Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Περί νοεράς προσευχής (Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης) APO DIAKONHMA

 



Ευλογημένα μου παιδιά, σήμερα ο λόγος μας θα είναι και πάλι για την ευλογημένη νοερά προσευχή του Ιησού μας.




Και ποιά είναι η προσευχή αυτή; Γιατί δεν μοιάζει με τις άλλες γνωστές προσευχές και τα ωραιότατα λατρευτικά, δοξαστικά, ικετευτικά και υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας; Διότι είναι η πεμπτουσία όλων αυτών των προσευχών, σε μια τελείως λιτή διατύπωση, εύκολη, εύχρηστη, αλλά και ουσιαστική και αγιαστική, αφού ο τρόπος με τον οποίον ασκείται γίνεται όχι με τα χείλη, αλλά εν πνεύματι και αληθεία, μέσα στην καρδιά του βαπτισμένου ανθρώπου, όπου κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Εκεί συγκεντρώνεται ο νους, απαρνούμενος τον κόσμο και συγκεντρούμενος μέσα στο φυσικό του κατοικητήριο (την καρδιά) και εκεί ενώνεται με τον Θεό, επικαλούμενος νοερά, αφάνταστα, ασχημάτιστα, αχρωμάτιστα, αδιάλειπτα, το πανίσχυρο και ζωοπάροχο όνομα του Ιησού Χριστού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν».


Η προσευχή του Ιησού μας είναι απλή, αλλά απαιτεί μακροχρόνιο κόπο και βία του εαυτού μας. Διότι η προσευχή η αληθινή είναι μόχθος και κόπος αέναος, για να αποσπάσουμε την προσοχή και την ψυχή μας από τα γήϊνα και τα μάταια και να στραφούμε ανυποχώρητα προς τα ουράνια. Ο Αββάς Ευάγριος έγραψε, «προσευχή γαρ εστίν απόθεσις νοημάτων».


Η πιο δύσκολη αρετή είναι η προσευχή, διότι αυτήν μάχεται και εχθρεύεται ο μισόκαλος διάβολος, και μετέρχεται τα πάντα με απίθανη πονηρία προκειμένου να την εμποδίσει, ειδικά αυτήν, την νοερά καλουμένη προσευχή, και έτσι να αποτρέψει την αυτοσυγκέντρωση και την εγκάρδια συνομιλία της ταλαίπωρης ψυχής με το Θεό.


Είναι τόσοι οι περισπασμοί του ανθρώπου, τα πάθη της ψυχής, η πολύμορφη ματαιολατρεία και οι πειρασμοί, ώστε δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να στρέψει την προσοχή του απόλυτα και να ενώσει το νου με την καρδιά. Όσο απλό φαίνεται και εύκολο, να οδηγήσει ο προσευχόμενος το νου του στην καρδιά, τόσο και οι προβαλλόμενες δυσκολίες εκ του πονηρού είναι προβληματικές, τουλάχιστον στην αρχή της προσπάθειας. Χρειάζεται κόπος πολύς και αγώνας και επιμονή για να οδηγηθεί ο νους μέσα στην καρδιά.


Χρειάζεται ακόμη, μεγάλη προσοχή, να γνωρίζουμε τον μηχανισμό της και τις προϋποθέσεις, ώστε να μην πέσει κανείς σε πλάνη και φαντάζεται ότι προσεύχεται νοερώς η ακόμη ότι βλέπει οράματα, και γίνει περίπαιγμα των δαιμόνων. Πόση ανάγκη λοιπόν έχει εκείνος που προσεύχεται νοερά και με προαίρεσι αγαθή, από έμπειρον οδηγόν στα τοιαύτα! Από έλλειψη οδηγών, πολλοί πλανέθηκαν από πονηρία των δαιμόνων και έχασαν την ψυχή τους.


Έτσι λοιπόν, η προσευχή που αρχίζει ως θεληματική ενέργεια και ως βία κατά των ματαίων επιθυμιών μας, σιγά – σιγά γίνεται θεόσδοτο και ουράνιο δώρο και συνεχίζεται μέσα μας, σαν μια δεύτερη αναπνοή, νύχτα και ημέρα, και μας φέρνει σε άμεση και αδιάκοπη επικοινωνία με το Θεό, και η ψυχή μας δέχεται την αγαλλίαση του Θείου Πνεύματος, σαν φώτιση, κάθαρση, αγιασμό και όλες τις άλλες θείες δωρεές.


Όταν, λοιπόν, κατανοήσουμε ότι με τη βάπτισή μας στο όνομα της Αγίας Τριάδος, δεν καθαριστήκαμε μόνο από τον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά ταυτόχρονα δεχθήκαμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, και πιστεύσομε ειλικρινά ότι μέσα μας κατοικεί ο Θεός ο ίδιος, ο άπειρος και απερινόητος, τότε η πίστις αυτή θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καθαρά την σημασία, αλλά και την δύναμη της καρδιακής προσευχής, και τον λόγο, που επιβάλλει την συγκέντρωση της προσοχής και του νου μέσα στην καρδιά.


Τα λόγια του Χριστού μας, κατά την ερμηνεία των Πατέρων, «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου…» δεν αναφέρονται σε κανένα υλικό ταμείο, σε χώρο υλικό, αλλά πνευματικό. Και πνευματικό ταμείο του ανθρώπου δεν είναι άλλο, παρά η καρδιά. Η καρδιά επίσης είναι -κατά τους Νηπτικούς Πατέρες- και τόπος της πνευματικής καρδιάς της ψυχής. Και όταν ο νους κατέβει στην καρδιά και δη στην πνευματική, δεν πρέπει να μείνει σιωπηρός και άπραγος, αλλά πρέπει να ασχολείται πάντοτε με το έργο της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», χωρίς διακοπή, πράγμα, που το κατορθώνει η βία, κυρίως όμως το έλεος του Θεού.


Ο διάβολος πολύ ενοχλείται μ\’ αυτό το θέμα. Δεν θέλει επ\’ ουδενί λόγω να λέγεται το όνομα του Χριστού. Αντιστρατεύεται τρομερά όταν δει άνθρωπο να σκέπτεται η να αρχίζει να προσεύχεται νοερά. Το πανάγιο όνομα του Σωτήρος τον κάνει ανάστατο, θηρίο.


Βλέπετε πως η αγάπη του Θεού για το πλάσμα του, τον άνθρωπο, είναι πολύ μεγάλη. Ο Χριστός αν και Θεός, επτώχευσε, έλαβε την ανθρώπινη σάρκα και πέρασε τόσα βάσανα για να μας χαρίσει την αιώνια ζωή. Το μεγαλείο αυτής της ζωής δεν περιγράφεται. Μια στιγμή αυτής της επουρανίου ζωής είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη και ωραιότερη, απ\’ όλες τις χαρές αυτού του κόσμου. Γι\’ αυτό μη προσκολληθεί η ψυχή μας σ\’ αυτό τον μάταιο και παροδικό κόσμο. Εδώ ο,τι έχουμε, μια μέρα θα το χάσουμε. Γιατί δεν μας χρειάζεται εκεί. Θα πάρουμε μαζί μας μόνο τα καλά μας έργα και την καθαρή ψυχή. Αυτά θα γίνουν εισιτήριο για το ουράνιο ταξίδι. Αν είμαστε καθαροί θα συνοδεύσουν άγγελοι την ψυχή μας στον άγνωστο αυτό δρόμο που πρώτη φορά θα βαδίζει πηγαίνοντας να προσκυνήσει το θρόνο του Θεού. Αν τότε βρεθούμε χρεωμένοι, άλλοιμονό μας, μας αρπάζουν οι δαίμονες˙ δεν υπάρχει φρικτώτερη ώρα απ\’ αυτήν. Αυτά να έχουμε στο νου μας, και να δοξάζουμε το Θεό που μας αξίωσε να Τον γνωρίσουμε και να Τον αγαπούμε. Ο,τι θλίψεις περνάνε σ\’ αυτόν τον κόσμο, εκεί θα μας είναι ανακούφιση˙ θα είναι βραβεία της υπομονής μας στον κόσμο αυτό. Όποιος δεν περάσει βάσανα σ\’ αυτό τον κόσμο, δεν σώζεται. Κάνετε λοιπόν υπομονή μέχρι τέλους. «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται».


Ο δια την ημετέραν σωτηρίαν ενανθρωπήσας Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εύχομαι να γεννηθή μέσα στις ψυχές όλων μας, για να μας εξαγιάζει και να μας ενισχύει στον αγώνα της νοεράς προσευχής και της νήψεως, στην καταπολέμηση της αμέλειας και του κακού εαυτού μας, δια πρεσβειών της Κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων Αμήν.


Θαυμάσια και σωτήρια η φωτισμένη πείρα των θεοφόρων Πατέρων μας, μας βοηθά, ώστε εύστοχα να διδασκώμεθα τον τρόπο και τον σκοπό της νοεράς προσευχής, με αποτέλεσμα να φθάνει ο καλώς προσευχόμενος στη θεία επαφή κατά τρόπο ανέκφραστο. Τόσο οι παλαιοί ασκητές Πατέρες, όσο και οι τωρινοί Γέροντες, μας λέγουν πως να προσευχώμεθα: κάθησε σ\’ ένα τόπο παράμερο, ήσυχο, μόνος μέσα στο κελλάκι σου και εκεί μάζωξε το νου σου από κάθε πρόσκαιρο και μάταιο πράγμα. Πρωτίστως όμως, ο νους, με την αίσθησή του, να έχει βρει την καρδιά, χωρίς να την φαντάζεται, σκεπτόμενος ότι στην καρδιά βρίσκεται η αόρατη χάρις του παναγίου Πνεύματος που ελάβαμε με την βάπτισή μας στο όνομα της Αγίας Τριάδος.


Στην αρχή αυτού του τρόπου θα υπάρξουν δυσκολίες, κυρίως από τον διάβολο, αλλ\’ αυτές δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο διότι θα παραμερίσουν με το χρόνο και τη χάρη του Θεού. Εκείνο που πρέπει πολύ να προσέξουμε, είναι η αμέλεια. Ο χαμένος χρόνος δεν ξαναγυρίζει πλέον για να πούμε τις χαμένες ευχές. Το πνευματικό κέρδος των δεν το έχουμε βάλει στο πνευματικό βαλάντιο. Αυτό θα μας συμβεί και στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, αν δεν αναλάβουμε αγώνα επιμελημένο, να βιάσουμε τον εαυτό μας στο «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», αποκλείοντας έτσι τα κακά της αμέλειας.


Όταν νοιώθω την ευχή να λέγεται τόσο όμορφα και η ψυχή μου να ολοδροσίζεται θεοχαριτωμένα, τότε πια, πέρα ως πέρα, αντιλαμβάνομαι τι μεγάλη ζημιά μου έκανε ο λίβας της καταστρεπτικής αμέλειας, καίγοντας και μαραίνοντας το ολόδροσο θεϊκό λουλούδι, την ευχή του Ιησού. Τρέμω από φόβο και έλεγχο, για το τι θα πω στο Θεό, μετά από τόσες γνώσεις περί της προσευχής και της νήψεως, όταν παρουσιάσω τόση ασυγχώρητη αμέλεια στην ευχή του Χριστού μας.


Εκατομμύρια ευχές ματαίωσε ο χρόνος της ραθυμίας και της αμέλειας! Να ήταν αυτό μόνο! Η αμέλεια και η πλαδαρή ζωή πόσα και πόσα αμαρτήματα δεν συσσωρεύουν, και σαν άλλο δυσβάστακτο φορτίο, φορτώνονται στους αδύναμους ώμους της καχεκτικής ψυχής του αμελούς!


Τα αμαρτήματα του ανθρώπου γίνονται τείχος (κατά τους Πατέρες) ανάμεσα ψυχής και Θεού και εμποδίζουν έτσι το θείο έλεος να κατέλθει στον άνθρωπο. Το μακάβριο αυτό τείχος των αμαρτιών πρέπει να πέσει, για να επανασυνδεθεί η ψυχή, με το Θεό Πατέρα της. Και πέφτει μόνο με την ιερή δύναμη της εξομολογήσεως και της μετάνοιας. Και τότε, το έλεος του Θεού κατεβαίνει ως άλλη δρόσος Αερμών, σαν ολοφώτεινος ανοιξιάτικος ήλιος, και πλημμυρίζει η καρδιά του κεκαθαρμένου ανθρώπου από χάρι και δάκρυα μετανοίας και ανέκφραστης χαράς. Και αν διατηρήσει αυτή την ευλογία του Θεού, εν προσοχή σε όλα, και την σμίξει με την εργασία της ευχής του Ιησού, και χωρίσει τον εαυτό του εν ησυχία, μονάζων «ως στρουθίον επί δώματος», τότε άρχονται τα υψηλά του θείου ελέους. Εδώ αφήνω τον ησυχαστικό φιλόσοφο, τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, να μας μιλήσει για τα υψηλά χαρίσματα της μετανοίας και της ευχής.


«Δια της συνεχούς επικλήσεως του ονόματος του Θεού, φεύγουν οι μάταιοι λογισμοί, ο νους περιορίζεται εις την ενθύμησιν των θείων νοημάτων, δεν ενδιαφέρεται δια την παρούσαν ζωήν, αλλά εκ της μεγίστης ηδονής της συνεχούς μελέτης του θείου ονόματος, υψούται εις τον Θεόν. Λαμβάνει αίσθησιν της άλλης ζωής του μέλλοντος αιώνος και την εις τους δικαίους αποκειμένην ελπίδα, προγεύεται το μεγαλείον εκείνης της ζωής και λέγει μετ\’ εκπλήξεως, «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως και φρονήσεως του ανεξιχνιάστου Θεού». Διότι ητοίμασεν άλλον κόσμον τόσον θαυμαστόν δια να εισαγάγη εις αυτόν όλους τους λογικούς και φυλάξει αυτούς εις την ατελεύτητον ζωήν… Κάθε κόπος και μόχθος και πειρασμός δεν ημπορεί να συγκριθή με την μακαρίαν εκείνην ζωήν. Και μυρίας ζωάς εάν έχομεν, και όλας εάν τας εθυσιάζαμεν, δεν εκάναμεν τίποτε το σπουδαίον εν σχέσει προς την μέλλουσαν δόξαν εις την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός, δια του Τιμίου και Ζωοποιού αίματος επιποθεί να αποκαταστήση ημάς… Δια τούτο ο ουρανοβάμων Απόστολος Παύλος λέγει «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν ημίν αποκαλυφθήναι δόξαν». (Αυτό από τον Αββά Ισαάκ).


Τι πόθος ιερός, τι ζήλος αγαθός που γίνεται στην ψυχή, ακούγοντας τόσα ωραία πνευματικά χαρίσματα περί ουρανίας γεύσεως, που λαμβάνει εκείνος που μετανοεί ειλικρινά, που προσεύχεται συνεχώς και ησυχάζει. Αν θέλουμε και ημείς να γευθούμε με αίσθηση την αιώνια ζωή, το Θεό μέσα μας, με αίσθηση και ψηλάφηση, πρέπει να αναλάβουμε βιαστικό αγώνα νήψεως εν πάσι. Να αφήσουμε την αμέλεια στην άκρη, και να πιάσουμε την ευχή του Ιησού στο στόμα, στο νου, αδιάλειπτα, προσέχοντας και επαγρυπνώντας σε όλα. Η επίγνωση της μηδαμινότητάς μας να κάμνει ανύστακτα την παρουσία της σ\’ όλες τις ενέργειες του νου. Η μνήμη της θείας παρουσίας, πρέπει να μας συνέχει συνεχώς.


Τι νοερή δροσιά που απλώνεται στην ψυχή, και τι ασφάλεια της γίνεται, νοιώθοντας ότι ζη και υπάρχει μέσα στο Θεό Πατέρα της και αυτός μέσα σ\’ αυτήν! Τι μακαριώτερο να αξιωθεί ο τιποτένιος άνθρωπος να νοιώσει ζωντανά το Θεό κατά χάριν και μέθεξιν!


