοι παρακαλούν τον Θεόν να μη τους φανερώσει στον κόσμο, για να τους ανταμείψει για το φιλότιμό τους αυτό ο Θεός στην άλλη ζωή.
Είναι οι γνήσιοι αγωνιστές, τα γνήσια φιλότιμα παιδιά του Θεού και αποφεύγουν συστηματικά κάθε εκδήλωση ανθρωποπαθούς θαυματουργίας και«γεροντολαγνείας». Κάτι παρόμοιο με την αναζήτηση σήμερα μάγων, γιόγκι, οραματιστών, πολυπληθών απατεώνων, που εμπορεύονται τις ανθρώπινες ψυχές. Δεν ζω για την αρετή, αλλά για την Αλήθεια «Όθεν ο δια την αλήθειαν πράττων την αρετήν, κενοδοξίας ου τιτρώσκεται βέλεσιν» (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού Προς Θαλάσσιον, P.G. 90, 369Α).
***
[...] Η όλη παρουσία του π. Τιμοθέου μέσα στην προσωπική παλαίστρα -το κελλί του- σε τοποθετούσε σοβαρά απέναντί του, σε εντυπωσίαζε και συγχρόνως σε βοηθούσε να απελευθερωθείς, να εξομολογηθείς και να διδαχθείς. Πάντα διδακτικός, συμβουλευτικός, σώφρων και νουνεχής, σκόρπιζε απλόχερα όπου κι αν βρισκόταν, με όποιον κι αν μιλούσε, την πατρική αγάπη, το προσωπικό ενδιαφέρον του και την αναζήτηση και αναφορά στην άνω Ιερουσαλήμ. Στα άνω μη τα επί της γης. Ιδιαίτερα εντυπωσίαζε τον συνομιλητή του η ολόθυμη διάθεση να ακούσει και να βοηθήσει, όταν ο ίδιος ήθελε βοήθεια η ανάπαυση του σαρκίου του, που τόσο γρήγορα και εύκολα είχε ραγίσει. Ελευθερώθηκε κι από αυτό ακόμα το ταλαιπωρημένο σαρκίο του με την πολύχρονη αρρώστειά του. Δεν συζητούσε το πρόβλημα της υγείας του. Ενδιαφερόταν για το πρόβλημα του άλλου.
«Άσε με μένα, εγώ τώρα πια»!!! κ.οκ. απαντούσε όταν επίμονα τον ρωτούσαν για την κλονισμένη υγεία του. Προ οφθαλμών του ήταν τα έσχατα της ζωής του κατά την προτροπή του Σοφού  Σολομώντος «Μιμνήσκου τα έσχατά σου» (Σοφία Σειράχ 7, 36), που με πολυχρόνιες ασκήσεις και παθήσεις εργάστηκε. Έτσι κατάφερε και ο ίδιος την πνευματική καρποφορία και αξιοποίησε τα δικά του παθήματα, τα πολλά επίκτητα χαρίσματα και τις σπάνιες αρετές του, που τα έκρυβε προβάλλοντας το ασθενές του σώματος και ερευνώντας το χάρισμα του άλλου. Αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος της πνευματικής χειραφέτησης η χειραγώγησης. Όλοι να βγουν κερδισμένοι και παρηγορημένοι από τη θεϊκή παρηγορία. Όλοι να κινούνται άνετα, ελεύθερα χωρίς σκοπιμότητα η πειθαναγκασμό, ώστε η καθοδήγηση να οδηγεί στην εν Χριστώ ελευθερία. Τότε αξιοποιείται η πνευματική πατρότητα και λάμπει με όλη της την αρχοντιά, αλλά και καλλιεργείται παράλληλα και η πνευματική υιότητα, η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση.
Ο π. Τιμόθεος φαινόταν «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος». Αλλά δυνατός στην πίστη και την ελπίδα για ζωή, για προσφορά. Ο αδύνατος και ασθενικός Γέροντας τελικά είναι ο αληθινός άνθρωπος. Είναι ο γνήσιος. Όλοι θέλουν να τον πλησιάσουν, να τον γνωρίσουν. Ιδιαίτερα ο σφρυγιλός νέος καταφεύγει στον αδύνατο όχι από συμπάθεια η συμπόνοια, αλλά από ελπίδα για πίστη και ζωή. Πιστεύει στην εμπειρία του και επιζητεί την καθοδήγησή του. Γιατί ο συντετριμμένος και τεταπεινωμένος δεν εξουθενώνεται από τον Θεόν, κατά τον Ψαλμωδόν, αλλά γιατί ο ίδιος δεν έχει την αγωνία να προστατεύσει τον εαυτό του, να προβάλλει την εικόνα του, να επιδείξει τα έργα του. Δεν μιλά για τον πόνο του στον άλλο, αλλά προσπαθεί νάναι δίπλα στον πόνο του άλλου, ως συμμέτοχος και συνυπεύθυνος του πάθους των άλλων. Γι᾽ αυτό πάσχει και συμπάσχει. Είναι αυτός, που μπορεί να εμπνεύσει, να διδάξει, να στηρίξει, γιατί έμαθε εμπειρικά και προσωπικά να διαχειρίζεται τον πόνο του. Έτσι εύκολα διακρίνει μέσα από την αμαρτία την αρετή, μέσα από τη σκοτισμένη διάνοια κάποιο φως, μέσα απ᾽ τη σκληρότητα την αγάπη. Ο νέος βλέπει μέσα από το πρόσωπο του συντετριμμένου πνευματικού-Γέροντος τη σταυρωμένη Εκκλησία του Χριστού. Βλέπει το χώρο το δικό του και βρίσκει τον τρόπο να του αποδίδει αξία, αναγνώριση, τιμή σ᾽ όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Αυτό που η κοινωνία του στερεί. Όποιος δεν πειθαρχεί στους νόμους ή τις απαιτήσεις της και αμαρτάνει, αποβάλλεται, διαγράφεται επιδεικτικά και τελεσίδικα.
Η Εκκλησία δεν είναι το δικαστήριο που ψάχνει αφορμές και αποδείξεις για να καταδικάσει η να εντάξει κάποιον σε κάποια κατηγορία. Είναι το θεραπευτήριο των ψυχών και των σωμάτων με τον μεγάλο ιατρό, τον Ιησού Χριστόν, με μέσα και φάρμακα τον αγιασμό και τη θεώση, με νονσηλευτές και ιατρούς τον κάθε πνευματικό και Επίσκοπο, γιατί ανίατη και αθεράπευτη ασθένεια δεν υπάρχει για τον Χριστό και την Εκκλησία Του.

Η κοινή αναφορά του εξομολόγου και εξομολογούμενου στο θέλημα του Θεού εξασφαλίζει την ελεύθερη και θεληματική υπακοή. Μόνο όταν διασφαλίζεται η ελευθερία της ανθρώπινης ψυχής, σ᾽ όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, τότε γεννιούνται υγιή πνευματικά παιδιά, συνειδητοί χριστιανοί και ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Ο πνευματικός π. Τιμόθεος το εξασφάλισε αυτό όχι για τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως για τους άλλους. Γι᾽ αυτό το έργο και η προσφορά του ακόμα διακρίνεται, ομολογείται και αναγνωρίζεται ύστερα από 20 χρόνια απ᾽ τον θάνατό του. Γνώστης της δικανικής τέχνης δεν είχε νομικίστικη νοοτροπία η σκέψη, ούτε παρίστανε τον αυστηρό τηρητή του νόμου, τον νομοκάνονα η νομοφύλακα. Ως χαρισματικός πνευματικός νομοθετούσε και χειραγωγούσε την ψυχή στην Εκκλησία, στην Αλήθεια, στην εν Χριστώ ζωή, στη ζωή του αγίου Πνεύματος.
Αυτή η αμφίδρομη ελεύθερη ενδοεποικοινωνία και θεοκοινωνία είναι ένα μεγάλο πνευματικό άθλημα, που έχει περιοριστεί  σε ολίγους στην εποχή μας. Η ελεύθερη και θεληματική υπακοή στο θέλημα του Θεού, που εκφράζεται εν μυστηρίω από τον πνευματικό Καθοδηγητή εξασφαλίζει  συν τω χρόνω στον ασκούμενο κληρικό η λαϊκό ωρίμανση, ενδυνάμωση των ψυχικών δυνάμεων, αποφασιστικότητα για αγώνα και αθλήματα, ακλόνητη πίστη και χειραφέτηση.
Με αυτές τις προϋποθέσεις λειτουργείται το μυστήριο της μετανοίας και σωτηρίας μιας ψυχής, κατά κανόνα σήμερα ταλαιπωρημένης, που δεν παύει, όμως, να έχει την αξία της αθανάτου ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση, πίσω από το μυστήριο της υπακοής για μετάνοια και μεταστροφή με το πρόσχημα της καταναγκαστικής υπακοής, μπορεί να κρύπτονται δικανικές αντιλήψεις, αυτοδικαιωτικές νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικές εξαρτήσεις και εξάρσεις, που ταλαιπωρούν και τα πνευματικά τέκνα και τους μάλλον ανυποψίαστους και ανεύθυνους πνευματικούς.
Ο π. Τιμόθεος ήταν ξένος απ᾽ όλα αυτά. Τα είχε ξεπεράσει στο μακροχρόνιο  αγώνα του, στις αρρώστειες, στις αγωνίες του. Όταν κάποτε βρέθηκε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο με έντονο ρόγχο του πνευμονικού οιδήματος, ένας γιατρός για να τον παρηγορήσει, χωρίς να του προσφέρει τίποτα, του είπε: «Μη φοβάσαι Πάτερ, θα περάσει». Κι εκείνος του απάντησε με διαύγεια και ετοιμότητα. «Δεν φοβούμαι τον θάνατο, την κρίση του Θεού φοβούμαι, παιδί μου». Ακόμη και το οίδημα, η μάλλον τα πολλαπλά οιδήματα, αγωνιζόταν να τα αξιοποιήσει και να τα ερμηνεύσει εκκλησιολογικά και σωτηριολογικά. Είχε πλήρη συνείδηση και διαύγεια θαυμαστή. «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β´ Κορινθίους 12,9 [σημ: ήταν η απάντηση του Χριστού στον απόστολο Παύλο, όταν του ζητούσε θεραπεία για την ασθένειά του]) ήταν η κοινή διαπίστωση όλων που τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε. Ήταν ο πιο μεγάλος ασθενής με 100 και πλέον οιδήματα, άλλος δεν υπήρχε. Γι᾽ αυτό δεχόταν και βοηθούσε τους ασθενείς, τους πτωχούς, τους φυλακισμένους, κάθε ανήμπορο και ταλαιπωρημένο. Τον διέφερε να ζήσουν οι άλλοι, να χαρούν, και όχι ο ίδιος.