Ευλογημένα μου παιδιά! Προσπαθήστε να αισθανθήτε την μεγάλη αγάπη του Θεού για τον κόσμο. Ο Χριστός «εφανερώθη εν σαρκί και γέγονεν άνθρωπος» για να μας χαρίσει την Ουράνια βασιλεία Του. Εχάσαμε με την αμαρτία των πρωτοπλάστων τον επίγειο Παράδεισο, αντ\’ αυτού όμως ο Χριστός, μας χαρίζει τον ουράνιο Παράδεισο.


 


Πηγή: agiazoni.gr

Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειὰ ?(Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου) APO DIAKONHMA



Ὅταν εἶχε πρωτοδημιουργηθῆ ἡ ἀδελφότης μας στὴ Νέα Σκήτη, συνέβη ἕνα γεγονὸς μὲ κάποιον γέροντα τῆς σκήτης, καὶ τρομακτικὸ καὶ ὠφέλιμο. Οἱ παλαιοὶ πατέρες βέβαια τὸ θυμοῦνται.




Αὐτὸς ὁ γέροντας ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἀλλὰ ὁ πειρασμὸς «ἔβαζε τὸ πόδι του» καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀφήσει νὰ ἐξομολογηθῆ ὠρισμένα σφάλματα, ποὺ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν κοσμική του ζωή, ὅταν ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Ὅταν βάρυνε καὶ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ φύγη, μὲ ξανακάλεσε μὲ τὸν ἀδελφό του, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς μοναχός. Ὁ ἀδελφός του μου εἶπε ὅτι ὁ ἄρρωστος ἀνυπομονεῖ καὶ νὰ πάω νὰ τὸν τονώσω, μήπως χάσει τὴν ψυχή του. Ἀπόρησα βέβαια, πού μου εἶπε ὅτι ἔχασε τὴν ὑπομονή του, γιατί ξέρω ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι κάπως ὑπομονετικοὶ στοὺς πειρασμούς, στὴν ἀσθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε γιὰ τὸ κελλί του.


Ὅταν ἀντικρυσα αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶδα ὅτι δὲν ἀνυπομονοῦσε, ἀλλὰ ὅτι τὸν εἶχαν περικυκλώσει οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ μείναμε οἱ δύο μας μὲ τὸν ἀσθενῆ, τὸν ρώτησα ἂν τὸν πλησίασαν πονηρὰ πνεύματα. Ἀπάντησε καταφατικά. Ἦταν ἐξαγριωμένος, κοίταζε δεξιὰ – ἀριστερὰ καὶ προσπαθοῦσε νὰ πάρη προφυλακτικὰ μέτρα σὰν νὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν δαγκώσουν σκυλιὰ λυσσασμένα. Τόνωσα τὴν φωνή μου, γιὰ νὰ ἀποσπάσω τὴν προσοχή του ἀπὸ τοὺς δαίμονες, καὶ τὸν ρώτησα τί τὸν ἔλεγαν τὰ δαιμόνια. «Οὔ…! τί μου λένε…, δὲν λέγεται». «Ὄχι, ὄχι! Γιὰ πρόσεξε καλά, τοῦ εἶπα, γιατί αὐτὰ γνωρίζουν καλύτερα τὰ δικά μας ἁμαρτήματα ἀπ’ ὅσο τὰ ἐνθυμούμεθα ἐμεῖς». Οἱ δαίμονες τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ διάφορα σφάλματα, ποὺ κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν τὰ εἶχε ἐξομολογηθῆ καὶ τοῦ τὰ θεάτριζαν, γιὰ νὰ τὸν ἀπελπίσουν. Μου τὰ ἔλεγε κι ἐγὼ του τὰ ἔπαιρνα ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κάμη τὸ ἔλεός Του καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα ποὺ βρέθηκε.


Ἐπειδὴ ἔβλεπα, ὅμως, ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχος, ἀπελπισμένος, ἐξαγριωμένος, του ζήτησα νὰ φύγω λίγο ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἀδελφότητος νὰ του κάνουν κομποσχοίνι. «Ὄχι πνευματικέ, μου λέει, κάθισε δίπλα μου». Μὲ παρακαλοῦσε μὲ ἀγωνία. Τὸν ἔπεισα καὶ ἀπομακρύνθηκα 2-3 λεπτὰ ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω τὴν προσευχὴ τῶν πατέρων. Ὅταν ἐπέστρεψα, τὸν βρῆκα εἰρηνικό. Οἱ δαίμονες, ὅπως μου εἶπε, ἦταν ἐκεῖ, ἀλλὰ σιωποῦσαν.


Τὸ βράδυ, στὴν κατ’ ἰδίαν ἀγρυπνία, ἐνίωσα ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια ποὺ ἦταν στὸν γέροντα ἦλθαν μέσα στὸ δικό μου κελλὶ καὶ μοῦ δημιουργοῦσαν ἀνησυχία, φασαρία. Στὰ χρονικά μου γιὰ πρώτη φορὰ γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αἰσθητὰ νὰ μὲ πολεμοῦν. Ἄναψα τὴ λάμπα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ ποὺ νὰ διαβάσω! Δεξιὰ-ἀριστερὰ δαιμόνια! Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Ἤξερα ὅτι ἤθελαν νὰ μὲ φοβίσουν, γιὰ νὰ μὴ ξαναπάω στὸν γέροντα, ἀλλὰ ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα: «Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειά». Ἔπειτα, στὴ Θεία Λειτουργία, δὲν παρουσιάστηκαν καθόλου.


Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ξαναπῆγα στὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω μὲ εὐχέλαιο, ἐξομολόγησι καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα. Τὸν ρώτησα ἂν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δαιμόνια εἶναι ἐκεῖ καὶ ὁ φύλακας ἄγγελός του. Ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἐπίσης ὅτι περιμένει ἀνωτέρα διαταγὴ γιὰ νὰ τὸν «πάρη». «Καλά, τοῦ εἶπα, τὸν δικό σου ἄγγελο τὸν βλέπεις, τοὺς δικούς μας (γιατί ἤμουν μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο πνευματικὸ) δὲν τοὺς βλέπεις;» «Τοὺς βλέπω, ἀπάντησε, καὶ μάλιστα οἱ δικοί σας ἄγγελοι φέρουν σὰν στέμμα στὸ κεφάλι καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο» (ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ ἄγγελοι ποὺ φυλάγουν τοὺς πνευματικοὺς ἔχουν κάτι ἰδιαίτερο ἐπάνω τους). Στὴ συνέχεια μοῦ εἶπε ὅτι τὴν Δευτέρα (ἦταν Παρασκευὴ) θὰ γίνη πανήγυρις (ἐννοοῦσε τὴν κηδεία του) καὶ ὅτι θὰ παρευρεθοῦν καὶ κάποια πρόσωπα ποὺ ἔλειπαν ἐκεῖνες τὶς μέρες, πράγμα ποὺ ἔγινε. Στὰ τελευταῖα του οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ἔχασαν αὐτοί, λόγω τοῦ ὅτι ὁ γέροντας ἐξωμολογήθηκε τὶς ἁμαρτίες του, ἐξαγριώθηκαν καὶ θέλησαν νὰ τὸν ὑποσκελίσουν σὲ κάτι σοβαρό, ὥστε νὰ χάση τὴν ψυχή του. Τὴν νύχτα τῆς προπαραμονῆς τοῦ θανάτου του ἔστειλα τὸν π. Ἰωσήφ, νὰ τόν συμπαρασταθοῦν νὰ τοῦ κάνουν κομποσχοίνι καὶ νὰ τὸν ξενυχτίσουν. Ὅταν πῆγα τὸ πρωί, μοῦ εἶπε ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, παρὰ λίγο νὰ χάση τὴν ψυχὴ του ἐξ αἰτίας τῆς πονηρίας τῶν δαιμόνων. Τοῦ ἔδειχναν δήλ. ἕνα σταμνὶ γεμάτο μὲ νερό, ποὺ ἦταν ἐκεῖ δίπλα, καὶ τοῦ ἔλεγαν πώς, ἂν τὸ πιῆ ὅλο, θὰ γίνη καλά. Ὁ γέροντας κατάλαβε πώς, ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, θὰ ἔσκαζε, ἀλλὰ τὸν νίκησε ὁ λογισμὸς νὰ τὸ κάμη, γιὰ νὰ τελειώση τὸ βάσανό του. Ζήτησε τὸ σταμνὶ ἀπὸ ἕναν πατέρα, ἀλλὰ ἐπενέβη ἄλλος καὶ εἶπε πὼς ἂν τὸ κάμη αὐτὸ θὰ πεθάνη. Ἔτσι ξέφυγε κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν παγίδα τῶν δαιμόνων.


Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸν βρῆκα νὰ κάθεται εἰρηνικὸς σὲ μία πολυθρονίτσα. «Εἶμαι πολὺ καλά, πνευματικέ μου, μοῦ εἶπε, ὁ Θεὸς νὰ σὲ ξεπληρώση τὸ καλὸ πού μοῦ ἔκαμες». Ἔφυγα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λίγο μετὰ τὴν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ ἐπιστρέψω ξανὰ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ὅταν ξύπνησα, ἔμαθα ὅτι πρὸ μισῆς ὥρας χτύπησαν οἱ καμπάνες. Πράγματι ὁ γέροντας εἶχε τελειώσει.


Αὐτὴ ἡ περίπτωσις φανερώνει ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἦταν προετοιμασμένος καλὰ γιὰ τὴν ἔξοδό του. Τώρα θὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν περίπτωσι τοῦ προετοιμασμένου καλῶς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ διαφορὰ μεταξύ τους.


Αὐτὸς ὁ καλῶς προετοιμασμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Γέροντάς μου. Ὅταν καθόταν γιὰ νὰ προσευχηθῆ, πρῶτα σκεπτόταν πὼς πέρασε τὴν ἡμέρα, ποιὸ πάθος τὸν ἐνοχλεῖ, ποιὰ ἀδυναμία ζῆ καὶ ἔπαιρνε νέα ἀπόφασι, γιὰ νὰ τὰ καταπολέμηση νὰ σβήσουν. Αὐτὴ ἡ προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στὴν προσευχὴ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν εἶχε ἑτοιμάσει ἀνθρωπίνως, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, τέλεια, ὥστε νὰ ἀντιμετώπιση τὸν θάνατο. «Παιδί μου, πῶς θὰ περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου», μοῦ ἔλεγε. «Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα τακτοποιημένα».


Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ προετοιμασμένος τὸ ἔδειξαν οἱ προθανάτιες καταστάσεις. Μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἦταν ὅτι ἔκλαιγε ἀπὸ πολὺ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας. Δὲν εἶχε κανέναν ἔλεγχο στὴ συνείδησή του. Περίμενε τὸν θάνατο σὰν μία πανήγυρι, σὰν μία λύτρωσι ἀπὸ τὴν πίεσι ἐδῶ τοῦ κόσμου, ἀνυπομονοῦσε νὰ δὴ τὸ Θεῖο Πρόσωπο καὶ νὰ ἀπολαύση καὶ νὰ χορτάση τὸ κάλλος Του, νὰ μπῆ μέσα στὸ ἀγγελικὸ τάγμα, τὸ ὁποῖο συνεχῶς τὸ ἐζοῦσε. Γι΄αὐτὸ καὶ λίγο πρὶν τὸν θάνατό του στενοχωριόταν ποὺ δὲν ἔφευγε, ἐνῶ ἡ πληροφορία ἀπὸ Θεοῦ ἦταν τέλεια καὶ θετικὴ καὶ ἡ ἀπόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, τοῦ εἶπα ἐγώ, ἐμεῖς θὰ κάνουμε κομποσχοίνι καὶ ἐσεῖς θὰ φύγετε». Πράγματι σὲ ἕνα εἰκοσάλεπτό της ὥρας, ἐκεῖ ποὺ ὁ Γέροντας μιλοῦσε στοὺς πατέρες κοίταξε πρὸς τὸν οὐρανό, εἶδε κάτι ποὺ αὐτὸς μόνο τὸ εἶδε καὶ δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς τὸ πῆ, ἔκλινε τὸ κεφάλι, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ λέγοντας τὸ «φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε, ὅλα τελείωσαν» δέχθηκε τὸν ὕπνο τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου.


Γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ὁ Γέροντας μας ἔκαμνε πολλὲς διδασκαλίες μὲ πολλὰ παραδείγματα καὶ ἱστορικὰ ἀπὸ διαφόρους ἀνθρώπους καὶ ἔτσι μᾶς τὴν εἶχε ἐμφυτεύσει πολὺ βαθειὰ στὴν ψυχή μας. Μὲ τὸ ποῦ ξυπνούσαμε τὸ ἡλιοβασίλεμα, γιὰ νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἀγρυπνία, νιώθαμε αὐτὴ τὴ μνήμη νὰ μᾶς προκαταλαμβάνη καὶ νὰ μᾶς προδιαθέτη, ὥστε νὰ δοθοῦμε στὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξι, μὲ περισυλλογή, μὲ πένθος, γιὰ νὰ βροῦμε λίγο τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ.


Πράγματι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη ὥρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν ὥρα πλησιάζουν οἱ δαίμονες, ἔχουν στὰ χέρια τοὺς διάφορα χαρτιὰ μὲ γραμμένα τὰ διάφορα ἁμαρτήματα λεπτομερῶς. ακόμη καὶ τὴν ὥρα, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ προσώπου, μὲ τὸ ὁποῖο κάναμε κάποια ἁμαρτία. Τὰ παρουσιάζουν, γιὰ νὰ φοβήσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ποῦν ὅτι μὲ τόσα πολλὰ ἁμαρτήματα δὲν ὑπάρχει ἔλεος Θεοῦ καὶ σωτηρία, ὁ Ἅδης τὸν περιμένει, νὰ χάση τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ πιστεύση ὅτι θὰ τοῦ φερθῆ σὰν δήμιος, ποὺ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πάρη τὴν ἐκδίκησί του. Ἡ ψυχὴ συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει τὸ ἠθικό της καί, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, κάθεται καὶ προσέχει τί λένε οἱ δαίμονες. Πρέπει νάναι πολὺ γενναία ἡ ψυχή, νὰ ἔχη πολὺ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ὅτι εἶναι ἐντάξει. ότι ὅλα ὅσα λένε οἱ δαίμονες εἶναι ψέμματα.Κι ἂν δὲν εἶναι ψέμματα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ἔχουν τακτοποιηθῆ μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι.


Τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ φύγη, τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί του νὰ κλαίη καὶ ἀπόρησαν. «Κι ἐσύ, Γέροντα, φοβεῖσαι τὸν θάνατο; Ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ ποῦμε;» Κι ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν προετοιμασία Ἀρσένιος ἀπάντησε: «Παιδιά μου, αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου δὲν τὴ λησμόνησα ποτὲ καὶ γι΄αὐτὸ δὲν ἀμέλησα ποτὲ τὰ καθήκοντά μου».


Ἡ μνήμη αὐτὴ τοῦ θανάτου εἶναι πάρα πολὺ δυνατή, συνέχει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει τὴν συνείδησι καὶ τὴν φέρνει στὸ σημεῖο νὰ ἐλέγχη καὶ τὰ παραμικρὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ ὠθῆ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὰ τακτοποιῆ, γιὰ νάναι ἐντάξει ἀπέναντί τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ δὲν ξέρουμε τί θὰ μᾶς συμβῆ. Πόσο πρέπει νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι μὲ μία προσεκτικὴ ζωή!….


Δὲν ξέρουμε τὴ στιγμὴ καὶ τὴν ὥρα, ποὺ θὰ μᾶς καλέση ὁ Θεός. Γιαυτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε προσεκτικὴ ζωή. Σὰν μοναχοὶ νὰ προσπαθοῦμε ὁλοένα καὶ νὰ καλυτερεύουμε τὴν ψυχική μας κατάσταση, νὰ μὴν ἀδιαφοροῦμε, νὰ μὴν παίρνουμε τὰ πράγματα ρηχά, νὰ κοιτᾶμε τὸν σκοπό μας….


Νὰ τηροῦμε τὰ μοναχικά μας καθήκοντα, να΄χουμε ἀγάπη, ἀδελφοσύνη, νὰ μὴ πικραίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴ σκανδαλίζη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ ὑπομένουμε ἀλλήλους. Ὁ ἕνας νὰ συνεργῆ στὸ καλό του ἄλλου μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα. Νὰ ὠφελούμεθα, νὰ ὠφελοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ μᾶς πλησιάζουν καὶ ἔρχονται νὰ δοῦν κάτι καλύτερο στὸ μοναστήρι. Ἔχουμε χρέος καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς λαϊκούς. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὠφέλιμος, καὶ στὸν ἑαυτὸ του εἶναι ὠφέλιμος καὶ στὸν πλησίον του. Ὅπως, ὅταν κανεὶς ἔχη μικρόβιο κολλητικό, τὸ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους, ἔτσι γίνεται καὶ στὰ πνευματικά. Ὅταν εἶναι κανεὶς ψυχικὰ ἄρρωστος, μεταδίδει τὴν ἀσθένειά του καὶ στὸν ἄλλον καὶ τὸν παρασύρει στὸ κακό. Καὶ θὰ δώσουμε λόγο, ἐὰν σκανδαλίζουμε τὸν πλησίον μας….


Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ σὰν συμβουλὲς καὶ εὔχομαι νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ προετοιμαζώμεθα συνέχεια, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς σωτηρίας. Ἀμήν.


* Αποσπάσματα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας πρὸς μοναχοὺς περὶ μνήμης θανάτου.


Πηγή: agiazoni.gr

 




Ο Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης σε μια ομιλία του για τη θεία Αγάπη και Ευσπλαχνία του Θεού. Με αφορμή την παραβολή του Ασώτου υιού, παρουσιάζεται η Φιλανθρωπία του Θεού και αναπτύσσεται η διδασκαλία για τη Μετάνοια και την επιστροφή του ανθρώπου στο Θεό. Ο πολύπειρος Γέροντας μιλά επίσης για την Αγάπη του Φύλακα Αγγέλου προς τον άνθρωπο και για το χρέος της προσευχής προς τους άλλους ανθρώπους. Η ομιλία έγινε στο εξωτερικό.


Ο άγιος Εφραίμ έσωσε κλινικά νεκρό

 


Πριν από 15 χρόνια ο Μιχάλης, που μόλις είχε «πατήσει» τα 18, έπεσε θύμα σοβαρού τροχαίου. Ενα αυτοκίνητο έπεσε με δύναμη στο μηχανάκι που οδηγούσε, στο χωριό Κουνάβοι, και ο άτυχος νεαρός εκτοξεύτηκε πολλά μέτρα μακριά, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και να παραμείνει στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Οι γιατροί τον θεωρούσαν «κλινικά νεκρό».




Ο θείος του, Μάρκος Βασιλάκης, έμπορος της κεντρικής λαχαναγοράς Ηρακλείου, διηγείται συγκινημένος στην «Espresso» πώς ο άγιος Εφραίμ έκανε το θαύμα που, όπως λέει, «έσωσε το παλικάρι μας και άλλαξε τη ζωή της οικογένειας»:

«Κλαίγαμε όλοι»


«Το παιδί είναι γιος της πρώτης μου ξαδέρφης. Οι γιατροί δεν του έδιναν ελπίδες κι εμείς είχαμε ετοιμάσει ακόμα και την κηδεία του, αφού είχαμε παραγγείλει φέρετρο και είχαμε βγάλει τα κηδειόσημα! Η μητέρα του σερνόταν σαν νεκροζώντανη στους διαδρόμους του Βενιζελείου και όλοι μας κλαίγαμε για τα χαμένα νιάτα του αγοριού. Μέχρι που ένα πρωινό είδα στον μεγάλο διάδρομο του νοσοκομείου μία ψηλή γυναίκα (γύρω στο 1.75 μ.), περίπου 70 ετών, με γκρίζα μαλλιά και ράσο. Το πρόσωπό της ήταν πολύ ευγενικό και καλοσυνάτο και στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκαλάκι με λάδι. “Δώστε μου ένα κομμάτι βαμβάκι” μου είπε κι εγώ αποσβολωμένος έψαξα να βρω. Ζήτησα από την ξαδέλφη μου και μητέρα του Μιχάλη να μου βρει και το πήγα στη ρασοφόρο. “Να σταυρώσετε με το λαδάκι του αγίου Εφραίμ το παιδί” είπε και μου έδωσε το λαδωμένο βαμβάκι. Γύρισα αμέσως να το δώσω στην ξαδέρφη μου και, όταν ξαναγύρισα προς το μέρος της για να την ευχαριστήσω, είχε εξαφανιστεί» διηγείται.

Ακόμα και τόσα χρόνια αργότερα ο 52χρονος δείχνει σοκαρισμένος καθώς αφηγείται με φωνή που τρέμει το συγκλονιστικό περιστατικό που φανερώνει θεία παρέμβαση: «Πάγωσα, γιατί ο χώρος ήταν τεράστιος και δεν γινόταν να έχει στρίψει κάπου. Ωστόσο, έτρεξα να τη βρω στις σκάλες, κάτω, ρώτησα παντού, αλλά κανείς δεν την είχε δει».

Το κακό μαντάτο

Απογοητευμένος έφυγε και έκανε δύο μέρες να πάει να ξαναδεί τον ανιψιό του, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσει το κακό μαντάτο: «Σε δύο μέρες άκουσα να χτυπά το τηλέφωνο, αλλά η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν μας είπε αυτό που απευχόμασταν να ακούσουμε, αλλά αυτό που ελπίζαμε και προσευχόμασταν. Ο ανιψιός μου όχι μόνο βελτιώθηκε, αλλά ξύπνησε και είχε επαφή με το περιβάλλον, μόλις δύο μέρες μετά την εμφάνιση της ρασοφόρου! Αν αυτό δεν ήταν θαύμα, τότε τι ήταν; Σήμερα στα 33 του χρόνια το παλικάρι μας ζει και βασιλεύει»!

Οπως λέει ο κ. Βασιλάκης, ενάμιση μήνα αργότερα, όταν ο Μιχάλης πήρε εξιτήριο, οι γονείς του τον πήγαν στην Αγγλία μαζί με τις εξετάσεις: «Οι γιατροί εκεί δεν πίστευαν στα μάτια τους και έλεγαν πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να βρίσκεται στη ζωή το παιδί! Ταλαιπωρήθηκε πολύ, βέβαια, μπαινοβγαίνοντας σε κλινικές για φυσικοθεραπείες κ.λπ., αλλά ούτε το παιδί διαμαρτυρήθηκε ούτε κανείς άλλος».

Εχτισε εκκλησία (στη Ρογδιά) προς τιμήν του σωτήρα του ανιψιού του


Από την ημέρα που σώθηκε ο ανιψιός του, δεν έβγαινε από το μυαλό του κ. Βασιλάκη ο άγιος Εφραίμ. Ο 52χρονος έμπορος, που είναι πατέρας δύο παιδιών, πριν από εκείνη τη μέρα ούτε το όνομά του δεν είχε ακούσει! Από τότε, όμως, έβαλε σκοπό να γνωρίσει τον άγιο που επανέφερε στη ζωή τον ανιψιό του ενώ είχε περάσει το κατώφλι του Αδη:

«Επισκέφτηκα την εκκλησία του Αγίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη και συγκλονίστηκα. Εμαθα τα πάντα γι’ αυτόν και, όταν επέστρεψα στην Κρήτη, αποφάσισα να κάνω ένα δώρο στον σωτήρα άγιο! Μαζί με τη σύζυγο και τους γιους μου αποφασίσαμε να φτιάξουμε μία εκκλησία στο όνομά του στη Ρογδιά. Αρχισε να χτίζεται το 2004 και ως το 2007 ήταν έτοιμη για να λειτουργήσει. Μέχρι σήμερα όλο και κάτι θα προσθέσουμε για να είναι ολοκληρωμένη και όμορφη και να την επισκέπτονται οι πιστοί απ’ όλη την Κρήτη κι όχι μόνο». Ο ναός είναι γραφικός, χτισμένος με λευκή πέτρα και στο εσωτερικό του επικρατούν το λευκό και το καφέ του ξύλου, ενώ το μεγάλο προαύλιο είναι «ντυμένο» με άσπρα πετραδάκια.

Φέτος, στη γιορτή του αγίου Εφραίμ στις 5 Μαΐου, λειτούργησαν τέσσερις ιερείς και μαζεύτηκε πολύς κόσμος για να προσκυνήσει την εικόνα του, που είναι γεμάτη με δεκάδες τάματα από πιστούς.


Πηγή: iellada.gr

«Ο γέροντας Εφραίμ ήρθε και έκανε μία μεγάλη σκάλα από τη γη στον ουρανό» 1 Μαρτίου 2022 APO DIAKONIMA

 


Ο π. Αντώνιος Μοσχονάς, συνταξιούχος εφημέριος στο Tucson, από τους βασικούς συνεργάτες και συμπαραστάτες του Γέροντα Εφραίμ στην περιοχή, αναφέρει:



«Εμείς οι ιερείς και οι αρχιερείς στην Αμερική για 70 χρόνια περίπου προσπαθούσαμε να φέρουμε τον κόσμο στις εκκλησίες κάνοντας φεστιβάλ. Δηλαδή διοργανώναμε γιορτές και πανηγύρια και προσφέραμε ποτά, φαγητά, χαρά, διασκέδαση και άλλα παρόμοια. Είχαμε ξεχάσει την προσευχή το κομποσχοίνι την εξομολόγηση τη νηστεία, την άσκηση, την παράδοση της Εκκλησίας μας.


Το σπουδαιότερο, δεν αφήναμε να δημιουργηθούν μοναστικά κέντρα. Τα θεωρούσαμε ότι δεν χρειάζονται και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην Εκκλησία μας. Και ήρθε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι χωρίς κοσμικές σπουδές, χωρίς πτυχία θεολογίας, χωρίς να έχει ρηξικέλευθες και καινοτόμους ιδέες, όπως πιστεύαμε ότι έχουμε εμείς και μας θύμισε την παράδοσή μας. Δεν πούλησε σουβλάκια, γύρο, μουσακά, μπακλαβάδες και τα άλλα φαγητά της ελληνικής κουζίνας, αλλά πούλησε, ή μάλλον προσέφερε δωρεάν, τον ξεχασμένο Χριστό της Ορθοδοξίας.


Δεν κάλεσε σε χορούς και διασκεδάσεις, αλλά σε αγρυπνίες και νηστείες. Και ο κόσμος, φωτισμένος από το Θεό, τον πλαισίωσε και τον περιτριγύρισε και τον ενίσχυσε. Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται είναι άνευ προηγουμένου. Η Αμερική που προσπαθούσε να ξεφύγει από την καταναλωτική κοινωνία, την αφθονία και τον κόρο των υλικών αγαθών, με κινήματα όπως των hippies και τη στροφή προς τις ανατολικές θρησκείες, άρχισε να ανακαλύπτει τον γνήσιο και αρχέγονο χριστιανισμό της Ορθοδοξίας μας.


Ο π. Εφραίμ ήρθε και έκανε μία μεγάλη σκάλα από τη γη στον ουρανό. Μας έδωσε την δυνατότητα εδώ στην Αμερική ν’ ανεβαίνουμε πάνω στον ουρανό με τα μέσα της ορθοδόξου παραδόσεως. Το μοναστήρι, του Αγίου Αντωνίου εδώ στην Αριζόνα, κτίσθηκε με σημεία που έδειξε ο Θεός. Όταν ήρθε ο Γέροντας στην περιοχή μας και έψαχνε για μέρος που θα έκτιζε τη νέα μονή, ενώ προσπαθούσε να πάει αλλού, έχασε το δρόμο του και ήρθε εδώ.


Έμεινε κατενθουσιασμένος. Αμέσως πήγαμε σε κτηματομεσίτη της περιοχής για να δούμε τι μπορούσαμε να αγοράσουμε. Όταν φθάσαμε στο μέρος που κτίσθηκε το μοναστήρι αργότερα, ενώ μιλούσαμε με τον κτηματομεσίτη, ακούσαμε να χτυπάνε καμπάνες όπως χτυπάνε οι καμπάνες της Φιλοθέου. Ο Γέροντας είπε τότε: «εδώ θα το κτίσουμε». Το είπα στον αείμνηστο Αντώνιο, επίσκοπο του Σαν Φρανσίσκο, στον οποίο υπαγόμαστε και κείνος είπε μέσα του «Κεφαλλονίτικη φάρσα», διότι είμαι από την Κεφαλλονιά.


Μετά δύο χρόνια όμως, ενώ πηγαίναμε στο μοναστήρι και σταματήσαμε λίγο πριν φθάσουμε να φορέσουμε τα ράσα μας, γιατί φορούσαμε λαϊκά ρούχα όπως συνηθίζουμε εδώ στην Αμερική, άκουσε τις καμπάνες και ο δεσπότης. Είχε δώσει εντολή στον ηγούμενο να μην κάνουν επίσημη υποδοχή, γι’ αυτό όταν φθάσαμε τον μάλωσε. Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν χτύπησαν τις καμπάνες και ότι οι πατέρες είναι στα κελλιά. Τότε ο δεσπότης κατάλαβε τι συνέβη και μου εξομολογήθηκε τι είχε σκεφθεί όταν του ανακοίνωσα τι είχε συμβεί σε μας.


Ο επίσκοπος Αντώνιος, όταν γνώρισε τον π. Εφραίμ και το έργο του, μου είπε: «ο Εφραίμ θα γεμίσει την Αμερική με μοναστήρια. Πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε γνωρίσει και περπατάμε και μιλάμε και ευλογούμεθα από ένα ζωντανό άγιο».


Πηγή: iellada.gr

Περὶ τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος (Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου) APO DIAKONIMA



Ὁμιλία στὸ Σικάγο στὶς 20 Μαρτίου 1994


Εὐλογημένα μου παιδάκια,


Εὔχομαι ἐγώ, ὁ ταπεινὸς καὶ ἀνάξιος πατέρας σας, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐλεεινῆς μου ψυχῆς, τὸ ἔλεος καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ μας, νὰ μὴ σᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτὲ ἕως ὅτου φθάσετε στὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ στὴν πόλη τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.




Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ δίνουν ὑποσχέσεις στὸ Θεὸ κατὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Ὅσοι ὅμως ἀσπάζονται τὸ μοναχισμό, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς κοινὲς γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὑποσχέσεις, προσθέτουν κι ἄλλες ποὺ ἀφοροῦν ἀποκλειστικὰ τὴ μοναχικὴ ζωή. Γνωρίζετε, παιδιά μου, τὶς ὑποσχέσεις αὐτές. Τὶς δώσατε μπροστὰ σὲ πολλούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἀκούσατε μάλιστα τότε τὸ λόγο τοῦ Πνευματικοῦ σας Πατέρα «Ὁ Κύριος θὰ σᾶς ἀμείψει ὄχι σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῶν ὑποσχέσεων, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν πιστὴ τήρησή τους».


Δὲ σᾶς ὑπενθυμίζω αὐτὰ ἐπειδὴ φοβᾶμαι μήπως ἀδιαφορεῖτε γιὰ τὴ σωτηρία σας. Κάθε ἄλλο. Εἶμαι, ὁ ταλαίπωρος, πεπεισμένος ὅτι φροντίζετε γιὰ τὴν ἀπολογία ποὺ θὰ δώσετε στὴ μέλλουσα κρίση. Εἶμαι ἐπίσης πεπεισμένος ὅτι ὁ καθένας ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του. Ὅπως ἡ ἐπιμελὴς κλώστρια κλώθει ὁμοιόμορφα τὸ νῆμα ὅσο μακρὺ κι ἂν εἶναι, ἔτσι κι ἐσεῖς πρέπει νὰ κλώθετε τὸ νῆμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πατήσατε τὸ κατώφλι τοῦ κοινοβίου μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὁ ζῆλος ποὺ δὲ χαλαρώνει ἔχει μεγάλη σημασία. Παρακολουθήσατε ποτὲ τὴ λειτουργία τῆς ἀτμομηχανῆς; Κινεῖται ὅταν ὑπάρχει ἀτμός. Κι ὅσο περισσότερος ἀτμὸς ὑπάρχει, τόσο γρηγορότερα κινεῖται. Ὅταν ὅμως ἐξασθενεῖ ἡ πίεση τοῦ ἀτμοῦ, μικραίνει καὶ ἡ ταχύτης τῆς κινήσεως. Ἡ ἀτμομηχανὴ τελικὰ σταματᾶ. Ὅ,τι εἶναι ὁ ἀτμὸς γιὰ τὴ μηχανή, εἶναι ὁ ἔνθεος ζῆλος γιὰ τὴν ἀφιερωμένη ζωή. Ὅταν ὑπάρχει ὁ ζῆλος, ὅλα προχωροῦν κανονικά. Ὅταν ὅμως ἀτονήσει ὁ ζῆλος, τότε ἡ πρόοδος σταματᾶ. Ὅλα ὁδηγοῦνται στὴ διάλυση.