Ο π. Πορφύριος, μου έλεγε, «Βλέπεις τον π. Τιμόθεο. Μέχρι να θέλει ο Θεός ζει ο άνθρωπος. Όταν δεν θέλει  φεύγει».
Εν κατακλείδι, μπορούμε με βεβαιότητα να αναφέρομε, ότι αν ζούσε σήμερα ο μακαριστός Γέροντας, θα μας έλεγε επιγραμματικά: ας διαγράψουμε επί τέλους τον εαυτούλη μας από την καθημερινή εγωπάθεια, αυτοπροβολή και αυτοδικαίωση για να γίνει η ζωή μας διαφανής, ο νους και η ψυχή μας καθαροί, προκειμένου όσοι μας πλησιάζουν να γνωρίσουν όχι μεσάζοντες και μεταπράτες, όχι κακέπτυπα ομοιώματα και εικόνες, αλλά το μοναδικό, αιώνιο, αληθινό και ανεπανάληπτο πρότυπο, το Αρχέτυπο της θείας ουράνιας δόξης, τον Ιησού Χριστό.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, αναφερόμενος στον μοναχισμό: «Μεγάλοι δεν είναι οι θορυβοποιοί που προβάλλονται ως πνευματικοί ηγέτες η προφήτες, για να καταπλήξουν και να καταπνίξουν τον κόσμο. Μεγάλοι είναι οι ταπεινοί και «ανύπαρκτοι», που έχουν δεχθή την παράκλησι του Πνεύματος και αποτελούν την παρηγοριά όλου του κόσμου. Τους αρκεί η χάρις (Β´ Κορ. 12, 4). Και αυτήν εκπέμπουν αενάως, με ακτινοβολία που τρέφεται ακατάπαυστα από τη συντριβή της καρδιάς και την αίσθησι που έχουν ότι μολύνουν τον τόπο με την παρουσία τους. Ενώ αυτοί οι ίδιοι είναι ευλογία για όλη τη δημιουργία και όταν ζουν, και αφού παρέλθουν, γιατί το Πνεύμα το Άγιο δίδει νόημα και λόγο στην παρουσία και την απουσία τους.
Αντίθετα, μόλις πιστέψης ότι κάτι είσαι στην αρετή η στη γνώσι, τότε τα χάνεις όλα και γίνεσαι αφορμή μολύνσεως άσχετα αν νομίζης εσύ -η και κάποιοι άλλοι- ότι είσαι υπόδειγμα αρετής και ανανεώσεως της πνευματικής ζωής.
Αυτό που έχουν οι Άγιοι δεν είναι τα ανθρώπινα ταλέντα η προτερήματα· σοφίας, ρητορικής η ποιήσεως. Αλλά ότι όλα αυτά τα άγιασαν προσφέροντάς τα στον Θεό. Και δι  αὐτῶν φανερώνεται η χάρις που παρηγορεί και θεώνει τον άνθρωπο».
 ***
Μιλούμε για τον π. Τιμόθεο και από σεβασμό σιωπούμε για τόσα άλλα και ζητούμε ταπεινά την ευχή του, όχι τόσο για όσα μας δίδαξε, αλλά για όσα μας έδειξε με το παράδειγμά του, με την ιερή ανάμνηση της πολύαθλης και αποστεωμένης μορφής του, της ευαγγελικής διαγωγής και του οσιακού τέλους της επίγειας ζωής του.
Ο αείμνηστος π. Τιμόθεος στη δύσκολη μετακατοχική εποχή και στα χρόνια της μεταπολίτευσης έζησε μέσα στην πολυάριθμη και πολύβοη πόλη του Ηρακλείου, και όμως δίδαξε τον ησυχασμό, την νοερά προσευχή και την άσκηση ως αντίβαρο της αντιμοναχικής και οργανωσιακής θρησκευτικότητας της εποχής εκείνης. Και το πέτυχε γιατί η πνευματική ζωή είναι ενδιαφέρουσα, επειδή, κατά τον π. Βασίλειο, είναι «επικίνδυνη. Και η Ορθοδοξία ως σεσαρκωμένη Αλήθεια είναι ανυπόφορη με σταυρούς και θανάτους αλλά ζωηφόρος για τον άνθρωπο, επειδή τον φέρνει στην Ανάσταση. Ανά πάσα στιγμή μέσα στην Εκκλησία, μπορεί να γίνουν οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι».
Αυτό μας δίδαξε με το διαφανές αποστεωμένο σαρκίο του, τη δυνατή πίστη του και με την πολύπαθη επίγεια ζωή του, ότι ο πάσχων τά θεία και ο ποθών τον βίον της ασκήσεως της διηνεκούς και ακατάπαυστης αγωνιζόμενος άνθρωπος, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, μπορεί να λάβει τη χάρη του Θεού και να επιζήσει «ως ο μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων».

Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Θ.Ι.Ρηγινιώτη με θέμα:"Η αρμονία των πλασμάτων και η κληρονομιά του Γέροντα Παΐσιου" (Ρέθυμνο, 5-6-2013)


Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Θ.Ι.Ρηγινιώτη με θέμα:"Η αρμονία των πλασμάτων και η κληρονομιά του Γέροντα Παΐσιου" (Ρέθυμνο, 5-6-2013)

Κείμενο εισήγησης που πραγματοποιήθηκε στο χώρο του βιβλιοπωλείου «Αυτογνωσία», 
Ρέθυμνο 5.6.2013.

Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Υπάρχουν κάποια πλάσματα, που κατοικούν γύρω μας – στα δάση και στις ερήμους, στα νησιά και τις λίμνες, στα χωριά και τις πόλεις, πιθανόν και στη γειτονιά σας, στο σχολείο των παιδιών σας και στο χώρο εργασίας σας – τα οποία συγκεντρώνουν μέσα τους ένα είδος πανάρχαιας ενέργειας, που τα κάνει να αγιάζονται και να αγιάζουν και το χώρο γύρω τους.
Επειδή είναι ειρηνικά, ταπεινά και γεμάτα αγάπη και καλοσύνη, σπάνια παρεμβαίνουν δυναμικά στην ανθρώπινη ζωή, αν και μερικές φορές η αγαθή ενέργειά τους μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο τους ανθρώπους.
Ω, τι σπουδαίο πράγμα να ζεις στον ίδιο κόσμο μ’ αυτά τα πλάσματα! Τι σπουδαίο πράγμα, καρδιά μου, να ζεις σ’ ένα τέτοιο κόσμο, όπου, παρά το κακό, τη βία, τον πόνο και το θάνατο, συνυπάρχουν κι αυτά τα πλάσματα και φέρνουν την ειρήνη και την αγάπη σε όποιον έχει – έστω και κρυμμένη στο βάθος της ύπαρξής του – κάποια ευαισθησία και ταπείνωση και μπορεί να τα δεχτεί, ν’ ακούσει και να κατανοήσει το μήνυμά τους.
Όποιος δέχεται να συνυπάρχει μ’ αυτά τα πλάσματα και ακούει και παίρνει μέσα του το μήνυμά τους, είναι σα να δέχεται να συνυπάρχει, ν’ ακούει και ν’ αποδέχεται τον ίδιο το Χριστό. Γιατί τα πλάσματα αυτά είναι άνθρωποι, και συγχρόνως είναι και μικροί Χριστοί, μια και πρώτα εκείνα δέχτηκαν να συνυπάρξουν, ν’ ακούσουν και να πάρουν μέσα στην καρδιά τους το δικό Του λόγο.
Τα πλάσματα αυτά είναι οι άγιοι.

Τι είδους πρόσωπα είναι αυτοί οι «άγιοι», πώς έφτασαν να γίνουν τέτοιοι που είναι και τι σχέση έχουν με την καθημερινή μας ζωή; Κι άραγε υπάρχουν μόνο στην Ορθοδοξία (που είναι η δική μας πνευματική παράδοση και κληρονομιά) ή μήπως σε όλες τις θρησκείες;
Υπάρχουν αναρίθμητα επεισόδια από τη ζωή των αγίων, που θα ’θελα να σας αφηγηθώ. Επεισόδια για αγίους που θυσίασαν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους – θυμάμαι αυτό που αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος, για την επιδημία του 251 μ.Χ., όπου οι ειδωλολάτρες πέταγαν έξω από φόβο τους άρρωστους συγγενείς τους κι οι χριστιανοί τους μάζευαν από τους δρόμους, τους περιέθαλπαν και δεν τους ένοιαζε αν κολλούσαν οι ίδιοι – ή που μοίρασαν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς, όπως ο άγ. Γεώργιος, ο Μ. Βασίλειος, η αδελφή του αγία Μακρίνα η Φιλόσοφος, ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, ο Μ. Αντώνιος, η αγία Μελάνη η Ρωμαία, η αγία Φιλοθέη η Αθηναία, η αγία Ελισάβετ της Ρωσίας (οι δύο τελευταίες μαρτύρησαν κιόλας από ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν το μεγαλείο της αγάπης τους) κ.π.ά. Για αγίους γιατρούς, που θεράπευαν τους ανθρώπους χωρίς αργύρια (γι’ αυτό ονομάστηκαν Ανάργυροι – ανάμεσά τους είναι και τέσσερις αγίες γιάτρισσες, η αγία Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Φιλονίλλα και Σοφία η Ιατρός, αλλά και η σημερινή γερόντισσα Γαβριηλία, που ταξίδεψε στον κόσμο για να προσφέρει τις ιατρικές της φροντίδες στους πιο βασανισμένους ανθρώπους), αγίους που αντιστάθηκαν στην εξουσία της εποχής τους μέχρι θανάτου, όπως όλοι οι μάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους και μικρά κορίτσια, που συγκρούστηκαν με ανελέητους αυτοκράτορες, όπως ο άγ. Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, ο άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο άγ. Φίλιππος της Μόσχας (ο εχθρός του τσάρου Ιβάν του Τρομερού, ο οποίος και τον θανάτωσε), που συγκρούστηκαν ακόμα και με το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής τους, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ο γίγαντας της φιλανθρωπίας), ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άγ. Μάξιμος ο Γραικός στη Ρωσία, ο άγ. Νείλος της Σόρα κ.π.ά.… 