Μὴν ψυχραίνετε τὴν πνευματική σας θέρμη καὶ μὴν ἀποκάμετε ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Νὰ ἐλέγχετε διαρκῶς τὴν ψυχή σας, γιὰ νὰ μὴ πέσετε σὲ ἀμέλεια καὶ δώσετε εὐκαιρία στὸν ἐχθρὸ νὰ σᾶς ἐμπαίξει. Ἀγωνισθεῖτε μὲ κάθε τρόπο, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατίσουν τὰ τείχη τῆς καρδιᾶς. Συχνὰ νὰ ἐνθυμῆσθε τὸν πρῶτο σας ἐνθουσιασμό, τότε ποὺ ἤλθατε ἐδῶ, ἀφήνοντας τὴν οἰκογένειά σας, τοὺς συγγενεῖς καὶ τὰ φιλικά σας πρόσωπα… Ὅταν περάσατε τὸ κατώφλι τῆς Μονῆς, ἐπιθυμούσατε μόνο νὰ προσεύχεσθε, ν᾿ ἀπασχολεῖτε τὸ νοῦ σᾶς μόνο μὲ θεῖες σκέψεις, νὰ συνομιλεῖτε μόνο πνευματικῶς, νὰ μελετᾶτε μόνο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ βιβλία τῶν Ὁσίων, νὰ ἀπωθεῖτε κάθε κοσμικό, νὰ ζῆτε μὲ εἰρήνη πρὸς ὅλους καὶ μὲ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ στὸν Πνευματικὸ Πατέρα καὶ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἀδελφότητα. Ἀσφαλῶς ἦσαν εἰλικρινεῖς αὐτὲς σας οἱ ἐπιθυμίες. Φέρνετε λοιπόν, συχνὰ στὴ μνήμη τὸν πρῶτο σας ἐνθουσιασμό. Θὰ τὸν ἀνανεώνετε ἔτσι μέσα σας, ὅπως ἀνανεώνετε τὴν ἀτμόσφαιρα σ᾿ ἕνα δωμάτιο ἀνοίγοντας τὰ παράθυρα.


Μαζὶ μὲ τὴν ἀφυπνιστικὴ αὐτὴ προσπάθεια, νὰ φέρνετε πιὸ συχνά, τὰ παραδείγματα ζήλου τῶν μεγάλων Ὁσίων. Νὰ ἐντρυφᾶτε στὰ Μηναῖα καὶ στὰ Συναξάρια. Νὰ συλλογίζεσθε μὲ πόση θέρμη εὐαρεστοῦσαν τὸ Θεὸ οἱ Ἅγιοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Θυμηθῆτε τοὺς θαυμαστοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους. Μὴν ἀρκεσθεῖτε ὅμως, σὲ μία ἁπλὴ ἐνθύμηση. Σκεφθεῖτε πὼς εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ μοιάσετε τοὺς ἥρωες τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως στὰ διάφορα ἀθλήματα ὁ ἕνας ἀθλητὴς παρακινεῖται κι ἐνθαρρύνεται ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ ἄλλου, ὅπως ἐπίσης στὶς διάφορες ἐργασίες σας, δηλαδὴ στὰ διακονήματα, ὁ ἕνας συναγωνίζεται τὸν ἄλλο, ἔτσι ἂς θερμαίνεται κι ὁ ζῆλος σᾶς καθὼς θὰ παραδειγματίζεσθε ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων ἐκείνων ἀγωνιστῶν.


Πολὺ καλὸ κι ἅγιο εἶναι τὸ ὅτι ἐγκαταλείψατε τὸ μάταιο κόσμο καὶ φθαρτὸ καὶ ἀφιερωθήκατε στὸ Χριστό μας. Προσπαθῆστε ὅμως, Πατέρες μου καὶ παιδιά μου, νὰ ὁλοκληρώσετε τὸ ἔργο αὐτό. Δὲν εἶναι μοναχὸς (ὅπως δὲν εἶμαι καὶ ἐγὼ) ὅποιος φορᾶ τὰ ῥάσα καὶ βρίσκεται στὴ μάνδρα τῆς Μονῆς. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ οἰκοδομήσει μέσα του τὸ πνεῦμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτὴν λοιπὸν τὴν πνευματικὴ προσπάθεια χρειάζεται πολὺ ὑπομονή, προσευχὴ καὶ ταπείνωση. Αὐτὴ καθ᾿ αὐτὴ ἡ Μονή σας, μοιάζει μὲ ἰαματικὴ κολυμβήθρα… Νὰ θεωρεῖτε τὸν ἑαυτό σας γεμάτο ἀπὸ ἀδυναμίες, τύφλωση, ἀναπηρία.


Παιδιά μου φίλτατα, ἀσφαλῶς σεῖς γνωρίζετε πολλὰ μέσα θεραπείας. Γνωρίζετε καὶ τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες, δηλαδὴ τὰ πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι παραδομένος στὰ πάθη, δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τὴν κατάστασή του καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ὅταν ὅμως δεχθεῖ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Θείας Χάριτος, τότε ἀρχίζει νὰ ξεχωρίζει μέσα του τὰ φρικτὰ συμπτώματα τῶν παθῶν, μετανοεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ καθαρθεῖ. Ἀρχίζει λοιπὸν ὁ ἀγώνας, ὁ πόλεμος. Πρῶτα ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν πράξεων καὶ κατόπιν ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν σκέψεων καὶ αἰσθημάτων.


Ὁ πνευματικὸς πόλεμος ἔχει πολλὲς φάσεις. Ὅταν ὁ ἀγωνιστὴς χριστιανὸς σταματήσει τὴν ἔμπρακτη ἁμαρτία, διακρίνει ὅτι ὁ νοῦς του ἀσχολεῖται μὲ ἄπρεπες σκέψεις κι ἡ καρδιὰ τοῦ ἱκανοποιεῖται μὲ ἀθέμιτα αἰσθήματα. Στρέφοντας τὴν προσοχή του στὸ ἔργο τῆς ἐσωτερικῆς πλέον κάθαρσης ἀρχίζει νὰ ἐπισημαίνει πῶς ἐπιτίθεται ὁ ἐμπαθὴς λογισμός, πῶς κρύβεται, πῶς σαγηνεύει καὶ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχή. Συνηθίζει ὅμως, ταυτόχρονα καὶ νὰ πολεμᾶ καὶ νὰ διώχνει τὸν πειρασμό.


Ὅσο ὁ ἀγώνας συνεχίζεται, τόσο περισσότερο τὰ πάθη ξεριζώνονται, ἕως ὅτου τὸ ἔδαφος τῆς καρδιᾶς τελείως καθαρισθεῖ. Σημεῖο καθάρσεως εἶναι ἡ ἀποστροφή, ἡ ἀντιπάθεια, τὸ μίσος πρὸς τὰ πάθη καὶ τὶς ἀφορμές τους. Οἱ προσβολὲς τοῦ πονηροῦ εὔκολα τότε ἀποκρούονται, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲ σταματοῦν. Τὰ πάθη ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό της καρδιᾶς, μένουν ὅμως στὴν περιοχή της καὶ ὅποτε βροῦν εὐκαιρία, προσπαθοῦν πάλι νὰ κυριαρχήσουν.


Ἔτσι, ὁ ἀγωνιστὴς ἐπισημαίνει διαρκῶς τὴν παρουσία τῆς φιλαυτίας, τῆς κατακρίσεως, τῆς ραθυμίας, τῆς ζηλοτυπίας, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας κι ἂν καὶ νικητὴς στὸν ἀγώνα, νιώθει ὅτι εἶναι ἀκάθαρτος. Οἱ προσβολὲς καὶ μόνο τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν, τὸν κάνουν νὰ θεωρεῖ αἰσχρὸ τὸν ἑαυτό του.


Θυμηθεῖτε τέκνα μου, τὴν περίπτωση ἐκείνου τοῦ ἀσκητοῦ ποὺ κατέκρινε διαρκῶς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπαριθμοῦσε πλήθη ἁμαρτιῶν σὰν νὰ τὶς εἶχε κάνει. Ἐνῶ ἁπλῶς μόνο δοκίμαζε τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἔνοχο κι ἁμαρτωλό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προόδευσε καὶ στὴν κάθαρση καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη.


Ὅσο τελειώτερος γίνεται κανείς, τόσο ἁμαρτωλότερο θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γεμάτος πάθη, δυσκολεύεται πολὺ ν᾿ ἀναγνωρίσει τὴν κατάστασή του.


Εὔχομαι παιδιά μου, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐλεεινῆς μου καρδιᾶς, κάθε πρόοδο στὸν πανέμορφο αὐτὸν ἀγώνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας καὶ ἄξιοι νὰ γίνετε τῶν σωζομένων στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

 


Πηγή: agiazoni.gr

Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας μιλάει για τον Μητροπολίτη Αθανάσιο Λεμεσού.

Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας μιλάει για τον Μητροπολίτη Αθανάσιο Λεμεσού.

Γιατί ὁ ἄδικος θάνατος στοὺς δικαίους ἀνθρώπους; (Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)

 


Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ ὅτι ἕνας ἐρημίτης, ἕνας σπηλαιώτης ἀσκητής, εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ καὶ κάποια μέρα τοῦ ἔδωσε τὸ ἐργόχειρο καὶ τοῦ εἶπε:


“Παιδί μου, θὰ πᾶς,πᾷς κάτω στὴν πόλη νὰ τὸ πουλήσεις καὶ νὰ ἀγοράσεις τὰ χρειαζόμενα καὶ νὰ ἐπανέλθεις”…




Ὁ μοναχὸς ὡς καλὸς ὑποτακτικὸς κατέβηκε καὶ ἔκανε μερικὲς ἡμέρες, μέχρις ὅτου διαθέσει τὸ ἐμπόρευμα. Καὶ στὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶδε μία κηδεία πολὺ λαμπρὰ μὲ τὰ πλέον ἐξεζητημένα μέσα πολυτελείας ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ἅμαξες καὶ ζῶα καὶ λαμπρότητες, εἶδε τὴν κηδεία νὰ πορεύεται μὲ ἕναν καιρὸ ἡλιόλουστο, μιὰ πάρα πολὺ χαρούμενη ἡμέρα, κόσμος κλπ, καὶ ἀπορῶντας ἔλεγε:


“Μά, ποιός νὰ πέθανε, ποιός μεγάλος ἄνθρωπος καὶ τόση μεγάλη λαμπρὰ κηδεία τοῦ γίνεται”.


Καὶ ρώτησε κάποιον ἄνθρωπο καὶ τοῦ εἶπε παραδόξως ὅτι: “ἡ Α πόρνη γυναῖκα ἀπέθανε”, καὶ ἔλεγε: “Μά, τόση χλιδή;”


Τὸ ἀντιπαρῆλθε. Τελείωσε τίς δουλειὲς ποὺ εἶχε νὰ κάνει καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸν γέροντά του. Καὶ ὅταν ἔφτασε πρὸ τῆς πύλης τῆς σπηλιᾶς, ἀκούει μέσα βογγητὰ καὶ μουγκρητὰ ζώου καὶ αὐτὸ ἦταν ἕνα λιοντάρι ποὺ κατεσπάραζε τὸν γέροντα ἀσκητῆ, τὸν ἐξαϋλωμένο ἄνθρωπο, καὶ ἀμέσως σαλεύτηκε ὁ νοῦς του, θόλωσε ἡ διάκριση καὶ εἶπε:


“Μά, ἡ πόρνη μὲ τόση λαμπρότητα καὶ τιμὲς καὶ ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος νὰ ὑποστεῖ αὐτὸν τὸν σκληρὸ θάνατο, νὰ τὸν τρώγει ἕνα θηρίο; Ποία εἶναι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ;”


Σὰν νὰ ἔβλεπε μέ τον νοῦ του ἀδικία καὶ ἀδιακρισία ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ σκέφτηκε νὰ ἐπιστρέψει στὸν κόσμο, διότι τὰ πράγματα δὲν εἶναι ὅπως τὰ εἶχε διδαχτεῖ καὶ φανταστεῖ. Καὶ ὅταν γύρισε τὰ βήματά του πρὸς τὸν κόσμο, ὁ Θεὸς ἐπέβλεψε δι’ εὐχῶν τοῦ Γέροντός του καὶ φάνηκε ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λέει:


“Γιατί σκέφτηκες τόσο ἄδικα ἀπέναντι στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;”


“Μά, πῶς”, τοῦ λέει, “ἄγγελέ μου, νὰ μὴν σκεφτῶ ἔτσι, τὴ στιγμὴ ποὺ βλέπω τόση διαφορὰ εἰς τὸν θάνατον, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ γέροντάς μου ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἐκείνη ἦταν μία πόρνη γυναῖκα; Ἐντελῶς τὰ πράγματα διαφορετικά”.


“Ναί, ἔτσι προφανῶς φαίνονται”, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, “ἀλλὰ ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική. Ἡ πόρνη γυναῖκα -σὰν ἄνθρωπος καὶ αὐτή- εἶχε κάνει ὁρισμένες πράξεις καλὲς καὶ ὁ γέροντάς σου πρὶν ἔρθει νὰ ἀσκητέψει, σὰν λαϊκὸς εἶχε καὶ αὐτός -σὰν ἄνθρωπος- ὁρισμένες ἁμαρτίες.


Τὴν πόρνη γιὰ τίς καλές της πράξεις ὁ Θεός της ἀπέδωσε τὸ δίκαιον ὄφλημα καὶ ἔτσι δὲν τῆς χρεωστεῖ τίποτε. Ἐπειδὴ ἦταν βεβαρημένο τὸ ποινικόν της, ἔπρεπε νὰ τῆς ἀποδώσει τίς ὀλίγες πράξεις της μὲ μία δικαία ἀνταπόδοση. Ἐξ οὗ καὶ οἱ τιμὲς καὶ ἡ ἡλιόλουστη μέρα καὶ τὰ μέσα μεγαλοπρεπείας, κι ἔτσι δὲν τῆς χρεωστεῖ τίποτα.


Ὁ δὲ γέροντάς σου ἐξόφλησε τὸ ὄφλημα τῶν ἁμαρτιῶν του, ποὺ εἶχε κατὰ κόσμον, καὶ ἀπῆλθε μὲ τὴν δικαία κρίση τοῦ Θεοῦ ὁλόλαμπρος, ἐντελῶς καθαρός, μὴν ἔχοντας κηλῖδα εἰς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του”.


Καὶ μόλις ὁ ταπεινὸς ὑποτακτικὸς ἄκουσε τὸν ἄγγελο καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε ζήτησε συγνώμη καὶ μέμφθηκε τὸν ἑαυτόν του, ἐπέστρεψε καὶ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ εἰς τὴ σπηλιὰ τοῦ γέροντός του.


Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τρέχουμε ἀσυλλόγιστα καὶ νὰ κρίνουμε οἱονδήποτε θάνατο καὶ πράξη ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δὲν οἰκονομεῖ μόνο τὴν σωτηρία τοῦ ἀπελθόντος, ἀλλὰ φροντίζει νὰ βοηθήσει καὶ ἡμᾶς τοὺς ζῶντας γιὰ νὰ διορθώσουμε ὁ καθένας μας τὸν ἑαυτόν του.