Θα αναφέρω όμως μόνο πέντε περιπτώσεις, που ιδιαίτερα με αγγίζουν. Καθίστε καλά, γιατί ίσως κάποιες απ’ αυτές είναι λίγο δυσκολοχώνευτες.
Ο άγιος Νικηφόρος, την εποχή των διωγμών, παρέδωσε τον εαυτό του στις ρωμαϊκές αρχές, ομολόγησε ότι είναι χριστιανός και θανατώθηκε, για χάρη του φίλου του, ιερέα Σαπρίκιου, ο οποίος είχε αρνηθεί το Χριστό (για να σωθεί ο αρνητής, στην αιωνιότητα, θυσιάστηκε ο άγιος). Το έκανε αυτό ο άγιος, παρότι ο Σαπρίκιος είχε πάψει να τον θεωρεί φίλο του και τον μισούσε κι όλες οι προσπάθειες του αγίου Νικηφόρου να συχωρεθούν είχαν αποβεί άκαρπες.
Οι Ρώσοι άγιοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, το 1015, όταν ο μοχθηρός αδερφός τους Σβιατοπόλκος τους κάλεσε στο παλάτι του, κατάλαβαν ότι ήθελε να τους δολοφονήσει, αλλά πήγαν και δέχτηκαν το θάνατο, και μάλιστα με διαφορά ενός μήνα ο ένας από τον άλλο. Θεώρησαν αταίριαστο στο χριστιανικό βάπτισμά τους να βάλουν τους στρατιώτες τους να πεθάνουν ή να σκοτώσουν άλλους για χάρη τους.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, που αργότερα εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους, τουλάχιστον της δικής μας ιστορίας, όταν ήταν ακόμη νέος ασκητής και μόναζε κοντά σε μια πόλη, συκοφαντήθηκε από μια κοπέλα, που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, ότι το παιδί ήταν δικό του. Εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα έμαθε ότι αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά για να μη φέρει τους ανθρώπους στη δύσκολη θέση να του ζητήσουν συγχώρεση.
Ο άγιος Παυλίνος, επίσκοπος Καμπανίας, τον 5ο αι. μ.Χ., αφού δαπάνησε μέχρι δεκάρας τον πλούτο του εξαγοράζοντας αιχμαλώτους από τους Βανδάλους επιδρομείς, όταν πλέον δεν είχε άλλα χρήματα, έδωσε τον εαυτό του για δούλο, για να ελευθερωθεί ο μοναχογιός μιας χήρας.
Άγιοι που πουλήθηκαν δούλοι για να βοηθήσουν άλλοι υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο άγιος Πέτρος ο Τελώνης, ο άγιος Σεραπίων ο Σινδόνιος (τον έλεγαν «σινδόνιο» κοροϊδευτικά, γιατί τουλάχιστον μια φορά έδωσε τα ρούχα του σε φτωχούς και γύρισε σπίτι του τυλιγμένος σ’ ένα σεντόνι) κ.ά., ενώ αρκετοί άγιοι έζησαν ως δούλοι, ενώ ήταν πνευματικά πολύ πιο ελεύθεροι από τους κυρίους τους – γνωστότερος όλων ο θαυματουργός δούλος, ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, που έζησε στην Τουρκία το 18ο αι. Αυτός είναι και ο λόγος που ο χριστιανισμός, στην αρχή, δεν κήρυξε γενική απελευθέρωση των δούλων (επειδή η πνευματική ελευθερία σημαίνει πλήρη ελευθερία), αν και ήδη το 4ο αι., λίγες δεκαετίες μετά την κατάπαυση των διωγμών και την αποδοχή του χριστιανισμού από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο θεσμός της δουλείας και το δουλεμπόριο καταγγέλλονται από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας [1].

Υπάρχουν αρκετοί άγιοι που πλησίασαν πόρνες και με την αρετή τους τις βοήθησαν ν’ αλλάξουν ζωή. Ο αείμνηστος καθηγητής Ηλίας Βουλγαράκηςαναφέρει κάποιον που εργαζόταν ως καταγραφέας των πορνείων σε μια βυζαντινή πόλη (δε θυμάμαι πού ακριβώς). Κάθε βράδυ τελείωνε τη δουλειά του και μετά ξενυχτούσε στο δωμάτιο μιας πόρνης – άλλης κάθε βράδυ. Η τοπική κοινωνία τον θεωρούσε ανήθικο και σεξουαλικά αχόρταγο. Όταν όμως πέθανε, όλες οι πόρνες της πόλης μαζεύτηκαν στην κηδεία του με μεγάλο σεβασμό και αποκαλύφθηκε πως, κάθε βράδυ, διέθετε σε μια πόρνη (άλλη κάθε φορά) το μεροκάματό του για ναμην αμαρτήσει – και έμενε όλη νύχτα μαζί της σαν αδελφός, όχι σαν πελάτης της. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τις είχε πραγματικά αγαπήσει.
Ας πω και μια σύγχρονη περίπτωση. Ο Αθανάσιος Ρακοβαλής, καθηγητής φυσικής και βιογράφος του γέροντα Παΐσιου, αναφέρει πως είχε ζητήσει βοήθεια από το γέροντα (που, ως γνωστόν, ήταν θαυματουργός) για ένα φίλο του, που έπασχε από καρκίνο. Ο π. Παΐσιος του είπε: «Θες να πάρουμε εμείς τον καρκίνο μισό μισό;». «Εγώ κατάπια τη γλώσσα μου» είπε ο Ρακοβαλής και ο γέροντας, για να μην πολυλογώ, του είπε: «Δεν πειράζει, θα τον πάρω μόνος μου». Δε γνωρίζω αν θεραπεύτηκε ο αδελφός, πάντως είναι γνωστό ότι ο γέροντας Παΐσιος πέθανε από καρκίνο. Τυχαίο; Πάντως σίγουρα ο γέροντας προθυμοποιήθηκε να πάρει τον καρκίνο του άγνωστου ασθενούς. Όπως άγιοι στο παρελθόν έχουν προσευχηθεί για να πάρουν οι ίδιοι την αμαρτία άλλων. Όπως η αγιασμένη Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, κοπέλα 20 ετών, προσευχήθηκε να πάρει τον καρκίνο του πατέρα της, του εφοπλιστή και μετέπειτα μοναχού Πανάγου Πατέρα, ο οποίος έπασχε από μια καρκίνο, συγκεκριμένα από τη νόσο του Hodgin. Και τον πήρε, έχοντας μια οσιακή κοίμηση το 1960.
Ερώτηση: Διαφέρουν αυτοί οι άγιοι από κοινωνικούς και πολιτικούς ακτιβιστές, από ιδεολόγους και ανθρωπιστές, οι οποίοι επίσης πρόσφεραν τα πάντα για τον πλησίον ή θυσίασαν τη ζωή τους για τα πιστεύω τους ή για να φέρουν σε πέρας τις επιστημονικές τους έρευνες;
Υπάρχει μια διαφορά…
Οι άγιοι δέχονται μέσα τους την αγαθή ενέργεια του Θεού, που είναι αδημιούργητη και υπάρχει πριν τη δημιουργία του σύμπαντος, και η οποία τους μεταμορφώνει σε ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι ενωμένοι με το Θεό και με όλα τα όντα. Η αγάπη τους είναι αποτέλεσμα όχι ιδεολογίας, αλλά του συνδέσμου της ενότητας που έχουν με τον Τριαδικό Θεό και με όλους τους ανθρώπους και με όλα τα όντα.
Για να φτάσουν όμως στο επίπεδο αυτό της αγάπης αγωνίζονται με ένταση. Ο αγώνας τους έχει σκοπό να φύγουν από μέσα τους τα πάθη, δηλ. ότι μας προκαλεί εξάρτηση (όπως ο εγωισμός, η ιδιοτέλεια, το μίσος, η οργή, η μνησικακία, ακόμη και ο φόβος και το αίσθημα ηθικής ή δικαίου – που απαιτεί την ανελέητη τιμωρία του ανήθικου ή του άδικου – και ο θρησκευτικός φανατισμός και η νοσηρή προσκόλληση στα μέλη της οικογένειάς μας) και να εγκατασταθεί στην καρδιά τους η ταπεινή και ανιδιοτελής αγάπη για όλους και για όλα τα όντα. Αυτή είναι όλη κι όλη η προσπάθεια των αγίων, δηλ. ο ορθόδοξος χριστιανικός δρόμος (που διαφέρει από το δρόμο του καθολικισμού και του προτεσταντισμού). Η αγιότητα είναι αποτέλεσμα της θείας χάριτος και τα έργα αγάπης, όταν υπάρχουν, είναι η φυσική συνέπεια και ο καρπός αυτού του τόπου ύπαρξης.
Γι’ αυτό ένας ερημίτης που προσεύχεται για όλο τον κόσμο γίνεται άγιος, ενώ ένας μοντέρνος ανθρωπιστής ή ακτιβιστής τον απορρίπτει (αυτό είναι ήδη μια διαφορά, που φανερώνει ότι ο συγκεκριμένος ανθρωπιστής διατηρεί κάποια ψήγματα εγωισμού, γι’ αυτό απορρίπτει τον ερημίτη· δεν ανέχεται την παρουσία του ερημίτη, τον οποίο θεωρεί κοινωνικά άχρηστο). Φυσικά, μια μερίδα ανθρωπιστών σκέφτεται έτσι, όπως και μια μερίδα χριστιανών είμαστε εγωιστές και θρησκόληπτοι. Ο άγιος τους δέχεται κι αυτούς (και τους άθεους και τους αμαρτωλούς και τους αιρετικούς – δε δέχεται την αθεΐα, την αμαρτία και την αίρεση, ακριβώς επειδή αγαπά τους άθεους και τους αμαρτωλούς και τους αιρετικούς και πιστεύει ότι βλάπτονται από αυτές. Υπάρχουν συγκλονιστικά πατερικά κείμενα γι’ αυτό το θέμα, όπως του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του αγ. Νεκταρίου, Ισαάκ του Σύρου, Σιλουανού του Αθωνίτη [2], καθώς και η προσευχή του αγίου γέροντα Ευμένιου, που έμενε στο Λεπροκομείο Αθηνών χωρίς να είναι λεπρός, ο οποίος ζητούσε αναλυτικά τη σωτηρία όλων των ανθρώπων όλων των θρησκειών και όλων των αιρέσεων. Και ένιωθε από την αύξηση της θείας χάριτος, που βίωνε, ότι ο Θεός χαιρόταν σε κάθε νέα ομάδα που πρόσθετε – λυπήθηκε μόνο όταν Του είπε «θέλω να σώσεις και τον Ιούδα», «θέλω να σώσεις και το διάβολο», επειδή ο Θεός θέλει, αλλά ο Ιούδας και ο διάβολος αρνούνται να έχουν σχέση μαζί Του, άρα αρνούνται και τη σωτηρία τους (ολόκληρο εδώ).
Φυσικά, στο Γεροντικό (το βιβλίο με τις διηγήσεις από τη ζωή των αρχαίων χριστιανών ασκητών της αιγυπτιακής ερήμου) υπάρχουν σπουδαία παραδείγματα έμπρακτης αγάπης και τέλειας αυτοπροσφοράς, όπου οι ερημίτες τα δίνουν όλα, ακόμη και τα ελάχιστα αναγκαία για τη ζωή τους, είτε σε άλλους ερημίτες, αδύναμους, είτε σε ζητιάνους, είτε ακόμη και σε ληστές, ενώ ενίοτε ληστές μετανοούν και γίνονται μοναχοί, όπως ο μαύρος άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας ή, αργότερα, ο πειρατής Ραχάι (και σήμερα άγιος Βάρβαρος), που έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων, όταν πυροβόλησε την εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας και η εικόνα αιμορράγησε (άλλαξε η ζωή από αυτό το περιστατικό και δε δικαιούμαι ελαφρά τη καρδία να το απορρίψω, με κάποια δήθεν ορθολογιστική σοφία ως κοινό ψεύδος ή ψυχωφελή μύθο).
Όμως, και απλώς ένας ερημίτης που προσεύχεται για όλο τον κόσμο, ωφελεί τους ανθρώπους πολύ περισσότερο από ένα στέλεχος πολυεθνικής ή από ένα μεγάλο και διάσημο συγγραφέα, που τα βιβλία του στρέφουν τους ανθρώπους στην αθεΐα, την ηθική ελευθεριότητα ή τις βίαιες πολιτικές και κοινωνικές ταραχές με δεκάδες ή και χιλιάδες νεκρούς.
Εν πάση περιπτώσει, η διαφορά του αγίου από οποιονδήποτε άλλο είναι, σε μία φράση, ότι ο άγιος είναι ενωμένος με το Χριστό.