Πηγή: agiazoni.gr

Τί εἶναι Ὀρθοδοξία; (Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου) 20 Ιανουαρίου 2023 Ὁμιλία ΛΒ΄. Ὀρθοδοξία• ἡ βασιλικὴ ὁδὸς τοῦ Εὐαγγελίου, σέλ. 468 (ἀποσπάσματα). APO DIAKONIMA

 




Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι καὶ οὐσιαστικὰ δὲ γνωρίζουμε τὸ ὕψος, τὸ βάθος, τὸ πλάτος τῆς Ὀρθοδοξίας. Θὰ πρέπει νὰ τὴ δοῦμε σὲ ὅλη τὴν ἁγιότητά της.


Τί εἶναι Ὀρθοδοξία; Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀλήθεια, τὸ ὀρθὸ δόγμα περὶ τοῦ Θεοῦ, περὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ περὶ τοῦ κόσμου, ὅπως μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς μὲ τὴν ὑπέροχη διδασκαλία Του, μὲ τὴν ἁγία ζωή Του καὶ μὲ τὴν λυτρωτικὴ θυσία Του, ὅπως τὴ διετύπωσε κατόπιν ἡ θεόπνευστη διάνοια καὶ καρδιὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως τὴ «ζωντάνεψε» ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης καὶ οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς καὶ Ἀπόστολοι μὲ τὸ οὐράνιο φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὴν παρέδωσαν καὶ σέ μᾶς οἱ πνευματοκίνητοι Πατέρες τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀργότερα.


Ὅλοι αὐτοί, ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Πολύκαρπο, τὸν μαθητὴ τῶν Ἀποστόλων, μέχρι τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στὶς ἀρχὲς τοῦ (πρό)περασμένου αἰῶνα, μὲ τὴν σοφία τους καὶ τὴν ἁγιότητά τους, μὲ τὶς θυσίες καὶ τοὺς ἀγῶνες τους μᾶς παρέδωσαν τὴν παρακαταθήκη τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ ζωῆς, τὸν θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης.


Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη σύνθεση δόγματος καὶ ἤθους, θεωρίας καὶ πράξεως. Ὀρθοδοξία εἶναι ἀκόμα ἐκεῖνο, ποὺ διατύπωσαν ἐπισημότερα οἱ Σύνοδοι, τὰ οἰκουμενικὰ ἐκεῖνα εὐλογημένα συνέδρια τῆς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.


Τότε οἱ θεοφόροι Πατέρες «ὅλην συγκροτήσαντες τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην καὶ τῷ θείῳ Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι» ἀπεφάνθησαν γιὰ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ ἔθεσαν τὰ βάθρα, τὰ θεμέλια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς πνευματικὸς πολιτισμός.


Τὴν Ὀρθοδοξία ἐπισφράγισαν οἱ μάρτυρες ὅλων τῶν ἐποχῶν· ὅλη ἡ ἱερὴ στρατιὰ τῶν ἑκατομμυρίων ἡρώων καὶ ὁμολογητῶν, ἀνδρῶν, γυναικὼν καὶ παιδιῶν, μὲ τὸ τίμιο αἷμα τους. Ἀπὸ τὰ ἀμφιθέατρα τῆς Ρώμης μέχρι τὰ στρατόπεδα τῆς Ρωσίας, ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θεωρία ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· ὁ ὡραιότερος ἡρωισμός, ἡ νίκη κατὰ τῆς ὠμῆς βίας καὶ τῆς ὑλικῆς δύναμης, ἡ ἐπικράτηση καὶ ἡ βασιλεία τοῦ πνεύματος.


Ἦρθε κατόπιν νὰ ὑμνήσει τὴν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία, μὲ τὴν ὑπέροχη ποίηση καὶ τὴν ἐμπνευσμένη ὑμνογραφία της, ἡ ὁποία συνδυάζει τὸ φυσικὸ μὲ τὸ ὑπερφυσικό, τὰ ἐγκόσμια μὲ τὰ ἐπουράνια, τὴν ἀτομικότητα μὲ τὴν κοινωνικότητα, τὴν οἰκειότητα καὶ τὸν βαθὺ σεβασμό, τὸ εὔληπτο καὶ τὸ μυστήριο.


Μέσα στὸν ναὸ, σὲ κάθε Λειτουργία, μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἀνάτασης καὶ ἱερότητας, τελεῖται ἡ Θυσία τοῦ Θεανθρώπου, ὅπου συμμετέχουν ὅλοι οἱ πιστοί. Ἐκεῖ, ἐπίσης, ὑμνοῦνται καὶ προβάλλονται τὰ κατορθώματα τῶν γιγάντων τῆς πίστεως μὲ ἐπικεφαλῆς τοῦ χοροῦ αὐτοῦ τὴν Θεοτόκο Μαρία. Ἐκεῖ ἐξυμνεῖται τὸ δόγμα, ὄχι μόνο ὡς ἀληθινό ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνταποκρινόμενο στὶς ἀνθρώπινες ἐφέσεις.


Ἀλλὰ καὶ τὸ ἰδανικό, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀγωνίσθηκε ὁ μοναχισμός, δὲν εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατὰ τοὺς εἰδικοὺς μελετητὲς, ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς στρατός, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ γιὰ τὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπὸς τους ἦταν τὸ «μορφωθῆναι τὴν ψυχὴν τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός».


Ἐδῶ, σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχικοῦ πνεύματος, εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἡ ἐπιτυχία τοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες τῶν ἀσκητῶν εἶναι οἱ νέοι ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τοῦ πνεύματος. Ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸν κατ’ ἐξοχὴν φιλόσοφο βίο, στὴν θέωση. Ἡ πορεία τοῦ ἀσκητισμοῦ εἶναι πορεία ἐξαγνισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς πρὸς τὸ θεῖο.


Καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἀσκητές ἀλλὰ καὶ σ’ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ πλήρωμα, ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ἔδωσε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, ἐξύψωσε τὰ ἤθη τῆς κοινωνίας. Ἰδιαίτερα, τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴν κοινωνικὴ ἀντίληψη.


Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ πορεία τοῦ ὁλοκληρωμένου ἀνθρώπου πρὸς τὸν Πλάστη του, πρὸς τὴν θέωση. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πλήρη ἀνάπτυξή του ἐν τῷ Χριστῷ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνο ἡ κατ’ ἐξοχὴν θεολογία ἀλλὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ ἀληθινὴ ψυχολογία, ὁ γνήσιος ἀνθρωπισμὸς καὶ κοινωνισμός. Εἶναι ἕνα πολύεδρο διαμάντι, τὸ ὁποῖο ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς παρουσιάζει νέες ἀντανακλάσεις τῆς ἀλήθειας.


Ἂς γνωρίσουμε, λοιπόν, τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὄχι θεωρητικά. Ἂς τὴν αἰσθανθοῦμε καὶ ἂς τὴν ζήσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος της. Ἔτσι μόνο, θὰ μποροῦμε νὰ τὴν προβάλουμε καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε.


Πανέμορφη Ὀρθοδοξία, αἱματοστόλιστη νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ποτέ, ποτὲ νὰ μὴ σὲ ἀρνηθοῦμε οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ ἂν τὸ καλέσουν οἱ περιστάσεις καὶ οἱ καιροί, ἀξίωσέ μας, ὦ φίλη, γιὰ σὲ νὰ χύσουμε καὶ τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός μας. Ἀμήν.


Πηγή: agiazoni.gr

Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης: Εάν συγχωρήσουμε, θα συγχωρηθούμε 1 Οκτωβρίου 2023 APO DIAKONIMA




«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ’, 14-15).


Επάνω στη γη κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Όλοι είμεθα αμαρτωλοί και ένοχοι σηκώνοντας ο καθένας μας ένα φορτιο από αμαρτιες, πάθη, αδυναμίες, απροσεξίες, οι οποίες έχουν επιβαρύνει τη ζωή μας. Φέρουμε όλοι μας ένα ποινικό με ποικίλες αμαρτιες, βαρειές, ελαφρές, πολλές, λίγες, μηδενός εξαιρουμένου, εκτός του Θεού. Η ζωή μας ολόκληρη συνεχώς παράγει αμαρτιες. Αμαρτάνουμε με τη σκέψι, με τη καρδιά, με όλες τις αισθήσεις τις σωματικές και τις πνευματικές της ψυχής. Σκεφθήτε τι μεγάλη παραγωγή αμαρτιας έχουμε! Όλοι λοιπόν εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από τη συγχώρησι από το Θεό, από την ακύρωσι όλης αυτής της παραγωγής των αμαρτημάτων.


Και κάθε χριστιανός λογικά σκεπτόμενος για τη σωτηρία του, επιποθεί την καταλλαγή του με το Θεό. Επιθυμεί να συγχωρηθή και να αγαπηθή από το Θεό δια της μετανοίας. Αλλά για να το πετύχη αυτό, να πετύχη την συγγνώμη υπό του Θεού, να πετύχη την συμφιλίωσι μαζί του, πρέπει να τηρήση τον όρο, που ο Χριστός μας μας έθεσε στο Ευαγγέλιό Του: «Εάν συγχωρήσουμε, θα συγχωρηθούμε». Εάν όμως θελήσουμε να αρνηθούμε την συγγνώμη στον πλησίον μας, στον συγγενή μας, στον συνάνθρωπό μας, που ενδεχομένως κάπου μας έφταιξε, εάν αποφεύγουμε να του την δώσουμε, διότι δεν θέλουμε να ταπεινωθούμε, δεν πρόκειται να πάρουμε την συγγνώμη σε καμμιά περίπτωσι από τον Θεό. Όταν φερ’ ειπείν μας ζητάει κάποιος συγγνώμη, εμείς να μη τον αποστραφούμε γυρνώντας αλλού τα μάτια μας, επειδή δεν μπορούμε να τον αντικρύσουμε. Βέβαια, επειδή εμείς είμεθα εμπαθείς και αδύναμοι, τη δύναμι της συγχωρητικότητος πρέπει να τη ζητήσουμε από τον Θεό με την προσευχή. και τότε θα την πάρουμε θετικά.


Όλοι μας θέλουμε και σ’ αυτή τη ζωή και ιδιαίτερα στην άλλη, στη μετά θάνατον, να ιδούμε το πρόσωπο του Θεού ιλαρό, να μη θέλη να μας αποστραφή για τις πολλές μας αμαρτιες. Δεν θέλουμε να ιδούμε τα γαληνά θεία μάτια να μας αποστρέφωνται για τη βρωμερότητά μας. Επιθυμούμε τα μάτια του Χριστού να μας κοιτάζουν κατάμματα με πατρική αγάπη, με τρυφερότητα, ευμενέστατα και να εκφράζουν την επιείκεια, την συγγνώμη και την είσοδο στη Βασιλεία των ουρανών. Αν θέλουμε να επιτύχουμε αυτή την ασύλληπτη σε πνευματική αξία επιτυχία και να δεχθούμε από το πρόσωπο του Θεού σε μας αυτά, τα οποία επιθυμούμε, όταν θα βρεθούμε μπροστά στο φοβερό δικαστήριο, στην κρίση τη μεγάλη, πρέπει κι εμείς να προσφέρουμε στον πλησίον αυτά τα λίγα πράγματα.


Κι ο Χριστός μας είναι όλος συγγνώμη και άφεσι αμαρτιών. Όπως θέλουμε να μας αγαπά ο Θεός, να μας συγχωρή, να παραβλέπη τα σφάλματά μας, να μας παρακολουθή, να μας προστατεύη η πρόνοιά Του, έτσι κι εμείς να προσφέρουμε αυτά τα ίδια στον αδελφό μας. Η συγγνώμη δεν έχει κόπο, δεν έχει δυσκολία. Τι χρειάζεται; Χρειάζεται ταπείνωσι. Δίνοντας την συγγνώμη στον άλλο, θα πάρουμε την συγχώρησι των αναριθμήτων αμαρτημάτων μας και θα έχουμε όλο το δικαίωμα να πούμε στον Θεό: «Κύριε, ό,τι μου έκαναν οι άνθρωποι τους συγχώρησα, τους έδωσα ολόκαρδα την συγγνώμη μου και την αγάπη μου κατά το Ευαγγέλιό Σου, κατά το Λόγο Σου. Τώρα ζητώ κι εγώ να εκφράσης την αγάπη Σου επάνω μου και να συγχωρήσης τα δικά μου αμαρτήματα».


Πόσες φορές, όταν συναντήσουμε τον άνθρωπο, με τον οποίο είμεθα στενοχωρημένοι ή έχουμε λογισμούς, γιατι μας κατηγόρησε, μας κουτσομπόλεψε, μας πρόδωσε και τόσα άλλα, κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, πως δεν τον βλέπουμε, για να μη τον χαιρετισουμε! Λένε οι Άγιοι Πατέρες και οι Ασκηταί της ερήμου, οι οποίοι εφήρμοσαν με ακρίβεια το Ευαγγέλιο, ότι όταν σε επισκεφτή ο άνθρωπος, που εσύ γνωρίζεις ότι αυτός πολλά είπε για σένα, μη δείξης πρόσωπο σκυθρωπό ή ότι κάτι γνωρίζεις. Να τον δεχτής τόσο όμορφα, τόσο καλά, σαν να σε επήνεσε, σαν να σε εγκωμίασε, σαν να σε ετιμησε ενώπιον των ανθρώπων! Αυτή η στάσι εκφράζει πολλή πνευματικότητα και απόλυτη εφαρμογή του Ευαγγελικού πνεύματος.




Το Ευαγγέλιο είναι ο διδάσκαλός μας. Ό,τι και να μας απασχολή, αν το ανοίξουμε, θα πάρουμε την απάντησι, θα πάρουμε τον φωτισμό, θα πάρουμε ακριβώς αυτό το φάρμακο, που χρειάζεται για οιανδήποτε περίπτωσι. Οι εντολές του Χριστού είναι ο νόμος του Ευαγγελίου και όταν η ψυχή πιαστή ένοχη στην εφαρμογή του Ευαγγελικού νόμου, χωρίζεται από τον Θεό. Ποιος είναι ο Ευαγγελικός νόμος; «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. ζε’, 44). Σχετικά με το θέμα αυτό θα σας πω την εξής ιστορική περίπτωσι από το Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας:


Στα χρόνια των διωγμών υπήρχε ένας ιερεύς, ο οποίος λεγόταν Σαπρίκιος. Αυτός ο ιερεύς είχε φίλο ένα λαϊκό χριστιανό, που τον βοηθούσε πολύ. Ήταν πολύ πλησίον του και λεγόταν Νικηφόρος. Ίσως από την πολλή παρρησία, που είχαν μεταξύ τους, ξεπήδησε ένας πειρασμός κι ο ιερεύς σκανδαλίσθηκε πολύ με τον αδελφό και δεν τον συγχωρούσε με τιποτα. Ο Νικηφόρος πήγαινε κατ’ επανάληψιν και του ζητούσε συγγνώμη, αλλά δεν την έπαιρνε από τον ιερέα. Ήταν ο πειρασμός που δεν τον άφηνε.


Κάποια στιγμή συνέλαβε ο ηγεμόνας της επαρχίας εκείνης τον Σαπρίκιο, ως ιερέα του Θεού και Χριστιανό. Τον καλεί ενώπιόν του και τον απειλεί να αρνηθή την πίστι του. Αυτός ωμολογούσε κι έλεγε ότι σε καμμιά περίπτωσι δεν αρνούμαι τον Χριστό μου. Ο τύραννος επέμενε, επέμενε και ο ιερεύς Σαπρίκιος. Άρχισαν τα βασανιστήρια. Ο καλός Νικηφόρος γνωρίζοντας ότι μήτε η ομολογία της πίστεως δεν μπορεί να απαλλάξη τον άνθρωπο από την κόλασι, εάν δεν έχη αγάπη και συγχωρητικότητα, βλέποντας ότι προχωρεί στο μαρτύριο και συγγνώμη δεν παρέχει κατά το Ευαγγέλιο, φοβήθηκε ότι δεν πρόκειται το αίμα του να τον σώση κι έτρεξε στη φυλακή κι έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και ζητώντας συγγνώμη.