Ο Χριστός, επειδή είναι Θεάνθρωπος, αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό. Ο ίδιος κάλεσε τους ανθρώπους να ενωθούν με Αυτόν όπως τα κλήματα με το αμπέλι. Να ενωθούμε μ’ Αυτόν, τρώγοντας το σώμα και το αίμα Του και ακολουθώντας την εντολή Του. Η εντολή Του είναι μία (όχι δέκα) και στην πραγματικότητα δεν είναι εντολή, αλλά αποκάλυψη στους ανθρώπους του τρόπου ζωής του Θεού, της αγάπης. Και η εντολή είναι: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Η αγάπη στον πλησίον είναι χριστιανικά ώριμη όταν φτάσει να γίνει αγάπη και στον εχθρό. Το Α του χριστιανισμού, λέει μια σπουδαία γυναίκα, η Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη, είναι «αγαπήσεις τον Θεόν σου» και το Ω «αγαπήσεις τον εχθρόν σου»: άλλο ένα στοιχείο του χριστιανισμού που κάνει πολλούς από μας ν’ αγανακτήσουν, φανερώνοντας πόσο δεν είμαστε άγιοι και ενδεχομένως πόση αυτογνωσία μας λείπει. (Στην αρχαία λειτουργία του αγ. Κλήμενος – εποχή των διωγμών στη Ρώμη – υπάρχει ευχή «υπέρ των διωκόντων ημάς»! Απίστευτο;).
Ο άγιος λοιπόν εντάσσει τον εαυτό του στην Εκκλησία (την κατεξοχήν κοινωνία της ταπείνωσης, όπου στέκεσαι δίπλα στον εχθρό σου, κοινωνείς το ίδιο σώμα Χριστού και από το ίδιο Ποτήρι με τον εχθρό σου και προσεύχεσαι μαζί με τον εχθρό σου, και όπου εξομολογείσαι, δίνοντας τη μεγάλη μάχη κατά του εγωισμού και υπέρ της ταπείνωσης, που είναι το θεμέλιο ολόκληρης της πνευματικής προόδου) και αυτή η πνευματική πρόοδος – του αγίου – δεν συνιστά μια ατομική εξέλιξη ή «αυτοβελτίωση», αλλά ένωση με τον Τριαδικό Θεό διά του Χριστού, η οποία:
α) τον φέρνει σε ενότητα με όλους τους ανθρώπους και όλα τα όντα, και
β) δεν τελειώνει με το θάνατο, αλλά συνεχίζεται αιώνια, και μάλιστα με μεγαλύτερες δυνατότητες μετά το σωματικό θάνατο, γι’ αυτό και οι άγιοι παρεμβαίνουν και θαυματουργούν ακόμη και μετά το θάνατό τους (που δεν είναι θάνατος· «φάνηκε στα μάτια των ανθρώπων να πεθαίνουν, αλλά αυτοί βρίσκονται εν ειρήνη», κατά την Αγία Γραφή).
Για το αν είναι αλήθεια ότι οι άγιοι θαυματουργούν, τις μαρτυρίες χιλιάδων χριστιανών κάθε ηλικίας, φύλου και μορφωτικού επιπέδου ενίοτε τις απορρίπτουμε, γιατί δεν τις αντέχουμε στη ζωή μας, αρκούμαι να παραπέμψω στο άρθρο μου «Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους», που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο και το οποίο… καταλαβαίνετε τι περιεχόμενο έχει.
Κάθε χριστιανός, που αναλαμβάνει αγώνα ενάντια στα πάθη του και εντάσσεται στην Εκκλησία (που θέλει ταπείνωση για να ενταχθείς σ’ αυτήν – ψυχικά, όχι οπωσδήποτε σωματικά, γιατί μπορεί να ζει στην έρημο ή σε μια χώρα χωρίς εκκλησίες), βρίσκεται στην αφετηρία για την εκπλήρωση της εντολής, είναι δηλαδή εν δυνάμει άγιος ή άγιος «μικρού μεγέθους». Μπορεί να είμαι εγώ, εσύ, η γιαγιά σου ή ένας μαθητής που τον κοροϊδεύουν επειδή νηστεύει, εξομολογείται και μεταλαβαίνει…
Ένας μη χριστιανός, που με ταπεινή καρδιά αγαπά τον πλησίον, είναι ασφαλώς πιο κοντά στο Θεό από ένα χριστιανό γεμάτο υπεροψία και μίσος. Ο Χριστός ζήτησε από τους μαθητές Του να μιλήσουν σ’ αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους, να τους βαφτίσουν και να τους βοηθήσουν να ενωθούν κι εκείνοι μαζί Του και μέσω Αυτού με το Θεό και να γίνουν άγιοι. Και προειδοποίησε για σταυρό, θλίψη και μαρτύριο – όχι για άμεσα αποτελέσματα ψυχικής γαλήνης και αταραξίας, ικανοποίησης, δύναμης ή μεταφυσικών εμπειριών. Εμείς πλησιάζουμε το Θεό ως αμαρτωλοί, για να μας καθαρίσει το θείο Φως, που είναι και θείο Πυρ. Όποιος καθαριστεί, λαμβάνει και μεταφυσικές εμπειρίες· αλλά, αν τις ζητήσω, σημαίνει πως δεν έχω καθαριστεί ακόμη (και τότε μπορεί να λάβω μεταφυσικές εμπειρίες, που θα φαίνονται θεϊκές, αλλά δε θα είναι από το Θεό).

***

Η αρμονία, τώρα, των αγίων με τα πλάσματα, που φέρνει και την αρμονία στον κόσμο. Οι άγιοι θεραπεύουν τον κόσμο από την κακία. «Βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου» έλεγε ο μεγάλος και θαυματουργός ερημίτης των ρωσικών δασών άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (γιορτάζει μαζί με τον άγ. Μάρκο τον κωφό, στην εκκλησία του, στο Αρσάνι).

Είναι γνωστές οι περιπτώσεις των αγίων που ζουν μαζί με τα φίδια, τα πουλιά και τα θηρία. Που μιλούν μαζί τους, γιατρεύουν τις πληγές τους, τα υπηρετούν και τα ζώα επίσης τους υπηρετούν.Ο άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης έφερε ένα ενήλικο λιοντάρι στο μοναστήρι, που τον πήρε από πίσω, όταν του έβγαλε από το πόδι ένα καλάμι. Το θηρίο δεν τον ακολούθησε μόνο, αλλά – χωρίς να είναι εκπαιδευμένο – έτρωγε μόνο ψωμί και έγινε φίλος και βοηθός ενός γαϊδάρου.

Ο άγιος Μάμας, ορφανό που γεννήθηκε στη φυλακή, μεγάλωσε σε θετή μητέρα και κυνηγήθηκε από τους Ρωμαίους και μαρτύρησε σε ηλικία 15 ετών, κατέφυγε στα δάση της Καππαδοκίας κι εκεί καβαλίκευε τα λιοντάρια και τα άρμεγε τα ελάφια, που έρχονταν μόνα τους κοντά του (μπροστά στα μάτια των Ρωμαίων, όταν πήγαν να τον πιάσουν)… Η αγία Μαρία η Αιγυπτία, η μεγάλη θαυματουργή ασκήτρια (πρώην πόρνη), όταν κοιμήθηκε, έσκαψε τον τάφο της ένα λιοντάρι, γιατί ο άγιος Ζωσιμάς, ο ερημίτης που την είχε ανακαλύψει κι έγραψε και το βίο της, δεν είχε μέσο να σκάψει. Ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής γιάτρεψε με την προσευχή του το τυφλό παιδί μιας ύαινας, ο άγ. Νικόλαος Πλανάς (ο αγράμματος, αλλά θαυματουργός φτωχόπαπας της Αθήνας, που περπατούσε τη νύχτα χωρίς φανάρι κι οι άλλοι έβλεπαν ένα φως να τον περιβάλλει), γιάτρευε με την προσευχή του τα άλογα των αμαξάδων…
Στη βιογραφία του π. Κλεόπα Ελίε (ενός κορυφαίου σύγχρονου αγίου της ορθόδοξης Ρουμανίας) γράφεται πως επί σειρά ετών τον επισκεπτόταν και εξομολογούνταν σ’ αυτόν ένας ερημίτης αγνώστων στοιχείων, συνοδευόμενος από ζώα του δάσους (λύκους, αρκούδες), τα οποία τον περίμεναν έξω από το μοναστήρι και, όταν τελείωνε, τον παραλάμβαναν πάλι κι έφευγαν μαζί του.