– Συγχώρησέ με, πάτερ, σε ό,τι σου έκανα. εγώ φταίω.


– Δεν σε συγχωρώ.


Διαβολική ενέργεια εντελώς. Συνέχιζε ο αγαθός αυτός άνθρωπος, ο Νικηφόρος να ζητή συγγνώμη μετά δακρύων και να φιλάη τα πόδια του ιερέως.


– Πάτερ, δεν θα σε σώση το μαρτύριο. χύνεις το αίμα σου, σε λίγο αποκεφαλίζεσαι. δεν θα στεφανωθής, εάν δεν με συγχωρέσης.


Αυτός δεν του έδινε παντελώς σημασία. Προχωρώντας στον τόπο της θανατώσεως, ο ταπεινός Νικηφόρος ακολουθούσε πίσω από τους δημίους επαναλαμβάνοντας τις παρακλήσεις του μετά δακρύων. Ο Σαπρίκιος συνέχιζε να είναι άκαμπτος. Τότε συνέβη κάτι το τρομακτικό. Την ώρα του αποκεφαλισμού, κατά παραχώρησιν Θεού, η θεία Χάρις εγκατέλειψε τον ιερέα Σαπρίκιο, σκοτισθηκε το μυαλό του και αρνήθηκε τον Χριστό. Την τελευταία στιγμή έχασε το στεφάνι του μαρτυρίου εξ αιτιας της μνησικακίας του. Και στη θέσι του αποκεφαλίζεται ο καλός Νικηφόρος, ο οποίος τώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας μας. ενώ ο Σαπρίκιος τιμωρήθηκε με αιώνια κόλασι.


Τόσο δύσκολο ήταν να πη: «Αδελφέ μου, εντάξει, ο Χριστός ας σε συγχωρέση»; Μα, το Ευαγγέλιο δίδασκε ως ιερεύς. δεν ήξερε ότι πρέπει να δώση συγχώρεσι, δεν ήξερε ότι ούτε το μαρτύριο δεν σώζει τον άνθρωπο, χωρίς την αγάπη; Κι όμως κατά διαβολική ενέργεια δεν την έδωσε κι έχασε τη Βασιλεία του Θεού.




Μα, κι όταν ρίξουμε μια ματιά, ένα βλέμμα στην Σταύρωσι του Χριστού μας, υπάρχει δυνατώτερο παράδειγμα παροχής συγγνώμης από το αγιώτατο παράδειγμά Του; Επάνω στους μεγάλους Του πόνους, επάνω στη μεγάλη Του εγκατάλειψι από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, δεν εξέφρασε καν παράπονο, δεν είπε κανένα κακό λόγο για τους σταυρωτάς Του, που εκείνη την ώρα Τον βασάνιζαν το Θείο Λυτρωτή. Μόνον έστρεψε τα μάτια Του προς τον Ουράνιο Πατέρα Του και είπε: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’, 34). (Συγχώρησέ τους Πατέρα μου, αυτό το μέγιστο έγκλημα, που κάνουν. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Είναι έρημοι και φτωχοί και το κάνουν από άγνοια). Κι ο Ουράνιος Πατέρας τους συγχώρησε. Νομίζετε ότι εάν μετανοούσε αληθινά ο μεγάλος προδότης, ο Ιούδας, ο Χριστός μας δεν θα τον συγχωρούσε; Βεβαιότατα.


Εάν υποθετικά αυτή τη στιγμή βάλουμε στη σκέψι μας ότι ο Εωσφόρος, τα δαιμόνια μετανοήσουν, θα πάρουν την συγχώρησι από τον Θεό. Ηξεύρετε έστω και στο ελάχιστο, πόσο μεγάλη και αφάνταστη είναι η ενοχή τους απέναντι στον Θεό για όλα τα φοβερά εγκλήματα, και για τα προσωπικά τους και γι’ αυτά που έχουν κάνει στους ανθρώπους. Αυτοί έχουν κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο και την επανάστασι απέναντι στον Θεό και βλασφημούν εκατομμύρια φορές στο λεπτό το όνομα του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, εάν μετανοήσουν για όλα όσα έχουν κάνει, ο Θεός θα τους ανοίξη τη Βασιλεία Του και θα τους δώση την πρώτη θέσι, την οποία είχαν προ της πτώσεως. Ποία συγχωρητικότητα έχει ο Θεός! Σκεφθήτε τι Θεό έχουμε! Τι απέραντη καρδιά έχει! Τι ευσπλαχνία έχουμε μπροστά μας! Ο Θεός είναι ωκεανός απέραντος, απέραντη η αγάπη Του, απέραντη η ευσπλαχνία Του, απέραντη η συγχωρητικότητά του, απέραντα όλα! Κι έρχεται τώρα ο φτωχός άνθρωπος, ο χωματένιος, ο ένοχος, ο αποστάτης, ο βαρυποινίτης να μη θέλη να συγχωρήση του συνανθρώπου του, του χρεωφειλέτου του το χρέος μιας δεκάρας, και ζητάει από τον Θεό να του λύση το χρέος ολόκληρου θησαυρού.


Ας υποθέσουμε ότι σε κάποιον άνθρωπο χάρισε ο Θεός χίλια χρόνια ζωής. Όλα αυτά τα χίλια χρόνια τα γέμισε με αμαρτια. το κάθε λεπτό της ώρας με ένα φοβερό αμάρτημα, βλασφημίες, φόνους, αδικίες, κ.λπ. Χίλια χρόνια ζωή γεμάτη εγκλήματα. Με τις φτωχές μας γνώσεις και χωρίς το πνεύμα του Ευαγγελίου, θα πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να μετανοήση και να σωθή. Αλλά, να! Έρχεται η θεία φώτισι, έρχεται κι ανοίγει ο Θεός την καρδιά του και βλέποντας ότι τελειώνει η ζωή του, ότι φεύγει για την άλλη ζωή -γιατι έρχεται αυτή η αίσθησι στον ετοιμοθάνατο- σκέπτεται όλα αυτά τα φοβερά εγκλήματα των χιλίων χρόνων κι αρχίζουν τα μάτια του να τρέχουν. Μετανοεί και ζητεί συγγνώμη από τον Θεό. Νομίζετε ότι δεν θα την πάρη; Θα την πάρη και πλούσια!


Έχουμε και τους ληστάς εκατέρωθεν του Εσταυρωμένου Κυρίου μας. Ο ένας λέει: «Αν είσαι Θεός κατέβα από τον Σταυρό και κατέβασε κι εμάς!». Έρχεται κι ο άλλος ο ληστής ο ευγνώμων και λέει: «Μα, γιατι μιλάς έτσι; Γιατι προσθέτεις στις πληγές αυτού του Αγίου τα πικρά σου λόγια; Αυτός δεν έκανε κανένα κακό. εμείς κάναμε φόνους και εγκλήματα και άξια ων επράξαμε απολαμβάνουμε. Αυτός ο άνθρωπος ουδέν κακόν εποίησεν». Κι αμέσως με την ομολογία, που έκανε, έρχεται και η φώτισι της θεολογίας και στρέφει ικετευτικά τα μάτια του στον Χριστό μας και του λέει: «Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου» (Λουκ. κγ’, 41-42). Εφ’ όσον θα πέθαινε, σε ποια βασιλεία ζήτησε να εισέλθη μαζί Του; Εγνώρισε θεολογικά ότι Αυτός, που σταυρώνεται, είναι Θεός και έχει τη Βασιλεία Του στον Ουρανό. Κι ο Χριστός μας στρέφει το πρόσωπό Του και τα γαληνά Του μάτια και του λέει: «Απ’ αυτή τη στιγμή θα είσαι μαζί Μου στη Βασιλεία Μου». Και είναι ο ληστής ο πρώτος άνθρωπος, που εισήλθε στη Βασιλεία του Θεού. Ο λόγος του Θεού δεν πέφτει έξω. Εάν ο ληστής με το κλειδί του «μνήσθητι» άνοιξε την πύλη του Παραδείσου, πολλώ μάλλον η μετάνοια, η επιστροφή, τα δάκρυα θα ανοίξουν ευκολώτατα την πύλη της Βασιλείας των ουρανών στον κάθε αμαρτωλό! Τι φοβερό, τι ασύλληπτο, τι αδιανόητο πράγμα η συγχωρητικότητα του Θεού!




Θα σας πω ένα παράδειγμα μιας ψυχής, που κι εγώ ο ίδιος έμεινα έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο της. Εδώ στο εξωτερικό πριν μερικά χρόνια ήταν μία ψυχή, την οποία εγκατέλειψε ο άνδρας της. Μπήκε ένα άλλο πρόσωπο μέσα στο σπίτι της, της πήρε τον άντρα και έφυγε. Αυτή η γυναίκα κάποια μέρα προσήλθε στο χώρο, που εξομολογούσα με πολλή αγάπη και σεβασμό. Γονάτισε κι έκλαιγε. Της λέω:


– Παιδί μου, ποια είναι η αιτια των δακρύων σου; Τι σου συμβαίνει;


– Ξέρετε, Πάτερ, δεν κλαίω για κάποιο αμάρτημα, αλλά κλαίω για να φωτισθή ο άντρας μου, να μετανοήση, γιατι έκανε το σφάλμα κι έφυγε από το σπίτι με άλλη γυναίκα κι αμάρτησε στον Θεό. Και έρχεται στο σπίτι μου με τη γυναίκα, που έχει τώρα, τους φιλοξενώ, τους κάνω τραπέζι, κοιμούνται και μετά φεύγουν. Φιλάω τον άντρα μου, φιλάω τη γυναίκα αυτή, τους κάνω δώρα, τους ξεπροβοδίζω, τους δίνω ευχές και πηγαίνουν. Και ξαναέρχονται.


– Και γιατι παιδί μου, το κάνεις αυτό;


– Μα, δεν το λέει ο Χριστός αυτό στο Ευαγγέλιο, να αγαπάμε τους εχθρούς μας; Αυτή η γυναίκα για μένα είναι ο μεγαλύτερός μου εχθρός, αφού μου πήρε τον άντρα. αλλά πρέπει να την αγαπώ. Κι αφού ο Χριστός ζητεί να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να δίνουμε όλο τον εαυτό μας και την αγάπη μας, αυτό κάνω κι εγώ. Και κλαίω να τους φωτιση ο Θεός και να τους δώση μετάνοια. Προσευχηθήτε κι εσείς γι’ αυτό.


Μπορείτε να μετρήσετε την αρετή αυτής της γυναίκας; Μπορεί ο Θεός τώρα αυτήν την γυναίκα, ό,τι κι αν έκανε σαν άνθρωπος, να μην την έχη συγχωρήσει; Και τα δάκρυά της δεν ήταν για τίποτε άλλο, παρά το βραβείο, που της είχε δώσει, για τη μεγάλη αυτή νίκη της αγάπης. Να, η εφαρμογή του Ευαγγελίου τι ανθρώπους κάνει! Και δεν είναι καθόλου χαζή, είναι λογικωτάτη γυναίκα και πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Μια αφανής ηρωίδα του Ευαγγελίου, χωρίς κανείς να το γνωρίζη αυτό.


Ενώ εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι, και πρώτος εγώ, ποτέ δεν θα το έκανα αυτό. Μπορεί να έβριζα, μπορεί να συκοφαντούσα, μπορεί να τον έδερνα, να τον καταριόμουν κι αυτόν κι εκείνη κ.λπ. Και βλέπεις από την άλλη πλευρά το Ευαγγέλιο να κάνη ένα τέτοιον ωραίο άνθρωπο. Αυτή η γυναίκα εν ημέρα Κρίσεως θα κρίνη μία άλλη γυναίκα με το ίδιο ιστορικό, αλλά με διαφορετική αντιμετώπισι του θέματος. Και δεν θα έχη δικαιολογία να πη στον Θεό: «Αφού ήταν τόσο μεγάλο το αδίκημα απέναντι μου, τι μπορούσα να κάνω;» «Να τι έκανε αυτή η γυναίκα. αυτό μπορούσες να κάνης κι εσύ, αν τηρούσες το Ευαγγέλιο».


Το Ευαγγέλιο μπορεί να εφαρμοσθή από κάθε άνθρωπο. Κι όποιος το τηρήση στην ουσία του, μπορεί να γίνη μία εξαίρετη προσωπικότητα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σε ωρισμένους ο Θεός δίνει τη δύναμι και σε άλλους όχι. Το Ευαγγέλιο λάμπει όπως ο ήλιος λάμπει για όλους. Ανάλογα όμως με την υγεία των ματιών μας βλέπουμε τον ήλιο. Έχεις υγιή μάτια; Βλέπεις ολοφώτεινο τον ήλιο. Δεν έχεις; Αναγκάζεσαι να φορέσης γιαλιά.




Θυμάστε το ιστορικό εκείνο από τον βίο του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου:


Κάποια νύχτα χτυπάει κάποιος την πόρτα του Αγίου και του λέει:


– Σε παρακαλώ, Άγιε του Θεού, κρύψε με.


– Γιατι τι έκανες, παιδί μου;


– Σκότωσα άνθρωπο, κρύψε με.


Τον κρύβει ο Άγιος. Μετά από λίγο βλέπει ανθρώπους του νησιού να τρέχουν και να αναζητούν το φονιά. Φτάνουν στον Άγιο και του λένε:


– Μήπως πέρασε από δω κάποιος άνθρωπος, γιατι κάποιος σκότωσε τον αδελφό σου και τον ψάχνουμε.


– Δεν ξέρω, δεν πέρασε κανείς από δω. Αλλά γιατι σκότωσε τον αδελφό μου; Κοιτάξτε κάπου αλλού να τον βρήτε.


Και τον φονιά του αδελφού του τον είχε κρυμμένο ο Άγιος. Φύγανε αυτοί οι άνθρωποι και φυσικά δεν τον βρήκανε. Πηγαίνει μέσα και λέει στον φονιά:


– Τι σου έκανε αυτός ο καλός άνθρωπος και τον σκότωσες; Ξέρεις ότι ήταν αδελφός μου;


Σκεφθείτε και φαντασθήτε την κατάστασι του φονιά εκείνη τη στιγμή!


– Άνθρωπε, θα σου δείξω ένα δρόμο, για να φύγης, να μη σε πιάσουν και μετανόησε γι’ αυτό που έκανες.


Και τον ωδήγησε κρυφά και τον φυγάδευσε. Σκεφθήτε ανεξικακία, μακροθυμία κι Ευαγγελική αγάπη!


Εκείνο που πρόσεξαν πολύ και προσπάθησαν οι Άγιοι και οι Ασκηταί και οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν να αγαπήσουν τον πλησίον τους με όλη την αγάπη του Ευαγγελίου. Κι έτσι πέτυχαν την αγιότητα. Και σε μας τους αμαρτωλούς με τα τόσα βάρη, που σηκώνουμε επάνω στην πλάτη μας, μας δίδεται η ευκαιρία, μας δίδεται η εγγύησι από τον Θεό, ότι μπορούμε όλο αυτό το φορτιο να το πετάξουμε, να γίνουμε ελεύθεροι, να ανεβούμε με φτερά στον ουρανό. Μη λογίζεσθε κακό, ό,τι κι αν ακούσετε, ότι σας έκαναν. Συγχωρείτε με όλη την καρδούλα σας, με όλη την ψυχή σας και να ξέρετε, πως θα είσθε συγχωρημένοι από τον Θεό.




Πήγαν κάποτε κάποιοι στον Μέγα Θεοδόσιο και του είπαν:


– Μεγαλειότατε την προτομή σας κάτω εκεί στην Αντιόχεια, την χτύπησαν, την μωλώπισαν, την κατέστρεψαν. Διατάξτε τιμωρία για τους υπευθύνους.


Τι έκανε τότε ο βασιλεύς; Αυτός που είχε βασιλική καρδιά, αυτός που είχε το Ευαγγέλιο μέσα του, τι τους απάντησε;


-Μήτε μώλωπα έχω, μήτε τα μάτια μου βγήκαν, μήτε η μύτη μου έπαθε τιποτα. Αν έκαναν κάτι το έκαναν σε πράγμα άψυχο. δεν είναι τιποτα κακό. Γιατι να τους κάνουμε κακό; Να είναι συγχωρημένοι.