Ο π. Παΐσιος, ως γνωστόν, τάιζε τα φίδια, μιλούσε με τα ζώα και ένιωσε τον πόνο ενός φιδιού που σκότωσε κάποιος με το αμάξι του χιλιόμετρα μακριά (του το είπε όταν ο τύπος πήγε στην καλύβα του, στα αγιορείτικα δάση: «Γιατί σκότωσες το φίδο μου;»).
(Περιστατικό έχουμε και από το βίο του π. Ιωάννη Σιγανού από τις Λαμπιώτες, ενός αγίου ιερέα που κοιμήθηκε το 1970· συγκεντρώθηκαν γύρω του μόνα τους τα κοπάδια στην αμαριώτικη μπάντα του Ψηλορείτη, όταν οι βοσκοί τον κάλεσαν να τα ευλογήσει για ν’ απαλλαγούν από τα προβλήματά τους – οι ίδιοι οι βοσκοί δε μπορούσαν να τα μαζέψουν γιατί ήταν αφηνιασμένα· όταν ήρθε ο ταπεινός και αγιασμένος παπάς πλησίασαν και τον συνάντησαν μόνα τους).
«Αν είσαι του Χριστού, ταπείνωσε τον εαυτό σου μέχρι του σκώληκος… Σάρκωσε τον εαυτό σου στον πόνο του κάθε πονεμένου, στη θλίψη του κάθε θλιμμένου, στο άλγος του κάθε ζώου και πουλιού», άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Σερβία 1979.
«Καρδία ελεήμων» σημαίνει «να καίγεται η καρδιά σου υπέρ όλης της κτίσεως· δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ κάθε δημιουργήματος [δηλ. πλάσματος], από τη θύμηση και τη θέα των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δεν μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό και υπέρ των ζώων και υπέρ των εχθρών της αλήθειας και υπέρ εκείνων που τον βλάπτουν προσεύχεται κάθε ώρα με δάκρυα, για να τους φυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός», λέει ο άγιος Ισαάκο Σύρος, από το λαμπρό ορθόδοξο παρελθόν της μαρτυρικής σήμερα Συρίας.

«Πω πω! Μεγάλος άγιος» είχε πει γι’ αυτόν ο παπά Τύχων, «ούτε έναν ψύλλο δε σκότωνε ο πατήρ Ισαάκ!». Ο παπά Τύχων (δάσκαλος του Παΐσιου) ήταν ένας αγράμματος ασκητής των αγιορείτικων δασών, που λειτουργούσε μαζί με αγγέλους και προστάτευε τα ελάφια και τους αγριόχοιρους απ’ τους κυνηγούς. Είπε πως ο άγ. Ισαάκ ήταν μεγάλος, όχι επειδή έγραψε κορυφαία βιβλία (από τα σπουδαιότερα πατερικά κείμενα) ή επειδή έκανε θαύματα, αλλά επειδή δε σκότωνε ούτε ένα ψύλλο. Να, αυτή είναι η ουσία της ορθόδοξης αγιότητας.
Να βλέπεις μια ημίγυμνη τηλεπαρουσιάστρια ή κοπέλα που λικνίζεται στο ημίφως ενός μπαρ, ή και μια πανέμορφη στριπτιζέζ, εν ώρα εργασίας, και να σκέφτεσαι «πόση αγάπη μπορεί να χρειάζεται αυτή η αδελφή μου;» κι όχι «πώς θα τη ρίξω στο κρεβάτι μου;», ούτε όμως «τι αμαρτωλή που είναι!»· αυτό είναι ο χριστιανισμός.

Αρμονία με τα πλάσματα – και συγκεκριμένα με τους ανθρώπους, που είναι κι αυτοί πλάσματα. Ο άγιος Γέροντας Πορφύριος(εφάμιλλος του Παΐσιου) ένιωθε τον πόνο των ανθρώπων που σκοτώνονταν την ίδια ώρα στη Ρουμανία, κατά την εξέγερση που κατέληξε στην πτώση του Τσαουσέσκου (το γράφει σ’ ένα σπουδαίο κείμενό του o καθηγητής Ιατρικής Γεώργιος Παπαζάχος,που τον εξέτασε την καρδιά του την ίδια μέρα). Ο γέροντας Γεννάδιος της Ακουμιανής Γιαλιάς έλεγε «μου μιλούνε οι αθρώποι και δεν τους ακούω, γιατί ακούω τσι μάχες που γίνουνται στο Λίβανο», ενώ μια φορά μεταφέρθηκε θαυματουργικά μέσα σε μια μάχη! (Όπως και σε άλλα σημεία πόνου και οδύνης). Η αγάπη προς τους πάντες δίνει στους αγίους το χάρισμα αυτών των συνδέσεων, κατά τη δωρεά του Θεού, που είναι ανάλογη με την αντοχή τους.



Οι κάμψεις χώρου και χρόνου, όχι για επίδειξη, αλλά για χάρη του πλησίον, έχουν συμβεί πολλές φορές σε αγίους, ακόμα και σύγχρονους, θαυματουργούς ήδη εν ζωή, όπως οι γέροντες Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος της Εύβοιας, Ιωάννης Μαξίμοβιτς (αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο) κ.ά.
Αρμονία με τους ανθρώπους: τα μέσα του 20ού αιώνα το άνθος της ορθόδοξης ρουμανικής διανόησης, αλλά και της ρουμανικής νεολαίας, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από το αθεϊστικό καθεστώς του Γκεόργκε Γκεοργκίου-Ντέι (προκατόχου του Τσαουσέσκου). Στις φρικτές φυλακές του Πιτέστι, του Αϊούντ, της Ζιλάβα, της Γκέρλα κ.ά. γράφτηκαν επικές σελίδες πίστης και αγάπης, εφάμιλλες με τα μαρτυρολόγια των ρωμαϊκών διωγμών. Για τον άγιο Κωνσταντίν Οπρισάν, το Φιλόσοφο και Μάρτυρα, γράφεται:
«Όταν μαλώναμε (στο κελί) εκείνος προσευχόταν. Η προσευχή του ήταν αποτελεσματική. Εμείς ντρεπόμασταν επειδή ξέραμε ότι προσευχόταν. Δεν προσευχόταν με δυνατή φωνή, αλλά το έβλεπες στο αλλοιωμένο πρόσωπό του. Εμείς καταλαβαίναμε ότι προσεύχεται και σταματούσαμε τον καυγά.
Ήταν σε άθλια κατάσταση επειδή τον είχαν βασανίσει στο Πιτέστι 3 χρόνια. Τον χτυπούσαν στο στήθος και στην πλάτη, του είχαν καταστρέψει τα πνευμόνια. Αλλά εκείνος προσευχόταν όλη μέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό για τους βασανιστές του, μόνο μιλούσε για το Χριστό» (π.Γκεόργκε Κάλτσιου-Ντουμιτρεάσα).
«Δε μιλούσε πολύ. Κάθε μέρα μας μιλούσε μια-δυο ώρες, επειδή δε μπορούσε να μιλήσει πιο πολύ. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν μια λέξη αγιασμένη – μόνο για το Χριστό, την αγάπη, τη συγχώρεση» (Virgil Maxim “Imn pentru crucea purtata”). 
Ο γέροντας Γεώργιος Καλτσίου (άλλος ένας μεγάλος άγιος της Ρουμανίας) έκανε φίλους του τους δυο δολοφόνους που είχε βάλει το καθεστώς Τσαουσέσκου στο ίδιο κελί μ’ αυτόν για να τον σκοτώσουν. Αμέτρητα τέτοια παραδείγματα (αλλά κι από τους νεομάρτυρες της Ρωσίας – διαβάστε το «Ο π. Αρσένιος», πώς ένας άγιος φυλακισμένος ημέρευε εγκληματίες και φανατικούς άθεους, όχι πάντα βέβαια, με την αρετή του) φανερώνουν πώς γίνεται ο άνθρωπος, όταν εκπληρώνει την εντολή του Χριστού, «αγαπήσεις τον Θεόν και τον πλησίον».