Γι’ αυτό, παιδιά όταν μας κατηγορούν, όταν μας συκοφαντούν, όταν μας πειράζουν, όταν μας ταπεινώνουν, όταν μας αδικούν, πρέπει κι εμείς να συγχωρούμε. Με όποια καρδιά, με όποια δύναμι, με όποια διάθεσι προσφέρουμε τη συγχωρητικότητά μας, όχι εκατονταπλάσια, άλλα μυριοπλάσια θα είναι τα αντίστοιχα αγαθά, που θα λάβουμε από τον Θεό. Να ο δρόμος! Να, πώς ακριβώς μπορούμε να σωθούμε! Να, η πύλη από την οποία θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των ουρανών!


Τελειώνοντας σας δίνω όλες τις καλύτερες ευχές από την καρδιά μου την ταπεινή κι ελάχιστη και βρώμικη για πνευματική προκοπή και πρόοδο. Εάν σε κάτι σας σκανδάλισα να με συγχωρήσετε, διότι είμαι άνθρωπος και σαν άνθρωπος κάνω σφάλματα. Εύχομαι ταπεινά αυτά τα ολίγα, τα οποία εδώ μιλήσαμε από τα λόγια του Ευαγγελίου, αυτός ο θείος σπόρος, που σπείρεται στις καρδούλες σας, να μη πέση σε πέτρα, μήτε σε λίγο χώμα, μήτε στο δρόμο, που δεν φυτρώνει τιποτα, αλλά να βρη γη αγαθή και να καρποφορήση εκατονταπλασίονα, εις ζωήν αιώνων. Αμήν.


(Ομιλία σε σύναξι πιστών στο εξωτερικό το 1989)


Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου, “Πνευματικές Ομιλίες”, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη

Μνήμη Δικαίου· Γέροντας Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1908 – 14/1/2001) 14 Ιανουαρίου 2024

 





Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου


« Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1950 (νέο ημερολόγιο), έφθασε ο Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος και την επομένη ήρθε να επισκεφθεί τον Γέρο- Αρσένιο, που ήταν θείος  και νονός του.


Η οικογένεια του Χαράλαμπου καταγόταν από τον ευλογημένο Πόντο. Με τις Τουρκικές πιέσεις όμως του 1880, ολόκληρη η οικογένειά του, μαζί με χιλιάδες άλλους Ποντίους, πέρασαν απέναντι στην νότιο Ρωσία. Έτσι, ο Χαράλαμπος γεννήθηκε στην Ορθόδοξη Ρωσία το 1910, και βαπτίσθηκε από το θείο του, τον μετέπειτα μοναχό Αρσένιο.


Εξ αιτίας της κομμουνιστικής επαναστάσεως… η οικογένειά του μετώκησε. Ενώ λοιπόν ήταν ήδη δώδεκα ετών, το 1922, η οικογένειά του έφθασε στο Αρκαδικό της Δράμας. Ο Χαράλαμπος γράφτηκε στο Δημοτικό σχολείο και ήταν πολύ καλός μαθητής. Έκανε και δύο χρόνια στο Γυμνάσιο με εξαιρετικές επιδόσεις, αλλά τα χρόνια ήταν δύσκολα και χρειάσθηκε να σταματήσει τις σπουδές του, για να βοηθήσει τον πατέρα του.


Λέγεται όμως, ότι και ο πατήρ Αρσένιος είχε γράψει στον Λεωνίδα να βγάλει τον Χαράλαμπο από το σχολείο, διότι από το Άγιον Όρος είχε «δει» πως κάτι παρέες στο σχολείο πολύ θα τον ζημίωναν πνευματικά…Κατά θεία νεύση, γνωρίσθηκε με κάποιον ευλαβέστατο Ρώσο, ονομαζόμενον Ηλία, ο οποίος και τον δίδαξε να αγωνίζεται με την ευχούλα. Ο κυρ- Ηλίας χρημάτισε κάτι σαν Γέροντας του κοσμικού Χαράλαμπου.


Ο Χαράλαμπος υπηρέτησε στον στρατό και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο εναντίον των Ιταλών με το βαθμό του δεκανέα…Την Κυριακή της 6ης Απριλίου το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν αστραπιαίως στην Ελλάδα, έχοντας για εφεδρείες τις Βουλγαρικές δυνάμεις…


Η ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, δόθηκαν στους Βουλγάρους…Στις χαλεπές αυτές ημέρες συνελήφθη και ο Χαράλαμπος με άλλους συμπατριώτες του και ωδηγήθηκαν από τους Βουλγάρους για εκτέλεση. Τότε επικαλέσθηκε σε βοήθεια τον «αιχμαλώτων ελευθερωτή», Μεγαλομάρτυρα άγιο Γεώργιο, κάνοντας τάμα πως εάν τον σώσει θα γίνει μοναχός. Πράγματι με άμεση θαυματουργική και οφθαλμοφανή επέμβαση του αγίου Γεωργίου σύντομα αφέθηκε ελεύθερος αυτός και οι άλλοι. Από τότε η καρδιά του πλέον δόθηκε εξ ολοκλήρου στον Χριστό μας. Μα ένα σωρό εμπόδια ξεφύτρωσαν στον δρόμο του…


Όταν ενηλικιώθηκαν και σπούδασαν τα αδέλφια του, θέλησε πλέον να εκπληρώσει την υπόσχεσή του και να γίνει μοναχός. Αλλά δεν τον άφηναν οι συμπατριώτες του, διότι έλεγαν πως τον είχαν ανάγκη…


Τελικά την Τρίτη της 13ης Σεπτεμβρίου του 1950, έφθασε ο μεσήλικας πλέον Χαράλαμπος στο Άγιον Όρος, με τελικό σκοπό να μονάσει κοντά στον θείο και νονό του, πατέρα Αρσένιο. Την άλλη μέρα κιόλας της αφίξεώς του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, κίνησε για την Αγία Άννα.


Ο ίδιος διηγείται τις πρώτες ημέρες του ως εξής: « Πλησιάζω, λοιπόν, και βλέπω ένα μεσήλικα, ρακένδυτο μοναχό, ξυπόλυτο, ξεσκέπαστο και μ’ ένα ράσο ξεσχισμένο. Με πέρασε στην σπηλιά του, και τι να δω! Μια στενή σπηλιά, μισοσκότεινη, ανεπιμέλητη, γεμάτη αράχνες και σκουπίδια. Πάνω σ’ ένα τσουβάλι κοιμόταν!


Μόλις, λοιπόν έμαθα πως ο εν λόγω μοναχός ήταν ο πατήρ Αθανάσιος από τη συνοδεία του Γέροντος Ιωσήφ, ξαφνιάστηκα. « Τι καλόγεροι είναι αυτοί;» Τα’ χασα. «Τέτοια καλογερική θα κάνω;» άρχισα να διερωτώμαι…Και ενώ σκεπτόμουν απελπισμένος αυτά, μου λέει με πολλή ευγένεια ο πατήρ Αθανάσιος.

Έλα, έλα. Έλα να σε πάω. Τον Γέροντα θέλεις;Τον πατέρα Αρσένιο; Εγώ βλέποντας τον έτσι ξυπόλυτον απελπίσθηκα».


Με αυτές τις εντυπώσεις, λοιπόν κίνησε για τον Γέροντα Ιωσήφ…


« Την πρώτη βραδυά με είχε αφήσει και κοιμήθηκα. Την δεύτερη βραδυά, αφού κοιμηθήκαμε και κατόπιν ξυπνήσαμε, λέει ο Γέροντας για να με δοκιμάσει:

Εμείς εδώ ζούμε πολύ σκληρά, εσύ δεν φαντάζομαι να μπορέσεις.

Θα δοκιμάσω, Γέροντα.

Ο θείος σου κάνει τρείς χιλιάδες μετάνοιες κάθε βράδυ, εσύ μπορείς;

Θα δοκιμάσω, Γέροντα.

Πάτερ Αρσένιε, πάρ’τον και πηγαίνετε να κάνετε από 3000 μετάνοιες. Να δούμε πόσες μετάνοιες θα κάνει.


Αρχίσαμε λοιπόν, να κάνωμε μετάνοιες και τελειώνει πρώτος ο Γερο-Αρσένιος. Εμένα μου έμεναν ακόμα άλλες πενήντα μετάνοιες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι του Γερο-Αρσένιου το έδαφος ήταν λίγο ανηφορικό, ενώ εμένα ίσιο. Τελείωσα και με φώναξε ο Γέροντας.


-Πως βλέπεις, Χαράλαμπε, τα πράγματα; Θ’ αντέξεις;


– Έτσι θα πάμε; Ρωτώ.


– Τι είναι; Ρωτά ο Γέροντας.


– Πρός το παρόν δεν δυσκολεύθηκα. Στο μέλλον δεν ξέρω.


– Λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις;


– Ναι Γέροντα, γι’ αυτό ήλθα…»


Ο Γέροντας ως διορατικός που ήταν, με τους πνευματικούς του οφθαλμούς είχε δεί όλη την μελλοντική εξέλιξη και προκοπή του υποψηφίου και δεν τον άφηνε να φύγει από κοντά του. Έτσι πάλαιψε αρκετά και τελικά ο Χαράλαμπος «έχασε» την μάχη, είπε το «ναι» και έμεινε έκτοτε κοντά στον Γέροντα μας μέχρι την οσιακή κοίμησή του.


Εκτός από τις δυσκολίες προσαρμογής, ο νεαρός Χαράλαμπος έπρεπε να περάσει και από τις εξετάσεις του Γέροντος. Μάλιστα η πρώτη εξέτασις ήρθε πολύ σύντομα…

Μας διηγήθηκε κάποτε: « Θα είχε περάσει μιά εβδομάδα από την ημέρα που ήρθα και μου λέγει ο Γέροντας:


-Θα πας εκεί πάνω στο υψωματάκι, που έχει ένα θαυμάσιο καλυβάκι. Θα χαίρεσαι να κάθεσαι μέσα. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;


– Νά ’ναι ευλογημένο Γέροντα.


Έβαλα μετάνοια και αμέσως σκαρφάλωσα τα βράχια. Εγώ νόμισα ότι θα είναι κανένα περιποιημένο καλυβάκι. Μόλις όμως πήγα εκεί, τι να δω; Ένα βράχο από την μια μεριά, μια ξύλινη πόρτα από την άλλη, που ένα-δύο βήματα να έκανες μέσα στο κελλί, το κεφάλι σου κτυπούσε πάνω στο βράχο. Ένα ξύλινο παλιό κρεββάτι, με μια κουβέρτα πάνω. Χώματα δεξιά κι αριστερά, ένα μαξιλάρι με άχυρα, και πολλές τρύπες, που μπορούσαν να μπούν φίδια μέσα. Άρχισα να μονολογώ: « Τι μου λέγει ο Γέροντας καλό και καλό! Τι καλύβι είναι αυτό;» Μπορεί να το είπα αυτό πέντε-έξι φορές. Αλλά τι να κάνω, αφού το είπε ο Γέροντας; Κάτω δεν το βάζω, έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξει ο Γέροντας, πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή, παρά να λιποτακτήσω.


Μετά, δωσ’ του προσευχή, δωσ’ του προσευχή, έξι ώρες συνέχεια. Ύστερα με ’πιάσαν τα κλάματα, μία ώρα έκλαιγα. Παρακαλούσα και ευχαριστούσα τον Θεό. Τον παρακαλούσα να συγχωρέσει και τον τελευταίο άνθρωπο πάνω στη γή. Κι’ εγώ που νόμιζα ότι κάτι έκανα στον κόσμο, τι πλανεμένος που ήμουν! Όταν έλεγα ότι κάτι κάνω τρέχοντας από ’δω και από ’κει! Και τώρα εδώ νύχτα-ημέρα πολεμώ και δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου σε μια σειρά. Κι’ ευχαριστούσα τον Θεό που με έφερε ’δω. Ύστερα μου ήρθε μία αλλοίωσις! Πω-πω-πω! Έβλεπα εκείνο το κελλί σαν παλάτι και δεν ήθελα να φύγω! Τόσο ωραίο και καλό μου φαινόταν. Το βράδυ έβλεπα τον ουρανό, την θάλασσα και δεν μπορούσα να βαστάξω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα πλέον να φύγω από ’κει!




Και μετά από 2-3 ημέρες ακούω μία φωνή:

Χαράλαμπε, είπε ο Γέροντας να κατέβεις κάτω.


Πιστέψτε με, με βαριά καρδιά κατέβηκα.


Με πήρε στο κελλί του ο Γέροντας και με ερωτά:

Χαράλαμπε, θέλω να μου πεις την αλήθεια. Πως πήγες;

Καλά Γέροντα, πολύ καλά! Αρχικώς μόλις είδα το καλύβι με τα χώματα και τις τρύπες, μπορεί να είπα πέντε-έξι φορές: « Μα, τι μου λέγει οΓέροντας καλό, καλό! Κελλί είναι αυτό; Εδώ φίδια μπαίνουν μέσα!» Αλλά κατόπιν, άρχισα να προσεύχομαι. Θεέ μου! Μία παρηγοριά, μία ανέκφραστος ειρήνη, χαρά και δάκρυα. Άρχισα να προσεύχομαι γιά όλους τους εχθρούς μου. Τελευταία μου φάνηκε ότι δεν ήθελα να φύγω. Όπως μου είπες, έτσι και έγινε.

Παιδί μου, άρχισε να λέγει ο Γέροντας, να αυτό είναι ο μοναχισμός. Άμα έρχεται ο Θεός μέσα σου, όλα είναι καλά και όμορφα! Άμα λείπει ο Θεός, όλα είναι στραβά.


Ο νεαρός Χαράλαμπος έμελλε να μάθει κι’ άλλα για την γλυκύτητα της ησυχαστικής ζωής. Και συνέχισε την διήγησή του: « Έτσι, λοιπόν, μέσα σε οκτώ περίπου ημέρες που έμεινα, πέταξα τα κοσμικά ρούχα και φόρεσα τα καλογερικά.


Δεν θα πέρασαν δέκα ημέρες και ήταν η πανήγυρις της Αγίας Άννης. Όταν πήγαμε στην πανήγυρη και άκουσα τις ψαλμωδίες, νόμισα ότι από τον ουρανό κατέβηκαν. Δεν είχα ακούσει στον κόσμο τέτοιες ψαλμωδίες.


Όταν γύρισα λέω στον Γέροντα:

Εγώ, αν δεν μάθω να ψάλλω, θα τα πετάξω, δεν μπορώ να γίνω καλόγερος. Πρέπει να ψάλλω! Του λέω με εγωϊσμό.

Θα σε μάθω να ψάλλεις, λέει ο Γέροντας, μην στενοχωριέσαι.


Τέσσερεις ώρες τραβούσα κομποσχοίνι, και κατόπιν διάβαζα για να ψέλνω. Μετά από ένα μήνα του λέω:

Γέροντα πήρα φωτιά από την προσευχή, και ούτε ψάλσιμο θέλω ούτε τίποτε.


Παρέμεινε, λοιπόν, ο Χαράλαμπος κοντά στον Γέροντα μας περίπου ένα μήνα για δοκιμή και ο Γέροντας άρχισε την συνηθισμένη εν σοφία και γνώσει παιδεία, δηλαδή το συνηθισμένο του σφυροκόπημα. Άρχισε, λοιπόν, να προσφωνεί και τον Χαράλαμπο με διάφορα επίθετα. Για παράδειγμα, συνήθιζε να του λέει: « Έλα δω ρε». Ο δόκιμος Χαράλαμπος στις αρχές έλεγε μέσα του: « Ρε; Τι ρε! Όνομα δεν έχω; Δούλευα με κοσμικούς στη Νομαρχία και ποτέ δεν άκουσα να μιλούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Πάντα στον πληθυντικό μου απευθύνονταν: « Τι γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; Ή σας ευχαριστώ, σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ούτε ένα ευχαριστώ ή ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι!»