Η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα (τι να πρωτοπώ;), Ρωσίδα κομουνίστρια ποιήτρια, που έγινε ορθόδοξη μοναχή στη Γαλλία και επιδόθηκε σε τεράστιο ανθρωπιστικό αγώνα, τελικά συνελήφθη από τους ναζί επειδή φυγάδευε Εβραίους και κλείστηκε στο στρατόπεδο Ράβενσμπρουκ. Εκεί θανατώθηκε και λέγεται πως αντικατέστησε με τη θέλησή της μια Εβραία στο θάλαμο αερίων.
***
Έξω από το χριστιανισμό, υπάρχουν άγιοι;
Οι χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι θεώρησαν φωτισμένους από τον αληθινό Θεό τους ειδωλολάτρες σοφούς, που έφεραν στον κόσμο αλήθειες συγγενικές με το χριστιανισμό. Το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ηράκλειτο, τους τραγικούς κ.ά. – ακόμη και το Λάο Τσε και κάποιους Ινδιάνους… Ο άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο μεγάλος πνευματικός πατέρας της Σερβίας (που κάποιες σπουδαίες σελίδες του τις έγραψε στο Νταχάου), μίλησε το ίδιο για το Γκάντι. Η αγία γερόντισσα Γαβριηλία είπε το ίδιο για κάποιους Ινδούς που γνώρισε στα ταξίδια αγάπης της (όχι γκουρού όμως, πρέπει να πω). («Ξέρω πέντε γλώσσες, που τις καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι της γης: γέλιο, κλάμα, άγγιγμα, προσευχή και αγάπη» – Γαβριηλία). Ο (κατ’ εμέ, άγιος) ιεραπόστολος του Ζαΐρ π. Κοσμάς Γρηγοριάτης (που έζησε για την Αφρική και ετάφη εκεί) είπε τα ίδια για τον αφρικάνικο πολιτισμό: Περιέχει σοφία απόλυτα ταιριαστή με το ευαγγέλιο. Μιλάμε για το Χριστό, δεν πάμε να τους κάνουμε δυτικούς, δηλ. σαν τα μούτρα μας.
Έλα όμως που εκτός Εκκλησίας (ακόμη και μέσα στις χριστιανικές αιρέσεις) τα πράγματα δεν είναι καθαρά και αυτό πρέπει να το συνυπολογίσουμε. Δηλ. όση σοφία και αν είχε ο πολιτισμός των Αζτέκων, δεν παύει να θυσίασαν 40.000 ανθρώπους στα εγκαίνια του μεγάλου ναού της Τενοτσιτλάν! Ενίοτε έβγαζαν την καρδιά τους ή τους έγδερναν ζωντανούς. Όση σοφία κι αν είχε ο πολιτισμός των δρυϊδών, είχε επίσης διαφορετική μέθοδο ανθρωποθυσίας για τη λατρεία κάθε θεού: άλλου το θύμα έσφαζαν, άλλου έπνιγαν σε νερό, άλλου στραγγάλιζαν κ.λ.π.
Στην Ορθοδοξία υπάρχουν πολλοί νοσηροί άνθρωποι· όμως η ίδια η Ορθοδοξία, όταν ακολουθείται σωστά, είναι η θεραπεία της ανθρώπινης νοσηρότητας. Στις θρησκείες και τις αιρέσεις βλέπουμε ανακατεμένες αλήθεια και πλάνη, βλέπουμε να μη διδάσκεται πάντα η ταπείνωση ούτε η αγάπη προς τον εχθρό· να λατρεύονται ως θεοί πνεύματα με δύο όψεις (καλή και κακή) ή και μόνο με σκοτεινή όψη· ν’ απορρίπτεται η προσωπικότητα του Θεού και να πιστεύεται μια απρόσωπη θεϊκή ουσία ή ένας τυφλός νόμος ενσαρκώσεων και μετενσαρκώσεων· ν’ απορρίπτεται το ανθρώπινο σώμα (ναός του Θεού κατά τον απόστολο Παύλο) και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη (όπως στο βουδισμό) – ή να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι είμαστε ήδη θεϊκά πλάσματα χωρίς αμαρτίες κι ότι θα φτάσουμε στην τελειότητα με μεθόδους αυτοβελτίωσης κι όχι με τη μετάνοια (δηλαδή την αλλαγή του νου μας και τη μεταφορική «σταύρωση» των παθών μας) και με την ένωσή μας με το Χριστό, ο οποίος, στο κάτω κάτω, παρερμηνεύεται ή απορρίπτεται… Πώς θα επιβιώσει ο αγνός άνθρωπος μέσα σ’ αυτά;
Επαναλαμβάνω ότι ο Χριστός ζήτησε από τους μαθητές Του να μιλήσουν σ’ αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους, να τους βαφτίσουν και να τους βοηθήσουν να ενωθούν μαζί Του και μέσω Εκείνου με το Θεό και να γίνουν άγιοι. Συνεπώς, σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό, αυτός είναι ο δρόμος της σωτηρίας. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ο δρόμος για να νιώσω γαλήνη ή να γίνω απαθής ή να νιώσω σοφός ή να γίνω δυνατός ή ακόμη και ν’ αποχτήσω υπερφυσικά χαρίσματα (ακόμη και να γιατρεύω ασθενείς – πράγμα που θα αύξανε κατακόρυφα τον εγωισμό μου), όχι όμως να ενωθώ με το Χριστό, άρα όχι να γίνω άγιος. Αντιθέτως, μια μάνα που θυσιάζεται για τα παιδιά της έχει μια αγιότητα. Γι’ αυτό και η προσευχή της μπορεί να σώσει το παιδί της – να κάνει δηλ. ένα μικρό θαύμα· αρκεί μέσα της να υπάρχει η ταπεινή και ανιδιοτελής αγάπη. Ένας κορυφαίος πυρηνικός φυσικός, αν είναι εγωιστής και άθεος, αποτελεί ίνδαλμα για τους φίλους της επιστήμης, όμως δεν έχει αγιότητα. Γι’ αυτό και η επιστήμη του θα πέσει στα χέρια πονηρών ανθρώπων, που θα τη χρησιμοποιήσουν για να κερδίσουν χρήματα. Ενώ ένας άγιος θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο.
Και, ενώ θα πέθαινε – για να μην ξεγελιόμαστε και θεωρούμε όμοια τα ανόμοια – θα συγχωρούσε τους δολοφόνους του και θα ευλογούσε τους διώκτες του, όπως ο τσάρος Νικόλαος Ρωμανώφ λίγο πριν σκοτώσουν αυτόν και τα παιδιά του· και γι’ αυτό είναι άγιος, παρά τα λάθη που είχε κάνει όταν κυβερνούσε, από την οποία διακυβέρνηση είχε παραιτηθεί πριν ξεσπάσει η Οκτωβριανή Επανάσταση και πριν αιχμαλωτιστεί και δολοφονηθεί μαζί με την οικογένειά του. (Αναφέρομαι σε επιστολή της κόρης του Όλγας, που γράφτηκε στην αιχμαλωσία και αναφέρει: «Ο πατέρας παρακαλεί να μεταφέρετε σε όλους, όσοι παραμένουν πιστοί σε αυτόν, και σε όσους μπορούν να αντιδράσουν, να μην εκδικηθούν χάριν αυτού, διότι αυτός τους έχει ήδη συγχωρήσει όλους και προσεύχεται για όλους. Επίσης, να μην εκδικηθούν για τον εαυτό τους. Να ενθυμούνται δε ότι το κακό, το οποίο τώρα υπάρχει στον κόσμο, θα γίνει ισχυρότερο, αλλ’ όμως το κακό δεν νικάται διά του κακού, αλλά μόνο διά της αγάπης…». (Παρατίθεται εδώ).

Αυτή είναι η πνευματική μας παράδοση. Στην πόλη μας, στα χωριά και στα μοναστήρια μας και σ’ όλη την Κρήτη, υπάρχουν και σήμερα ακόμη μεγάλοι πνευματικοί διδάσκαλοι, άντρες και γυναίκες, αφανείς. Όποιος τους αναζητήσει, θα του αποκαλυφθεί ένας κόσμος που δεν τον φανταζόταν. Θα πρέπει βέβαια να πολεμήσει με τον εγωισμό του για να τους αποδεχτεί, γιατί η αγιότητα προκαλεί αλλεργία σε μας τους υπερόπτες και εμπαθείς. Όμως, αν δώσει με αυταπάρνηση και αληθινή επιμονή αυτόν τον αγώνα, θα βρει την ειρήνη, και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί του.
Σας ευχαριστώ.

Ό μεγαλόσχημος μοναχός Νικήτας (1832-1907)


Ό μεγαλόσχημος μοναχός Νικήτας (1832-1907)

Πολλοί από τους αδελφούς του Βαλαάμ καταγόταν από την επαρχία Ίάροσλαβ. Από εκεί ήταν και ό π. Νικήτας, κατά κόσμο Νικόλαος Εύδοκίμοβιτς Φίλιν. Γεννήθηκε το 1832 από αγροτική οικογένεια.
Όταν έγινε 20 χρονών, ό Νικόλαος πήγε στρατιώτης. Ή ομάδα του ήταν το φρούριο τού Βίαμποργ πού βρίσκεται στη Φινλανδία σε ένα νησάκι μπροστά από το Ελσίνκι. Την εποχή εκείνη άρχισε ό πόλεμος τής Κριμαίας. Αργότερα, όταν ήδη βρισκόταν στο μοναστήρι ό π. Νικήτας θυμόταν πώς οι Άγγλοι κατάφεραν τα πυρά τους να κτυπήσουν τα τείχη τού φρουρίου, ενώ τα πυρομαχικά των Ρώσων δεν έφθασαν μέχρι τον στόλο τού εχθρού. «Αποφασίσαμε τότε να πυροβολήσουμε με μεγαλύτερη δύναμη. Βάλαμε διπλάσιο μπαρούτι στα κανόνια. Αλλά ώ τής συμφοράς! Τα κανόνια δεν άντεξαν και έγιναν κομμάτια. Σταματήσαμε το πυρ εντελώς, ενώ οι Άγγλοι συνέχιζαν ώσπου τελικά απομακρύνθηκαν στην θάλασσα».


Λέγοντας αυτά ό γέροντας έκλαιγε και σταυροκοπιόταν, ειδικά όταν θυμόταν την ατυχία των Ρώσων. Τόσο πολύ αγαπούσε την πατρίδα του.


Μετά από τον πόλεμο της Κριμαίας ό Νικόλαος Φίλιν αφέθηκε στην εφεδρεία. Μετατέθηκε στην πύλη Ροστώφ και μισθώθηκε άμαξας από' τον πλούσιο έμπορο Κέκιν. Έμεινε εκεί μερικά χρόνια και μετά έγινε φύλακας τού Ναού της Αγίας Σκέπης τού Ροστώφ. Απολάμβανε την εμπιστοσύνη και εκτίμηση των προϊσταμένων του και τού περιβάλλοντος γενικά. Ό επίτροπος τού ναού σύντομα εμπιστεύθηκε στον Νικόλαο όλες τις δουλειές τού ναού. Από την υπηρεσία στο Ναό της Αγίας Σκέπης ό Νικόλαος μεταφέρθηκε στην Πετρούπολη και μισθώθηκε από τον έμπορο Βάργουνιν, πρώτα ως αύλοκαθαριστής και έπειτα ως θυρωρός.


Στο σπίτι του πήρε χριστιανική ανατροφή και αργότερα στις διάφορες υπηρεσίες ζούσε με χριστιανική ευσέβεια. Τον ελεύθερο χρόνο του, περνούσε με προσευχή στην εκκλησία και με ανάγνωση θρησκευτικών βιβλίων. Έμαθε να διαβάζει, όταν ήταν στο στρατό. Συχνά και ακόμη στις καθημερινές πήγαινε πριν να αρχίσει την δουλειά στην πρωινή ακολουθία για να προσευχηθεί στο ναό έστω και λίγη ώρα. Ό κόσμος τον ονόμαζε «μοναχό» - και όχι χωρίς λόγο. Τού έλεγαν: «Να πάς, Νικόλαε, καλύτερα στο μοναστήρι. Σύ δεν ξέρεις να ζεις στον κόσμο». «Ναι, θα πάω, μην ανησυχείτε», τούς απαντούσε, «αλλά πρώτα πρέπει να τακτοποιήσω τις υποθέσεις μου».
Αποφάσισε να πάει σε προσκύνημα στο Κίεβο και ίσως να παραμείνει εκεί για πάντα. Αλλά αλλιώς έγινε. Κατά τύχη συνάντησε στην Πετρούπολη κάποιο συγγενή του και στην συζήτηση αποκαλύφθηκε ότι ό κοινός συγγενής τους Βασίλειος Χράμπωφ μόναζε ήδη περισσότερα από τρία χρόνια στο Βαλαάμ. Αυτό έδωσε στον Νικόλαο την ιδέα να πάει και εκείνος στο Βαλαάμ.
Γρήγορα πραγματοποίησε την επίσκεψη του, συνάντησε εκεί τον εξάδελφο του Βασίλειο και αγάπησε το μοναστήρι με όλη του την καρδιά. Γυρίζοντας στην Πετρούπολη πώλησε χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπάρχοντα του. Τα χρήματα τα μοίρασε στα τρία. Το ένα μέρος έστειλε στους φτωχούς γονείς του, το άλλο σκόρπισε στους φτωχούς της πόλης και το τρίτο πήρε μαζί του ως δώρο για το μοναστήρι.