Μετά όμως την εξαγόρευση των λογισμών του τον περίλαβε ο Γέροντας και του φανέρωσε όλη την εσωτερική του κατάσταση.

– Ώστε στον κόσμο ήσουν αγωνιστής ε; Ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες, ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος! Και από όλα αυτά τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσεις εδώ ένα σωρό κενοδοξία, εγωϊσμό και αυτοπεποίθηση. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι δεν είναι καλά ε;


Ο αγωνιστής Χαράλαμπος, υποβοηθούμενος και από την απλή και ταπεινή φύση του, έπιασε το μάθημα αμέσως. Κατάλαβε πόση ζημιά κάνουν στην ψυχή οι έπαινοι και άλλαξε πορεία στον λογισμό του.




Στην αρχή έκανε αγώνα να νικήσει την αγάπη της μητέρας του, που της είχε τρομερή αδυναμία και που ήταν και άρρωστη. Του είπε ο Γέροντας: « Μην στενοχωριέσαι. Άγγελο θα στείλει ο Θεός, για να την φροντίζει».


Στο τέλος, την έκανε μοναχή, και την ωνόμασε Μάρθα. Όλοι της συνοδείας κάναμε μοναχές τις μητέρες μας.


Ο Χαράλαμπος ήταν πολύ υγιής και δούλευε σκληρά. Ευλογημένος άνθρωπος. Εξυπηρέτησε με σκληρές δουλειές τον Γέροντα. Και έζησε 91 χρόνια σ’ αυτή τη ζωή πριν την μακαρία κοίμησή του το 2001.


 


Πηγή: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ο Γέροντας Μου Ιωσήφ Ο Ησυχαστής Και Σπηλαιώτης (1897-1959) , Εκδ. Ι. Μ. Αγίου Αντωνίου Αριζόνας USA 2008, Σ. 358 – 368).

† Γέρ. Εφραίμ Φιλοθεΐτης-Αριζονίτης: Μνήμη Δικαίου· Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1910-2001) [μέρος 2ο] APO ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ





Εκτός από τις δυσκολίες προσαρμογής, ο νεαρός Χαράλαμπος έπρεπε να περάσει και από τις εξετάσεις του Γέροντος. Μάλιστα η πρώτη εξέτασις ήρθε πολύ σύντομα…


Μας διηγήθηκε κάποτε: «Θα είχε περάσει μιά εβδομάδα από την ημέρα που ήρθα και μου λέγει ο Γέροντας:


-Θα πας εκεί πάνω στο υψωματάκι, που έχει ένα θαυμάσιο καλυβάκι. Θα χαίρεσαι να κάθεσαι μέσα. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;


– Νά ’ναι ευλογημένο Γέροντα.

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Γέρων Μάξιμος Ιβηρίτης στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Βασιλεύς της Δόξης! Newsroom από Newsroom ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 



Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου – Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

 Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού. Είναι ο ιδρυτής και αρχηγός της Ορθοδόξου ημών χριστιανικής θρησκείας.

Η κυριωτέρα πηγή του βίου του Κυρίου, του Ιησού της χριστιανικής πίστεως, είναι τα τέσσαρα κανονικά Ευαγγέλια, ένθα υπάρχει αποτεθησαυρισμένη η παλαιοτάτη περί του βίου αυτού χριστιανική παράδοσις. Ως συμπλήρωμα της πηγής ταύτης δύνανται να θεωρηθούν και τα λοιπά βιβλία της Καινής Διαθήκης, ένθα
ευρίσκονται αποκεκρυσταλλωμέναι αι περί αυτού γνώμαι των Αγίων Αποστόλων, και εν γένει η περί αυτού εντύπωσις της πρώτης Εκκλησίας.

Το κύριον όνομα, το οποίον εδόθη εις αυτόν παρ’ αυτού του Θεού πατρός, είναι Ιησούς (Ματθ. α ́ 21, Λουκ. α ́ 31). Πρόκειται δι’ εβραικήν λέξιν, σημαίνουσαν: «ο Κύριος σώζει», συμφώνως προς το έργον, το οποίον είχε να επιτελέση εν τω κόσμω: «αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. α ́ 21).

Ο ίδιος, εν τοις Ευαγγελίοις, ονομάζεται και Χριστός, το οποίον όνομα συναπτόμενον πολλάκις εν τη Καινή Διαθήκη μετά του προηγουμένου [= Ιησούς Χριστός], χαρακτηρίζει αυτόν ως θεόπεμπτον σωτήρα, διότι η λέξις Χριστός [= εβραιστί Μασίαχ και αραμαιστί Μεσιχά, εξελληνιζόμενον εις Μεσσίας] δηλοί τον υπό του Θεού χρισθέντα και καθιερωθέντα προς επιτέλεσιν της κοσμοσωτηρίου αποστολής του.

Αι προσωνυμίαι, αι απονεμόμεναι εις τον Ιησούν Χριστόν εν τοις Ευαγγελίοις παρ’ του περιβάλλοντος αυτού, είναι ουκ ολίγαι, όπως: «αμνός του Θεού, βασιλεύς, διδάσκαλος, κύριος, μεσσίας, ραββί, υιός Δαβίδ, υιός Θεού» κ.λπ. Αυτός δε ο Ιησούς ευηρεστείτο να χαρακτηρίζη εαυτόν: «υιόν ανθρώπου».

Η κατά λέξιν έκφρασις: «ο Βασιλεύς της Δόξης», είναι μετάφρασις μιάς εβραικής εκφράσεως, η οποία εις την λειτουργικήν γλώσσαν επιβιοί εις την εξηλλησμένην μορφήν της ως: «Κύριος Σαββαώθ», και δηλοί τον Θεόν ως Κύριον του Σύμπαντος.

Η Ορθόδοξος Εκκλησία, επειδή βιοί το πλήρωμα της χαράς της Αναστάσεως, παρουσιάζει τον Χριστόν ως: «Βασιλέα της Δόξης» εις την Σταύρωσιν, ως και ήπτιον νεκρόν εις τον Επιτάφιον. Η Εικών αύτη αποτελεί, πράγματι, μίαν ομολογίαν πίστεως και φανερώσεως του εκκλησιαστικού ήθους.

Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική είναι η χρήσις ψαλμικών στίχων εις το πλαίσιον μιάς τελετής, η οποία έχει επικρατήσει να τελήται εις ορισμένας Κοινότητας κατά την επιστροφήν του Επιταφίου εις τον Ναόν, μετά την περιφοράν αυτού υπό των πιστών· όπως συμβαίνει και κατά την είσοδον των πιστών εις τον Ναόν, μετά την τελετήν της Αναστάσεως, ότε ιστάμενος ο λειτουργός έμπροσθεν των κεκλεισμένων θυρών του Ναού απευθύνει προς τους έσωθεν ευρισκομένους την προσταγήν του 7ου στίχου, του 23ου ψαλμού του προφητάνακτος Δαβίδ: « Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης».

Και ενώ εκείνοι απευθύνουν την ερώτησιν, η οποία περιλαμβάνεται εις τον επόμενον στίχον: «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;», λαμβάνουν ως απάντησιν την διαβεβαίωσιν των επομένων ημιστιχίων: «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω».

Μία ανάλογος τελετή περιλαμβάνεται και εις το τυπικόν της Ακολουθίας των εγκαινίων ενός Ναού, μετά την Λιτάνευσιν των προς κατάθεσιν εν τη Αγία Τραπέζη ιερών λειψάνων πέριξ του εγκαινιαζομένου Ναού.

Μεγάλην σπουδαιότητα έχει και ο σχετικός ορισμός: «η βασιλεία των ουρανών ή βασιλεία του Χριστού». Η βασιλεία του Θεού αποτελεί κεντρικήν διδασκαλίαν της θείας Αποκαλύψεως και είναι ο σκοπός της εν Χριστώ απολυτρώσεως του κόσμου, και το ευφρόσυνον γεγονός όπερ εξήγγειλεν ο Κύριος ευθύς ως ήρχισε την δημοσίαν αυτού εμφάνισιν και δράσιν, λέγων «ότι πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. α ́, 15, Ματθ. δ ́, 17).

Συμφώνως με τον Προφήτην Δανιήλ, η βασιλεία του Θεού θα δοθή εις τους Αγίους του Υψίστου, και δηλούται με τον λίθον της προφητείας όστις απεκόπη εξ όρους υψηλού, δίχως να την εγγίσουν χείρες· και αφού κατεθρυμμάτισε την εικόνα, εις το τέλος εγένετο όρος μέγα το οποίον εκάλυψεν όλην την γην.

Εις το τέλος, λοιπόν, ο άνομος και οι κάθε άνομοι θα εξαφανισθούν με την ένδοξον Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με την βασιλείαν αυτού, η οποία κατά τον αυτόν Προφήτην θα είναι αιώνιος: «και η βασιλεία και η εξουσία και η μεγαλωσύνη των βασιλέων εδόθη αγίοις Υψίστου, και η βασιλεία αυτού βασιλεία
αιώνιος, και πάσαι αι αρχαί αυτώ δουλεύσουσι και υπακούσονται» (Δαν. ζ ́, 27).

Εις το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η λέξις βασιλεύς αποδίδεται και εις τους κατέχοντας εν τω κόσμω την βασιλικήν καθέδραν, η οποία είναι ανωτέρα μεν εκείνης των λαικών, κατωτέρα δε του Κλήρου.

Την θέσιν ταύτην κατέκτησαν οι βασιλείς εντός της Εκκλησίας διά τας υπηρεσίας, τας οποίας
προσέφεραν ούτοι κατά καιρούς εις αυτήν.

Κατά τον Κωνσταντίνον Οικονόμον τον εξ Οικονόμων, ο βασιλεύς έχει την ην κατέχει εν τη Εκκλησία θέσιν, διότι λαμβάνει ιδαίτερον χάρισμα παρά Θεού, χριόμενος μεν «το ιερόν χρίσμα της βασιλείας, αλλά μη χριόμενος «και το τελεταρχικόν και μυσταγωγικόν του Πνεύματος χρίσμα, καθιερούμενος διά της
χειροτονίας» (βλ. Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Αθήναι 1835, σελ. 323-324).

Ο πρώτος βασιλεύς των χριστιανών Μέγας Κωνσταντίνος, δι’ όσα είχε πράξει υπέρ του χριστιανισμού, εφρόνει ότι είναι «των εκτός υπό Θεού καθεστάμενος επίσκοπος». Οι δε μετ’ αυτόν αυτοκράτορες επίσης πολλαχώς εξεδήλωσαν την ιδιάζουσαν αυτών θέσιν εν τη Εκκλησία.Τας αντιλήψεις αυτάς ησπάζοντο και οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, και αυταί μάλιστα αι Οικουμενικαί Σύνοδοι.

Κατά το τέλος του 14ου αιώνος, ο Πατριάρχης ΚΠόλεως Αντώνιος έγραφεν, ότι: «βασιλεία και εκκλησία πολλήν ένωσιν και κοινωνίαν έχει και ουκ έστι δυνατόν απ’ αλλήλων διαιρεθήναι… ο δε κράτιστος και άγιός μου αυτοκράτωρ, χάριτι Θεού, ένι ορθοδοξότατος και πιστότατος και πρόμαχος της εκκλησίας δεφέντωρ και εκδικητής».

Απαριθμών δε ο ίδιος τους λόγους, διά τους οποίους η Εκκλησία δέον να τιμά τον βασιλέα, γράφει: «ο βασιλεύς ο άγιος πολύν τόπον έχει εις την εκκλησίαν… διότι απ’ αρχής οι βασιλείς εστήριξαν και εβεβαίωσαν την ευσέβειαν εις πάσαν την οικουμένην, και τας οικουμενικάς συνόδους οι βασιλείς συνήγαγον, και τα περί των ορθών δογμάτων και τα περί της πολιτείας των χριστιανών, α λέγουσιν οι θείοι και ιεροί κανόνες, αυτοί εβεβαίωσαν και ενομοθέτησαν στέργησθαι, και πολλά ηγωνίσαντο κατά των αιρέσεων… δι’ α και μεγάλην τιμήν και τόπον έχουσιν εν τη εκκλησία» (βλ. Miklosich- Müller, Acta et diplomata, II, 191, 190).

Σπουδαίον παράδειγμα αποτελεί και ο πρώτος βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ελλήνων Μέγας Αλέξανδρος· όστις αν και έζησε προ Χριστού, ήτο ένθεος και χριστιανός, καθώς και οι λοιποί της αρχαιότητος εθνικοί ημών φιλόσοφοι, ποιηταί και ρήτορες, οι έχοντες τον λεγόμενον «σπερματικόν λόγον».

Συγκρίνοντες τα ανωτέρω με την παρούσαν εποχήν, παρατηρούμεν μετά μεγάλης λύπης, ότι ο κόσμος ζη εις μίαν περίοδον δημοκρατικής αναρχίας, ήτις προηγείται του Αντιχρίστου ως σημείον προειδοποιητικόν και ανησυχητικόν.

Ως γνωστόν, από της εποχής του Προφήτου Δανιήλ έχει προφητευθή, ότι η δημοκρατική αναρχία θα είναι η τελευταία μορφή εξουσίας επάνω εις τον πλανήτην μας, η οποία ως ελέχθη προηγείται του Αντιχρίστου και θα ανακοπή εν ευθέτω χρόνω από τον πεπροφητευμένον εγερθησόμενον ημών Βασιλέα εν ΚΠόλει, και
ακολούθως «… ότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος», όστις θα έχη τυραννικήν επί γης εξουσίαν (Β ́ Θεσ. β ́, 8).

Καθώς παρατηρούμεν, σήμερον η εξουσία του κόσμου ασκείται και παρουσιάζεται υπό δημοκρατικόν δήθεν μανδύαν. Όμως εις την πραγματικότητα, η δημοκρατία έχει καταργήσει εαυτήν δι’ ανόμων νόμων και ανιέρων πολιτικών συμμαχιών· οι δε ηγέται της νέας εποχής πόρω απέχουσι των ευσεβών εκείνων ταγών του
Ελληνισμού, οίτινες μετελαμπάδευσαν το πολιτισμόν εις τα πέρατα της γης και κατέστησαν το ημέτερον Έθνος φάρον τοις άλλοις λαοίς. Εκείνων όμως το πολίτευμα εν ουρανοίς υπήρχεν, εξ ου και απεκδέχοντο Σωτήρα Κύριον Ιησούν Χριστόν (Φιλιπ. γ ́, 20).

Εκείνοι επίστευον εις την βασιλείαν του Θεού και εθεώρουν το Έθνος των Ελλήνων ως θείον βλάστημα· οι σημερινοί πιστεύουν εις την βασιλείαν των ανθρώπων και είναι διεθνισταί με όλην την σημασίαν της λέξεως, διά τούτο και στοχεύουν κυρίως ανθρώπους τε και πολιτικάς παρατάξεις με θρησκευτικήν και εθνικήν συνείδησιν.

Επειδή κατά τον σοφόν Ηράκλειτον: «πόλεμος πατήρ πάντων», χρειάζεται εγρήγορσις και ουχί αθυμία τοις αγωνιζομένοις Ηρακλείς, ώστε πολεμούντες και πολεμούμενοι να διέλθωμεν την του βίου θάλασσαν και να καταντήσωμεν εις εύδιον λιμένα. Δεν πρέπει δε να μας διαφεύγη, ότι ο «τολμών Νικά»· και εις πάσαν
περίπτωσιν, η νίκη πάντων των φιλοθέων και φιλαγίων, είναι και νίκη του Θεού!

Ο πιστός χριστιανός πρέπει να γνωρίζη, ότι εις το τέλος αι δυνάμεις του σκότους, αίτινες επιδιώκουν τον αποχριστιανισμόν της Ελλάδος, θα συντριβούν από τον Παντοδύναμον Ιησούν Χριστόν, όστις διεκήρυξεν: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» [= εφ’ όσον είσθε εν μέσω του κόσμου, θα έχετε θλίψιν· αλλ’ έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμον και με την νίκην μου αυτήν εξησφάλισα και εις υμάς τον θρίαμβον και την δόξαν]( Ιωάν. ιστ ́, 33).