Στο Βαλαάμ
Το διακόνημά του ήταν να υπηρετεί στο ξενοδοχείο της Μονής. Με μεγάλο ζήλο και αγάπησε περιποιόταν τούς ξένους άσχετα με την κοινωνική θέση ή πλούτο πού κατείχαν. Ή υπηρεσία στον ξενώνα δεν ήταν εύκολη. Συνήθως το καράβι έφερνε στο νησί ένα πλήθος προσκυνητών πού έφθαναν στο ξενοδοχείο όλοι μαζί. Ταυτόχρονα έπρεπε ό Νικόλαος να τούς τακτοποιήσει όλους. Τί θόρυβος, στενότητα, σπρώξιμο! Από όλες τις μεριές έπεφταν βροχή τα παρακάλια για καλύτερο δωμάτιο, για το σαμοβάρι, για να πάρουν το τσάι τους κ.λπ.. Ό Νικόλαος όμως τηρούσε την γαλήνη και την ειρήνη του. Δεχόταν τούς ξένους με υποκλίσεις και προσπαθούσε να τούς ησυχάσει: «Καλώς ήλθατε, θεόσταλτοι προσκυνητές! Καλώς ήλθατε! Αμέσως θα σας τακτοποιήσουμε στα δωμάτια. Φίλοι μου, μην ανησυχείτε. Μην ανησυχείτε, αγαπητοί μου. Υπάρχει χώρος για όλους. Τακτοποιήστε τα πράγματά σας, πλυθείτε μετά από το ταξίδι. Πηγαίνετε να προσκυνήσετε τον τάφο των οσίων κτητόρων. Ενισχύστε το σώμα σας με γεύμα μετά το κουραστικό ταξίδι. Μέχρι τότε θα σας έχω έτοιμα τα σαμοβάρια σας. Θα πάρετε το τσάι σας και μετά ας κάνει ό καθένας ότι θέλει. Μπορείτε να ξεκουραστείτε μέχρι τον εσπερινό ή να κάνετε έναν περίπατο για να θαυμάσετε το νησί μας. Εδώ σε μας ή χάρις του Θεού είναι οφθαλμοφανής και μπορεί να την ζει ό καθένας».


Από την υπηρεσία στο ξενοδοχείο ό Νικόλαος μεταφέρθηκε στον κήπο. Κοπίασε εκεί πέντε χρόνια. Ή δουλειά στον κήπο γινόταν συχνά μέσα στην βροχή και την υγρασία και ως αποτέλεσμα άρχιζαν τα πόδια του Νικολάου να πονούν πολύ από τους ρευματισμούς. Γι' αυτό και τον ξανατοποθέτησαν στο ξενοδοχείο.
Ύστερα από δέκα χρόνια υπηρεσίας στο Βαλαάμ ό Νικόλαος Φίλιν έλαβε την μοναχική κουρά με το όνομα Νήφων.




Στις Σκήτες της Κονεβίτσας και του Τιμίου Προδρόμου
Περίπου τρία χιλιόμετρα μακριά από την κύρια Μονή βρισκόταν ή Σκήτη της Κονεβίτσας. Ήταν ή μικρότερη από όλες τις Σκήτες του Βαλαάμ. Έκτος από τον ξύλινο ναό περιείχε μόνον δύο-τρεις μικρές κατοικίες. Ή Σκήτη ήταν κάποτε το ερημητήριο του ξακουστού ηγουμένου Δαμασκηνού. Στην καλύβι του φύλαγαν προσεκτικά προσωπικά του αντικείμενα. Τώρα ό π. Νήφων έλαβε την ευλογία να συνεχίζει τους μοναχικούς του αγώνες σε τούτη την Σκήτη. Ή μετάθεση αυτή του άρεσε πολύ. Αγαπούσε την ησυχία και την μοναξιά, και ή υπηρεσία στον ξενώνα με τις αναπόφευκτες φασαρίες όλο και πιο πολύ τον κούραζε ψυχικά.
Έκτος από τον π. Νήφωνα στην Σκήτη έμειναν μόνο δύο- τρεις δόκιμοι ιερομόναχο δεν είχε. Στις Κυριακές και στις εορτές οι αδελφοί πήγαιναν συνήθως στην κύρια Μονή για να λειτουργηθούν. Τις άλλες ακολουθίες έκαναν στον ναό της Σκήτης. Ό π. Νήφων πρωτοστατούσε, διάβαζε και έψαλλε με την μελωδική φωνή του. Και ό αδελφός Βλαδίμηρος διάβαζε, ενώ ό αναλφάβητος αδελφός Γεώργιος απήγγειλε ψαλμούς από στήθους και επαναλάμβανε την ευχή τού Ιησού με μετάνοιες.


Το χρόνο πού τούς έμενε από τις ακολουθίες τον χρησιμοποιούσαν στην καλλιέργεια τού κήπου και σε άλλες πρακτικές ασχολίες. Τα καλοκαίρια επισκέπτονταν την Σκήτη πολυάριθμοι προσκυνητές. Ό π. Νήφων έβαλε τον αδελφός Βλαδίμηρο να τούς ξεναγεί, να τούς δείχνει το ναό, να πωλεί κεριά και κάρτες. Ό ίδιος, όταν έρχονταν οι ξένοι, κλεινόταν στο κελί του έχοντας στο νου τα λόγια τού μεγάλου Αρσενίου: «Φεύγε και σώζου». Ακόμη και οι ίδιοι οι συγγενείς του αναγκάζονταν συχνά να φεύγουν από την πόρτα του χωρίς να τον δουν.
Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φυλάει την καρδιά του από κάθε τι το κακό. Ειδικά απέφευγε την άργολογία και την κατάκριση. Όπως μαρτυρούν οι συναγωνιστές του δεν άκουσαν ποτέ από το στόμα του έστω και μία λέξη κατάκρισης. Όταν κάποιος αδελφός τύχαινε στην συζήτηση να κάνει κριτική για κάποιον άλλον, τον διέκοπτε αμέσως: «Αρκετά είπες, αδελφέ. Σώπα. Δεν καταλαβαίνεις ότι σε τούτο ή στο άλλο δεν φταίει ό ίδιος ό άνθρωπος αλλά το πονηρό πνεύμα. Εκείνο δελέασε τον αδελφός, και έπεσε. Κάνε προσευχή ό Θεός να τον βοηθήσει να νικήσει τον εχθρό. αντί να λες όλη την ώρα: «Τέτοιος είναι, τούτο έκανε!».
Πέρασε στην Σκήτη της Κονεβίτσας συνολικά έξι χρόνια. Όμως στα βάθη τής καρδιάς ποθούσε ακόμη περισσότερη ησυχία και ειδικά την δυνατότητα να συμμετέχει πιο συχνά στα Άχραντα Μυστήρια. Στην Σκήτη γίνονταν μόνον δέκα λειτουργίες περίπου το χρόνο. Στην κύρια Μονή πήγαινε σπάνια. Αιτία ήταν τα πονεμένα πόδια του, και ή επιθυμία του να μένει μακριά από τούς ανθρώπους. Ή φήμη του ως βαθύνου αγωνιστή απλώθηκε και έξω από το μοναστήρι.


Την αποφυγή των ανθρώπων δικαιολογούσε λέγοντας: «Πηγαίνεις στο μοναστήρι. Εκεί είναι πολύς κόσμος. Τυχαίνει να μην προσέχεις τον εαυτό σου. Λες κάποιο αργό λόγο ή σταματάς να ακούσεις κάποιον, και αμέσως - Θεός φυλάξει - βρίσκεται παρών ό εχθρός και φέρνει την κατάκριση. Και έτσι πηγαίνουν χαμένοι όλοι οι αγώνες».
Στο νησί τού Τιμίου Προδρόμου τού δόθηκε δική του καλύβι στην ανατολική πλευρά τού νησιού, ή οποία είχε δύο μικρά δωμάτια. Το ένα ό γέροντας χρησιμοποιούσε για προσευχή. Εκεί ήταν μερικές παλιές εικόνες με ένα ακοίμητο κανδήλι μπροστά τους. Στην αυλή ήταν υπόστεγο για καυσόξυλα. Ή βόρεια πλευρά της αυλής είχε ένα φράχτη από σανίδια για να προστατεύει την καλύβι από τους φθινοπωρινούς και χειμωνιάτικους ανέμους.
Στην εποχή εκείνη έλαβε το μεγάλο αγγελικό σχήμα με το όνομα Νικήτας προς τιμήν τού Αγίου Νικήτα, αρχιεπισκόπου τού Νόβγκοροντ. Ήταν τότε 60 ετών. Ό ερημίτης παραδιδόταν τώρα όλο και πιο πολύ στις πνευματικές ασκήσεις: στην προσευχή, στο ναό και στο κελί, στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των πατερικών συγγραμμάτων. Οι προσευχές και ψαλμωδίες ακούγονταν από το κελί τού Γέροντα συχνά και στις ώρες γύρω από τα μεσάνυχτα.


Αλλά και το χρόνο πού τού απόμενε ανάμεσα στις ακολουθίες και τις ιδιωτικές προσευχές εκμεταλλευόταν με ακρίβεια. Πότε έπλενε τα ρούχα του, πότε έκοβε ξύλα, καλλιεργούσε τον κήπο ή μάζευε μώρες και μανιτάρια από το δάσος. Έλεγε: «Μέχρι πού θα διατηρώ τις δυνάμεις μου, θα εργάζομαι για την συντήρηση μου, επειδή δεν είμαι άξιος να χρησιμοποιώ ότι έτοιμο ή Μονή μού προσφέρει». Ό Γέροντας ήταν πάντοτε ευχαριστημένος με όλα. Ευχαριστούσε τον Θεό για όλα και ας ήταν το φαγητό κακομαγειρεμένο ή έβρεχε ή θέριζε το κρύο. Οι άλλοι παραπονιόντουσαν και γόγγυζαν. ενώ ό π. Νικήτας επαναλάμβανε: «Δόξα τω Θεώ! Εκείνος στην πανσοφία Του γνωρίζει τί μας χρειάζεται και αυτό στέλνει. Το δικό μας καθήκον είναι μόνον να Τον ευχαριστούμε για όλα!».


Ό πνευματικός οδηγός του, ιερομόναχος Ίωάσαφ, κοιμήθηκε το 1904, οπότε ό π. Νικήτας σταμάτησε σχεδόν εξ' ολοκλήρου να επισκέπτεται την κύρια Μονή. Τα τελευταία του χρόνια δεν πήγαινε εκεί ούτε για τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, αλλά παρακολουθούσε τις ακολουθίες στην κοντινή Σκήτη των Αγίων Πάντων. Μετά την Λειτουργία γευμάτιζε με τούς αδελφούς και αμέσως έσπευδε πίσω στην ερημική καλύβι του στο δικό του νησί.




Αγωνιστής και πνευματικός οδηγός
Ήταν αληθινό υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης. Ανατροφή κατά την συζήτηση προέκυπτε κάποια διαφωνία, ό Γέροντας - και ας είχε δίκιο - οπωσδήποτε ζητούσε συγγνώμη και έσβηνε έτσι την αφορμή για φιλονικίες και διχόνοιες. Το ίδιο αν καταλάβαινε ότι κάποιος ήταν δυσαρεστημένος μαζί του: αμέσως πήγαινε να ζητήσει συγχώρεση. Με τον ταπεινό του τρόπο κέρδιζε την αγάπησε όλων.
Όλη του ή ζωή ήταν μία συνεχής πορεία προς τον Κύριο. Στην καρδιά του βασίλευε μια μόνον σκέψη: Πώς να ευαρεστήσει στον Θεό σε τούτη την ζωή και να κερδίσει την αιώνια μακαριότητα. Γι' αυτό και είχε πάντοτε στο νου την ώρα τού θανάτου. 'Ανατροφή και σε όλη την ζωή του έκανε πάντα το καλό, παρ' όλα αυτά με την μεγάλη του ταπείνωση νόμιζε τον εαυτό του χειρότερο από όλους τούς ανθρώπους. Συχνά επαναλάμβανε:


«Ή κρίσις τού Θεού είναι διαφορετική από την κρίση των ανθρώπων; Είναι αδέκαστη».
Όχι μόνον δίδασκε με το παράδειγμα του. αλλά ήθελε ό ίδιος όλο και κάτι να μαθαίνει από τούς πνευματικούς διδασκάλους του. Ένας από τούς πιο σπουδαίους από αυτούς ήταν ό τυφλός μεγαλόσχημος μοναχός Αγάπιος. Συχνά επίσης εξομολογείτο στους γέροντες Γαλακτίωνα και Ίωάσαφ και δεχόταν τις πνευματικές συμβουλές τους.


Τον καιρό πού έμενε στην Σκήτη τού Τιμίου Προδρόμου, όλο και πιο συχνά τον πλησίαζαν άνθρωποι πού είχαν ανάγκη από πνευματική καθοδήγηση. Αδελφοί από το μοναστήρι με την ευλογία τού ηγουμένου έρχονταν να τον συναντήσουν επί το πλείστον τις Κυριακές και τις εορτές. Συχνά είχαν μαζί τους και λαϊκούς - άνδρες μόνον - επειδή το νησί ήταν άβατο για τις γυναίκες. Ό π. Νικήτας ήξερε πραγματικά πώς να προσφέρει πνευματική παρηγοριά. Ένας από τούς μαθητές του διηγείται: Δεν χρειαζόταν παρά να ακούσεις την ευχάριστη, καλοκάγαθη και χαρούμενη φωνή του και να συναντήσεις το φωτεινό, γεμάτο αγάπησε βλέμμα του. και αμέσως ή λύπη σου ελάττωνε, ή σκληρή ψυχή σου μαλάκωνε. Αισθανόσουν την επιθυμία, μία ανεξήγητη ανάγκη να ανοίξεις στον Γέροντα την πονεμένη καρδιά σου. Μόλις τού έλεγες όλες τις στενοχώριες σου. έδειχνες τα τραύματα τής καρδιάς σου, ανακουφιζόσουν - γινόσουν χαρούμενος. Ό Γέροντας εξαφάνιζε όλη την ταραχή σου και σού υπεδείκνυε την πρόνοια του Θεού στην ζωή σου ».


Από την ζωή του έχομε μια περιγραφή ενός αδελφούς τής Μονής: «Φθάνοντας στην καλύβι τού Γέροντα κτυπάς την πόρτα και λες φωναχτά την ευχή. "Αμήν", ακούγεται από μέσα ή απάντηση τού Γέροντα. "Ποιόν έστειλε ό Θεός; Καλώς ήλθες!". Λέγοντας αυτά ανοίγει την πόρτα. ""Ω πάτερ Χ... Ό Χριστός ενώ μέσω ημών! Ελάτε μέσα. παρακαλώ!". Κάνουμε μαζί τρεις φορές το σημείο του σταυρού με υπόκλιση προς τις εικόνες και επαναλαμβάνουμε το μοναχικό ασπασμό: "Ό Χριστός ενώ μέσω ημών!". Ό Γέροντας δείχνει στον ξένο σκαμνάκι για να καθίσει, ενώ ό ίδιος κάθεται στο συνηθισμένο του κάθισμα, σε ένα χαμηλό κούτσουρο στηρίζοντας τα χέρια πάνω στα γόνατα.
Ό Γέροντας ακούει με προσοχή και συμπόνια τί τού λέει ό επισκέπτης του. Και όταν καταλαβαίνει ότι τού είπε όλα όσα είχε να πει. τού λέει: "Μην ταράζεσαι, δούλε τού Θεού! Γνώριζε ότι κάθε ταραχή πού σε κάνει να υποφέρεις, έρχεται από τον εχθρό των ψυχών μας. από το πονηρό πνεύμα. Αλλά όπου υπάρχει ό Θεός, εκεί δεν υπάρχει τόπος για ταραχή και σύγχυση τού νου".


Κάποτε ό επισκέπτης παίρνει το θάρρος να ρωτήσει τον Γέροντα, μήπως στενοχωριέται, όταν οι άλλοι κάτοικοι της Σκήτης πηγαίνουν στην κύρια Μονή στις μεγάλες εορτές. Με έκπληξη κοιτάζει ό Γέροντας τον συνομιλητή του, στενάζει και λέει: "Δεν θα άλλαζα το κελί μου ούτε με το παλάτι τού τσάρου. Και ή παρηγοριά μου είναι ή Βασίλισσα των ουρανών". Με δακρυσμένα μάτια κοιτάζει την εικόνα της Παναγίας πού την φωτίζει ή φλόγα τού κανδηλιού.
Στο τέλος, κουρασμένος από την συζήτηση, ό π. Νικήτας κατεβάζει το κεφάλι στο στήθος και στενάζει βαθιά. Αυτό σημαίνει πώς ή συνομιλία τελείωσε. "Συγχώρησέ με, λοιπόν, παππούλη. Είναι καιρός να γυρίσω στο μοναστήρι". "Ό Κύριος να σε ευλογεί, δούλε τού Θεού. Ό Κύριος να σε σώσει πού ήλθες να με δεις. Να με θυμάσαι και στις προσευχές σου"».


Το αιώνιο Πάσχα
Ό π. Νικήτας αγωνίστηκε στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου δεκατρία χρόνια. Εργαζόταν, προσευχόταν, δίδασκε την πνευματική ζωή. Το φθινόπωρο του 1906 έπαθε κρυολόγημα και μετά άρχιζε να χάνει τις δυνάμεις του. Για πολλά χρόνια είχε την σταθερή εσωτερική πεποίθηση ότι θα πεθάνει το Πάσχα.


Στο πρώτο εξάμηνο τής καινούργιας χρονιάς, την δεύτερη εβδομάδα τής Μεγάλης Σαρακοστής, παρήγγειλε να φέρουν το φέρετρο του στην Σκήτη για να είναι έτοιμο. Ζήτησε να πάρουν την ευλογία από τον Ηγούμενο να ενταφιαστεί πίσω από το ιερό του Κυριακού τής Σκήτης. Ό ίδιος τακτοποίησε εκ των προτέρων τα τής κηδείας του. Παρήγγειλε να κεράσουν στην αδελφότητα τσάι με ζάχαρη, ελιές και κουλουράκια. Παρέδωσε ό ίδιος τα τρόφιμα στον προϊστάμενο τής Σκήτης.
Στην αρχή τής Μεγάλης Εβδομάδας ή κατάσταση τού Γέροντα χειροτέρευε. Δεν παραπονιόταν όμως για τούς πόνους και τα βάσανά του. αλλά επαναλάμβανε όλη την ώρα την ευχή. Τον κοινωνούσαν μετά από κάθε Θεία Λειτουργία.
Το Μεγάλο Σάββατο ό πνευματικός τής Σκήτης λειτούργησε στις 5 το πρωί και κοινώνησε τον π. Νικήτα. Ό Γέροντας ήταν πολύ εξασθενημένος αλλά είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος. Το μεσημέρι ό πνευματικός τον επισκέφτηκε πάλι και του υποσχέθηκε την νύχτα του Πάσχα να του φέρει την θεία Κοινωνία αμέσως μετά τις πρώτες πρωινές ώρες. Αλλά ό Γέροντας ψιθύρισε: «Θα γίνει ή κοίμηση...».
Το βράδυ ρώτησε τί ώρα είναι. Του είπαν πώς πέρασε έξι. Τότε ό ετοιμοθάνατος απάντησε: «Τώρα πια δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε. Ό Κύριος κατέβηκε στον 'Άδη και συνέτριψε τις πύλες του». Μετά γυρίζοντας προς τον πνευματικό είπε: «Ευλόγησε με, πάτερ, και φίλησε με». Ύστερα έστειλε τούς αδελφούς στην εκκλησία να τελέσουν το Μικρό Απόδειπνο και έμεινε μόνος. Επιστρέφοντας από την ακολουθία οι αδελφοί βρήκαν τον Γέροντα πεθαμένο. Είχε παραδώσει το πνεύμα του στην προσμονή τής λαμπρής νύχτας τής Αναστάσεως.